•° Τέλος °•
Ποια είναι η ομορφότερη στιγμή της ζωής σου;
Η μέρα που τον γνώρισα...
Και η χειρότερη;
Η μέρα που κατάλαβα πως τούτη η αγάπη, δεν ηταν σαν τις άλλες....
Και γιατί ήταν η χειρότερη;
Γιατί σαν φτάσεις στο σημείο να παραδεχτείς στον εαυτό σου πως η ζωή σου θα είναι πάντοτε συνδεδεμένη με ενός άλλου ανθρώπου, είτε είναι ζωντανός, είτε νεκρός, το έχεις χάσει το παιχνίδι...
°•°•°•°•°•°•°•°•°°
Ηταν θυμάμαι περίπου ίδια εποχή...
Όπως και τότε έτσι και τώρα , λίγα χρόνια πριν κατεβηκα από το αεροπλάνο και πάτησα για πρώτη φορά στη Κωνσταντινούπολη.
Θυμάμαι καθαρά το αεράκι που ακόμα και σε μια μεγαλούπολη όπως αυτή, μύριζε κανέλα... Η φαντασία μου; Ίσως...
Καμία φορά έχουμε την ανάγκη να ζήσουμε κάτι τόσο έντονα που η φαντασία μας δημιουργεί απίστευτες εικόνες και δυνατές αισθήσεις.
Υποθέτω πως δε μύρισα ποτέ τη κανέλα ...
Τίποτα όμως δεν είναι το ίδιο σωστά;
Ήρθα μόνη, θα είμαι μόνη και θα κάνω το ταξίδι για ένα μέρος που δεν ήθελα να πατήσω ξανά και πάλι μόνη...
Επτά μήνες μετά και τα βήματα θα με οδηγήσουν στη κολαση...
Μα δεν έχω επιλογή...
Της το υποσχέθηκα...
Ίσως δε κατάφερα να κρυφτώ καλά.
Ίσως έπρεπε να προσπαθήσω πιο πολύ ...
Πως θα επιστρέψω εκεί όπου για πρώτη φορά ένιωσα τι θα πει , πληγή; Αστείο έτσι; Κι όμως μόνο όταν νιώσεις τι πραγματικά εστί πόνος θα αντιληφθείς πόσο επιπόλαια "πονούσες" στο παρελθόν...
Ούτε τρεις γουλιες καφέ δεν ήπιε...
Μπήκε μέσα στο σπίτι μου σαν να ήταν δικό της. Κάθισε απέναντι μου και απλά με κοίταζε σιωπηλή. Από πάνω μέχρι κάτω...
Και ύστερα με πλησίασε.
Στάθηκε μπροστά μου, γέλασε και σαν σήκωσε το χέρι της να αγγίξει το μάγουλο μου, η ψυχούλα μου άρχισε να τρέμει. Το παράπονο έγινε δάκρυ , προσγειώθηκε στη παλάμη της μα εκείνη συνέχισε να χαμογελά...
"Σε δύο μήνες θα λάβεις το εισητηρίο για τη βάπτιση της μικρής... Είσαι η νονά της... Εσένα έχει μόνο... Αν δεν είσαι εκεί..."
"Δε μπορώ Σοφία... Πως με βρήκες... Άφησε με. Συγνώμη..."
"Σε δύο μήνες..."
Δεν είπε λέξη παραπάνω....
Δεν μου απάντησε ποτέ σε όσα ρώτησα και ούτε έμεινε...
Ήρθε, μου τα είπε και έφυγε...
Ήρθε, μου είπε πως είμαι η μόνη που έμεινε , και έφυγε...
Δεν έχω ιδέα πως με βρήκε μα το έκανε... Το έκανε, και με ξέσκισε εκ των έσω....
Δύο μήνες μετά όπως ακριβώς το είπε έλαβα στο σπίτι ένα προσκλητήριο....
Μου ζητούσε να μη πάρω μαζί μου απολύτως τίποτα...
Θα πήγαινα στη Κωνσταντινούπολη και εκεί θα έβρισκα ότι χρειάζονταν για να συνεχίσω...
Το θέμα είναι πως η βάφτιση θα γινόταν σε ένα μέρος που δεν ήθελα επουδενί να πάω ...
Στη Σμύρνη ...
Να 'μαι λοιπόν.... Εγώ, μια τσάντα και το προσκλητήριο...
Ένα ακόμα αεροπλάνο με χωρίζει από τη καταστροφή που πάλεψα μήνες να διώξω ... Δεν έχω ιδέα τι θα ακολουθήσει μα ένα είναι σίγουρο... Δε θα βγω αλώβητη από αυτή την ιστορία...
*****
Επτά μήνες πριν....
"Μα τι στα κομμάτια κάνεις!" όρμησε και πιάνοντας τον απροετοίμαστο άρπαξε το όπλο μονομιάς.
"Δεν πήρες ήδη αρκετά;" Κραυγασε εξαγριωμένος
"Θα έδινες τέλος στη ζωή σου!"
"Κάνεις λάθος..."
"Αλήθεια; Και τι δουλειά έχει ένα γεμάτο περίστροφο στα χέρια σου;"
"Δωστο μου!"
"Όχι!" όπλισε ξανά και τον σημάδεψε "Κάνε πίσω!"
"Κι αν δε κάνω; Θα πυροβολήσεις; Εμπρός!"
"Είπα κάνε πίσω!" Μόλις ο Μπαρίς έστρεψε το όπλο καταπάνω του, ο Γιαμάν σήκωσε τα χέρια ψηλά και έκανε ένα βήμα πίσω
"Μπαρίς δώσε το καταραμένο όπλο!"
"Δε δίνω τίποτα! Ήξερες πως θα έρθω έτσι;"
"Δε ξέρω τίποτα... Άφησε κάτω το όπλο..."
Μερικά δάκρυα εμφανίστηκαν στα μάτια του και γρυλισε ενώ το όπλο άρχισε να τρέμει μέσα στα χέρια του
"Τίποτα δεν ήθελα να κάνω από όσα έκανα!! Είχα μια λαμπρή ζωή και τα πέταξα όλα στα σκουπίδια επειδή αγάπησα μια πόρνη! Καλα άκουσες! Μια πόρνη! Τέτοια ήταν η Μπαχάρ!"
"Μπαρίς..."
"ΠΆΨΕ! ΟΛΑ ΘΑ ΤΑ ΠΩ ΚΑΙ ΟΛΑ ΘΑ ΓΙΝΟΥΝ ΣΗΜΕΡΑ!" Τσιριξε βάζοντας το όπλο στο κεφάλι "Ποτέ δεν ήθελα να αγγίξω την Εμινέ... Ποτέ δεν ήθελα να σου πάρω τίποτα... Σαγαπουσα σαν τον αδερφό που δεν είχα ποτέ και σε μια νύχτα τα έχασα όλα. Και όχι μόνο τα έχασα μα και την αγάπη που πίστεψα πως θα έχω με το μέρος μου, δεν την είχα..."
"Τι είναι αυτά που λες;!"
"Αν έστω και λίγο κάποτε με αγάπησες σαν αδερφός και φίλος, πάψε και άκου με..." είπε πιο σιγανα μα εμφανώς καταβεβλημένος "Μέσα στο αμάξι μου το οποίο είναι παρκαρισμένο στο τέλος του δρόμου θα βρεις κάθε ακίνητο το οποίο έχασες. Όλα είναι στο όνομα σου... Τόσο όσα σου πήρα τη τελευταία εβδομάδα όσο και αυτά που ήταν εξ αρχής στη κατοχή μου... Ποτέ δεν θέλησα να σε βλάψω ξανά... ΠΟΤΕ! Μα ο καθένας θα πάρει ότι του αναλογεί όπως πάντοτε...."
"Άφησε κάτω το όπλο... Για όλα υπάρχουν λύσεις... Μπορούμε να μιλήσουμε σαν..."
"Όχι! Θα τα πω με το δικό μου τρόπο!
Επίτηδες έγιναν όλα! Από την αρχή η Μπαχάρ ήταν από πίσω... εκείνη με έβαλε να επιτεθώ στην Εμινέ και μετέπειτα έβαλε μπράβους να τη βιάσουν! Το παιδί που θα δεις κάποια στιγμή δεν είναι δικό σου Γιαμάν! Έκανα μόνος μου έρευνα..έδωσα όση τσίπα μου είχε απομείνει σε αυτά τα παντελόνια για να φύγω ήρεμος..."
Ο Γιαμάν δε πίστευε στα αυτιά του μα ήξερε πως τούτη η ώρα, δεν σήκωνε εκπλήξεις. Έπρεπε να του πάρει εκείνο το σιδερικο πάση θυσία
"Η Μυρσίνη είναι αθώα... Έχω αποδείξεις, φωτογραφίες, συνομιλίες... Τα πάντα... Εγώ την ανάγκασα αλλιώς να φύγει επειδή την απείλησα πως θα σε καταστρέψω! Κι εκεινη από την αγάπη που σου είχε προτίμησε να εξαφανιστει... Ο λογος που σου τα πήρα όλα ήταν για να είμαι ικανός να σου τα δώσω όλα αλλά και για να πάρω και την ομολογία που τόσο λαχταρησα.... Ήδη παρέδωσα στην αστυνομία ένα φάκελο με τις πράξεις της Μπαχάρ αν και οι πιθανότητες να καταλήξει στο ψυχιατρείο είναι πιο πολλές..."
"Όλα διορθώνονται και αν μου δώσεις αυτό το καταραμένο μαραφετι θα βρούμε άκρη..." Έκανε ένα βήμα προς το εκτός του μα το ίδιο και ο Μπαρίς προς τα πίσω αγγίζοντας ελάχιστα το νερό
"Μη πλησιάζεις! Ένα βήμα ακόμα και πατάω τη σκανδάλη!" φώναξε και ο Γιαμάν σταμάτησε σαστισμένος "Τι μου έμεινε μου λες; Ένας άντρας που μπήκε κάτω από τα φουστάνια μιας γυναίκας που δε του ανήκε ποτέ και πλήγωσε ανεπανόρθωτα ανθρώπους στο διάβα του. Μέχρι και τον αδερφό σου που μου φέρθηκε τόσο αντρικια εγώ τον κορόιδευα! Πουστη τον ανέβαζα και πουστη τον κατέβαζα... Ντρέπομαι. Ναι. Δε ξέρω αν θα παραδώσω ψυχή. Δεν ξέρω αν έμεινε τίποτα εκεί μέσα... Αυτή η μαύρη τρύπα με ρουφούσε συνεχώς... Μου έπινε το μεδούλι από το κόκαλο. Τι να πω όμως;" Ο Μπαρίς άρχισε να κλαιει "Η πρώτη φορά που αντέδρασα ήταν όταν έμαθα πως θα πάει με την ηλίθια τη μάνα της να υιοθετήσει παιδί εν άγνοια σου.. Είχα όλα τα σημάδια! Όλα όσα ήθελα για να δω πόσο τρελή είναι και εγώ ο μαλάκας , ήμουν ακόμα υπό την επήρεια της... ένα χαμόγελο, ένα χάδι... Ποτέ της όμως δε μου έδωσε ούτε ένα κομμάτι της πραγματικής της ύπαρξης... Εγώ τηλεφώνησα στο διευθυντή του ορφανοτροφείου και τον ενημέρωσα πως δεν έχεις ιδέα... Έτσι σε κάλεσε πριν καν φτάσουν για να βεβαιωθεί...
Μετά ήρθε η Μυρσίνη. Είδα στο βλέμμα σου κάτι διαφορετικό. Η προστασία που βγάζει ένας άντρας προς το πρόσωπο της γυναίκας που είναι ερωτευμένος δε συγκρίνεται με τίποτα Γιαμάν... Προδόθηκες μόνος και εγώ το εκμεταλλεύτηκα σκεπτόμενος πως ίσως έχω μια τελευταία ευκαιρία μαζί της... Πόσο ηλίθιος ήμουν θεέ μου..."
"Νομίζω είπες αρκετά..." είπε κοφτά μα συγκρατημένα ο Γιαμάν "Δώσε το όπλο. Μπορούμε να μιλήσουμε και χωρίς αυτό σαν άντρες "
"ΧΑ! Αστείο αυτό... Εμένα ο ανδρισμός μου ντράπηκε από τις πράξεις μου και εξαφανίστηκε..."
"Μπαρίς, άκουσε με να χαρείς..."
"ΟΧΙ! ΤΕΛΕΙΩΣΑΝ ΟΛΑ! ΔΕΝ ΕΧΩ ΜΕΛΛΟΝ! ΞΈΡΕΙΣ ΓΙΑΤΙ;" Έκανε μια στροφή γύρω από τον εαυτό του κρατώντας σαν τρελός το όπλο "Γιατί αδερφέ, η ντροπή είναι μεγάλη για να σταθώ και να αντικρίσω τούτο τον κόσμο... Η κόλαση για μένα, ξεκίνησε επί γης... Σχωρα με..." στο τελείωμα , μαζί με το κρότο που ακούστηκε , ο Γιαμάν ένιωσε ζεστά υγρά στο πρόσωπο ...
Αίματα....
Παντού είχαν πεταχτεί αίματα και το άψυχο κορμί του, είχε πέσει πλάι στην ακροθαλασσιά...
Το σοκ ήταν μεγάλο για να αντιδράσει...
Επεσε στα γόνατα , σύρθηκε βουρκωμενος ως το σώμα του και φτάνοντας από πάνω, έσκυψε και τον αγκάλιασε...
"Είσαι ελεύθερος από μένα..." ψέλλισε και αφήνοντας του ένα φιλί στο μέτωπο, του σφράγισε τα μάτια...
*****
Ο χρόνος είχε γυρίσει κοντά στα εκατό χρόνια πίσω...
Δεν υπήρχε σημείο σε εκείνο το μέρος που να μην είχε πάρει ζωή. Όχι φυσικά με τη μοντέρνα εκδοχή μα κρατώντας εκείνη τη πατροπαράδοτη αξία του τότε. Κάθε σκουριασμένη λαμαρίνα από τα κλειστα καταστήματα βάφτηκε και επισκευάστηκε χωρίς όμως τη καταπάτηση αυτών και χωρίς να ανοίξουν, τα σοκάκια καθαρίστηκαν, τα σκισμένα τεντοπανα ράφτηκαν και η ατμόσφαιρα μύριζε λουλούδια...
Χρειάστηκαν περίπου 4 μήνες για να ολοκληρωθούν όλες οι εργασίες.
Τα δύο τελευταία σπίτια που υπήρχαν στο δρομάκι και έβγαζαν στο παλιό εγκαταλελειμμένο λιμανάκι επισκευάστηκαν και ήταν τα μόνα που πήραν ζωή, μέσα και έξω.
Οι κληματαριες δεν έστεκαν πια σαν ξεραμενα γυμνά κλαρια, οι τενεκέδες δεν ήταν άδειοι, τα σανίδια δεν ετριζαν μα ούτε και έμοιαζαν έτοιμα να πέσουν. Το παλιό λιμανάκι που κάποτε ήταν κέντρο ανάπτυξης σε εκείνη τη περιοχή πλέον έγινε ιδιωτικο αν και ήταν εκτός λειτουργίας ενώ ακόμα και τα σακατεμενα μνήματα, καθαρίστηκαν από τα χορτα και οι νεκροί, τιμήθηκαν ξανά. Όλοι οι νεκροί...
Όσοι ήταν μακριά και όσοι ήταν κοντά.
Πλέον ήταν ένα σώμα και ενωμένες ψυχές στον ουρανό.
Το δρομάκι έμεινε ανέγγιχτο μα τα δύο σπίτια ήταν ενωμένα με μια διακριτική ξύλινη γεφυρουλα από την πάνω πλευρά. Ήταν το μόνο εξτραδακι που προστέθηκε στις κατοικίες.
Η απόφαση να γίνουν όλα εκεί, είχε παρθεί μήνες πριν και ήταν πια γεγονός ...
Μόνο εκείνη έλειπε και η Σοφία...
Λίγες ώρες έμεναν όμως και μέχρι τότε ο Κενάν φρόντιζε και τη τελευταία λεπτομέρεια...
******
"Θα μπορούσες να με ενημερώσεις ότι θα ήσουν εδώ και όχι να έρχομαι στα τυφλά να ψάχνω τα πράγματα!"
"Με συγχωρείς Μυρσίνη μου αλλά τελικά είπα να μείνω. Όπως και να έχει τα έχουμε όλα..."
"Ναι ..."
Η Σοφία τη πλησίασε και στάθηκε μπροστά της. Έπιασε τα χέρια της και τη κοίταξε γλυκά.
"Κοίτα... Ξέρω πως σε απείλησα να είσαι παρούσα μα δε μπορούσα να κάνω και αλλιώς... Ποιος θα φωτίσει το παιδί μου αν όχι εσύ; Ξέρω πως..."
"Μη ξεκινάς τέτοια κουβέντα Σοφία... Δεν μου είναι εύκολο..."
"Γιατί κλείστηκες στον εαυτό σου; Όλοι θα μπορούσαμε να είμαστε δω για σένα και πιο πολύ εγώ! Ξέρεις πόσο πολύ θύμωσα; Ξέρεις πόσο καιρό μου πήρε να σε εντοπίσω και τι κάναμε για να σε βρούμε;"
"Κάνατε;"
"Ναι Μυρσίνη... Κάναμε. Όλοι μας... Ακόμα και ο Κενάν αγωνιούσε... Άλλαξαν πολλά από τη μέρα που έφυγες..."
"Δε θέλω να μιλήσω για αυτό "
"Ούτε εγώ θέλω... Δεν σε κάλεσα για να μιλήσουμε για το παρελθόν. Μα θέλω να καταλάβεις πως με το να τρέχουμε από τη μοίρα μας δε καταφέρνουμε τίποτα ..."
"Ποια μοίρα!;" φώναξε ελαφρά δακρυσμένη "Δεν έπρεπε να είμαι εδώ ... Δεν ήθελα να έρθω ξανά πίσω! Η μοίρα μου έσβησε Σοφία μήνες πριν..."
"Εσύ την άφησες να σβήσει!"
"Δεν είχα επιλογές!"
"Πάντα έχουμε!" φώναξε και εκείνη και ύστερα ημερεψε "Όπως και να έχει... Ότι έγινε έγινε και ίσως όλα για κάποιο λόγο γίνονται..."
Η Μυρσίνη έριξε ένα δάκρυ και γέλασε έτοιμη να βάλει εξολοκλήρου τα κλάματα από το παράπονο "Τον αγάπησα... Και ακόμα τον αγαπώ..." ψέλλισε και δίχως να αφήσει στη Σοφία περιθώρια συζήτησης μάζεψε τα πράγματά "Η βάφτιση είναι στις 12, πάμε γιατί θα χάσουμε το αεροπλάνο και ο Κενάν θα έχει τρελαθεί με τη μικρή τόσες ώρες..."
******
Η λευκή δαντέλα που φορώ δεν είναι ικανή να κρύψει το πόνο της καρδιάς μου. Σήμερα η καμπάνα θα βαρεσει για μένα σε πένθιμους ρυθμούς. Σήμερα δε πάω σε γάμο μα σε κηδεία...
Κρατάω στα χέρια ένα μπουκέτο από Ορτανσίας αφού έτσι θέλησε ο πατέρας μου. Πόσο ειρωνικό πια....
Μου έλεγε πως γεννήθηκα και έγινα μπλε πάνω τους και τώρα με αυτές πεθαίνω. Θάνατος είναι. Το τέλος.
Κάποτε έφερε ένα βιβλίο ο πατέρας μου στο μαγαζί και μιλούσε για μια γυναίκα ελεύθερη. Μια γυναίκα που έζησε τον έρωτα και είχε το ελεύθερο της επιλογής πριν παντρευτεί...
Γυάλινος ωκεανός....
Ποτέ δε θα ξεχάσω το τίτλο.
Το διάβαζα και έκλαιγα γιατί όταν κατάφερε τελικά να πει το ναι, στον έρωτα της ζωής της, εκείνος μπάρκαρε στα καράβια και αντί για εκείνη, τον πήρε η βαθιά άγρια θάλασσα...
Έκτοτε έμεινε μόνη της...
Ερωτεύθηκε τη θάλασσα και έδωσε όλη την αγάπη της στο δολοφόνο που της στέρησε το μέλλον. Δε τη μίσησε όμως...
Πως θα μπορούσε άλλωστε ;
Δεν έγινε ποτέ μάνα.
Δεν βίωσε ποτέ ανδρικό χάδι ξανά...
Κι όμως...
Όταν ήρθε η ώρα , χόρεψε με τον έρωτα της στα κύματα και παραδόθηκε σε αυτόν....
Η θάλασσα έγινε ένας τεράστιος γυάλινος θόλος και εκείνη άφησε το θνητό κορμί της εκεί για να περάσει στην άλλη πλευρά του και να ζήσει ξανά...
Τη πρώτη φορά που το διάβασα το βρήκα μακάβριο.
Τη δεύτερη το αγάπησα αμέσως...
Ένιωθα τα σαγαπω της και με πονούσαν.
Αν είχα τη δυνατότητα να κάνω και εγώ αυτό το ταξίδι θα το έκανα...
Ίσως έρθει όμως... Σωστά; Ίσως έφυγε και απλά περιμένει να με κλέψει....
Τι να κλέψει όμως όταν όλα όσα είχα μου τα έκλεψε τούτο το κτήνος...
Και τώρα να 'μαι...
Ντυμένη στα λευκά να περιμένω το θάνατο. Να τον βιώνω καθημερινά...
Έψαξα για στήριξη στην αγκαλιά μας μάνας αράχνης και βρήκα μονάχα τη κακία. Δεν περίμενε καν να με παντρέψει και με έστειλε στο αρχοντικό τους....
Δε θέλω να γράψω τι πέρασα εκεί και ούτε θέλω να υπάρχει κάτι που να θυμίζει τις φρικαλεότητες που έζησα αλλά εγώ ακόμα ελπίζω... Ελπίζω πως θα έρθει ακόμα κι αν πέρασαν μήνες...
Ούτε η μάνα του βγαίνει από το σπίτι...
Μοιάζει θαρρείς και έφυγαν...
Που είσαι μάτια μου;
Ποιος σε κράτησε μακριά μου;
Τι σου έκανα;
Στο ορκίζομαι εγώ ποτέ δε θέλησα να με αγγίξει κάποιος...
Δε θα έρθεις έτσι;
Για κάποιο λόγο το αισθάνομαι...
Θα παντρευτώ και δε θα σε δω ποτέ ξανά..
Ίσως μονάχα στα όνειρα μου...
Να τρέχουμε ανέμελα μέσα στα κίτρινα στάχυα και να σε βλέπω να μου γελάς...
Να αγγίζω το σοκολατένιο σου δέρμα και να φροντίζω τις πληγές στα τραχιά σου χέρια...
Θυμάμαι ένα ξημέρωμα ήρθες στο παραθύρι μου και μου τραγούδησες...
Δεν ήξερα τι έλεγαν οι στιχοι και ούτε θέλω να μάθω ποτέ , μα ακόμα τους θυμάμαι....
"sen gözlerimin gördüğü en güzel şeysin...hanımım benim ol..."
Είχα όνειρα πολλά... Ήθελα να τριγυρίζω σε αυτά τα σοκακια φορώντας τα λευκά μου τα φουστάνια. Να κουβαλάω ψωμί για το σπιτικό μας... Να μαγειρεύω και να μυρίζει ο μαχαλάς.
Να έχω πολλά μικρά ματάκια να με κοιτάζουν και να με φωνάζουν μαμά..
Ματάκια που θα έμοιαζαν στα δικά σου....
Θέλησα να γίνω μάνα των παιδιών σου , θέλησα να γίνω γυναίκα σου, θέλησα να γίνω ελεύθερη, θέλησα να στολίζω τα όμορφα μαλλιά μου με Ορτανσίες όπως τόσο σου άρεσε....
Θέλησα πολλά και για όλα αυτά τιμωρήθηκα...
Κάποια άλλη στη θέση μου θα έλεγε πως με τιμώρησε ο θεος που αγάπησα έναν μουσουλμάνο...
Εγώ δε το πιστεύω αυτό...
Ο θεός αφήνει ελεύθερους τους ανθρώπους να αγαπήσουν ακόμα κι αν αυτοί ανήκουν σε άλλες θρησκείες...
Η αγάπη, είναι όλα όσα πασχίζει να μας διδάξει και δε κοιτάζουν χρώμα, ηλικία και εθνικότητα....
Αγάπη είναι μωρέ...
Αγάπη...
Πως μπορεί κάποιος να τιμωρήσει το πιο όμορφο πράγμα στον κόσμο;
Σίγουρα δε μας τιμώρησε κανένας θεός. Ούτε ο δικός μου, ούτε ο δικός του...
Ανθρώπου χέρι το κάνε και εγώ το ξέρω...
Αποδέχομαι τη κακορίζικη μοίρα μου γιατί...
(Τα γράμματα θόλωσαν σε αυτό το σημείο στο ημερολόγιο, από τα δάκρυα που έπεφταν καθώς έγραφε)
Την αποδέχομαι γιατί σε αυτά τα σπλάχνα μεγαλώνει το προϊόν της κακιάς του κόσμου και εγώ το είδα με τα μάτια μου...
Μα δε το μισώ...
Δε μπορω...
Ο Οζούλ μου είπε κάποτε : Να αγαπάς μικρή μου Ορτανσία... Ειδικά ένα μωρό παιδί... Είναι ότι πιο αγνό υπάρχει στο κόσμο...
Ήταν ίσως η πρώτη φορά που ένιωσα περίεργα στο μαχαλά...
Ένα μικρό παιδί μπήκε μέσα στο μαγαζί να με κλεψει. Ήταν δεν ήταν τεσσάρων...
Ο Οζούλ κρυμμένος πίσω και εγώ φοβήθηκα και το έδιωξα φωνάζοντας...
Μα εκείνος σαν βγήκε μου γέλασε...
Εκείνη τη μέρα, μου έμαθε πως δε φταίει ένα μικρό παιδί για τα κρίματα των γονέων του....
Έτσι ακριβώς συμβαίνει και τώρα...
Μόνο που τούτη τη φορά, χρειάστηκε δύναμη ψυχής για να καταφέρω να συγχωρέσω και να αγαπήσω το πλάσμα που υπάρχει μέσα μου....
Σήμερα λοιπόν, ξημερώματα της τριακοστής πρώτης Αυγούστου του έτους 1923, η Ορτανσία Ασλάνογλου, αφήνει και επίσημα τη τελευταία της πνοή στη Σμύρνη...
Να! Θεέ μου! Οι καμπάνες! Άρχισαν ήδη να χτυπούν!
Η Ορτανσία σηκώθηκε και πλησίασε το παράθυρο.
Ο κόσμος έτρεχε και ούρλιαζε πανικόβλητος....Κανέναν τους δεν αναγνώριζε. Όλοι ήταν από τον επάνω μαχαλά στα βόρεια της Σμύρνης ...
Μερικοί κρατούσαν στα χέρια τα παιδιά τους , άλλοι τα υπάρχοντα τους τυλιγμένα στα σεντόνια και απλά έτρεχαν προς το λιμάνι φωνάζοντας για θάνατο....
"Τρέχα! Γρήγορα! Μπήκαν στη Σμύρνη!" η πόρτα του δωματίου της άνοιξε και η Ελευθερία μπήκε μέσα φωνάζοντας και έφυγε ξανά μετέπειτα . Κατσαρολικά, ασημικά, ποδοβολητα από το κάτω όροφο. Φασαρία και φωνές....
"Ευχαριστώ θεέ μου! Είθε τούτο το φόρεμα να βάφει στο κόκκινο και να πεθάνω..." Ήταν τα λόγια της και βγάζοντας το μενταγιόν της, το έβαλε στο συρτάρι "Αν ποτέ γυρίσεις μάτια μου, να ξέρεις πως εδώ σου αφήνω τη καρδιά μου..." ψέλλισε δακρυσμένη και υστερα γέλασε σε ένα συρτό τόνο .
Πήγε ως το παραθύρι και κοίταξε από κάτω.
Αίματα... Υπήρχαν άνθρωποι που έτρεχαν τραυματισμένοι και τέρμα πίσω έβλεπε μαύρους καπνούς....
Φωτιά...
Η μισή Σμύρνη είχε τυλιχθεί στις φλόγες και ενώ κάποιου έτρεχαν προς τη θάλασσα άλλοι πήραν τα τουφέκια και στέκονταν έξω από τις περιουσίες τους έτοιμοι να πεθάνουν για αυτές...
Οι καμπάνες στις εκκλησιές χτυπούσαν μανιασμένα ώσπου πρώτη έπαψε η αρμένικη...
Από το παραθύρι της μπορούσε να δει το καμπαναριό της να τυλίγεται στις φλόγες και το παπά να καίγεται ζωντανός.
Γελούσε ...
Η καημένη η Ορτανσία πάνω στη τρέλα της γελούσε.
Έπιασε με τα δύο χέρια το δαντελενιο της φόρεμα και ανοίγοντας τη πόρτα κατέβηκε κάτω.
"Κόρη μου!" Τσιριξε ο Βασίλης "Γρήγορα! Κανόνισα ήδη μια βάρκα στα ανοιχτά!"
"Δε πάω πουθενά! Εδώ 'ναι η μοίρα μου!"
"Θα πας και θα πεις και ένα τραγούδι!"
Ο Δημήτρης μπήκε στο σπίτι και δίχως τη θέληση της την άρπαξε
Η καημένη η Ορτανσία χτυπιοταν μα δε την άφηνε.
Την έριξε στον ώμο και άρχισε να τρέχει προς τη θάλασσα ενώ πίσω τους, χιλιάδες αιμόφυρτοι άνθρωποι προσπαθούσαν να σωθούν. Μερικοί έσερναν τα κορμια τους στα χαλίκια ενώ άλλο πάλευαν με τις ορδές των Τσέτων να σωθούν. Παντού μύρισε καμμένη σάρκα, αίμα και καπνός...
Παιδάκια έτρεχαν μόνα τους προς το λιμάνι κλαίγοντας και φωνάζοντας την ήδη νεκρή τους μάνα, άλλα κρατούσαν τα μικρότερα αδερφάκια τους, μερικοί είχαν κάτσει στην αμμουδιά και έκλαιγαν παραδομένοι στη μοιρα τους ενώ άλλοι, έτρεχαν μαζί με τα χρυσάφια τους θαρρείς και αυτά ήταν όλος ο κόσμος...
Ένας ξύλινος στύλος με μια τραγιασκα πάνω ήταν το μόνο που έμεινε στα μάτια της πριν τη πετάξει στη θάλασσα....
Ήταν χωμένος βαθιά μέσα στο χώμα πίσω από το λιμανάκι και εκείνη η τραγιασκα έκαψε τα στήθη της...
Ήταν γνώριμη....
Μα όσο κι αν το μυαλό ήθελε τη λογική της, η ψυχή της είχε παραδοθεί στη τρέλα...
"Θα πεθάνουμε! Ζήτω ο θάνατος!" Ούρλιαζε ενώ ο Δημήτρης την έσερνε μέσα στο νερό να μπούνε στη βάρκα "Πάνω στα πέτρινα ασβεστωμένα χώματα γεννήθηκα ! Εδώ θέλω να πεθάνω!"
"Σκάσε!" μια σφαλιάρα έσκασε στο μάγουλο της και τη ζαλισε. Φτάνοντας στη βάρκα την πέταξε μέσα ενώ στα πενήντα μέτρα ακολουθούσαν και οι άλλοι....
Η Ορτανσία έκανε στο σύνολο πάνω από δέκα απόπειρες να πέσει στο νερό και να πνίγει μα δεν την άφησαν... Δε κατάφερε ούτε το θάνατο που επιθυμούσε να αποκτήσει...
Σαν ξεκίνησε να απομακρύνεται η βάρκα η Σμύρνη είχε τυλιχθεί σχεδόν στις φλόγες εκτός από τα σπίτια που ανήκαν στο τουρκικό μαχαλά...
Ήταν προσεκτικοί στο ράντισμα της βενζίνης και επειδή το σπίτι τους ήταν το πιο χαμηλό , σώθηκε από τις φλόγες...
Τούρκοι είχαν παραταχθεί στην ακροθαλασσιά κρατώντας στα χέρια σπαθιά και δορια ...
Σαν ψάρια τους έβλεπαν μέσα στο νερο...
Πτώματα άρχισαν να επιπλέουν, παιδιά να τσιριζουν, γυναίκες να ουρλιάζουν και το νερό βάφτηκε κόκκινο ...
Κόκκινο βάφτηκε και το δαντελενιο της νυφικό... Και έμεινε εκεί...
Βρεγμένη, και πνιγμένη στα αίματα να κοιτάζει τη στεριά να απομακρύνεται...
"Να με προσέχεις..." ψέλλισε νεκρά και αγγίζοντας το κόκκινο νερό , άφησε τα δάχτυλα της να γεμίσουν αίμα...
Ήταν κενή...
Όχι από όσα είδαν αξαφνα τα μάτια της...
Ούτε γιατί μέσα σε μισή ώρα κατέστρεψαν από παντού τη πόλη....
Η Ορτανσία το είπε και το έκανε...
Ξημερώματα της τριακοστής πρώτης Αυγούστου, πέθανε....
*****
*(Η επίσημη καταστροφή της Σμύρνης πριν την αλλαγή του ημερολογίου ξεκίνησε στις 31 Αυγούστου και τελείωσε στις 4 Σεπτέμβρη του 1923)*
°••°°••°°••°°••°°••°°••°°••°°••°°••
Το αμάξι σταμάτησε έξω από μια γνωστή γειτονιά και η Μυρσίνη τη κοίταξε περίεργα.
"Τι δουλειά έχουμε εδώ;" ρώτησε και η Σοφία ανασηκωσε τους ώμους
"Αν δεν είχες χαθεί από όλους μας, θα ήξερες πως εδώ θα γίνει η βάφτιση..." της πέταξε κατάμουτρα "Ας μην ανοίξουμε αυτή τη κουβέντα..." συνέχισε ενοχλημένη αφού στο ταξίδι λέξη δεν αντάλλαξαν μα πριν κατέβουν από το αμαξι αναστεναξε και γύρισε προς το μέρος της. Η Μυρσίνη ήταν αρκετά φορτισμένη συναισθηματικά και αυτό φαινόταν στα δάχτυλα της τα οποία σχεδόν τα εγδερνε μεταξύ τους.
"Θα λερώσεις το φόρεμά σου..." της είπε πιάνοντας τα χέρια της "Είναι κρίμα ένα τόσο όμορφο φόρεμα να γεμίσει με αίμα... Δε νομίζεις;" Η Μύρσινη παρέμεινε σιωπηλή και ξεροκαταπιε "Λυπάμαι... Λυπάμαι γιατί αν ήξερα όλα όσα συμβαίνουν θα ήμουν σίγουρα εκεί να σε προστατέψω... Θα ήμουν σίγουρα εκεί να τους καταστρέψω όλους... Θα ήμουν σίγουρα εκεί για να μη σε αφήσω να το βάλεις στα πόδια... Γιατί έφυγες; Γιατί δε μίλησες; Όλα τα ξέρω... Τα πάντα ξέρω... Παλέψαμε να σε βρούμε μήνες... Τι διάολο σκεφτόσουν μου λες;"
Η Μυρσίνη άνοιξε τα χείλη μα εκείνα κόλλησαν και λέξη δεν εβγαινε . Ήταν λάθος της να φύγει έτσι μα εκείνη τη στιγμή αντέδρασε κατ' αυτο το τρόπο και το παρελθόν δεν άλλαζε ... "Ξέρω πως τρόμαξες. Ξέρω πως φοβήθηκες και πάνω από όλα ξέρω πως τον αγάπησες πριν καν να μου το πεις... Μόνο αν τον αγαπούσες θα εφευγες και αυτό το ξέρω καλά... Και εκείνος το ξέρει, να το θυμάσαι..." στο να το θυμάσαι, η Μύρσινη δάγκωσε προς τα μέσα τα χείλη της τσακισμένη. "Πάμε... Σε δέκα λεπτά ξεκινάμε. Δε θα είμαστε πολλοί... Εγώ, εσύ, η μικρή, και ο θεός... Όλος ο θεός..." Τόνισε και αφήνοντας της ένα φιλί στο μάγουλο, βγήκε και την παρότρυνε να την ακολουθήσει.
"Γιατί;" ρώτησε προσπαθώντας να πνίξει τα δάκρυα σαν πάτησε πόδι ξανα σε εκείνο το σοκακι
"Γιατί έτσι..." της είπε η Σοφία και κρατώντας τη από το χέρι ξεκίνησαν να περπατούν. Το λευκό φόρεμα επέλεξε η Σοφία να τη ντύσει ήταν πανέμορφο πάνω της... Φρόντισε έτσι ώστε να είναι όλα έτοιμα σαν φτάσουν...
"Είναι τόσο..."
"Διαφορετικά; Ναι... Εγώ και ο Κενάν θελησαμε να είναι καθαρά για αυτή τη μέρα. Είναι η ένωση μας... Είχε κάνει κάτι σαν τάμα στη θρησκεία τους να δώσουμε το φως στη κόρη μας, σε ένα μέρος που κάποτε ήταν πνιγμένο στην αγάπη και όχι στο μίσος... Βλέπεις ξέρει καλά και ο ίδιος αυτές τις γειτονιές... Λίγοι είναι που έμειναν να ξέρουν γι αυτά τα χώματα ύστερα από τόσα χρόνια..." Σαν πέρασαν τη πύλη, ο κόσμος άλλαξε γύρω τους. Υπήρχε ένας ελαφρύς στολισμός από λευκό τούλι, αλλά τίποτα το οποίο θα αμαύριζε τη μνήμη της περιοχής ή θα ήταν ντροπιαστικό και ασεβες.
"Μοσχομυριζει..."
"Ορτανσίες... Ο Κενάν έλεγε πως σε τούτη τη περιοχή υπήρχαν παντού αυτά τα λουλούδια..." έκανε την ανηξερη και πως δεν είχε ιδέα και τη παρότρυνε να περπατήσουν πάλι... Η συγκίνηση της Μυρσίνης καθως προχωρούσαν ολοένα και δυνάμωνε.
"Τα μαγαζάκια!"
"Ναι, θέλησε ακόμα και αυτά να γυρίζουν πίσω το χρόνο..."
"Ξέρεις εγώ....Δε κατάφερα να σου μιλήσω για αυτό μα..."
"Θα μου τα πεις μετά τη βάφτιση εντάξει;"
"Μα νομίζω πως θέλω να ξέρεις ότι αυτό το μέρος για μένα...."
"Μια γειτονιά είναι Μυρσίνη.... Θα τα πούμε μετά κι αν θέλεις θα σου εξηγήσω την ιστορία της!" τη διέκοψε χωρίς να τη αφήσει να ολοκληρώσει και τη κράτησε δυνατά από το χέρι "Πάμε!"
Μια περίεργη μελωδία, αρκετά σιγανή αλλά και ιδιαίτερη, γαργαλησε τα αυτιά της σαν έφτασαν στα μισά. Έμοιαζε με αργό αμανέ συνοδευόμενο από ελληνικά στοιχεία.
Λίγο πριν κατηφορήσουν στη στροφή που έβγαζε στα παλιά τους πατρικά η Μυρσίνη σταμάτησε
"Δε μπορώ" Είπε λαχανιασμενη. Η Σοφία που ήξερε ότι χρειάστηκε καιρος για να συνέλθει και αρκετές συνεδρίες , έκοψε το βήμα και τη κοίταξε λυπημένη τούτη τη φορά.
"Έλα... Δύο βήματα έμειναν..."
"Σαγαπαω πολύ μα δε θέλω να πάω εκεί Σοφία μου... Βλέπεις εγώ ...."
"Ακόμα εδώ είστε;!" Ο Κενάν φάνηκε αξαφνα από το στενάκι "Γρήγορα! Εμάς περιμένουν! Καλύτερα να μέναμε όλοι πίσω και να ερχόμασταν μαζί! Ωω... Επι της ευκαιρίας, γεια σου και πάλι Μυρσίνη! Καλώς ήρθες!" είπε και πιάνοντας τη γυναίκα του από το χέρι, πήραν τη στροφή αφήνοντας τη μόνη.
Ίσως τελικά αυτό το βήμα που έπρεπε να κάνει, να ήταν και αυτό που θα της χάριζε τη γαλήνη. Ήταν τόσο περίεργο... Κατανοούσε το άγχος της Σοφίας μα πάντα την άκουγε. Τούτη τη φορά ούτε που κάθισε να ακούσει για όσα έγιναν...
Ίσως η συμβουλή της να ήταν κάτι που είχε ανάγκη. Αντί αυτού, δεν την άφησε να της μιλήσει για όσα έγιναν τότε και τώρα ήταν ολομόναχη, σε ένα στενό σοκάκι το οποίο έπρεπε να διαβεί για να δώσει το φως σε ένα μικρούλι που περίμενε...
Ήταν τόσο φυσιολογικοί όμως...
Θαρρείς και δεν τους ενδιέφερε το παρελθόν... Θαρρείς και δεν ήξεραν πως ο Γιαμάν πέθανε... Εκτός φυσικά κι αν...
Κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι διώχνοντας τις σκέψεις της και έκανε το πρώτο βήμα.
Δεν είχε νόημα να μείνει κολλημένη εκεί. Σίγουρα μετέπειτα θα έβρισκε ηρεμία... Στη τελική, της είχε υποσχεθεί πως ότι κι αν συμβεί , θα βάφτιζε τη κόρη της...
Η μουσική γινόταν κατά κάποιο τρόπο πιο απαλή όσο πλησίαζε ώσπου σαν πήρε τη στροφή για το δρομάκι που εβγαζε στα πατρικά τους, η καρδιά της σταμάτησε να χτυπά.
Τα φρύδια της ενώθηκαν προσπαθώντας να καταλάβει...
Στα χέρια της απλώθηκε τρέμουλο...
Τα χείλη διασπάστηκαν και αυτό που έκρυβε στα σωθικά η ψυχή και έμοιαζε με παράπονο, βγήκε αμέσως προς τα έξω με τη μορφή μικρής , σπασμένης κραυγής. Ούτε το όνομα του δε κατάφερε να πει...
Μα έστεκε εκεί. Στην μέση του δρόμου και ανάμεσα από τα σπίτια. Ήταν ντυμένος απλά , είχε πιασμένα τα μαλλιά του προς πίσω και της χαμογελούσε.
Δεξιά του ήταν η Σοφία και αριστερά ο Κενάν ενώ η μπέμπα δεν υπήρχε πουθενά.
Η Μυρσίνη έσβησε...
Προσπαθούσε να καταλάβει μα η συναισθηματική φόρτιση δημιουργούσε τα αντίθετα αποτελέσματα.
Ο Γιαμάν έριξε ένα βλέφαρο γύρω του, και βλέποντας τη παγωμένη, ξεκίνησε να προχωρά προς το μέρος της. Λίγο πριν τη φτάσει, η Μυρσίνη πισωπατησε μπερδεμένη.
"Κίνησα γη και ουρανό για να σε βρω gözlerim..."
"Ζεις..." Η φωνή της έτρεμε και αποτραβωντας το βλέμμα της από το Γιαμάν κοίταξε τη Σοφία σαν να έψαχνε επιβεβαίωση "Ζει!! Τον βλέπεις και εσύ έτσι;" της φώναξε σχεδόν κραυγάζοντας μα ο Γιαμάν δεν της άφησε περιθώρια. Μπήκε μπροστά κόβοντας τη θέα προς τα πίσω και κλείνοντας το πρόσωπο της στις χούφτες του , της χαμογέλασε
"Ζω... Σήμερα όμως, νομίζω πως ήρθε η ώρα , να ζήσω λιγάκι παραπάνω... Νομίζω μου αξίζει... Μας αξίζει..." Τόνισε με έμφαση εκείνο το μας "Είσαι πανέμορφη..." ψιθύρισε και κάνοντας ένα βήμα πίσω, γονάτισε μπροστά της . Εκείνη τα έχασε... Πόσο μάλλον βλέποντας τον να κοκκινίζει και να βγαζει από τη τσέπη ένα κουτάκι.
"Μυρσίνη Ασλάνογλου, δέχεσαι να γίνεις γυναίκα μου;"
°°••°°••°°••°°••°°••°°
Ένα χρόνο αργότερα
Είχε το ένα χέρι στη κοιλιά, και το άλλο στο μέτωπο για να σκιάζει τα μάτια της από τον ήλιο... Η ανηφόρα στη κατάσταση της φάνταζε ατελείωτη αλλά το πείσμα της για να φτάσει, της έδινε ώθηση συνεχώς. Ο Γιαμάν θα γκρινιαζε αν μάθαινε πως πήγε οπότε ήθελε να τους επισκεφθεί πριν το απόγευμα.
"Λίγα βήματα ακόμα..." μονολογησε κρατώντας το ένα γόνατο μετά το άλλο ώσπου φτάνοντας επιτέλους στο τέλος της, χαμογέλασε. Αν και είχαν τη δυνατότητα να κατεβάσουν τα μνήματα επέλεξαν να τα αφήσουν στη θέση τους.
Ολόκληρη η ζωή τους αλλαξε ολοκληρωτικά μέσα σε μια μέρα....
Μια δική της μέρα γιατί ο Γιαμάν την άλλαζε συνεχώς τους τελευταίους μήνες...
Από τη μέρα που πέθανε ο Μπαρίς και ήρθε στα χέρια του όλη η αλήθεια, είδε τη ζωή με διαφορετικό μάτι...
Είδε τη τρέλα των ανθρώπων για χρήμα και εξουσία, τη τρέλα για οικογένεια, τις εμμονές, τον υποχειρισμο... Είδε που οδηγούν τα ψέματα και πόσο εύκολα πέφτει κάποιος θύμα τους ενώ στο τελείωμα και πέρα από όλα τα κακά, είδε και πόσο δυνατά μπορεί ένας άνθρωπος να μιλήσει για την αλήθεια και να ζητήσει συγχώρεση....
Εκείνη η μέρα τελικά που την έφερε ως τη Σμύρνη, ήταν η μέρα που ο Γιαμάν τη ζήτησε σε γάμο και όχι η βάφτιση. Η μικρή δεν ήταν καν στη Σμύρνη...
Το πολυπόθητο ναι βγήκε από μέσα της, μαζί με έντονα κλάματα. Παραπονιαρικα κλαματα...
Κλάματα τυψεων που έφυγε δίχως να μιλήσει σε κάποιον και απλά υπάκουσε σε "εντολές" .
Κλάματα γιατί εν μέρη τον θεωρούσε νεκρό και με το δίκιο της...
Ο Γιαμάν φρόντισε να χαθεί από τα φώτα της δημοσιότητας από τη μέρα εκείνη και ο Ομέρ, μπήκε μπροστά αναλαμβάνοντας τα πάντα. Εκείνος αφοσιώθηκε πια σε ένα και μόνο πράγμα... Στην απόδοση δικαιοσύνης... Σε κάθε επίπεδο... Για κάθε άνθρωπο...
Ακόμα και για τον εαυτό του...
Στις μέρες που ακολούθησαν μετά το ατύχημα, η Μπαχάρ εισήχθη σε ψυχιατρική κλινική και για αυτό, ευθυνόταν μονάχα ο Μπαρίς ο οποίος έστειλε στην αστυνομία κάθε στοιχείο που την καθιστούσε υπεύθυνη αλλά και τη συμπεριφορά της γενικότερα. Η εξέταση από ψυχίατρο ήταν άμεση και η ετυμηγορία γρηγορότερη από όσο περιμέναν...
Η Μπαχάρ μπήκε στη ψυχιατρική κλινική έχοντας διαγνωσθεί με σχιζοφρένεια και εμμονικες τάσεις οι οποίες ήταν ικανές να προκαλέσουν κακό τόσο στην ίδια όσο και στους γύρω της.
Η Εμινέ, μαθαίνοντας τα νέα, παρουσιάστηκε η ίδια στο Γιαμάν δίχως όμως μετάνοια από τη πλευρά της.
Δυστυχώς για εκείνη προσπάθησε να εκμεταλλευτεί το θάνατο του Μπαρίς προς όφελος της, μα εκείνος αποδείχθηκε πιο έξυπνος ακόμα και νεκρός και τη πρόλαβε. Μέσα στο αυτοκίνητο υπήρχε ένας φάκελος με όλο το ιστορικό της και ήταν πια στα χέρια του Γιαμάν. Ο Μπαρίς όλο αυτό το χρονικό διάστημα που "κατέστρεφε" το Γιαμάν, έκανε παράλληλα την έρευνα του έτσι ώστε φτάνοντας στο τέλος να αποδώσει τη δική του δικαιοσύνη.
Όπως και έγινε...
Η κόρη της έπειτα από επέμβαση κοινωνικών υπηρεσιών, τέθηκε υπό επιτήρηση ενώ η ίδια, έπρεπε τουλάχιστον δύο φορές την εβδομάδα να επισκέπτεται ψυχίατρο. Δεν της αφαίρεσαν τη γονική μέριμνα μόνο και μόνο γιατί η μικρή ουδέποτε τη κατηγορησε για κάτι και ισχυρίστηκε πως η μητέρα της, δεν της φέρθηκε ποτέ άσχημα. Κάτι που ευτυχώς ήταν αλήθεια... Η Εμινέ την υπεραγαπούσε απλώς δεν ήθελε να δεχθεί πως ήταν παιδί του βιασμού που υπέστη. Πλέον όμως με τη κατάλληλη βοήθεια, αποδεχόταν το παρελθόν και αποσύρθηκε. Ο Γιαμάν έμαθε όπως ήταν φυσικό για την κτηματομεσιτική εταιρεία που είχε αλλά ύστερα από όλα αυτά, τα ακίνητα και τα λεφτά ήταν το τελευταίο που τον ενδιέφερε.
Το μόνο που άφησε για το τέλος όταν όλα πια πήραν το δρόμο τους, ήταν εκείνη...
Θέλησε να φτιάξει το τέλειο τοπίο για την επιστροφή της και πλέον ήταν σε θέση να καταλάβει τη φυγή της χωρίς να της ρίξει κάποια ευθύνη. Κάθε άλλο; Στη θέση του θα αντιδρούσε που έφυγε τόσο απλά δίχως να μπει στη διαδικασία να ρωτήσει έστω κάποιον από το περίγυρο μα εκείνος , την καταλάβαινε. Ίσως έπραττε το ίδιο με εκείνη αν ήταν στη θέση της...
Όταν αγαπάς κάποιον πόσο μάλλον όταν φτασει αυτή η αγάπη να εμπερικλείει μέσα της , τη λατρεία, το ποθο, την ανάγκη, τη ζωή σου όλη, τότε δε σκέφτεσαι τι είναι καλό για σένα... Απλώς αντιδράς για να προστατέψεις τον άλλο...
Έκανε υπομονή, προσπάθησε να έρθει σε επαφή με την Ελλάδα και να μάθει πού βρίσκεται και όταν πια τα κατάφερε, ηρέμησε. Έβαλε κάθε μέσο για να την εντοπίσει και πλήρωσε αδρά για να ανοίξουν βάσεις δεδομένων και να δει ακόμα και τα ενοικιαστηρια συμβόλαια. Μα ήταν ο Γιαμάν Ισίκ και ανάθεμα τον, τα κατάφερε...
Έπειτα έχοντας το κεφάλι του ήσυχο,οργάνωσε τα υπόλοιπα.
Ήθελε να τους χαρίσει ένα κοινό μέλλον σε ένα μέρος που είχε τεράστια συναισθηματική αξία και για τους δύο...
Ένα μέρος που ήταν η αρχή ενός αδοξου έρωτα αλλά έδωσε την ευλογία σε έναν άλλο, να ολοκληρώσει ότι χάθηκε τότε...
Έκανε ανακαίνιση τα σπίτια, αγόρασε με όσα λεφτά είχε στην άκρη τα δικαιώματα του λιμανιού, αγόρασε τους τίτλους από κάποια σπίτια τουρκων οι οποίοι δε τα ήθελαν και έβαλε τα δυνατά του για να δώσει ζωή σε εκείνο το μέρος...
Κάποτε του είχε πει πως έτρεμαν τα μέσα της κάθε φορά που σκεφτόταν τον εαυτό της να αναβιώνει εκείνη την εποχή και αυτό ακριβώς ήθελε να της χαρίσει...
Έχοντας πλάι του, τη Σοφία, το Κενάν και τον Ομέρ, έφτιαξαν με αγάπη τα δύο σπίτια και τα ένωσαν...
Φύτεψαν Ορτανσίες σε κάθε τενεκέ προς τη μνήμη της, έσπειραν κληματαριές, έντυσαν εσωτερικά τα σπίτια με υφάσματα εκείνης της εποχής, έβαλαν σκεύη από χαλκό , σόμπες , αναπαλαιωσαν σε κάθε μορφή τα σπίτια δίχως όμως να υπάρχει και το μοντέρνο στοιχείο, όπως η θέρμανση.
Σκόπευε να μείνουν εκεί και μάλιστα όχι μόνοι...
Ύστερα από μεγάλη έρευνα , κατάφερε και εντόπισε σε ένα νεκροταφείο τα οστά της Ορτανσίας. Κοντά στις Σαράντα εκκλησιές, μια περιοχή της Θεσσαλονίκης, είχαν μεταφέρει τα παλιά μνήματα από τα Κάστρα, δίχως να ρίξουν τα κόκαλα των νεκρών στο χωνευτήρι όπως το αποκαλούσαν. Τα εκλεισαν προς τιμήν των νεκρών σε κασελακια και τα αποθήκευσαν σε ένα ιστορικό οστεοφυλάκιο.
Τα οστά αυτά όχι μόνο επέστρεψαν στο τόπο τους, μα ενώθηκαν για πάντα με εκείνα του Οζούλ...
Η Μυρσίνη άνοιξε τη σιδερένια καγκελόπορτα και μπαίνοντας μέσα κοίταξε τους τάφους. Τα λουλούδια που είχε βάλει λίγες μέρες ήταν ακόμα ζωντανά ...
Της άρεσε να έρχεται και να τους φροντίζει...
Ο Γιαμάν είχε φτιάξει ένα μνημείο, στη μέση ακριβώς και μέσα σε αυτό, υπήρχαν τα οστά του Οζούλ και της Ορτανσίας.
Λίγο παραπέρα, είχε φέρει τους γονείς του, τη Ζηλό, τον αδερφό του Οζούλ αλλά και προς έκπληξη αρκετών, και του Μπαρίς...
Από την άλλη μεριά, έφερε τα οστά του πατέρα της Μυρσίνης και του Βασίλη...
Ύστερα από όσα έμαθε , δε κατάφερε να μη νιώσει το πόνο του πατέρα αλλα και το άδικο ξέσπασμα του προς τον Οζούλ όλα αυτά τα χρόνια.
Στην ουσία ο Βασίλης ποτέ δεν είχε μίσος για τον Οζούλ, ούτε για τους Τούρκους. Παράπονο είχε για όσα πέρασε η κόρη του και απλά βρήκε κάποιον να ρίξει το φταίξιμο...
Από αγάπη τον μισούσε και όχι από αληθινό μενος. Είχε κερδίσει επάξια μια θέση πλαι στη κόρη του ειδικά τώρα που ήταν ευτυχισμένη ...
"Έχω λίγους πόνους σήμερα... Μα πλησιάζουν οι μέρες..." ξεκίνησε να λέει βγάζοντας μερικά θυμιάματα και λίγα σπίρτα. "Δε θέλαμε να μάθουμε το φύλο μα νομίζω είναι αγόρι..." η Μυρσίνη ξεκίνησε να ανάβει τα καντήλια τους ένα προς ένα. Ίσως οι μουσουλμάνοι με τους χριστιανούς είχαν διαφορετική οπτική για τους νεκρούς μα εκείνο το μέρος ήταν ιερό και για της δύο θρησκείες. Ο κάθε ένας τους τιμούσε όπως ήθελε και όπως ένιωθε. Αυτό είχε αξία άλλωστε... Η τιμή... "Αν είναι αγόρι, θέλω να πάρει το όνομα Οζούλ..." είπε και γέλασε σκεπτομενη τη μάνα της, να λέει το όνομα του. Η Φωτεινή, στην αρχή έπαθε σοκ αλλά σιγά σιγά στάθηκε στο πλευρό τους. Τόσο η Μυρσίνη όσο και ο Γιαμάν φρόντισαν να την ενημερώσουν για το παρελθόν και μάλιστα όταν πάτησε το πόδι στη Σμύρνη, έκλαιγε συνεχώς. Πλέον είχε κερδίσει επάξια τη θέση της στη "γειτονιά" και μάλιστα έμενε λίγα μέτρα μακριά τους. Δεν ήταν λίγες οι φορές που έβγαινε και καθόταν με τις ώρες μαζί με τη δισεγγονη του Λευτεράκη. Οι δυο τους μάλιστα γίνανε οι καλύτερες φίλες. Ο Γιαμάν δεν θα μπορούσε να τους ξεχάσει σε καμία περίπτωση. Φρόντισε ώστε το σπίτι τους να είχε πια όσα επρεπε. Όχι πως είχαν ανάγκη από αγαθά... Πιο πολύ ανάγκη είχαν από κάποιον που θα αγκάλιαζε το τρόπο ζωής τους και η Φωτεινή, αποδείχθηκε αντάξια αυτής της επιθυμίας.
"Νομίζω θα βρέξει κι όλας.... Δε θα καθίσω πολύ. Σήμερα θα έρθει για φαγητό και ο Ομέρ... Ήταν τόσο διστακτικός ο καλός μου... Μα ο Γιαμάν του ξεκαθάρισε πως δεν έχει πρόβλημα με τις επιλογές του... Ήθελε να φέρει για φαγητό τον άνθρωπο με τον οποίο μοιράζεται τη ζωή και φυσικά δε του το αρνηθηκαμε. Αν βρέξει όμως πρέπει να στρώσω μέσα... Ήθελα να βγάλω στην αυλή ένα τεράστιο τραπέζι και..." Η φωνή της κόπηκε μαχαίρι σαν ένιωσε ένα πόνο βαθιά μέσα στη κοιλιά "Ένας πόνος ήταν..." Ψέλλισε μα σαν έκανε να συνεχίσει, την έπιασε σφάχτης και βάζοντας τα χέρια στο μνήμα της Ορτανσίας στηρίχθηκε να μη πέσει. Άρχισε να παίρνει βαθιές ανάσες ώσπου οι πόνοι γίναν μεγαλύτεροι
"Θεέ μου... Γεννάω!" Φώναξε έτοιμη να βάλει τα κλάματα και ξάπλωσε ολόκληρη πάνω του. Κρύο ιδρώτας την έλουσε από παντού και ένιωθε το κορμί της να σκίζεται στα δύο και τα κόκαλα της λεκάνης της να σπάνε....
Ίσως ήταν συναισθηματικά φορτισμένη μα θα ορκιζόταν πως έκανε εικόνα την Ορτανσία να της ζητάει να "σπρώξει" το μωρό.... Λίγο παραπέρα, έστεκε ο Οζούλ χοροπηδώντας από τη χαρά και ο Βασίλης ήταν πλάι του... Σαν γύρισε ζαλισμενη το κεφάλι, αντίκρυσε τη Ζηλό και τον Κεμάλ παρέα με το Μπαρίς να κάθονται πλάι πλάι ενώ σαν βογγηξε και έβγαλε μια κραυγή , είδε τον έρωτα της ζωής της να τρέχει στην ανηφόρα...
"Μυρσίνη μου; gözlerim!;" Ο Γιαμάν έτρεξε και πίσω τους ακριβώς φάνηκε τόσο ο Ομέρ όσο και ο φίλος του ο οποίος ήταν γιατρός...
Λίγα λεπτά αργότερα πάνω σε εκείνα τα μάρμαρα, το παρελθόν ενώθηκε με το παρόν. Κοινός παρονομαστής αυτών, το αίμα...
Με αίμα σκότωσαν μια αγάπη και με αίμα την επανέφεραν...
Το πρώτο κλάμα του παιδιού, φανέρωνε και το φύλο του...
Σαν το ακούμπησαν στην αγκαλιά της ταλαιπωρημένης της Μυρσίνης εκείνη πάτησε τα κλάματα και κοίταξε τον ουρανό γεμάτη παράπονο...
"Οζούλ...." Ψέλλισε νιώθοντας τα βλέφαρα να κλείνουν από τη ταλαιπώρια και εγυρε το κεφάλι πλάι στο μνήμα...
Το τελευταίο πράγμα που αντίκρυσε ήταν τα δακρυσμένα μάτια της Ορτανσίας να της χαμογελούν με αγάπη....
Δυστυχώς μερικοί έρωτες ευδοκιμούν σε άγονο έδαφος και μερικοί όσο γόνιμο κι αν είναι , μένουν μαραμενοι...
Υπάρχουν όμως και αυτοί, που δε λογαριάζουν έδαφος, καιρό μα μήτε και εποχή...
Δεν έχουν ανάγκη κανένα για να ευδοκιμήσουν παρά μονάχα το ταίρι τους...
Η αγάπη του Οζούλ και της Ορτανσίας πήρε σάρκα και οστά αιώνες αργότερα και μάλιστα στη πιο γλυκιά μορφή της...
Ο Γιαμάν και η Μυρσίνη απέκτησαν τρία πανέμορφα παιδιά...
Το ένα, το πρωτότοκο το ονόμασαν Οζούλ...
Το δεύτερο, το ονόμασαν Ορτανσία...
Και το τρίτο και πιο μικρό, ίσως και το πιο τσαχπινικο, πήρε ένα όνομα περίεργο...
Ήταν κοριτσάκι και το ονόμασαν Κισμέτ....
😥❤️😥❤️😥❤️😥
Νιώθω τόσο περίεργα....
Σας έχω αποχαιρετήσει πολλές φορές ύστερα από τα ταξίδια μας και έφτασε η ώρα να το κάνω για ακόμα μια φορά...
Τούτη όμως τη φορά δε θα βάλω ηθικά διδάγματα ούτε και πολλές φανφάρες...
Θα σας αφήσω να εισπράξετε ο κάθε ένας από εσάς μόνοι σας τη "ψυχή" της ιστορίας και τα διδάγματα της...
Ένα θα σας πως εγω και κλείνω....
Η αγάπη είναι δύσκολη...
Κάποιοι λένε πως το πιο εύκολο πράγμα είναι να αγαπάς μα εγώ τους βγάζω ψεύτες...
Η αγάπη δεν έχει μια έννοια...
Έχει πολλές παναθεμα τη...
Να είστε όλοι καλά!!!
Σας ευχαριστώ μέσα από τη καρδούλα μου, που μου κάνατε παρέα...
Δε ξέρω τι θα ξεκινήσει...
Ίσως τα ξεκινήσω όλα μαζί ίσως και όχι...
Ένα είναι σίγουρο....
Θα πράξω όπως αισθάνεται η καρδούλα μου....
Είτε αυτό σημαίνει να ξεκινήσω καθεαυτού ένα βιβλίο, είτε να ανεβάζω από ένα κεφάλαιο σε όλα...
Νομίζω λίγη χαλάρωση είναι ότι πρέπει και αυτός ο τρόπος ο ιδανικός....
"Να είστε καλά"
Τρεις λέξεις που σας λέω συνέχεια μα έχουν τοσο τεράστια σημασία για μένα...
Δεν ξέρω αν το βλέπετε αλλά μαζί με εσάς δημιουργώ,μαζί σας συμπάσχω και μαζί σας γελάω και συνεχίζω....
Σας ευχαριστώ όλους!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top