Κεφάλαιο 1°
Πόρτ-Λαντ Μέιν
Το μεγάλο σε έκταση πολεοδομικό συγκρότημα κατοικιών λίγο έξω από τη πολιτεία του Μέιν, έμοιαζε με φυλακή γιατί αυτός ήταν και ο τίτλος που του προσκόμιζαν τα τελευταία δέκα χρόνια. Υπερυψωμένα τείχη, πελώριοι ηλεκτροφόροι φράχτες και αστυνομική φρούρηση είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο. Κανένας δεν περνούσε τη πύλη χωρίς άδεια ενώ κάθε μεταφορά που έπρεπε να πραγματοποιηθεί γινόταν κάτω από άκρα μυστικότητα. Για τον έξω κόσμο , ήταν ένα σωφρονιστικό ίδρυμα υψίστης ασφαλείας για βαρυποινίτες μα για όσους ζούσαν μέσα ήταν ένας τρόπος να παραμείνουν ζωντανοί. Φιλοξενούσε μάρτυρες από διάφορους τόπους εγκλήματος , επιζήσαντες μα και το προσωπικό το οποίο διέμενε εντός των τειχών. Ήταν η επιτομή του προγράμματος προστασίας της αμερικανικής κυβέρνησης και αυτοί που επιλέγονταν έχρηζαν άμεσης «εξαφάνισης» με κόκκινο κωδικό κινδύνου.
Διασχίζοντας την κεντρική πύλη, μια σειρά από καταπράσινους ψηλούς φράχτες έκρυβε τη θέα από το εσωτερικό ενώ για να εισέλθεις υπήρχε και δεύτερος ακόμα πιο αυστηρός έλεγχος καθώς το ενδεχόμενο να πεθάνει κάποιος από αυτούς τους ανθρώπους από λάθος έπρεπε να είναι μηδαμινό.
Εσωτερικά του συγκροτήματος υπήρχαν δέκα κεντρικοί δρόμοι και δυο μαγαζιά με αναλώσιμα. Το κράτος πλήρωνε αδρά για το συγκεκριμένο πρόγραμμα μα ήξερε πως κάθε ένας από αυτούς τους ανθρώπους που φιλοξενεί μπορεί να αποτελέσει στο μέλλον άμεση λύση για κάποιο έγκλημα που μπήκε στο συρτάρι είτε από έλλειψη στοιχείων, είτε επειδή δεν κατάφεραν να εντοπίσουν ποτέ τον υπεύθυνο και κινδύνευαν. Λειτουργούσε άψογα σαν μια μικρή καλά φυλασσόμενη πόλη μα δεν έπαυε να περικλείει μέσα της ανθρώπινες ψυχές που δε μπορούσαν να βγουν πέρα από τα σύνορα της χωρίς το φόβο του κίνδυνου.
«Καλημέρα Άλισον!» μία μεσήλικη γυναίκα, φορώντας ένα κίτρινο πλατύ καπέλο στο κεφάλι, ύψωσε το χέρι από το απέναντι σπίτι και τη χαιρέτησε. Μάρτυρας ανθρωποκτονίας. Γυναίκα μόνη, με πέντε γάτες και ένα τρελό στο κατόπι της.
«Καλημέρα κυρία Χάρισον» απάντησε απρόθυμα και βαριεστημένα εκείνη
«Ωραίος καιρός σήμερα καλή μου δε συμφωνείς;»
«Ναι ναι...» Η Άλισον κούνησε απογοητευμένη το κεφάλι της και επέστρεψε στο εσωτερικό της μικρής ατομικής φλατ μονοκατοικίας της. Οι κάτοικοι δεν ήταν πολλοί και ίσα που έφταναν τους εκατό μα κάθε ένας από αυτούς έκρυβε και μια σκοτεινή ιστορία από πίσω. Μερικοί έμεναν σε διπλοκατοικίες ενώ άλλοι - οι πιο νέοι συνήθως, κατέληγαν σε μικρά διαμερίσματα των είκοσι τετραγωνικών μέτρων έχοντας φυσικά τα απαραίτητα για τη διαβίωση τους.
Έκλεισε τη πόρτα μετανιωμένη για τη βόλτα που θέλησε να πάει και κοιτάζοντας γύρω της ένιωσε να καταρρέει ψυχολογικά. Ένα μονό κρεβάτι, μια μικρή κουζίνα στον ίδιο χώρο, ένα στρογγυλό τραπεζάκι και το μπάνιο, έγιναν η καθημερινότητα της τα τελευταία δύο χρόνια.
Έφτιαξε ένα γρήγορο καφέ , κάθισε και άνοιξε το λάπτοπ. Ήταν το μόνο μέσω ενημέρωσης ενώ παράλληλα είχε διαμορφωθεί ειδικά για αυτούς έτσι ώστε να μη μπορούν να στείλουν κανένα είδος κειμένου για να μην φανερωθούν εν αγνοία τους. Μπορούσαν όμως να μαθαίνουν τα νέα της χώρας, να παίζουν παιχνίδια και να διαβάζουν κάποια ηλεκτρονικά βιβλία της επιλογής τους. Μέσα σε κάθε έναν από αυτούς τους υπολογιστές, υπήρχε ένας φάκελος με την εκάστοτε υπόθεση. Θεωρούσαν πως κρατούσε τη μνήμη τους σε εγρήγορση ενώ όσοι είχαν κάποια κενά μνήμης προσπαθούσαν μέσω αυτού να ανασκαλίσουν τα γεγονότα μήπως και θυμηθούν κάποιο σημαντικό στοιχείο.
Ήπιε μια γουλιά από το σκέτο της καφέ, πάτησε στο εικονίδιο και μόλις εκείνο άνοιξε εμφάνισε τα άρθρα από τις εφημερίδες.
«Στα επτά ανέρχονται τα θύματα από το αιματηρό βράδυ της εικοστής πέμπτης Σεπτεμβρίου ύστερα από το τελικό πόρισμα της Αστυνομίας .Έπειτα από έρευνες , αποκαλύφθηκε πως οι άτυχοι νέοι είχαν εκδορές και κοψίματα σε όλο το κορμί τους ενώ οι περισσότεροι βρεθήκαν με κομμένο το λαιμό»
«Η Άλισον Ντόνσον · η μοναδική επιζών, αγνοείται ενώ δεν έχει δοθεί στη δημοσιότητα κάποιο στοιχείο για τη κατάληξη της έπειτα από τη κράτηση της και τις ανακρίσεις της αστυνομίας. Μερικοί εικάζουν πως η άτυχη νεαρή υπέστη σοβαρό νευρικό κλονισμό και μεταφέρθηκε σε ειδική μετατραυματική κλινική αποκατάστασης...»
«Ολόκληρη η κοινωνία είναι συγκλονισμένη και βυθισμένη στο πένθος. Ο επιθεωρητής Ρότζερ Μόργκαν που ανέλαβε την υπόθεση κάνει λόγο για κάποιον άρρωστο άνθρωπο ο οποίος με βάση τη μαρτυρία της Άλισον Ντόνσον τράπηκε σε φυγή όταν εκείνη τον πλησίασε»
«Τα σύνορα της πόλης έχουν κλείσει από τα ξημερώματα ενώ όλοι οι κάτοικοι περνούν από ανάκριση»
«Οι έρευνες για τον εντοπισμό του δράστη, του «Ματωμένου Σεπτέμβρη» δεν έχουν σταματήσει το τελευταίο μήνα μα η αστυνομία δήλωσε πως αν δεν υπάρξουν σύντομα στοιχεία η υπόθεση θα κλείσει»
Η Άλισον ανέτρεξε και στα επόμενα άρθρα για την υπόθεση που απασχόλησαν τα τοπικά και όχι μόνο μέσα, και έπειτα σταμάτησε. Πάντοτε σταματούσε λίγο πριν ξεδιπλωθεί μπροστά στα μάτια της το φωτογραφικό υλικό που είχε μαζέψει η αστυνομία. Αποκομμένη -για το δικό της καλό όπως υποστήριζαν από το κόσμο , είχε χάσει ακόμα και την επικοινωνία με τους γονείς της αφού μέχρι και αυτό αρχικά θεωρήθηκε επικίνδυνο. Έκλεισε την οθόνη και κοίταξε έξω από το παράθυρο την κυρία Χάρισον που πότιζε ανέμελη τα λιγοστά λουλούδια που ζήτησε να της φέρουν λίγους μήνες πριν. Έδειχνε τόσο ξέγνοιαστη που για μια στιγμή τη ζήλεψε σκεπτόμενη πως δε φαίνεται να νοιάζεται για όσα είχαν συμβεί στη ζωή της σε αντίθεση με την ίδια. Σηκώθηκε, έριξε λίγο νερό στο πρόσωπο της και θύμωσε με το τρόπο διαβίωσης της. Αυτή δεν ήταν ζωή. Κάθε μια από τις ημέρες που περνούσαν και ήταν κλεισμένη σε αυτή τη πόλη, ένιωθε την ενέργεια της να εξανεμίζεται.
Οι φρικιαστικές εικόνες που αντίκρισε δε θα έσβηναν από το μυαλό και είχε να μάθει να ζει με αυτές. Κατάφερε μέσα από εκείνα τα τείχη να εξασκήσει τη πρακτική της μιλώντας και μελετώντας μαζί με άλλους μα και πάλι, δεν ήταν σαν τη πραγματική ζωή. Είχε αποφασιστεί να παραμείνει τουλάχιστον για πέντε έτη υπό την προστασία μαρτύρων μα βαρέθηκε να βλέπει τα ίδια πρόσωπα και να ακούει τις ίδιες τρομακτικές ιστορίες που γεννούσαν νέους εφιάλτες τα βράδια.
Άνοιξε το πρώτο συρτάρι από τη τριώροφη συρταριέρα και έβγαλε τα χαρτιά της. Με βάση αυτών, μπορούσε μετά τα δύο πρώτα χρόνια της αναγκαστικής παραμονής της να βγει από το άσυλο αναλαμβάνοντας την ευθύνη για τη ζωή της. Ήξερε πως ο δολοφόνος ήταν κάπου εκεί έξω. Αγνοούσε το λόγο του φονικού μα και τον λόγο που επέλεξε να την αφήσει να ζήσει όμως ήταν διατεθειμένη να πάρει το ρίσκο.
Έκλεισε τις κουρτίνες , πέταξε τα παπούτσια της δεξιά και αριστερά και ξάπλωσε. Δίπλα ακριβώς στο προσκέφαλο της υπήρχε μια φωτογραφία. Άπλωσε τα ακροδάχτυλα της, τη χάιδεψε και σφάλισε τα βλέφαρα.
«Συγχώρεσε με που δε κατάφερα να σε σώσω» είπε και χωρίς να ανοίξει τα μάτια, ένα δάκρυ κύλησε καταλήγοντας στο σεντόνι...
Δε ξέρω τη συχνότητα με την οποία θα μπαίνουν κεφάλαια μα θα μπαίνουν όποτε είναι εφικτό. Διορθωμένα, και μελετημένα με κρυφές λεπτομέρειες.
Να είστε όλοι καλά!
Σας φιλώ,❤
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top