1. Και αυτή είμαι εγώ.
Το ηλίθιο ξυπνητήρι χτυπούσε επί πέντε λεπτά. Δεν μου έκανε η καρδιά να το κλείσω. Κοιτάω την ώρα και είναι εφτά. Ανοίγω με εμφανή δυσκολία τα μάτια μου και βλέπω στο απέναντι κρεβάτι τον αδερφό μου να κοιμάται σαν βόδι. Ποιος τον ξυπνάει τώρα, σκέφτηκα. Έκλεισα τα μάτια μου ξανά για δύο λεπτά. Άκουσα την φωνή της μάνας μου. Η μαμά μου είναι βέρα Αλβανίδα από ένα χωριό έξω από τα Τίρανα. Η φωνή της ξυπνάει και ελέφαντα. Μπαίνει μέσα και φωνάζει με τις αγριογκαρίδες της.
《 Λίνα, Σωτήρη σηκωθείτε άιντε. 》
《 Δυο λεπτά ακόμα. 》
《 Ça δύο λεπτά. Çouni ade! ( Τι δύο λεπτά. Σήκω άντε) 》
《 Άρχισε και τα αλβανικά πρωί πρωί. 》
《 Ρε σκωθειτε είπα. Άντε. Tetë vajti ora. ( οκτώ πήγε η ώρα) 》
《 ΤΙΙ; 》
Κοιτάζω άλλη μια φορά το ρολόι και βλέπω ότι είναι οκτώ παρά δέκα! Πανικός alert! Σηκώνομαι σφαίρα από το κρεβάτι μου και φορά η ό,τι βρω μπροστά μου. Ένα σκισμένο τζιν και μια αμάνικη μπλούζα είναι ό,τι πρέπει για τώρα. Πηγαίνω στο μπάνιο και βάζω λίγο make up. Ο αδερφός μου ως γνήσιος αλβανός, παίρνει την τσάντα του, που ζήτημα να έχει ένα βιβλίο μέσα, και καβαλάει την μηχανή του μπαμπά για να φύγει στο Πανεπιστήμιο . Παίρνω την τσάντα μου και κοιτάζω για τελευταία φορά το κινητό μου για την ώρα. Οκτώ ακριβώς. Ρεκόρ! Κάνω να βγω στην πόρτα αλλά η μάνα μου δείχνει ξανά την παιδεία της.
《 Dale. ( Περίμενε) 》 λέει και γυρνάω να την κοιτάξω.
《 Έλα βιάζομαι τι; 》
《 Έτσι θα πας σχολείο; Nga vete me kto rrobe? ( Που πας με αυτά τα ρούχα; ) 》
《 Αυτά έχω, αυτά βάζω 》
《 Ik ndrohu. ( Πήγαινε άλλαξε) 》
《 Ρε μα! 》
《 Άκουσες τι σου είπα; Και βγάλε αυτά τα πράγματα από το πρόσωπό σου. 》
《 Εσένα τι σε πειράζουν; Δικά σου είναι; 》
《 Moj degjove ça te thash? ( Άκουσες τι σου είπα; ) Δεν θέλω να λένε κακά λόγια οι δάσκαλοί σου. 》
《 Καθηγητές λέγονται. 》
《 Δε με νοιάζει πως λέγονται. Η γνώμη τους για εσένα με νοιάζει. Τράβα άλλαξε γιατί άμα σε δει ο πατέρας σου την έβαψες. 》
《 Οχου πρωί πρωί! 》
Αναγκαστικά πήγα αλλαξα και φόρεσα μια γκρι φόρμα με ένα απλό λευκό μπλουζάκι. Έφυγα πρωτού με δει κανένας και έτρεχα να προλάβω την κολλητή μου. Η μαμά μου έχει άλλες αρχές. Μεγάλωσε στην επαρχία όπου τα πράγματα είναι αλλιώς. Φοβάται πάντα τι θα πει ο κόσμος. Ο κόσμος το τόσο δα το κάνει γίγας. Οι απόψεις της είναι παλιομοδίτικες και εκτός λογικής. Παντρεύτηκε τον πατέρα μου από προξενιό στα 17 της και έκανε παιδί στα 19. Σταμάτησε οποιαδήποτε ελευθερία της και έκτοτε δεν έκανε τίποτα στην ζωή της παραμόνο να μεγαλώσει τον Σωτήρη και εμένα. Ο πατέρας μου, Λευτέρης, ήταν εκείνος που μας έφερε εδώ. Βρήκε μια καλή δουλειά και ήρθε με την μαμά μου και τον αδερφό μου εδώ. Μετά από τρία χρόνια γεννήθηκα εγώ. Και για να μην τα πολυλογώ η νοοτροπία της είναι πολυ κλειστή και στενή για την Ελλάδα.
Βρήκα την Αθηνά να με περιμένει στην πλατεία. Για πρώτη φορά στην ζωή της ήρθε στην ώρα της. Γίνονται και θαύματα.
《 Που πας με την φόρμα εσύ τέτοια μέρα; Έχουμε γυμναστική; 》
《 Όχι. Έχουμε την κυρά Βιολέτα να μας τα πρήζει στο σπίτι. 》
《 Α κατάλαβα. Κλασσικά. 》
《 Δεν μπορώ να καταλάβω ποιο είναι το πρόβλημα της πια! 》
《 Πρέπει να της μιλήσεις. Να κάνετε μια κουβέντα. 》
《 Χαχαχαχαχαχα! Α τι δεν ήταν αστείο; 》
《 Ε λογικά Όχι. 》
《 Άμα της μιλήσω θα πει ότι βγάζω γλώσσα. Και θα αρχίσει τα δικά της. Στα χρόνια τα δικά μου δεν τολμούσαμε ούτε να πάμε για κατούρημα! Κάναμε μονάχα δουλειές και για το σχολείο ούτε λόγος! 》 της είπα φτιάχνοντας την φωνή μου σαν της μάνας μου Και γελούσαμε και οι δύο με τις βλακείες μας.
Φτάνοντας στο σχολείο καθίσαμε στο κλασσικό πεζούλι, απέναντι από το λεγόμενο καπνιστήριο της τρίτης. Εμείς ως πρώτη δεν μας επιτρεπόταν να πάμε εκεί. Η Αθηνά συνεχώς κοίταζε προς το μέρος εκείνο. Ή μάλλον γλυκοκοίταζε έναν από την παρέα που καθόταν εκεί.
Ήταν ψηλός, μελαχρινός με έντονες γωνίες στο πρόσωπο και ανοιχτόχρωμα μάτια. Αντικειμενικά ήταν πολύ ωραίος. Να τα λέμε αυτά.
《 Καρφώνεσαι. 》 της λέω.
《 Ε τι; 》
《 Τι κάνεις λέω καλά είσαι; 》
《 Περίπου. 》
《 Εδώ πλανήτης Παυλίνα. Επικοινωνεί με πλανήτη Αθηνά; 》
《 Δεν είναι Θεός; 》
《 Α Καλά. Αθηνά τι έχεις πάθει; 》
《 Για τον Ηλία λέω. 》
《 Ποιον; 》
《 Αυτός εκεί! 》 λέει και μου δείχνει το ωραίο εκείνο παιδί.
《 Και πώς το λένε το παλικάρι; 》
《 Ο Ηλίας ο Πετρίδης είναι καλέ. Τον ξέρεις. 》
Τιιι; Της αρέσει αυτός ο κάφρος; Που το μονο που ξέρει να κάνει είναι άκομψα σχόλια για οτιδήποτε και οποιονδήποτε! Που δεν έχει αφήσει άνθρωπο για άνθρωπο ήσυχο.
《 Μου κάνεις πλάκα τώρα. 》
《 Όχι! Παυλίνα τον θέλω! 》
《 Συγκεντρώσου Αθηνά. 》
《 Θα τον διεκδικήσω Που Θα μου πάει. 》
Γενικώς η κολλητή μου είναι μια κοπέλα που έχει μάθει να ζει με αγόρια. Έχει κάνει πάνω από εφτά σχέσεις. Σημασία δεν έχει πόσο κράτησαν, αλλά το ότι θεωρούνται σχέσεις. Και είμαι σίγουρη ότι και αυτός θα είναι μια από τις σχέσεις της.
Χτυπάει το κουδούνι. Κοιτάω την είσοδο του σχολείου και βλέπω να μπαίνει ένας νέος. Τον βλέπω που περπατάει χαμένος. Τον κοιτάζω και νιώθω σαν να είμαι σε άλλο κόσμο. Σε άλλον πλανήτη. Σε άλλη γη. Σε άλλο σύμπαν. Αλλού γενικά. Η ομορφιά του και η μοναδικότητα του δεν περιγράφονται με λόγια. Σκουντάω την Αθηνά για να μάθω ποιος είναι.
《 Ξάδερφος του Ηλία είναι. Δημήτρης λέγεται. Δεν είναι ωραίος; 》
《 Είναι παναθεμα τον. 》
《 Χώσου τότε. 》
《 Είσαι καλά; Δεν θα υπάρχω την επόμενη μέρα. 》 λέω και τον κοιτάζω. Με βλέπει και αυτός αλλά δεν λέει κάτι. Μόνο με κοιτάει και μιλάει στον ξάδερφο του.
Οι υπόλοιπες ώρες κυλάνε ήσυχα και βαρετά. Σχολάσαμε στο πεντάωρο και καθίσαμε για λίγο στο πεζούλι. Τότε έρχεται κοντά μας ο Ηλίας με τον ξάδερφό του. Η Αθηνά αρχίζει και φτιάχνει τα μαλλιά της.
《 Επ Αθηνά ομορφιές βλέπω! 》 λέει ο Ηλίας και εκείνη επιδεικνύεται περισσότερο.
《 Θα έρθεις στην παρέα μας; 》
《 Δεν ξέρω. Παυλίνα; 》
《 Κάνε ό,τι θες. Εγώ δεν έρχομαι. 》 της απαντάω κοφτά και συνεχίζω να διαβάζω το βιβλίο μου προσπαθώντας να μην κοιτάζω τον Δημήτρη.
《 Κοριτσάκι να σου πω και κάτι. Δεν σε καλέσαμε κιόλας. 》 είπε ο Ηλίας. Έκανα πως δεν άκουσα απλά.
《 Μάλλον όχι. 》
《 Επειδή το είπε το φυτό τώρα πρέπει να συμφωνήσεις; Άφησε την να διαβάσει τα μαθηματικά της και έλα μαζί μας. 》 λέει ο Ηλίας.
《 Το φυτό τότε να σας αδειάσει την γωνιά. Καλά να περάσετε Αθηνά μου. 》 της απάντησα ειρωνικά και έφυγα.
Περπατάω μέχρι την έξοδο με γρήγορα ακούγοντας ένα μηχανάκι να προχωράει. Ήταν τόσο ξυστά που με με έριξε κάτω.
《 Πρόσεχε που πας φυτοο! 》 μου φώναξε από μακριά.
《 Εσυ να προσέχεις που πας ηλίθιε! 》 του απαντάω μη ξέροντας αν με άκουσε η όχι.
Προσπάθησα να σηκωθώ αλλά το χέρι του Δημήτρη με βοήθησε. Δεν ήξερα ποιο χέρι με βοήθησε αλλά μολις τον είδα ήθελα να τον αποφύγω. Άμα κρίνω πως έιναι ο ξάδερφος του καταλαβαίνω πως έιναι αυτος.
《 Καλά είσαι; 》
《 Ναι. Γεια σου. 》 του απαντάω και φεύγω χωρίς δεύτερη σκέψη.
《 Ενα ευχαριστώ δεν βλάπτει. 》 μου φωνάζει αλλά δεν τον ακούω. Τουλάχιστον κάνω πως δεν τον ακούω.
Λίγα μέτρα πιο κάτω καταλαβαίνω ότι βρίσκεται πίσω μου μαζί με τον Ηλία. Μετάνιωσα που δεν του είπα ένα συγγνώμη. Κρύφτηκα σε ένα στενό να τον προλάβω και ...
《 Μίλησες με την Αλβανίδα πριν; 》
《 Ποια ρε; 》
《 Την φίλη της Αθηνάς μωρέ. 》
《 Με το φυτό; Όχι ρε! Ούτε καν! 》
《 Νόμιζα πως σας είδα μαζί. 》
《 Όχι ρε είσαι καλά; 》 του είπε και με προσπέρασε χωρίς να με δει βέβαια.
Ώστε έτσι είναι οι άνθρωποι λοιπόν.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top