Κεφάλαιο 10°
°°Μεσα στη πνοή του χρόνου, θαματα, πράματα και στιγμές, περνούν σαν χελιδόνια και φεύγουν πριν τα κοιταξεις... Μα, να! Κοίτα! Ένας κυνηγός! Θεέ μου.... μια σφαιρα... ΟΧΙ! Μη!!! Αιματα... Güzel bir kuş, az önce öldü ...°°(Ένα όμορφο πουλί, πέθανε...)
Οι ράγες ήταν κι εκείνες κουρασμένες από τη πολυχρησια και τσιριζαν ανά διαστήματα καθώς το τρένο άλλαζε τη κλίση του. Αν και αρχικά δεν ήθελε ούτε να γυρίσει άλλη σελίδα, ο Βασίλης βολεύτηκε προς τα πίσω και το άνοιξε...
Ένιωθε τόσο χαζός που δεν είχε καταλάβει ποτέ του τίποτα μα και τόσο θυμωμένος συνάμα. Ίσως σκότωσε τον Νικόλα και ίσως δεν είχε συνειδητοποιήσει εντελώς τη πράξη του, μα ακόμα κι έτσι δεν ένιωθε πως απέδωσε δικαιοσύνη. Δεν ήταν ικανοποιημένος. Δεν του έφτανε...
"Καημένο μου μωρό..." ψέλλισε δακρυσμένος και βρίσκοντας επιτέλους το κουράγιο ξεκίνησε να διαβάζει...
Θεσσαλονίκη...
Εδώ μας έφτασαν τα κύματα...
Εμένα, τη μάνα μου, το αγέννητο παιδί που κουβαλάω στα σπλάχνα μου και τον διάολο...
Πόσα αφήσαμε πίσω και πόσα ακόμα χάσαμε...
Δεν ξέρω όμως τι ήταν το πιο χειρότερο...
Να βλέπω με τα ίδια μου τα μάτια να σφάζουν τους ανθρώπους στο λιμάνι; Ή εκείνη η μέρα; Συγχώρα με θεέ, μα για μένα, εκείνη η μέρα ήταν η χειρότερη από όλες...
Είπε θα με κλέψει... Σαν κανόνισαν το γάμο μου, μου δωκε ραντεβού και είπε θα με κλέψει ...
Μα η αγάπη, δεν ήρθε ποτέ για μένα και τη θέση αυτής πήρε ο διάολος...
Ένας διάολος που ατιμασε ψυχή και σώμα και μου πήρε ότι είχα και δεν είχα...
Ακόμα νιώθω τα βρώμικα χέρια του πάνω στο κορμί μου... Τον νιώθω να σκίζει τα μέσα μου και να φυτεύει το σπορο του...
Κανένας δεν πίστευε πως μέσα σε εκείνη τη λαοθαλασσα από αίματα θα βγαίναμε ζωντανοί πόσο μάλλον, ότι θα επιβίωνε και αυτό το παιδί που μεγαλώνει μέσα μου...
Και τώρα είμαι εδώ μα κατάρα ρίχνω, να πέθαινα κι εγώ σε εκείνα τα νερά...
Ήταν ξημέρωμα σαν ακούσαμε τη καμπάνα να χτυπά μανιασμένα μα ούτε που κουνήθηκα από τη θέση μου.
Πως να κουνηθώ; Πως να ζήσω;
Κανόνισαν τον αρραβώνα μου χωρίς την άδεια μου μα εκείνος δεν ήρθε ποτέ να με κλεψει όπως υποσχέθηκε...
Ο Βασίλης σταμάτησε και αναστεναξε...
Υπήρχε κάποιος άντρας στη ζωή της και κανένας δεν το πήρε χαμπάρι...
Πόσο μάλλον, κανένας δε κατάλαβε πως εκείνο το καθίκι ατιμασε τη κόρη του.
Η συγκίνηση για το χαμό της και ο θυμός του ήταν στα ύψη όσο συνέχισε να διαβάζει μα δε σταμάτησε. Εκτός απ' την αίσθηση πως ζούσε για λίγο μέσα από τα μάτια της κόρης του, διψούσε για απαντήσεις. Ήθελε να μάθει, ήθελε να τη νιώσει... Ήθελε να δει κατάματα το πόνο της αλλά και τη δική του απουσία. Τη δική του αφέλεια στα όσα γινόντουσαν γύρω του. Στον όρκο που της είχε δώσει κάποτε πως θα τη προστατεύει και εκείνος την άφησε να γίνει έρμαιο στο πόνο.
Σκούπισε ένα δάκρυ και γύρισε σελίδα...
Θυμάμαι πήγα όπως μου ζήτησε πίσω από το καμπαναριό. Είπε θα ήταν εκεί πριν χαθεί ο ήλιος μα εκείνος δε φάνηκε... Ποτέ ξανά δεν ήρθε...
Ίσως φταίω και εγώ...
Ίσως φταίω που δε τόλμησα ποτέ να βγω εκεί έξω και να φωνάξω πως αγάπησα έναν Τούρκο...
Η καρδιά του Βασίλη σταμάτησε για μια στιγμή και φρέσκα δάκρυα έσκασαν στα μάτια του...
Γιατί τόση άρνηση να δει ο κόσμος πως η αγάπη δε διαχωρίζεται από τη καταγωγή και τη γλώσσα;
Πως είναι απλά εκεί και σαν έρθει, απλώς την καλωσορίζεις..;
Δύο χρόνια μου ζητούσε να με κλέψει και εγώ δεν τον άφηνα ενώ σαν του είπα πως θα με αρραβωνιασουν και το πήραμε απόφαση, έγινε καπνός...
Που ήσουν Οζούλ;
Γιατί δεν ήρθες ποτέ;
Γιατί έφυγε η οικογένεια σου;
Μου υποσχέθηκες...
Εγώ σε περίμενα και αντί για σένα, ήρθε εκείνος και με σακατεψε...
Έλεγε πως του ανήκω...
Το κορμί μου νιώθει ακόμα τα άγρια κρατήματα του και η γλώσσα μου κρατάει κι εκείνη τη γεύση του χώματος σαν με έριξε κάτω και όρμησε κατά πάνω μου...
Έκλεψε την αγνότητα μου μέσα σε μία μόλις στιγμή με το πιο βίαιο τρόπο και έκτοτε έχασα τη ψυχή μου...
Θυμάμαι τον ιδρώτα του να σκάει στο πρόσωπο μου σαν με βίαζε και μου δίδασκε την αγριότητα.
Άγρια είναι η ζωή ματάκια μου και το παράπονο μου που με άφησες μονάχη, μεγάλο...
Φοβήθηκες; Άργησες;
Με έσυρε από τα μαλλιά μέχρι τη πίσω αυλή του σπιτιού μου σαν τελείωσε...
Ποτέ δε θα μάθω αν πήγες και δε με βρήκες. Ποτέ δε θα μάθω γιατί χάθηκες μετά από εκείνη τη μέρα.
Έμαθες πως τελικά αρραβωνιάστηκα; Γι αυτό με εγκατέλειψες ψυχή μου;
Που πήγαν οι όρκοι; Που πήγαν οι υποσχέσεις....
Άφησες το κτήνος να με φάει και εκείνο είμαι σίγουρη ότι ήξερε πως με εγκατέλειψες...
Κοίτα που έφτασα...
Η καμπάνα χτύπησε και ούρλιαζαν όλοι στους δρόμους να τρέξουμε στο λιμάνι καθώς μπήκαν στη πόλη και άρχισαν να μας σφαγιάζουν έναν προς έναν...
Ήθελα τόσο να πεθάνω...
Μα δε μπορούσα...
Φύτεψε στη κοιλιά μου ένα παιδί και του χρωστούσα να το σώσω...
Θυμάμαι να μπαίνω στη βάρκα και πλάι μας ακριβώς να κολυμπάει ο Δημήτρης. Ο πατέρας του κτήνους...
Προσπαθούσε να μας φτάσει αφού οι άντρες έπιασαν γερά τα κουπιά όταν ξαφνικά ένιωσα αίματα ζεστά να πετάγονται στο πρόσωπο μου...
Ένα τεράστιο αντικείμενο σαν δόρυ καρφώθηκε στο κρανίο του και το άνοιξε στα δύο...
Δε ξέρω γιατί, μα θυμάμαι μέσα στη τρέλα μου αντί να ουρλιάζω, εγώ γελούσα...
Ξέρεις γιατί γελούσα μάτια μου;
Γιατί όσο καλός κι αν φαινόταν αυτός ο άνθρωπος το ένιωθα πως ήταν σάπιος...
Το μήλο κάτω από τη μηλιά δε λένε;
Κι εκείνος προσπάθησε να με αγγίξει όταν με πήραν σπίτι τους...
Πήγα εκεί και έγινα μια παραδουλεύτρα...
Μάλωνε σαν το σκυλί με το γιο του ...
Ακούς μάτια μου; Ένα κομμάτι κρέας έγινα... Νύφη και γυναίκα ήθελε να με κάνει... Τόση βρωμιά Θεουλη μου...
Σε ποιον να μιλήσω και τι να πω;
Ποιος θα με ένιωθε; Με μια μάνα που σε σηκώνει κουβέντα και ένα πατέρα ο οποίος επέζησε από ένα πρόσφατο εγκεφαλικό... Ο γλυκός μου ο πατέρας ήταν η μόνη σανίδα σωτηρίας της ψυχής μου μα δε τόλμησα να πω λέξη ... Στην ιδέα και μόνο να μου πάθαινε τίποτα , δε θα άντεχα να ζήσω...
Μόνο εσύ μπορούσες να με σώσεις εξ αρχής μα με άφησες...
Που είσαι Οζούλ;
Έκανες άραγε οικογένεια όπως ονειρευόσουν να κάνουμε μαζί;
Μήπως σε πάντρεψαν και εσένα;
Μήπως βρήκες άλλου τον έρωτα;
Όπου κι αν βρίσκεσαι παρά τα όσα έγιναν εύχομαι απλά να είσαι καλά..
Εγώ κατάφερα και πέρασα στην αντίπερα όχθη...
Ήρθαμε σε ένα χαμόσπιτο σαν κι αυτά που κοροϊδεύε η μάνα μου.
Ώρες ώρες νιώθω πως έχει τόσο μίσος μέσα της και τόση κακία που με τρομάζει...
Ποτέ δε θα καταλάβω γιατί πανηγύριζε μια μέρα σαν ακούστηκε στο μαχαλά πως ένας Τούρκος βρέθηκε σφαγμένος στο λιμάνι... Βέβαια τότε δεν έδωσα καν σημασία γιατί ακόμα σε περίμενα παρά το βιασμό μου μα εκείνη δε σταμάτησε να πανηγυρίζει... Σε κάθε ευκαιρία το έλεγε και καμαρωνε πως ο τίποτα καθαρίζει σιγά σιγά...
Ειρωνεία έτσι;
Τελικά φύγαμε κυνηγημένοι έχοντας μια βάρκα για οδηγό και ξεσκισμενες ελπίδες. Εγώ δεν είχα τίποτα...
Εγώ έπαψα να ελπίζω...
Μια εβδομάδα έχει που φτάσαμε Θεσσαλονίκη....
Ακόμα δεν με άγγιξε...
Λέει πως πενθεί και πίνει όλη μέρα....
Παράλληλα με όσα διάβαζε ο Βασίλης έφερνε και ο ίδιος σκηνές στο μυαλό του... Την είχε δει να χαμογελάει μέσα στο χαμό πάνω στη βάρκα σαν έφευγαν και νόμιζε πως η κόρη του αποτρελαθηκε...
Μα να που όλα τελικά είχαν εξήγηση.
Αυτό που δεν κατάφερνε όμως να χωνέψει ήταν το γεγονός πως αποκαλούσε ακόμα εκείνο τον άντρα με διάφορα επίθετα...
Πως ήταν δυνατόν να τον αγαπούσε ενώ εκείνος τη παράτησε;
Σαν αγκάθι έκατσε στη καρδιά του η σκέψη πως θα μπορούσε να ζει το κοριτσάκι του και να ήταν ευτυχισμένο.
Όσο γυρναγε τις σελίδες και όσο μάθαινε τη σκοτεινή κατάσταση μέσα στην οποία ζούσε η Ορτανσία κι εκείνος δεν είχε ιδέα, άλλο τόσο ένιωθε ενώ περίεργο μίσος για εκείνο τον άντρα να θεριευει στα σωθικά του.
Τα κόκαλα της λεκάνης μου τα ένιωσα να σπάνε απόψε...
Είμαι σίγουρη πως μπορούσε να αγγίξει το κεφαλάκι του παιδιού μου μα δε σταμάτησε... Ναι δικό μου παιδί είναι..
Πονάω...
Περίμενε να φύγουν οι δικοί μου και φανέρωσε για ακόμα μια φορά το πραγματικο του πρόσωπο. Γεννάω ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΕ! Γεννάω σε λίγες μέρες και εσύ ούτε αυτό σεβάστηκες...
Θεουλη μου... Νιώθω τη βρωμιά πάνω μου να μου τρώει το μεδούλι σαν το σαράκι...
Ένιωσε ένα τσίμπημα στη καρδιά που ολοένα φούντωνε...
Τη βίαζε και εκείνοι χαμπάρι δε πήραν...
Είδε το μικρό Δημήτρη να κουνιέται λίγο και απλώνοντας το τρεμάμενο χέρι του προσπάθησε να τον ηρεμήσει για να μη ξυπνήσει. Ήταν μεγάλη η διαδρομή και τα τρόφιμα που είχε μαζί ελάχιστα μέχρι να φτάσουν.
Το σπίτι νιώθω πως θα καταρρεύσει και θα με πλακώσει. Σαν σήμερα, τον γνώρισα... Κρατώ στα χέρια τη κόρη μου και εμένα το μυαλό μου τρέχει πίσω στη Σμύρνη... Σε ότι αφήσαμε και σε όσα ζήσαμε. Τι να απέγινε άραγε το μικρό μας μαγαζάκι; Ίσως το έβαλαν φωτιά...
Ίσως και όχι...
Το σπίτι; Για εκείνο δε με νοιάζει. Πόνεσα εκεί μέσα...
Δακρυσα...
Στο ένα έκλαιγα για τη χαμένη μου αγάπη και στο άλλο εφτυνα τα αίματα μου κλαίγοντας για τη ντροπή που ούτε κι αυτή ήταν ικανή να με κοιτάξει...
Το τέρας με άφησε πάλι έγκυο...
Θυμάμαι ένα τραγουδάκι που μου είπες κάποτε και ακόμα σιγουτραγουδω όταν μένω μόνη ...
Το ξέρεις μάτια μου πως μόνο τότε αισθάνομαι ασφαλής;
Νιώθω ελεύθερη...
Τραγουδάω στα τουρκικά και νιώθω πως ζω...
Νανουριζω τη κόρη μου με αυτό ...
Ne senden öncesi
Ne senden sonrası
Ayrılık aman, ölümden yaman
Geçmiyor zaman, geçmiyor
Ne anam babam ne en hoş hatıram
Yetmiyor, canım, yetmiyor
Ben sende tutuklu kaldım
Kendi hayatımdan çaldım
Yedi cihan dolandım
Bana mısın demiyor
(Κανείς πριν από σένα...
Κανείς μετά από σένα
Ο χωρισμός, αμάν
Είναι χειρότερος κι από θάνατο
Δεν περνάει ο χρόνος, δεν περνάει
Ούτε η μάνα μου η ο πατέρας μου
Ούτε οι όμορφες αναμνήσεις μου
Δεν μου είναι αρκετές αγάπη μου, δεν μου είναι αρκετές
Εγώ παρέμεινα αιχμάλωτη σου
Έκλεψα απ' την ίδια τη ζωή μου
Ταξίδεψα σε επτά κόσμους
Δεν μου πρόσφεραν τίποτα...)
Οζούλ; Πάντα θα σε αγαπάω....
Πάντα θα σε περιμένω....
Όπου κι αν είμαι εσένα θα προσμένω και ίσως κάποτε φέρεις τη λευτεριά στη σκλαβωμένη μου ψυχή...
Σαγαπαω...
seni seviyorum... Όπως σου άρεσε να με ακούς να λέω...
Διώξε το πόνο αγάπη μου.
Σώσε με...
Μου λείπεις...
Εδώ με πονάνε...
Εδώ με σκίζουν...
Εδώ... Εδώ δεν είμαι εγώ...
Εγώ είμαι όπου είσαι εσύ και εσύ δεν είσαι πουθενά...
Η γραφή θόλωσε σε εκείνο το σημείο και ο Βασίλης κατάλαβε πως είχαν πέσει δάκρυα στο μολύβι... Ήταν θολό εντελώς.... Σφίχτηκε ολόκληρος και γύρισε σελίδα...
Τρίτη σήμερα...
Η μάνα έφτιαξε κολυβα για τη ψυχή λέει του Δημήτρη...
Στη κόλαση να καεί ο καταραμένος και μια ζωή κατάρα να έχουν πάνω τους όλοι!
Πως γίνεται να πονάς τον ξένο και όχι το παιδί σου;
Καταραμένοι!
Θεία δίκη η λεπρα στο πρόσωπο της και δε ντρέπομαι να το πω...
Σήμερα ευτελιστηκαν τα μέσα μου...
Δεν αντέχω άλλο....
Η κοιλιά μου φουσκώνει....
Εκείνος τη πατούσε με το πόδι και με βίαζε ...
Αυτή τη ζωή θα έχω; Δε τη θέλω....
Με πονάει....
Πάρε με από δω μάτια μου...
ΠΟΝΑΩ!
ΑΚΟΥΣ; ΜΕ ΑΦΗΣΕΣ ΚΑΙ ΠΟΝΑΩ!
Ο Βασίλης έκλεισε το ημερολόγιο με δεκάδες δάκρυα στα μάτια και ανήμπορος να συνεχίσει
"Σε απογοητευσα κόρη μου..." αποκρίθηκε κοιτώντας τα παιδιά της να κοιμούνται πλάι του. Ήταν τόσο καταβεβλημένος και πληγωμένος που ήθελε να ουρλιάξει μα ακόμα και η φωνή του τον πρόδωσε.
"Εύχομαι να μπορούσα να επιστρέψω πίσω στη Σμύρνη να τον βρω τον άτιμο και να τον θάψω αν είναι ακόμα ζωντανός!" Οι γροθιές του έκλεισαν μονομιάς και τα δόντια του ετριξαν "Ποτέ πριν δε μισούσα κανένα όσο τους μισώ όλους αυτούς τώρα! Μα με τύφλωσε ο θεός και δε με αξίωσε να δω τα πεπραγμένα... Δεν τους μισώ σαν λαό... Μα μισώ τη προσμονή σου... Μισώ την αγάπη και το πόνο σου... Μισώ την ελπίδα σου που έσβησε στο καρτέρι...
Μισώ εμένα... Μισώ τη μάνα σου... Μισώ το μπάσταρδο το Νικόλα και το πατέρα του... Όλους τους μισώ... Μα πιο πολύ μισώ εκείνον... Εκείνον που κρατούσε την ευτυχία σου στα χέρια και στην αρνηθηκε ματάκια μου...Σχωρα με μονάκριβο μου... Για όλες τις φορές που δεν ήμουν εκεί..." Ο Βασίλης λύγισε σε κλάματα ώσπου η Βασιλική ανασηκωσε το κεφαλάκι της και τον κοίταξε λυπημένη
"Μη κλαίς παππού... Έτσι έκλαιγε και η μαμά και έφυγε... Μη με αφήσεις και εσύ μοναχη..." Αποκρίθηκε και τον τσάκισε ...
******
Σύρθηκε σαν φίδι προσπαθώντας να δει τριγύρω της και το μόνο μέρος που κατάφερε να πάει ήταν μια μικρή χωματερή με πτώματα...
Ο αέρας μύριζε σαπιλα και τα μάτια της ήταν θολά από τα αίματα...
Τούτο το ριζικό της έτυχε σαν αψησησε μονομιάς τους άγραφους νόμους του νησιού ακόμα δε πάτησε το πόδι της εκεί. Ήξερε πως ήταν στο κατόπι της και την έψαχναν... Κάθε πέτρα που έπεσε στο κορμί της, είχε αφήσει τεράστια σημάδια ενώ οι βουρδουλιες από τις βιτσες ετσουζαν καυτές στο δέρμα της...
"Καταραμένοι να είστε όλοι σας!" γρυλισε βρίσκοντας καταφύγιο πίσω από τα δεκάδες σώματα που βρίσκονταν σε αποσύνθεση.
Στιγμές και εικόνες πεταρισαν μπρος στα μάτια της και γέλασε με τη ψυχή της... "Θα ζήσω ρε! Θα ζήσω και θα τους διαλύσω κι αυτούς όπως όλους!" σκούπισε το πρόσωπο της από τα αίματα και σφίχτηκε ολόκληρη.
Τα έβαλε με τους κατοίκους ακόμα δε πάτησε το πόδι της στη Σπιναλόγκα μα της γύρισε μπούμερανγκ. Ποιος τα βάζει άραγε με ένα τσούρμο ετοιμοθανατους που είναι παρατημενοι σε μια επισφραγισμενη μοίρα; Εκείνη φυσικά... Εκείνη που η μνησικακία της δεν είχε τελειωμό... Που να φανταζόταν πως θα τη πάρουν με τις πέτρες και θα βρεθεί να τρέχει να σωθεί...
Όσο κι αν έτρεξε όμως, μυαλό δεν έβαλε ούτε και χτυπημένη. Χάριζε τις καθαρές της δίχως τελειωμό και η μετάνοια ήταν άγνωστη για εκείνη λέξη...
Έτρεφε τόσο μίσος στη ψυχή της που ήταν αδύνατο να καταλάβει τα λάθη της... Άκουσε τον όχλο να ψάχνει και μαζεύτηκε πιο πίσω...
Η εικόνα ενός προσώπου πεταρισε στα μάτια της μπροστά και η όψη της σκλήρυνε αμέσως.
"Καταραμένος κι εσύ! Και η μάνα σου και όλοι! Αν δεν έζησα τον έρωτα εγώ, γιατί να άφηνα τη κόρη μου να τον ζήσει;" ψέλλισε σφίγγοντας τα χείλη της.
Ήταν δεκαπέντε τότε κι εκείνος είκοσι...
Μελαχροινός, πρασινοματης...
Τριγυριζε σαν τον αγύρτη στις γειτονιές όταν τον πρωτοείδε πουλώντας τη πραμάτεια του και μαγεύτηκε από εκείνον... Όπως μαγεύτηκε όμως, άλλο τόσο τον μίσησε... Θυμήθηκε τη στιγμή που του δόθηκε χωρίς περιορισμούς και μετέπειτα το γέλιο στα χείλη του...
Ήταν η στιγμή που κατάλαβε πως η αγάπη του ήταν ψεύτικη και πως εκείνη η φάρα μπέσα δεν έχει...
Αμαυρώθηκε η τιμή της σε ολόκληρο το μαχαλά πριν καν πατήσει τα δεκαοχτώ και ο Βασίλης ήταν ο μόνος άντρας που τη δέχθηκε για γυναίκα μετέπειτα...
Πάντοτε φώλιαζε εκείνο το μίσος στη καρδιά της... Ένα δάκρυ κύλησε από τα γερασμένα της μάτια μα δεν ήταν από το πόνο. Ήταν από την ανάγκη να ουρλιάξει το μίσος της για το κόσμο...
Το δάκρυ όμως μέσα στο παραλογισμό γέννησε τη τρέλα και σαν θυμήθηκε τα λόγια του Δημήτρη γέλασε διαολεμενα...
Τον σφαξαμε τον Τούρκο...
Πενήντα μαχαιριές του καρφωσαμε κοντά στο λιμανάκι σαν πήγαινε να βρει τη κόρη σου ...
Αγνωστιστος έγινε Ελευθερία!
Όχι που θα άφηνα έναν Τούρκο να χαλάσει τα αρραβωνιάσματα.
Άντε να τον δει η μάνα του τώρα...
Χαρά στα μούτρα της σαν αντικρύσει τα σωθικά του ξεσκισμενα στο δρόμο...
Πάλεψε όμως το σκυλί!
Στη σκέψη του Οζούλ σφαγμένο γελούσαν τα μέσα της...
Η Ελευθερία όμως ήταν τυχερή...
Τους είδε να συζητούν ένα βράδυ πίσω από την αυλή και έστησε καρτέρι...
Δύο μερόνυχτα σχεδόν ξεροσταλιαζε έξω από το σπίτι να δει τη Ζηλό και να κοιτάξει το πόνο στα μάτια της μα αργότερα έμαθε πως σαν βρήκαν τον Οζούλ πεθαμένο τα μάζεψαν και εξαφανίστηκαν βαθιά μέσα στη πόλη και άφησαν τα παράλια...
Το μόνο που δεν ένιωσε ήταν η ευχαρίστηση να δει το πόνο στα μάτια της...τέτοιο ήταν το μίσος της και η βρώμικη η ψυχή της...
Τίποτα δε μετάνιωσε...
Η κόρη της θα παντρευόταν Έλληνα γιατί έτσι το θέλησε η Ελευθερία και έτσι και έγινε... Ίσως δε παντρεύτηκαν στα χαρτιά μα της σκάρωσε και δύο παιδιά και ήταν ευχαριστημένη.
Σαν ήρθε η αρρώστια όμως και της χτύπησε τη πόρτα ενίσχυσε το μίσος της...
Ακόμα και σε εκείνο το παππού που βρήκαν νεκρό στο δρόμο κατάρες έριχνε... Τους θεωρούσε υπεύθυνους για όλα τα στραβά του κόσμου...
"Εκεί είναι! Κάτι κουνιέται!!!" Άκουσα αξαφνα και βγαίνοντας από τις σκέψεις είδε τρία άτομα να πλησιάζουν με πέτρες στα χέρια
"Μείνετε μακριά μου βρωμιάρηδες!!!" Τσιριξε σαν κατάλαβε πως την ανακάλυψαν μα εκείνοι γέλασαν. Σε ένα λεπτό είχαν μαζευτεί γύρω της άλλοι δέκα "Μη!!!ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΟΙ ΜΗ!" στη πρώτη πέτρα που εκτοξεύθηκε στο κεφάλι της ούρλιαξε από το πόνο. Η μία πέτρα έγινε δύο και οι δύο τρεις και τέσσερις και δέκα ώσπου άρχισε να σερνεται με τα νύχια στο χώμα αιμόφυρτη.
Ψελλιζε κατάρες σε όλους...
Στους Τούρκους που τους έδιωξαν από τα χώματα τους, στον άντρα που αγάπησε και τη πρόδωσε σαν ήταν κοριτσάκι , στη μάνα της, στον άντρα της, ακόμα και στην ίδια της τη κόρη...
Όλοι ήταν υπεύθυνοι για τη κατάντια της εκτός από τον εαυτό της...
"Αποτελειωστε την!" τσιριξε ένας και η Ελευθερία σήκωσε μετα βίας το κεφάλι και τον κοίταξε. Τα μάτια της είχαν πρηστεί από τα χτυπήματα και το πρόσωπο της έγινε σχεδόν αγνώριστο...
Έκανε να μιλήσει μα η τελευταία και πιο μεγάλη πέτρα, έπεσε πάνω στο πρόσωπο της και το έλιωσε...
Τούτη ήταν η μοίρα ενός ανθρώπου που αντί για ψυχή, έτρεφε την απανθρωπιά στα σωθικά του...
Και όπως έδωσε εντολή και σφαξανε την αγάπη της μονάκριβης της κόρης, έτσι κατέληξε και εκείνη...
Μόνο που τα δικά της τραύματα ήταν ακόμα πιο επώδυνα και κάθε σχισμή στο δέρμα της, προκλήθηκε από λερωμένες πέτρες...
Μόλις κατάλαβαν πως ήταν πια νεκρή, την έπιασαν χέρια και πόδια και την πέταξαν μαζί με τα άλλα πτώματα...
Σαν να μην ήταν τίποτα...
Σαν να μην υπήρξε...
Σαν να ήταν το πιο ασήμαντο πλάσμα πάνω στη γη....
Ένα απόλυτο τίποτα....
❤️❤️❤️❤️🖤
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top