Κεφάλαιο 12°
Μόλις ένιωσε το χάπι να λιώνει , έβαλε τα χέρια της στο στήθος του και τον έσπρωξε φτύνοντας όσο είχε απομείνει
«Που ήσουν; Ήταν ελεύθερος που να πάρει!» εκρωξε συγχυσμένη
«Με κάλεσε ο Ερνέστο στο βομβητη. Ο Στιούαρτ αποπειραθηκε να αυτοκτονήσει» της εξήγησε κοιτώντας μέσα από το ορθογώνιο παραθυράκι της πόρτας. «Δε θέλω να σου δημιουργήσω θέμα μα ο Νόλαν ήταν στο κελί όταν σε έβγαλα έξω. Είναι κλειδωμένος Άλισον»
«Ψέματα!» επιτέθηκε αμέσως «Ήταν πίσω μου !»
«Φώναζες να ανοίξω, κολλησε το πόμολο και ήσουν μόνη...» επέμεινε πιο μαλακά. «Δεν ξέρω τι σε ταλαιπωρεί μα κοίτα και μόνη σου» Η Άλισον έριξε μια ματιά και είδε τον Στέφεν να κάθεται στο σκαμπό. «Είδες; Θέλεις να μπούμε και να ελέγξεις πως η παραμεση πόρτα είναι κλειδωμένη;»
«Όχι» αποκρίθηκε ξερά «Έχω την άδεια να φύγω;» ρώτησε πνίγοντας μέσα της τα δάκρυα που απειλούσαν να πέσουν και εκείνος κούνησε στοργικά το κεφάλι
«Ναι. Θα ενημερώσω τον Ερνέστο πως κάτι προέκυψε. Ίσως ήταν υπερβολή να σε αφήσω μόνη και δεν είσαι μαθημενη ακόμα. Συγγνώμη»
«Δε πειράζει. Θα σε δω αύριο» αρκέστηκε να πει ρίχνοντας μια τελευταία ματιά στον Στέφεν που έμοιαζε με άγαλμα
«Αύριο θα απουσιάζω. Θα είσαι υπό την επίβλεψη του Τζέφρι που έλειπε σε άδεια»
«Μα ο Ερνέστο είπε πως...»
«Πώς ειμαι υπεύθυνος. Το ξέρω. Δυστυχώς όμως προέκυψε κάποιο οικογενειακό ζήτημα. Μια χαρά θα τα πας»
Έπιασε μια αλογοουρά τα μαλλιά της και ξεφυσησε.
«Φεύγω. Ευχαριστώ που θα με καλύψεις, είναι σημαντική αυτή η πρακτική για μένα»
Η Αλισον τον αποχαιρέτησε. Άλλαξε ρούχα και μπαίνοντας στο αυτοκίνητο έδωσε λίγα λεπτά χρόνο στον εαυτό της να επεξεργαστεί όσα έγιναν. Μόνη; Κλειδωμένος; Τα λόγια του Έρικ της άφησαν γερό αποτύπωμα σε σημείο που άρχισε να αμφισβητεί τη λογική της .
***
Το φεγγαρόφωτο καθρεφτιζοταν πάνω στην τέλεια ακονισμενη λεπιδα. Εσερνε νωχελικά το μαχαίρι στον τουβλινο τοιχο και το σύρσιμο που προκαλούσε η επαφή ούρλιαζε θάνατο. Η μυρωδιά του αιματος ήταν διασπαρτη στην ατμοσφαίρα ταξιδευοντας μαζί με τα κυματα αέρα μα δε το έβλεπε πουθενά ενώ ο ουρανος ήταν καταμαυρος.Το φως που επεφτε πάνω του δεν είχε προελευση και κρυωνε.«Δυο ίδιες τελείες...Σαν μονοζυγωτικά δίδυμα» ψιθύρισε πονηρά. Δεν είχε πρόσωπο ενώ στη θέση του υπήρχε καπνός. «Έλα να παίξουμε Άλισον. Φόρεσε λευκά. Μου αρέσει το Λευκό» η μορφή σταμάτησε να σέρνεται πάνω στο τοίχο. Σήκωσε το μαχαίρι ψηλά μόνο που αυτή τη φορά έσταζε αίμα και η οσμή έγινε εντονότερη. «Θέλεις να δοκιμάσεις ;» ρώτησε και ο καπνός μεταμορφώθηκε σε ένα παχύρρευστο κόκκινο υγρό που έμοιαζε με φούσκα έτοιμη να σκάσει στον αέρα.. Ένα σατανικό υποχθόνιο γέλιο βγήκε από τα σωθικά του και βρέθηκε πίσω της στα επόμενα δευτερόλεπτα. Προσπάθησε να τρέξει μόλις άγγιξε τα μαλλιά της, μα τα πέλματα ήταν κολλημένα κάτω. «Δε μπορείς να κρυφτείς. Μπορείς όμως να νιώσεις!» ένιωσε το κεφάλι της να τραβιέται προς τα πίσω και τη λεπίδα να αγγίζει το λαιμό της, βγάζοντας μια σπαρακτική κραυγή ,έμεινε με τα μάτια ανοιχτά να κοιτάζει τον κατάμαυρο ουρανό ενώ κατακόκκινα ρυάκια αίματος κατρακύλησαν ως τα δάχτυλα της.
Πετάχτηκε ιδρωμένη. Κάθε της άκρο έκανε σπασμούς και πατώντας νευρικά το διακόπτη, άφησε το φως να διώξει μακριά τον εφιάλτη. «Όνειρο. Ένα καταραμένο όνειρο»
Φόρεσε τις παντόφλες και πήγε στη κουζίνα. Όταν επέστρεψε σπίτι το μεσημέρι ,ενημέρωσε τη Κάθριν πως δε θα πήγαινε στο μαγαζί λόγο αδιαθεσίας και κλείστηκε στο δωμάτιο της προσπαθώντας να βρει απαντήσεις στη τρελά που απειλούσε το νευρικό της σύστημα και το ωθούσε στα άκρα. Η ανάγκη για μια τρυφερή κουβέντα από τα χείλη της μάνας της καταπλακώθηκε από την απαγόρευση του επιθεωρητή αφήνοντας πίσω μια αίσθηση μοναξιάς ενώ ακόμα και ο Νάθαν ήταν άφαντος. Ένα κρύο ποτήρι γάλα της κράτησε συντροφιά ενώ δεν μπήκε καν στο κόπο να κοιτάξει το ρολόι. Ήταν νύχτα έξω και αυτό ήταν αρκετό για να καταλάβει πως κοιμόταν ώρες. Σκεφτόταν συνεχώς τα λόγια του Νόλαν και προσπαθούσε να ξεχωρίσει τη φαντασία από τη πραγματικότητα. Το ενδεχόμενο να της είπε ψέματα ο Έρικ πέρασε από το μυαλό της μα από την άλλη πώς ήταν δυνατόν ο Στέφεν να καθόταν ήρεμος στο καρεκλάκι του, σαν να μη συνέβη τίποτα; Ήταν ένας ψυχοπαθής, δεν είχε συνοχή να δράσει σαν νοήμων άνθρωπος.
Μια αντρική φωνή τράβηξε τη προσοχή της και επιτέλους κοίταξε το ρολόι. Δώδεκα και τέταρτο. Έσπρωξε ελαφρά το ποτήρι με τα δάχτυλα της , σηκώθηκε και πλησίασε τη πόρτα. Κάποιος σιγομίλαγε μα δεν άργησε να καταλάβει ποιος ήταν. Χωρίς να βγάλει την εσωτερική αλυσίδα άνοιξε και κοίταξε. Ο Τζόνι ακουμπούσε με τη μισή πλευρά στο τοίχο ανεβαίνοντας τα σκαλιά με δυσκολία. Είχε πιει και έδειχνε ταλαιπωρημένος. Ξεκλείδωσε παραμερίζοντας τις φοβίες που προσπάθησε να της δημιουργήσει ο Νάθαν για εκείνον και βγήκε έξω.
«Χρειάζεσαι βοήθεια;» στάθηκε στη μέση του διαδρόμου κρατώντας μια απόσταση και εκείνος σήκωσε το κεφάλι και τη κοίταξε. «Θεέ μου!» αναφώνησε βλέποντάς τις κοκκινίλες στο πρόσωπο του. Έμοιαζαν με γδαρσίματα και υπήρχε ξεραμένο αίμα στο μάγουλο. Με δυο μεγάλα βήματα βρέθηκε κοντά του εισπνέοντας το αλκοόλ που ανέβλυζε η αναπνοή του.
«Μη με ακουμπάς!» είπε χτυπώντας ελαφρά το χέρι της όταν εκείνη το άπλωσε προς το πρόσωπο του.
«Αιμορραγείς. Να βοηθήσω ήθελα» του εξήγησε μα εκείνος γέλασε.
«Δεν μπορείς. Κανένας δε μπορεί...» ψέλλισε προσπαθώντας να ανεβεί το σκαλί και στραβοπάτησε. Ντεζαβού. Έτσι το λένε και η Άλισον το ένιωσε. Έπιασε το χέρι του αφήνοντας τον να γκρινιάζει και όπως τη βοήθησε εκείνη τη μέρα στο ασανσέρ έτσι έπραξε και εκείνη.
«Έλα να σε πάω μέχρι πάνω. Δεν μπορείς να ανέβεις μόνος» πέρασε το χέρι του γύρω από το λαιμό της μα λόγω της σωματικής του διάπλασης δυσκολεύτηκε να τον οδηγήσει μέχρι το ασανσέρ. Ο Τζόνι δεν έπαψε να μουρμουρίζει και όταν επιτέλους άνοιξαν οι πόρτες και μπήκαν μέσα, ακούμπησε απέναντι της κοιτάζοντας την από πάνω μέχρι κάτω σαν αρπακτικό.
«Έχεις τα κλειδιά σου;» ρώτησε αμήχανα και εκείνος άνοιξε τα μπράτσα του
«Έλα και ψάξε. Τα έχω;»
«Δεν είναι ώρα για παιχνίδια. Αν δε θέλεις να κοιμηθείς στο πάτωμα καλά θα κάνεις να τα έχεις!» τον επέπληξε για την ανωριμότητα του. Το σήμα πως έφτασαν στον όροφο αναβόσβησε , οι πόρτες άνοιξαν και στη προσπάθεια της να τον πιάσει ξανά έχασε την ισορροπία από το βάρος του. Έπεσε και εκείνος προσγειώθηκε πάνω της.
«Σήκω από πάνω μου!» τον έσπρωξε όπως όπως και γυρίζοντας τον στο πλάι σηκώθηκε. Η ανάσα του ήταν βαριά ενώ το στήθος πήγαινε πάνω κάτω.
«Δεν υπάρχουν άγγελοι Άλισον. Μα ακόμα κι αν υπάρχουν, σίγουρα δεν είμαι ένας από αυτούς» ο Τζόνι παραμιλούσε μα εκείνη είχε κολλήσει το βλέμμα στις βαθιές γρατζουνιές του προσώπου του.
«Κανονικά θα έπρεπε να σε αφήσω εδώ μα οι τρόποι μου δε μου το επιτρέπουν, σήκω να σε βάλω μέσα και να φύγω!» μίλησε πιο φωναχτά τραβώντας τον από το μπράτσο όμως εκείνος την έπιασε και τη τράβηξε προς το μέρος του δυνατά. Η αντίσταση που έφερε, βάζοντας κόντρα τα χέρια της στο στήθος του ήταν άκαρπη.
«Είσαι όμορφη...» τόλμησε να παραδεχτεί «Αναρωτιέμαι όμως κατά πόσο συμβαδίζει η εξωτερική σου τελειότητα με τη ψυχή σου» ψιθύρισε απειλώντας τα χείλη της με τα δικά του και η Άλισον ξεροκαταπιε.
«Είσαι πιωμένος» είπε τραβώντας απαλά το χέρι της για να απελευθερωθεί
«Κακό είναι;» η χαμηλή μπάσα του φωνή , ο τρόπος που ο αντίχειρας του έκοβε βόλτες στο μπράτσο χαϊδεύοντας το δέρμα της, τα δόντια του που δάγκωσαν το κάτω χείλος, ξύπνησαν στα σωθικά της έναν ακαταλόγιστο πόθο. Γέννησε την επιθυμία να γείρει το πρόσωπο της ένα εκατοστό πιο μπροστά και να αγγίξει τα χείλη του. Τόσο όμορφα σκοτεινός άνθρωπος... σκέφτηκε ανεβάζοντας το βλέμμα στα μάτια του. Ήταν κατάμαυρα όμως έλαμπαν. Δεν είχαν καμία απόχρωση του καφέ μέσα τους και έμοιαζαν με δίνες.
«Άλισον;!»
Πετάχτηκε τρομαγμένη από πάνω του γυρίζοντας προς τις σκάλες και είδε τον Νάθαν να στέκεται στο πλατύσκαλο με τη στολή έχοντας ένα φρενιασμένο βλέμμα. Κοιτούσε μια εκείνη μια το Τζόνι και ένιωσε αμέσως νευρικότητα.
«Νάθαν; Τι κάνεις τέτοια ώρα εδώ;»
«Εγώ δε σου είπα να μείνεις μακριά από αυτόν; Έχεις τρελαθεί;» της επιτέθηκε αμέσως πλησιάζοντας
«Έχει πιει και ήθελα να τον βοηθήσω να πάει σπίτι. Όπως και να έχει έχω μυαλό για να κρίνω και μόνη μου. Δεν μου απάντησες όμως!» τόνισε με έμφαση μα νιώθοντας το χέρι του Τζόνι να χαϊδεύει τον αστράγαλο της κοκκίνισε ολόκληρη.
«Η Κάθριν βρέθηκε λίγες ώρες πριν δολοφονημένη. Ήρθα να ελέγξω αν είσαι καλά γιατί τώρα τελείωσα και δεν είχα μπαταρία» πέταξε τη βόμβα και η Άλισον αναφώνησε έκπληκτη.
«Δολοφονημένη;» απόρησε έντρομη
«Δεν είναι μέρος εδώ. Πάμε κάτω!» η διαταγή στη φωνή του πάρα το σοκ που υπέστη από τα νέα που της έφερε δεν της άρεσε καθόλου.
«Πήγαινε και έρχομαι. Πρέπει να τον βάλω σπίτι!»
«Ανάθεμα Άλισον! Δεν έχουμε ιδέα ποιος είναι!»
«Αν σηκωθώ θα αποκτήσεις μια ιδέα...» μουρμούρησε ο Τζόνι κάνοντας τη κατάσταση χειρότερη και βάζοντας δύναμη στα χέρια σηκώθηκε. Δεν έδειχνε τόσο μεθυσμένος όσο πριν ούτε μπέρδευε τη γλωσσά από το αλκοόλ και η Άλισον προβληματίστηκε. Έβαλε το χέρι στην εσωτερική τσέπη και βγάζοντας τα κλειδιά του διαμερίσματος του , της έριξε μια ματιά και ξεκλείδωσε.
«Είσαι εντάξει;» τον ρώτησε χαμηλά και εκείνος γέλασε
«Γιατί να μην είμαι;» αρκέστηκε να της πει μπαίνοντας και έκλεισε τη πόρτα με δύναμη.
«Μη σε ξαναδώ κοντά του! Δε στο λέω σαν φίλος μα σαν όργανο της τάξης!» την μάλωσε ο Νάθαν αμέσως μόλις έμειναν μονοί και κατέβηκαν στο διαμέρισμα της.
Αφού του πρόσφερε ένα καφέ και αφού την επέπληξε για ακόμα μια φορά , της εξιστόρησε όσα συνέβησαν μα και τη φοβία του πως δεν ήταν τυχαίο. Η Κάθριν βρέθηκε από μια γνωστή της, η οποία δήλωσε πως είχαν ραντεβού το απόγευμα και όταν δεν εμφανίστηκε πήγε από το εστιατόριο όπου και τη βρήκε πίσω από το πάγκο νεκρή. Γύρω από το λαιμό της υπήρχαν σημάδια από σχοινί, το πρόσωπο της είχε μελανιάσει και τα ακροδάχτυλα της το ίδιο, πράγμα που οδήγησε μετέπειτα τις αρχές να βγάλουν αμέσως το πόρισμα. Σίγουρα πάλεψε για τη ζωή της κι αυτό φάνηκε από τα πολλαπλά χτυπήματα που είχε στο πίσω μέρος του κεφαλιού μα η άτυχη γυναίκα δε τα κατάφερε. Στην αρχή όταν έλαβαν κλήση για το εστιατόριο φοβήθηκε μα φτάνοντας της είπε πως εν μέρη ανακουφίστηκε που εκείνη δεν ήταν εκεί. Η Άλισον του εξήγησε πως δε πήγε στη δουλειά επειδή δεν ένιωθε καλά όμως ο Νάθαν καθόταν σε αναμμένα κάρβουνα.
«Είναι τρομερό μα επιμένω πως δεν έχει καμία σχέση μαζί μου Νάθαν» του είπε για πολλοστή φορά.
«Τσέκαρα τους φακέλους, έχει να γίνει δολοφονία στο Πορτ-Λαντ τουλάχιστον μια δεκαετία Άλισον! Και δε βλέπω το λόγο να τη σκοτώσει κάποιος. Δε πείραζε ποτέ κανένα και ήταν αγαπητή σε όλους»
«Το ενδεχόμενο να ήταν κανένας περαστικός; Το μαγαζί της είναι στην έξοδο της πόλης και αποτελεί στάση για αρκετούς ανθρώπους!»
«Αποτελεί; Κανένας σχεδόν δεν πατάει εκεί μέσα εκτός από κάποιους ντόπιους
«Ανοησίες. Λυπάμαι πραγματικά για εκείνη μα πιστεύω πως κάνεις λάθος»
Σηκώθηκε βλέποντάς τον ήλιο να ανατέλλει και ξεφύσησε
«Είμαι σχεδόν άυπνη, έχω πρακτική σε δυο ώρες και από ότι βλέπω έμεινα και χωρίς δουλειά. Πόσο πιο όμορφα να κυλήσει η μέρα;» μονολόγησε
«Ένας άνθρωπος πέθανε και εσύ σκέφτεσαι τη δουλειά;»
«Φτάνει πια με το θάνατο Νάθαν! Μου δημιουργείς φοβίες δε το βλέπεις;» ξέσπασε γυρίζοντας προς το μέρος του. «Θέλω να ζήσω φυσιολογικά! Δεν ξεχνάω το κίνδυνο μα δε μπορώ να τον έχω δεσμοφύλακα στη ζωή μου! Κοντεύω τα τριάντα , θέλω να εργαστώ και δε μπορώ άλλο να ζω με το παρελθόν!» ο Νάθαν δεν απάντησε «Κουράστηκα να βασανίζομαι από τους εφιάλτες» είπε εν τέλει λυπημένη,
«Το καταλαβαίνω μα...»
«Όχι!» τον διέκοψε χωρίς να ολοκληρώσει «Έχασα την αδερφή μου εκείνο το βράδυ! Είδα τον εαυτό μου νεκρό . Κανένας δεν καταλαβαίνει και με τραβάτε πίσω!» του επιτέθηκε.
«Δεν ήταν αυτή η πρόθεση μου Άλισον» ο Νάθαν σηκώθηκε έχοντας μια έκφραση συμπόνιας προς το πρόσωπο της που εκείνη μισούσε να βλέπει στους ανθρώπους απέναντι της και του γύρισε τη πλάτη δακρυσμένη. «Φεύγω και αν προκύψει κάτι θα σε ενημερώσω» είπε και ακούγοντας την εξωπορτα να κλείνει, έβαλε τα κλαματα.
Σας φιλώ...
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top