Το τρένο με τα αρχικά Α.Β.Β.Π / part 1
΄΄Πατήματα, πηδήματα, σπρωξίδια, τις νύχτες τα Χριστούγεννα πάνω στα κεραμίδια. Στις καμινάδες τα βιολιά και τα σουραύλια στήσανε και ακόμη τα κοκόρια δεν λαλήσανε. Μην είναι οι παρασάνταλοι, οι μαύροι καλικάτζαροι; Μύθοι και παραμύθια αναστηθήκανε, με το χρυσό της μάγισσας ραβδί και μαγευτήκανε. Γάτοι παπουτσωμένοι εγινήκανε και στις κεραμιδένιες τις στέγες ανεβήκανε΄΄
Ο Έλτον, ή όπως αλλιώς ήταν το κανονικό του όνομα, Λόμιλ Γκάλας, ειδοποίησε την κόρη του πως οι εγγονές του θα διανυκτέρευαν μαζί του. Η αλήθεια, της είχε ξεφύγει ένα παράξενο επιφώνημα σε αυτήν την ανακοίνωση, μην μπορώντας να πιστέψει πως ο πατέρας της, είχε βρει στα ξαφνικά την χαμένη του όρεξη και διάθεση να περάσει λίγες ώρες με τα μέλη της οικογένειάς του. Απαντώντας του ένα ΄΄εντάξει΄΄, κλείσανε το τηλέφωνο, με τα δύο κορίτσια να έχουν στα ξαφνικά αλλάξει διάθεση. Η Ζόε, ένιωθε μέσα της μία απίστευτη δύναμη, πως ξαφνικά ήταν ικανή να αναρριχηθεί ακόμη και στο πιο ψηλό βουνό, δίχως την παραμικρή βοήθεια. Από την άλλη η Σάρα, η ατίθαση έφηβη με την καλή καρδιά και τα καταπιεσμένα συναισθήματα οργής και θρήνου για τον χαμό του πατέρα της, ένιωθε μπερδεμένη. Μερικές φορές, όσο πιο μεγάλος είσαι, τόσο δυσκολότερα αφήνεις την καρδιά σου να υποδεχτεί, όλα αυτά που η λογική σου αρνείται να συλλάβει. Απέναντι στην απόλυτη μαγεία, έστεκε ελαφρώς παγωμένη, ωστόσο η εικόνα μιλούσε από μόνη της.
Ο παππούς τους, έχοντας αφεθεί πλήρως στη νέα του εμφάνιση, την οποία έδειχνε να απολαμβάνει, έκατσε ξανά στον καναπέ του, που τώρα είχε το χρώμα του κεραμιδιού. Η φωτιά στο τζάκι είχε άξαφνα ζωηρέψει, το ξύλινο πάτωμα γυάλιζε και η γλυκιά μυρωδιά των μπισκότων, είχε πλημμυρίσει την ατμόσφαιρα. Μικροί θόρυβοι ακούστηκαν από την μεριά της κουζίνας και η Ζόε σηκώθηκε όρθια, παλεύοντας να ανακαλύψει την προέλευσή τους.
«Μην τρομάξετε, είναι οι βοηθοί μου. Πλέον, είμαι συνταξιούχος ξωτικό, μα πιστέψτε με, προτού αποσυρθώ από τα καθήκοντά μου, είχα προσφέρει πολλά πράγματα. Κάντε ησυχία για να μην αναστατωθούν. Δεν είναι μεγαλύτεροι από την παλάμη του χεριού της Σάρα» τους είπε και τα κορίτσια κοιτάχτηκαν μεταξύ τους.
Οδεύοντας αργά προς την κουζίνα, βρήκαν μπροστά ακριβώς από έναν φούρνο παλαιάς εποχής, τρία πλάσματα, χνουδωτά, με τεράστια, μυτερά αυτιά, που έπλαθαν παθιασμένα τηγανίτες, αλείφοντάς τες με μέλι και κανέλα. Στη θέα του Λόμιλ Γκάλας, ξεκίνησαν να βγάζουν χαρούμενες, στριγκές κραυγές, μα όταν τα ολοστρόγγυλα μάτια τους έπεσαν στα κορίτσια, ευθύς πάγωσαν και κρύφτηκαν κάτω από το ξύλινο, σκαλιστό τραπέζι της κουζίνας.
«Αυτοί, ονομάζονται Καλικάντζαροι και μην μου πείτε πως ο κόσμος μας, δεν είναι γεμάτος μύθους και δοξασίες περίεργες για εκείνους. Σας φαίνονται τόσο τρομακτικοί;» τις ρώτησε και τον λόγο ευθύς πήρε η Σάρα, ελαφρώς ντροπαλά και αρχικά ξεροβήχοντας.
«Η αλήθεια, νόμιζα πως ήταν πράσινοι, ίσως άσχημοι με παράξενη μυρωδιά» τελείωσε και τα τρία πλάσματα βούρκωσαν.
Η Ζόε έτρεξε ευθύς κάτω από το τραπέζι, προσκαλώντας τα, δίχως αποτέλεσμα. Δίπλα της, ο παππούς της πήρε ένα κομμάτι τηγανίτας και της το έδωσε, ώστε να το προσφέρει με τη σειρά της στα πλάσματα. Εκείνα, φάνηκαν να μαγεύονται από την μυρωδιά της και παίρνοντάς το απαλά, υποκλίθηκαν και το έφαγαν με λαιμαργία. Η επόμενη κίνησή τους, ήταν να βρεθούν στην αγκαλιά της μικρής γουργουρίζοντας.
«Εδώ έρχομαι να καταρρίψω, έναν τεράστιο μύθο, που θέλει τους Καλικάντζαρους κακούς και βρωμερούς. Είναι πλάσματα που εργάζονται σκληρά για εμάς τα ξωτικά, αναλαμβάνοντας δύο δουλειές. Την σίτισή μας την εορταστική και τον κατάλογο των άτακτων. Όπως βλέπετε, λατρεύουν τα χριστουγεννιάτικα εδέσματα, ωστόσο δεν υπάρχει ποτέ περίπτωση να απλώσουν χέρι για να κλέψουν. Η ανταμοιβή τους, είναι η δική μας προσφορά μέρους του φαγητού που ετοιμάζουν. Δεν είναι καθόλου τυχαίο πως τα Χριστούγεννα, είναι ημέρες προσφοράς. Ελάτε μαζί μου» τις προέτρεψε οδηγώντας τες σε ένα υπέροχο γραφείο, παλιό, σκαλιστό με μία πολυθρόνα ολόλευκη, όπου πάνω της έπεφτε ένα κατακόκκινο ριχτάρι.
Ακουμπισμένο στο γραφείο, υπήρχε ένα βιβλίο με τον τίτλο ΄΄Άτακτοι΄΄. Ο παππούς τους το φύσηξε και αμέσως αυτό άνοιξε. Σε κάθε του σελίδα, υπήρχαν γενεαλογικά δέντρα με τα ονόματα των άπιστων και άτακτων της οικογένειας. Στην σελίδα που άνοιξε, η Σάρα είδε επάνω ψηλά, το επίθετο Σμιθ και την φιγούρα της ζωγραφισμένη, να έχει υιοθετήσει μία έκφραση θυμού και να έχει τα χέρια της σταυρωμένα μπροστά με πείσμα, βγάζοντας τη γλώσσα έξω επιδεικτικά. Τα πλάσματα κούνησαν ταυτόχρονα το κεφάλι τους αποδοκιμαστικά και τον λόγο πήρε ο Λόμιλ Γκάλας ξανά.
«Σάρα μου λυπάμαι, μα τα τεφτέρια δεν κάνουν λάθος. Όπως θα δεις, προέρχεσαι από μία οικογένεια πιστών στο βάθος του παρελθόντος, μα ομολογώ πως στο σήμερα, μόνο η Ζόε σώζει την φήμη της οικογένειας. Τίποτε όμως δεν παραμένει στάσιμο και εύκολα μπορείς να μεταπηδήσεις στο βιβλίο των καλών, το οποίο βρίσκεται στα χέρια του Άγιου Βασίλη. Αυτός ήταν ο οδηγός του τόσα χρόνια, ώστε να μπορεί να μοιράζει τα δώρα. Τα ονόματα, αναγράφονταν με χρυσά γράμματα και από κάτω βρισκόταν η διεύθυνση. Μία χρονιά, τον είχα συνοδεύσει σε ένα ταξίδι του για το μοίρασμα των δώρων. Είχαμε ένα μικρό ατύχημα και ο Κόμετ, ο τάρανδος, είχε στραμπουλήσει το πόδι του. Ε, μέχρι να τον βοηθήσουμε και τα σχετικά, χάσαμε πέντε πολύτιμα λεπτά. Για εμάς ο χρόνος, ακόμη και το κλάσμα του δευτερολέπτου, έχει πολύ μεγάλη σημασία, μέχρι την ακριβή στιγμή της αυγής. Ακόμη και ένα δευτερόλεπτο πριν να χαράξει, εμείς μπορεί να πίνουμε την τελευταία σταγόνα από το γάλα που αφήνουν τα παιδιά. Τότε λοιπόν, ο Άγιος χρειάστηκε βοηθό και πήγα μαζί του. Δεν υπάρχει ομορφότερο πράγμα, από την αλλαγή του χρόνου, καθώς για εμάς, σε αντίθεση με τους ανθρώπους, αλλάζει τότε, για να υποδεχτούμε την επόμενη ημέρα, με νέες ευχές και γράμματα και επιθυμίες από τα παιδιά. Πετούσαμε στο ουράνιο στερέωμα, νύχτα, όταν μία λάμψη σαν το Βόρειο Σέλας, όπου μέσα της βρίσκονταν κρυμμένα όλα τα χρώματα, ξεκίνησε να μας ακολουθεί. Εμείς πετάξαμε πιο γρήγορα, περνώντας μέσα από ημιδιάφανες, χρονικές πύλες. Κάθε πύλη μετρούσε αντίστροφα, χαρίζοντάς μας και μία γεύση από τις αναμνήσεις του χρόνου, που είχε σχεδόν περάσει. Δεν έχω ζήσει ποτέ μου ανάλογη συγκίνηση» έκανε μία παύση θέλοντας να βάλει λίγο τσάι με γεύση κανέλα στα ποτήρια όλων τους. «Α, υπάρχει και κάτι ακόμη» τους είπε χασκογελώντας και τις ένιωσε να κρατούν την ανάσα τους. «Ο σάκος του Άγιου δεν είναι καθόλου αυτό που φαίνεται. Μπορεί σαν μέγεθος να μοιάζει σχετικά μικρός, ωστόσο σκεφτείτε, πως μέσα του πρέπει να χωρέσουν εκατομμύρια δώρα, όλων των μεγεθών. Ως βοηθός του είχα το δικαίωμα να μπω εκεί, αναζητώντας το όνομα και το δώρο του ανάλογου θνητού. Πιστέψτε με, χωράει δέκα σαν εσάς εκεί μέσα. Είναι μία πολιτεία, όπου μπορείς ακόμη και καφέ να κάνεις. Έχει ειδικό σύστημα για να μπορεί ο Άγιος να αντέχει το ξενύχτι. Όπως και να το κάνουμε, έχει και μία ηλικία και πρέπει να το σεβαστούμε» τελείωσε όταν είδε ένα μικρό βιβλιαράκι δίπλα του να πάλλεται. «Έχω μήνυμα» ακούστηκε η φωνή του ελαφρώς βαριεστημένα και είδαν όλοι τους την πένα να ορθώνεται και να ξεκινά να γράφει με καλλιγραφικά γράμματα μόνη της :
΄΄Τα Χριστούγεννα πρόκειται να αναβληθούν ξανά. Ο αριθμός των άπιστων έχει αυξηθεί κατά ένα εκατομμύριο και ο Άγιος είναι έτοιμος να βγει σε σύνταξη. Καμία ιδέα;΄΄ η πένα έπεσε κάτω ξανά ακίνητη και η Ζόε άρχισε να ωρύεται.
«Όχι παππού! Μην το αφήσεις να συμβεί!» φώναξε και εκείνος αμίλητος έδωσε διαταγή στην πένα ξανά.
΄΄Νομίζω πως έχω μία΄΄ έγραψε στον νεαρό βοηθό του, που άκουγε στο όνομα Γκέντελ Γας.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top