Κεφάλαιο 35° Ευτυχία

°° Κάποτε ήταν ένας κυνηγός που τριγυρνούσε βαθιά μέσα στα δάση για χρόνια ψάχνοντας να βρει αυτό το κάτι που θα έφερνε στα στηθη του τη φλογα...
Ένα ξημέρωμα,  πάνω στη χάση του φεγγαριού και πνιγμένος στο σκοτάδι, είδε αξαφνα κάτι να λαμπυρίζει...
Άρχισε σαν τρελός να σκαρφαλώνει τους λόφους ώσπου μπροστά στα έκπληκτα μάτια του είδε ότι πιο όμορφο είχε αντικρύσει ποτέ...
Ένα ασημένιο ελάφι....
Ο κυνηγός εξτασιασμενος από το θέαμα και εισπράττοντας για πρώτη φορά στη ζωή του ικανοποίηση και ευτυχία θέλησε να το κάνει δικό του και να το αγγίξει χωρίς όμως να το τραυματίσει. Έφυγε γρήγορα...
Πήγε και γυρεψε σφαίρες που θα το υπνωτισουν και επέστρεψε ακριβώς στο ίδιο σημείο...
Έβαλε τις σφαίρες στο όπλο και τρελαμενος από χαρά, όπλισε και πυροβόλησε απευθείας στο κέντρο....
Μα το ελάφι μάτωσε...
Τα πόδια του λύγισαν και το κορμί του έπεσε αιμόφυρτο καταχαμα με εκείνον να βλέπει το θέαμα και να ουρλιάζει σαν αντιλήφθηκε πως πάνω στη χαρά , μπέρδεψε τις σφαίρες...
Ο κυνηγός πνιγμένος στα κλάματα, πέταξε κάτω το όπλο και πλησίασε το νεκρό ελάφι λυπημένος...
Τι θέλησε; Να αγγίξει την ευτυχία θέλησε αλλά τελικά κάποια πράγματα δε πρέπει να τα κυνηγάς.... Η ευτυχία πρέπει να έρθει μόνη της...
Όσο περισσότερο τη κυνηγάς άλλο τόσο εκείνη θα απομακρύνεται και αν τη πιάσεις  τελικά , θα τη πιάσεις τόσο λάθος που απλά θα τη σκοτώσεις... °°



Βγαίνοντας από το δωμάτιο, ακριβώς στις εννιά όπως της ζήτησε, τον είδε να τη περιμένει μπροστά στη διχάλα των διαδρομών.
Φορούσε απλά ρούχα. Η αλήθεια ήταν πως του πήγαινε πολύ εκείνο το ατημέλητο λουκ που σπάνια επέλεγε...

"Καλημέρα..." αποκρίθηκε δίχως να καθυστερήσει παραπάνω και όπως ακριβώς και εκείνη, έτσι και εκείνος πήρε ένα λεπτακι να τη κοιτάξει.

"Καλημέρα δεσποινίς Ασλάνογλου" προτίμησε τα τυπικά "Έτυχε κάτι σήμερα..."

"Τι πράγμα;" Ρώτησε περίεργα καθώς έμπαιναν στο ασανσέρ.

"Μετά από τη κλινική θα επισκεφθούμε ένα καλό μου φίλο που βρήκε ένα ακίνητο προς πώληση. Νομίζω είναι ευκαιρία και δεν έχει κυκλοφορήσει στην αγορά το συγκεκριμένο ακίνητο" της εξήγησε

"Αυτά είναι θαυμάσια νέα..."

Ο διάλογος μεταξύ τους ήταν εντελώς απροσαρμοστος. Παράταιρος και ανούσιος. Ήταν  λέξεις και λόγια που έπρεπε να ειπωθούν καθώς με αυτά θα είχαν να συνεχίσουν την ημέρα αλλά ουσιαστικά δεν ήταν τίποτα.
Σαν ένα μαύρο βέλο απλώθηκε απ'άκρη σ'άκρη η τρομακτική σιωπή αμέσως μόλις έκλεισαν οι πόρτες και η Μυρσίνη προσπαθώντας να αποτρέψει κάποιο κοίταγμα , γύρισε διακριτικά και εστίασε στα κουμπιά.

Σμύρνη έτος 1920

"Αποφεύγεις να με κοιτάξεις"

"Οζούλ τρελάθηκες; Και τι θέλεις να κάνω μπροστά σε ολόκληρο το μαχαλά; Στην αγορά βρισκόμασταν..."

"Ένα σου βλέμμα ήθελα μόνο για να γεμίσω ευτυχία Ορτανσία μου..."

"Είσαι τρελός!"

"Τι κι αν είμαι τρελός;" της όρμησε και εκείνη χώθηκε στα χέρια του γελώντας "Όσο δε θα με κοιτάζεις με αυτά τα σαγηνευτικά σου μάτια άλλο τόσο θα τρελαίνομαι.... Θέλεις να βγω και να φωνάξω; Θέλεις να ουρλιαξω όσα νιωθω;"

"Μη! Μη να χαρείς θα μας σκοτώσουν!"

"Ηρέμησε Isik μου..."

"Τώρα με αποκαλείς και με το επίθετο σου; Πάει... Αυτό ήταν..." Του αντιγυρισε απελπισμένη και εκείνος χαμογέλασε

"Işik σημαίνει φως... Ίσως τυγχάνει να έχω αυτό το επίθετο αλλά έχει νόημα όπως βλέπεις και εσύ μάτια μου..." Ο Οζούλ σταμάτησε να μιλά και την εγκαλιασε με τις παλάμες του από το πρόσωπο "Κι εσύ είσαι το φως μου... Ζούσα μια ζωή με ένα φως να κυνηγάει το όνομα μου μα εγώ ήμουν πνιγμένος στο σκοτάδι...Μέχρι που σε γνώρισα..."

"Τα λες τόσο ωραία..."

"Ελπίζω να μην αγάπησες τα λόγια μου μα εμένα..."

"Δεν αγαπάω τις λέξεις Οζούλ... Οι λέξεις ειναι άυλες. Βγαίνουν απλά από τα χείλη μας γιατί έτσι μάθαμε να επικοινωνούμε. Στη πραγματικότητα δεν έχουν καμια σημασια το ξέρεις; Παλιότερα για παράδειγμα πως ζούσαν χωρίς να μιλούν; Έτσι μπορώ και εγώ για σένα... Να ζήσω χωρίς να μιλώ. Χωρίς να μιλάς. Να είσαι απλά εδώ... Να σε βλέπω. Να σε νιώθω..."

"Μια μέρα θα σε κλέψω..." απάντησε στα λεγόμενα της και η Ορτανσία χαρίζοντας του ένα από τα πιο ευτυχισμένα της χαμόγελα, κρύφτηκε και κουρνιασε στην αγκαλιά του...

Παρόν

Το ένα χέρι ήταν στις ταχύτητες , το άλλο στο τιμόνι ενώ κατά διαστήματα τα τραβούσε και τα δύο προς τα πίσω. Ακομα και ο τρόπος που οδηγούσε αυτός ο άντρας ήταν απλά σαγηνευτικός. Άρχισε να νιώθει τόσο άσχημα που μάλωσε ξανά και ξανά τον εαυτό της εξοργισμένη με τις σκέψεις της. Ήταν το αφεντικό της. Ήταν παντρεμένος. Ήταν κάτι που έγινε και έπρεπε να ξεχάσει. Ήταν διαφορετικά όμως στην εταιρεία και διαφορετικά τώρα. Όσο περισσότερο έμεναν εντελώς μόνοι άλλο τόσο το μυαλό και η λογική της πήγαιναν περίπατο.
Ένιωθε σαν πουλί μαριονέτα. Μια μαριονέτα που έχει αντίστροφα τις κλωστές και εκείνος τις κρατάει.
Σε κάθε βλέμμα και καθε κίνηση , εκείνη πετάγονταν απαλά και πετούσε προς τα πανω. Ήταν τόσο, μα τόσο κακό και το ήξερε καλά...
Από την άλλη έφτανε μονάχα ένα βλέμμα στους περαστικούς για να τη κάνει να λυπηθεί....
Άντρες και γυναίκες δίχως νόημα περπατούσαν και περπατούσαν....

Δεν ήταν λίγες οι φορές που αναρωτήθηκε για το τι πράγματι είναι ο έρωτας και η αγάπη...
Έφτασε σε ένα σημείο να θεωρεί πως ο έρωτας που έβλεπε στις ταινίες και στις σειρές ήταν ένα πολύ όμορφο παραμύθι για να κρατάει λίγο ψηλά , την άμορφη και άχαρη καθημερινότητα στα σπίτια των ανθρώπων.
Είχε πολλά παραδείγματα στη ζωή της για να θεωρεί πως ότι έγινε στη Κωνσταντινούπολη ήταν μια αληθινά σπάνια στιγμή για τη ζωή ενός ανθρώπου...
Έρωτας...

Τα τσόφλια από τα φυστίκια στο καναπέ που μάζευε η μάνα της...
Τα ροχαλητα του πατέρα της...
Η τηλεόραση σαν ξυπνούσε πιτσιρίκα και ήταν στη διαπασών...
Η καθημερινότητα τους σαν ανύπαρκτο ζευγαρι....
Όλα... Όλα όσα έβλεπε στο δικό τους σπίτι και άλλα τόσα όσα έβλεπε στων άλλων...
Η γυναίκα ρουφούσε την ανάγκη για ρομαντισμό μέσα από τέλειους έρωτες στη τηλεόραση και έπειτα κοιτούσε τον άντρα που είχε πλάι της και έψαχνε να βρει τη μαγεία...
Υπήρχε άραγε μαγεία;
Που ήταν;
Στα άπλυτα πιάτα που έπρεπε να περάσουν από τα δικά της χέρια;
Στις δουλειές του σπιτιού;
Σε μια γυναικεία φύση που έτεινε προς εξαφάνιση;
Σε ανάγκες που δεν υπήρχε καν χρόνος για να πραγματοποιήσει;
Σε μια γυναίκα που όταν κοιτούσε στο καθρέφτη, δεν έβλεπε δύο αντρικια χέρια να την αγκαλιάζουν από πίσω αλλά ένα γέρικο , κουρασμένο και ταλαιπωρημένο πρόσωπο;
Που;
Που ήταν αυτή η μαγεία;
Η κλασική ελληνική οικογένεια δεν της είχε διδάξει πως υπάρχει μαγεία κι αν υπήρχε σίγουρα δεν την είχε δει με τα μάτια της ούτε την είχε βιώσει.
Φόβο...
Αυτό ένιωσε.
Φόβο πως θα καταλήξει με έναν άντρα απλά για να καταλήξει...
Πως τα χρόνια θα περνάνε αδιάφορα επειδή έκανε παιδιά και πως αυτή ήταν η ευκαιρία της στη ζωή...
Θα εφτανε σαράντα, σαρανταπέντε και δε θα βίωνε ποτέ το μεγάλο έρωτα...
Η Μυρσίνη χαμογέλασε στις σκέψεις της
Πόσοι μεγάλοι έρωτες οδήγησαν σε γάμο και πνίγηκαν στη συνήθεια;
Ένας αληθινός έρωτας είναι άραγε ικανός να σβήσει με τα χρόνια;
Που είναι εκείνος ο παππούς που είναι ακόμα ερωτευμένος και κλαίει από αγάπη;
Που είναι το σκίρτημα;
Που είναι το ερωτικό παιχνίδι;
Που είναι η ανάγκη για ένα πείραγμα και ένα έντονο βλέμμα μετά από αρκετά χρόνια σχέσης;
Η βοήθεια;
Η κατανόηση;

Κατάρευση....
Αυτό έβλεπε γύρω της...
Το κόσμο να μεγαλώνει και να μην έχει την ευκαιρία να ζήσει ποτέ τον αληθινό έρωτα. Να βολεύεται με πλασματικές αγάπες γιατί αυτές είναι που δημιουργούν την πραγματική αυταπάτη...
Πιστεύεις πως ερωτεύτηκες...
Πως μαζί με αυτόν τον άντρα περιμένεις να ζήσεις μέχρι τα βαθιά σου γεράματα έναν έντονο έρωτα...
Ναι...
Ακόμα και στα γεράματα, εκεί που τα μαλλιά θα έχουν ασπρισει και θα περπατάει με το ζόρι, θα είναι έρωτας...
Ακόμα και αν φοράει πάνα για ακράτεια, πάλι έρωτας θα είναι. Έρωτας γιατί θα χτυπάει η καρδουλα σου δυνατά σαν θυμάσαι το ποσό πολύ τον αγάπησες και πόσα έντονα συναισθήματα σου χάρισε....
Αυτός είναι ο έρωτας στις ταινίες.
Να πεθαίνεις χέρι χέρι...
Να γίνεσαι θυσία...
Να νιώθεις πως κάποιος σε ποθεί όπως κι αν είσαι όχι μονάχα για ένα μήνα... Ένα χρόνο....
Μα για όσο είστε μαζί....

Μα όχι...
Όλα οσα έμαθε τόσα χρόνια τόσο πλάι στο Σωτήρη όσο και από τους γύρω της κατέρριπταν ένα προς ένα τα όνειρα της...
Πάντα η κουζίνα ήταν βρώμικη γιατί ο άντρας έτρωγε τη νύχτα και τα άφηνε όλα δεξιά και αριστερά...
Οι κάλτσες έπρεπε να είναι πεταμένες...
Η τηλεόραση ανοιχτή....
Οι έντονες ματιές εξαφανισμένες...
Ο ερωτισμός κατακρεούργημενος από τη συνήθεια...
Και οι φωτογραφίες πάνω στο σκρινιο από το '70 και το 80' μέσα σε μια ντίσκο, ήταν το μόνο που ίσως έμεινε να δείχνει πως δύο άνθρωποι μοιράστηκαν για λίγο, μια δόση έρωτα....
Πως τον βάφτισαν λατρεία και παντρεύτηκαν μετέπειτα....

Ένιωσε φευγαλέα ένα δάκρυ να σκαρφαλώνει στα μάτια της και ένα βαθύ παράπονο να κατακλύζει τη ψυχή της...
Αυτό ήταν η ζωή;
Αυτό ζούσαν όλοι;
Αυτό θα ήταν και το δικό της μέλλον;
Έτσι θα κατέληγε και ο Γιαμάν με τη γυναίκα του;
Δίχως να το ορίζει γύρισε και τον κοίταξε προσπαθώντας να βρει τη σπίθα και εκείνος αυτόματα , έστρεψε το κεφάλι του προς το μέρος της.

"Κλαίς;" ρώτησε βλέποντας τη και εκείνη συνεπαρμένη από όσα σκέφτονταν, σκούπισε αμέσως τα μάτια της και αποτραβηξε το βλέμμα της από πάνω του.

"Όχι όχι... Κάτι μπήκε στο μάτι μου..."

"Κλαίς" ξαναειπε δίχως όμως να κάνει ερώτηση αυτή τη φορά και βγάζοντας φλας έκοψε το τιμόνι και πάρκαρε σε ένα άνοιγμα στο δρόμο.

"Γιατί σταμάτησες;" τον ρώτησε αμέσως

"Τι συμβαίνει;"

"Τίποτα. Πάμε σε παρακαλώ στη κλινική..."

Μια ενικός, μια πληθυντικος, ακόμα και αυτό είχε αρχίσει να γίνεται περίεργα κουραστικό ανάμεσα τους.

Ο Γιαμάν εστίασε στα χαρακτηριστικά του προσώπου της και το βλέμμα του ταξίδευε από τα μάτια στα χείλη της τόσο έντονα που η θερμοκρασία στο αυτοκίνητο αυξήθηκε μονομιάς.
Το μήλο στο λαιμό του ανεβοκατέβαινε σαν τρελό και για μια στιγμή η Μυρσίνη ένιωσε πως δεν είχε περάσει στιγμή από εκείνο το βράδυ στη Κωνσταντινούπολη. Σαν να ήρθε απλά το πρωί και ξημέρωσε...

"Babaannen karanlıktan korkardı ve Özül ona her zaman ışığı olacağına söz vermiş..." είπε αξαφνα (η γιαγιά σου φοβόταν τα σκοτάδια και ο Οζούλ της είχε πει πως θα ήταν πάντα το φως της...) "Öte yandan, senin yanındayken kendimi kaybediyor gibi hissediyorum..." (Εγώ από την άλλη αισθάνομαι,  πως χάνω το δικό μου όταν βρίσκομαι πλάι σου..) συνέχισε πιο ψυθιριστα. Τα φρύδια της έσμιξαν και τον κοίταξε μπερδεμένη.

"Μακάρι να μπορούσες να καταλάβεις πραγματικά όσα ακριβώς αισθάνομαι..." του απάντησε στα ελληνικά με τη σειρά της "Αλλά ποτέ δε θα τα καταλάβεις γιατί γύρω σου, έχεις σύνορα στον ερωτα και εγώ δεν έχω άδεια να μπω... Τι είσαι Γιαμάν; Είσαι το σκίρτημα , είσαι μια στιγμή; Είσαι αυτό που μπορεί να γίνει συνήθεια ή μήπως είσαι αυτό που βλέπεις αλλά δε πιστεύεις πως υπάρχει; Πρέπει να φύγω από κοντά σου... Λένε πως οι άντρες συνήθως δυσκολεύονται μα να που πιάνω τον εαυτό μου να βασανίζομαι για σένα και δε μπορώ να το επιτρέψω ... Είσαι απλά η στιγμή, σωστά; " το γλυκό της χαμόγελο σαν τελείωσε συνάντησε το δικό του... Ήταν τόσο περίεργο...
Πρώτη φορά έβλεπε ανάμεικτο πρόσωπο. Χαμογελούσε μα ήταν και σοβαρό συνάμα.

Ο Γιαμάν έκανε να ανοίξει τα χείλη μα λέξη δε προλαβε να βγει...
Το κινητό του άρχισε να χτυπάει και πιάνοντας το, το σήκωσε αμέσως ενώ η Μυρσίνη με τη σειρά της, μαζεύτηκε αμήχανα στη θέση της.

"Γιαμάν;"

"Κύριε Μεχριμπατ;" απόρησε αμέσως ακούγοντας τη γνωστή φωνη του.

"Λυπαμαι αν σε ενοχλώ γιε μου μα μου τηλεφώνησε η πεθερά σου για το ραντεβού σήμερα και επειδή ήθελα να την ενημερώσω πως τελικά πρέπει να μεταφερθεί για αύριο, πήρα εσένα. Δε μπορούσα να τη βρω και δεν έχω το τηλέφωνο της γυναίκας σου..."

"Της γυναίκας μου; Ραντεβού; Δεν καταλαβαίνω τι σχέση μπορεί να έχουν με εσάς. Με όλο το σεβασμό φυσικά... Είχαμε τελειώσει με το φιλανθρωπικό event , δύο μήνες πριν και μάλιστα με τρομερή επιτυχία..."

"Μα αγόρι μου, δε σε πήρα για κανένα event..." Του είπε αμέσως και εκείνος παραξενεύτηκε

"Τότε γιατί ψάχνατε τη γυναίκα μου;"

"Μα το ξέχασες; Λογικό ακούγεται... Όλη μέρα στη δουλειά τρέχεις αγόρι μου..."

"Κύριε Μεχριμπατ σας παρακαλώ. Τι ακριβώς συμβαίνει;"

"Σε πήρα γιατί την υιοθεσία αγόρι μου! Μου τηλεφώνησε η πεθερά σου χθες και με ενημέρωσε πως θέλετε να υιοθετήσετε παιδάκι και σήμερα είχαμε ραντεβού.." ο Γιαμάν άνοιξε διάπλατα τα μάτια του και η Μυρσίνη ένιωσε αμέσως την ατμόσφαιρα στο αμάξι να αλλάζει...

"Νομίζω κάνετε λάθος κύριε Μεχριμπατ..." προσπάθησε να εξηγήσει ήρεμος αλλά ήδη οι φλέβες του είχαν πεταχτεί προς κάθε κατεύθυνση.

"Είμαι απόλυτα βέβαιος αγόρι μου... Δεν καταλαβαίνω τι συμβαίνει και δείχνεις τόσο έκπληκτος... Μου είπε πως απλά δε μπορούσες να έρθεις εσύ για αυτό θα ερχόταν μόνη με τη κόρη της... Μάλιστα ζήτησε αν υπάρχει κάποιο νεογέννητο για να δεθείτε πιο εύκολα..."

🙄🙄🙄🙄🙄

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top