Το Χωριό των Ευχών/ part 3

Όλο το βράδυ, η Ζόε στριφογυρνούσε στο κρεβάτι της, μέχρι που πήρε την απόφαση να σηκωθεί επιτέλους. Ο ύπνος έμοιαζε ως την τελευταία της επιλογή και έτσι, βάζοντας το μπουφάν και το παλτό της, στάθηκε μπροστά στην γυάλινη πόρτα του μικρού τους ιγκλού. Εκείνη άνοιξε αυτόματα επιτρέποντάς της την έξοδο. Ο κόσμος έξω περπατούσε ακόμη, τα κουδουνάκια ηχούσαν και τα κάλαντα ακούγονταν, συνοδευόμενα από τα μεταλλικά τριγωνάκια. Το κορίτσι επιθυμούσε στην κυριολεξία να ξεχυθεί και να χορέψει μαζί τους, να δοκιμάσει τις μικρές μπουκίτσες τσουρεκιών, πασπαλισμένες είτε με ζάχαρη, είτε με σοκολάτα. Βαδίζοντας, έφτασε μπροστά στο κεντρικό, μεγαλοπρεπές κτήριο των ευχών. Διστακτικά εισήλθε παρατηρώντας το περιβάλλον γύρω της και τις χιλιάδες αιωρούμενες σκάλες.

Από μακριά έψαξε το γράμμα ΄΄Σ΄΄, παλεύοντας να βρει το σωστό σημείο και το σωστό συρτάρι. Μόλις το εντόπισε από μακριά και χρησιμοποιώντας τη σκάλα, ανέβηκε και το άνοιξε αναζητώντας το δικό της γράμμα, μέχρι που έπεσε τελικά πάνω σε αυτό της Σάρα. Το θέμα ωστόσο ήταν, πως ανακάλυψε όχι ένα γράμμα, μα ολόκληρο πακέτο που αφορούσε και παλαιότερα γράμματά της. Η αδερφή της πίστευε στα κρυφά και διατηρούσε τις ελπίδες της πως οι ευχές της ίσως και να πραγματοποιούνταν. Πήρε στην τύχη το περσινό γράμμα και έπειτα το φετινό, περνώντας στο προπέρσινο. Με έκπληξη κατάλαβε πως η Σάρα, ζητούσε κάθε χρόνο, το ίδιο ακριβώς πράγμα. Να έβλεπε ξανά τον πατέρα της, να είχε έστω και ένα κλάσμα του δευτερολέπτου χρόνο μαζί του. Τα μάτια της βούρκωσαν μουσκεύοντας τα χαρτιά. Μέσα της, αν και μικρή σε ηλικία, καταλάβαινε απόλυτα τη συμπεριφορά της αδερφής της. Ο χαμός του πατέρα τους, με τον οποίο η Σάρα ήταν πολύ κοντά, σε συνδυασμό με την απουσία της μητέρας τους εξαιτίας της δουλειάς, της είχαν προκαλέσει θυμό. Έναν θυμό τον οποίο είχε συσσωρεύσει χρόνια ολόκληρα. Η ίδια ήταν πολύ μικρή για να της προσφέρει ουσιώδη βοήθεια. Ίσως το μόνο που θα μπορούσε να κάνει, είναι να στέκεται απλώς δίπλα της και να τη στηρίζει.

Κλείνοντας το συρτάρι, αποφάσισε να καθίσει σε μία ξύλινη καρεκλίτσα και να σερβίρει στον εαυτό της σοκολάτα με γεύση φουντούκι. Στο συγκεκριμένο μέρος, υπήρχε ένας πάγκος με έτοιμες, ζεστές σοκολάτες σε όποια γεύση μπορούσε να φανταστεί κανείς. Προτίμησε την κούπα που απεικόνιζε το έλκηθρο. Το έλκηθρο που ονειρευόταν να το δει να σκίζει ξανά τους ουρανούς. Πίσω στο ιγκλού, ο Γκέντελ είχε δει την μικρή να φεύγει, ωστόσο ήξερε πως σε ένα μέρος σαν το Λάϊτλιν και το Όλομ, σε έναν παραμυθένιο τόπο σαν τον δικό τους, δεν υπήρχε απολύτως κανένας κίνδυνος. Ο ίδιος στεκόταν ακουμπισμένος κοντά στο παράθυρο, όταν άκουσε τη Σάρα να αναδεύεται και κατόπιν να ξυπνά από το σοκ της απουσίας της μικρής.

«Πού είναι η Ζόε;» φώναξε και ο Γκέντελ, λουσμένος από το φως της Σελήνης, πάντοτε κολλημένος στο περβάζι, την κοίταξε με ένα μελαγχολικό χαμόγελο.

«Μην ανησυχείς, πίνει σοκολάτα στο κεντρικό κτήριο» της απάντησε παραξενεύοντάς την.

«Πώς το ξέρεις;» τον ρώτησε ταραγμένη και δύσπιστη, όταν από την τσέπη του, τον είδε να βγάζει μία μικροσκοπική κόκκινη, χριστουγεννιάτικη μπάλα. Δείχνοντάς την στην κοπέλα, το χρώμα υποχώρησε φανερώνοντας τώρα την αδερφή της να πίνει σοκολάτα στο μέρος των ευχών.

«Μαγικό» μουρμούρισε η Σάρα κοιτάζοντας τον νεαρό. Τα όμορφα, κυανά του μάτια έλαμπαν και αυτά στο ημίφως. Η κοπέλα τον πλησίασε κάνοντας μία τρυφερή κίνηση και παραμερίζοντας μία τούφα που έκρυβε το μέτωπό του. «Είσαι πάντοτε θλιμμένος» διαπίστωσε τελικά «Γιατί;» τον ρώτησε και τον είδε να κατεβάζει τα μάτια στο έδαφος και να γυρίζει προς το παράθυρο.

«Ξέρεις, αυτός ο κόσμος έχει αρκετή μαγεία, σε σημείο που με είχε πείσει πως τα πάντα είναι δυνατά. Μετά τον θάνατο των γονιών μου, η μόνη που στάθηκε στο πλάι μου, ήταν η παιδική μου φίλη και ο παιδικός μου έρωτας. Ωστόσο, μία μέρα αποφάσισε να πιάσει δουλειά στο ΄΄Ρούντολφ΄΄, όπου ερωτεύτηκε έναν τακτικό πελάτη. Μου κόστισε πολύ καθώς ποτέ μου δεν της εξομολογήθηκα τα αισθήματά μου εξαιτίας της δειλίας μου. Ξέρω πως ακούγεται ανώριμο να αγαπάς κάποιον μία ζωή ολόκληρη και να πιστεύεις πως εκείνος σε συμπληρώνει απόλυτα, πως είναι το τέλειο ταίρι. Μαζί της ήμουν ο εαυτός μου, ο χαρούμενος εαυτός μου και η απώλεια της οικογένειάς μου, μου φαινόταν πιο υποφερτή» έκανε μία παύση και την κοίταξε απότομα. «Έπρεπε να με σταματήσεις. Ειλικρινά δεν ξέρω γιατί σου τα λέω αυτά. Είναι μέρες χαράς και γιορτών, οι αρνητικές σκέψεις δεν έχουν χώρο» απολογήθηκε ντροπιασμένος και ένιωσε το χέρι της να κρατά το δικό του.

«Σε καταλαβαίνω. Αυτήν την απώλεια που μόλις ανέφερες, την έχω ζήσει. Την ζώ ακόμη και ίσως αυτή με έκανε την άτακτη Σάρα. Μου βγήκε μία αντίδραση απέναντι σε όλους. Όλα μου έφταιγαν ακόμη και τα Χριστούγεννα γιατί...Γιατί κάθε χρόνο έκανα την ίδια ευχή δίχως αποτέλεσμα. Να μπορέσω να ξαναδώ τον μπαμπά μου. Δεν γνώριζα πως ο Άγιος έχει κηρύξει απεργία» τελείωσε χαμογελώντας στραβά και ήταν η σειρά του Γκέντελ να κάνει ένα βήμα πιο κοντά της σκουπίζοντας ένα δάκρυ που ετοιμαζόταν να κυλήσει.

Κατόπιν την κοίταξε μέσα στα μάτια για αρκετή ώρα, παγωμένος. Ένα βλέμμα τρυφερό, θλιμμένο και φοβισμένο. Τοποθετώντας το ένα του χέρι στο μάγουλό της και πιάνοντας και το τελευταίο δάκρυ, το πρόσωπό του έγειρε μπροστά και τα χείλη του βρήκαν τα δικά της. Απαλά, γλυκά, ήταν ένα φιλί εμπιστοσύνης και αγάπης. Η Σάρα χάθηκε στην στιγμή εκείνη, με τις πεταλούδες στο στομάχι της να πετούν αλαφιασμένα, γεμάτες ένταση, όση ένταση κρυβόταν και στο συναίσθημα του φιλιού. Όταν τα χείλη τους χωρίστηκαν και τα μέτωπά τους ενώθηκαν, οι δυο τους κοίταξαν προς τα πάνω βλέποντας ένα μικρό γκι, κρεμασμένο από έναν διάφανο σπάγκο. Τότε, χαμογέλασαν και για πρώτη φορά αληθινά.

Ένας παλιός μύθος λέει, ότι το γκι φύτρωσε για πρώτη φορά στις πατημασιές του Χριστού, όταν αυτός βάδιζε στη Γη. Τα αγκαθωτά φύλλα του αλλά και οι κόκκινοι καρποί του, συμβολίζουν τα μαρτύρια του Σωτήρα, λόγος για τον οποίο το γκι λέγεται και το «αγκάθι του Χριστού» σε πολλές γλώσσες της Βόρειας Ευρώπης. Οι βόρειοι λαοί, και κυρίως οι Άγγλοι, πιστεύουν ότι το γκι είναι το σύμβολο της αγάπης, της ειρήνης και της ευημερίας, γι' αυτό άλλωστε και το επιλέγουν για να στολίσουν μ' αυτό τα σπίτια τους τα Χριστούγεννα και το νέο έτος. Σύμφωνα τέλος με τη μυθολογία των Σκανδιναβών, η θεά της αγάπης, Frigga συνδέεται με το γκι. Ο γιος της Frigga, Balder δεν μπορούσε να πληγωθεί από τίποτα πάνω ή κάτω από τη γη. Ένας εχθρός όμως του Balder, ο Loki, θεός του κακού, ήξερε πως μόνο ένα φυτό δεν φυτρώνει ούτε πάνω, ούτε κάτω στη γη και αυτό ήταν το γκι, που φυτρώνει μόνο πάνω στον κορμό της μηλιάς και της βελανιδιάς.

Έφτιαξε, λοιπόν, ένα βέλος και σκότωσε τον Balder. Για τρεις μέρες, όλα τα στοιχεία του σύμπαντος προσπαθούσαν να τον επαναφέρουν στη ζωή. Τελικά, η μητέρα του Frigga κατάφερε να τον επαναφέρει. Η παράδοση λέει ότι τα δάκρυα που έχυσε για τον γιο της μεταμορφώθηκαν σε καρπούς πάνω στο γκι και από τη χαρά της φιλούσε όποιον πέρναγε κάτω από το φυτό. Ίσως λοιπόν οι άνθρωποι σήμερα ξεσήκωσαν το φιλί, εξαιτίας όλων αυτών των μύθων και παραδόσεων. Το δικό τους φιλί ωστόσο, έχοντας την ώθηση της χριστουγεννιάτικης μαγείας, ήταν πιο αληθινό από ποτέ. Απομακρύνθηκαν στα ξαφνικά αμήχανοι, καθώς η πόρτα άνοιγε και μέσα έμπαινε η μικρή που τους κοίταξε γεμάτη νόημα.

«Ώρα για ύπνο, καθώς δεν θα ξυπνάμε το πρωί» ήταν η τελευταία κουβέντα του Γκέντελ που πάλεψε να κρύψει την αμυδρή ερυθρή λάμψη στα μάγουλά του.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top