Η Άφιξη στο Όλομ/part 3
H Σάρα, ανέβηκε στο δωμάτιό της για να ειδοποιήσει την αδερφή της. Στη διαδρομή, έπιασε τον εαυτό της να χαμογελά, πράγμα που είχε πολύ καιρό να κάνει. Συνήθως οι σκέψεις της, ήταν σκοτεινές και στενάχωρες. Βρισκόταν σε μία δύσκολη ηλικία, για την ακρίβεια, αύριο γινόταν δεκαεπτά και ειλικρινά ένιωθε τύψεις που θα τα γιόρταζε μακριά από την οικογένειά της, που τώρα στο μυαλό της, είχε πάρει ένα καινούργιο σχήμα. Είχε προστεθεί ο παππούς της. Δίχως εκείνον και με την απουσία του πατέρα της, το σπίτι τους έμοιαζε κενό και σιωπηλό. Η μητέρα της έκανε ό,τι μπορούσε για να επαναφέρει την ζωντάνια και αυτό η Σάρα της το αναγνώριζε και ας την είχε πικράνει ουκ ολίγες φορές με τη συμπεριφορά της. Επιστρέφοντας στο εδώ και τώρα, ένα χαζό χαμόγελο συνέχισε να στολίζει το πρόσωπό της και τη στιγμή που άνοιγε την πόρτα, αντίκρισε τη Ζόε έτοιμη και ντυμένη.
«Πού ήσουν;» τη ρώτησε η μικρή.
«Στο σαλόνι και διάβαζα. Ο Γκέντελ μας κάλεσε να πάμε στο παγοδρόμιο» ολοκλήρωσε και η Ζόε χαχάνισε μονάχη της.
«Να το πεις ολοκληρωμένα τότε. Πως ήσουν στο σαλόνι μαζί με τον Γκέντελ και διάβαζες, μέχρι που εκείνος αποφάσισε να μας καλέσει. Έχει διαφορά. Μην ανησυχείς όμως, γιατί και εγώ τον βρίσκω καλό» της είπε για να εισπράξει μία γκριμάτσα αποδοκιμασίας.
«Είσαι πολύ μικρή» ξεκίνησε η Σάρα.
«Μικρή, όχι τυφλή. Λοιπόν, φύγαμε γιατί ανυπομονώ» πρόφερε η Ζόε και τραβώντας την από το χέρι κατέβηκαν τη σκάλα για να βρουν το ξωτικό να τις περιμένει στο κατώφλι. Φορούσε έναν μάλλινο, λευκό σκούφο που αντανακλούσε το φωτεινό χρώμα των ματιών του. Τα αφτιά του είχαν καλυφθεί κάνοντάς τον να μοιάζει με έναν φυσιολογικό νεαρό της ηλικίας της Σάρα.
«Έτοιμες;» τις ρώτησε και ένευσαν θετικά χαμογελώντας.
Αυτή τη φορά, περπάτησαν στο κέντρο του χωριού. Ήθελαν να αποκτήσουν μία γεύση από Χριστούγεννα και πράγματι, δεν απογοητεύτηκαν ούτε στο ελάχιστο. Τα ξωτικά σε αυτήν την παράξενη μεριά της γης, ήξεραν πολύ καλά πώς να συμπεριφέρονται και πώς να στηρίζουν το ένα το άλλο, πάντοτε με ένα χαμόγελο. Η Σάρα παρατηρούσε την κάθε τους κίνηση όταν ξαφνικά κατάλαβε πως είχε βρει τη λύση, ώστε να επιστρέψει στο στολίδι το πολυπόθητο πνεύμα των εορτών. Το κλειδί ήταν πράγματι η αγάπη. Ένα συναίσθημα που έφερνε χαμόγελο, καθώς ο κόσμος στον οποίο ζούσε, είχε γίνει έρμαιο της καθημερινότητας και των προβλημάτων, σε τέτοιο βαθμό, που είχε ξεχάσει πώς να χαμογελά.
Μερικές φορές, ακόμη και η πιο απλή πράξη προσφοράς, έφερνε στην ψυχή ανακούφιση. Υπενθύμιζε στον άλλο, τον συνάνθρωπο πως δεν ήταν μόνος, πως υπήρχε κάποιος δίπλα του για να τον στηρίζει. Το χαμόγελο έγινε πλατύτερο στο πρόσωπό της. Την επόμενη μέρα, θα έφτιαχναν το στολίδι και όταν όλα θα ήταν έτοιμα, θα επέστρεφαν πίσω στο σπίτι τους, έστω και για λίγο. Από μακριά, τους πλησίασε μία κυρία, φορώντας ένα κωνικό, χνουδωτό, κόκκινο καπέλο και βαστώντας μία στρογγυλή πιατέλα, με μικρά χρυσά ποτηράκια επάνω της.
«Γκέντελ μου!» τον φώναξε κουνώντας του το χέρι της.
Ο νεαρός χαμογέλασε συγκρατημένα. Δεν ήταν πολύ εκδηλωτικός στα συναισθήματά του, μα τον διακατείχε μία ευγένεια και ένας καθωσπρεπισμός που δεν θα ταίριαζε στα δεδομένα των νεαρών ανδρών του σχολείου της Σάρα. Ο Γκέντελ μιλούσε πάντοτε ευγενικά, επέλεγε πολύ προσεκτικά τις λέξεις που χρησιμοποιούσε, μα στερούταν ανεμελιάς. Η Σάρα δεν τον είχε δει ως τώρα να αγκαλιάζει κάποιον γνωστό του, ούτε να ξεσπά σε γέλια. Ήταν ένα ξωτικό ευδιάθετο, μα κάτι του έλειπε.
«Τύν! Χαίρομαι που σε βλέπω και εσένα και τα γκλόγκι που κρατάς» της είπε παίρνοντας ένα αχνιστό ποτήρι και κατόπιν στρέφοντας το βλέμμα του στα κορίτσια. «Το γκλόγκι είναι παραδοσιακό, χριστουγεννιάτικο κρασί από τη Νορβηγία. Μπορεί να μην είναι πολύ γλυκό, μα αν θέλετε εμείς το σερβίρουμε με έναν κύβο ζάχαρης. Σάρα μπορείς να δοκιμάσεις, Ζόε θα σου φτιάξω εγώ ζεστό χυμό από φρούτα του δάσους μας. Είσαι μικρή ακόμη» της είπε με ένα μειδίαμα και το κορίτσι κατσούφιασε.
«Είχαμε και εμείς ένα παραδοσιακό γλυκό, που η μαμά έφτιαχνε κάθε χρόνο. Πουτίγκα με κρέμα που περιείχε κονιάκ. Είναι αγγλοσαξωνική συνταγή, προερχόμενη από τον μεσαίωνα και έχει απίθανη γεύση» τους είπε η Σάρα και τα ξωτικά χαμογέλασαν.
«Λοιπόν, νομίζω πως έχω μία υπέροχη ιδέα. Μετά από το παγοδρόμιο, μπορούμε να πάμε σε ένα μαγαζί που σερβίρει όλες τις παραδοσιακές, χριστουγεννιάτικες συνταγές, από όλες τις χώρες του κόσμου» πρόφερε ο Γκέντελ και η Ζόε τινάχτηκε επάνω του αγκαλιάζοντάς τον.
«Είναι υπέροχη ιδέα» του είπε και ευχαριστώντας την Τυν για το ζεστό κρασί, κατευθύνθηκαν στο παγοδρόμιο, το οποίο, εκτός του ότι ήταν στολισμένο με ένα πελώριο, χριστουγεννιάτικο δέντρο, ακριβώς στο κέντρο του, είχε και στο πλάι, γλυπτά από πάγο που αναπαριστούσαν το πέταγμα του Άγιου με το έλκηθρο. Η Ζόε φαντασιωνόταν να πετά μαζί του, διασχίζοντας όλες τις χώρες, όλες τις αμερικάνικες πολιτείες, την Ευρώπη, φτάνοντας ακόμη και στην μακρινή Αυστραλία. Νοικιάζοντας τον κατάλληλο εξοπλισμό, αμολήθηκαν στον σκληρό πάγο, με εκείνη να νιώθει άνεση σε αντίθεση με την αδερφή της που είχε γαντζωθεί άτσαλα από ένα μεταλλικό στήριγμα, φοβούμενη πως μία λάθος κίνηση θα της στοίχιζε πιθανότατα κάποιο κόκκαλο. Μπροστά της, έβλεπε τον Γκέντελ να παίζει με την Ζόε, όταν έστρεψε το βλέμμα του επάνω της και ένα μειδίαμα πονηρό σκαρφάλωσε στο πρόσωπό του.
«Δεσποινίς Σμιθ ξέρετε πώς να είστε άτακτη και να παίρνετε μέρος σε επικίνδυνες αποστολές. Δεν νομίζω πως το πατινάζ φαντάζει τόσο δύσκολο για εσάς» της είπε θέλοντας να την πειράξει και το πέτυχε απόλυτα, καθώς είδε το πρόσωπό της να κοκκινίζει, τα χέρια της να αφήνουν απότομα το στήριγμα και την ίδια να δίνει ώθηση, σε μία προσπάθεια να πάρει την απαιτούμενη φόρα. Κάπου εκεί όμως συνειδητοποίησε πως τα πόδια της ξεκίνησαν να απομακρύνονται το ένα από το άλλο και να λυγίζουν επικίνδυνα, με αποτέλεσμα να νιώσει δύο χέρια να τυλίγονται γύρω από την μέση της και κατόπιν να πέφτει με φόρα στον πάγο.
«Είπαμε να κάνεις επίδειξη, αλλά εσύ το πήγες ένα επίπεδο πιο ψηλά. Πάλι καλά που έπεσες στα μαλακά γιατί εγώ δύο μελανιές θα τις έχω αποκτήσει στα σίγουρα» σχολίασε γρυλίζοντας ο Γκέντελ και η Σάρα αμήχανη πάλεψε να σηκωθεί από πάνω του.
«Με προκάλεσες και απλώς δέχτηκα» του απάντησε με στόμφο βλέποντάς τον να την πλησιάζει ελάχιστα.
«Μάθε να καταλαβαίνεις τα όριά σου. Κανείς δεν γεννήθηκε αστέρας των πάγων. Τελοσπάντων, αν πεινάτε, η πρόσκληση για χριστουγεννιάτικα γλυκά και εδέσματα, ισχύει» τους είπε και η Ζόε κάνοντας έναν τελευταίο κύκλο και αποχαιρετώντας νοητά το άγαλμα του Άγιου με το έλκηθρο, αφαίρεσε τα παγοπέδιλά της και τους ακολούθησε σε έναν ακόμη Παράδεισο.
Όλα τα μαγαζιά στο Όλομ, είχαν ακριβώς την ίδια ατμόσφαιρα με το ΄΄Ρούντολφ΄΄, πίσω στο Λονδίνο. Τα τραπέζια ήταν μικρά και στρογγυλά, ενώ στη βιτρίνα, υπήρχε ένας νάνος που έπαιζε στο πιάνο γιορτινές μελωδίες. Ο κατάλογος περιλάμβανε τα πάντα. Από το κανετόνε της Ιταλίας, που ήταν κέικ με αποξηραμένα ζαχαρωτά, μέχρι το στόλεν της Γερμανίας, που ήταν γλυκό ψωμί σε σχήμα κοτσίδας, σαν σύμβολο του φασκιωμένου Χριστού και περιλάμβανε από ξύσμα λεμονιού και πορτοκαλιού, μέχρι μπαχαρικά όπως γαρύφαλλο, κανέλα, κάρδαμο ή και μοσχοκάρυδο. Όλα τους ήταν φρέσκα, μυρωδάτα και υπέροχα, σε σημείο που η Ζόε ήθελε να κλάψει από ευτυχία. Μέσα της βαθιά, επιθυμούσε να γυρίσει πίσω, να αρπάξει την μητέρα της και τον παππού της και να ζήσουν όλοι μαζί για πάντα εδώ.
Επιστρέφοντας στο πανδοχείο χορτασμένες και αδημονώντας για την αυριανή ημέρα που θα επισκέπτονταν το εργοστάσιο του στολιδιού, καληνύχτισαν τον Γκέντελ που δέχτηκε να τις συνοδέψει φυσικά μέχρι την πόρτα. Τη στιγμή που αποχαιρετούσε τη Σάρα, τα παράξενα μάτια του στάθηκαν στα δικά της λίγα λεπτά παραπάνω. Ένα συναίσθημα τα διαπέρασε και έπειτα το ψυχρό κενό της τυπικής ευγένειας επέστρεψε.
«Καληνύχτα» τους είπε και με μία υπόκλιση αποχώρησε.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top