Κάθαρμα, πάλι με κλέβεις.
Νάντια: Μαμά; Ναι ξύπνησα, θα ετοιμαστούμε τώρα για το σχολείο... και εγώ σε αγαπώ αντίο!
Έρικα: Θες να πάμε στο σχολείο; Μπορούμε να ετοιμαστούμε στις τουαλέτες;
Νάντια: Ναι.
Με πιάνει από το χέρι και στρέφουμε τα βήματά μας προς εκεί. Είμαστε άνετες χωρίς να μας πιέζει ο χρόνος. Ζυγίζουμε το ύψος από τα κάγκελα και σκαρφαλώνουμε. Προσεκτικά και με αρκετές γρατσουνιές να έχουν προσθεθεί στα πόδια και στα χέρια μας καταλήγουμε στις τουαλέτες να κάνουμε τη πρωινή μας ρουτίνα.
Καθίσαμε λίγο παραπάνω και συζητήσαμε έως ότου είδαμε ότι το σχολείο είχε ανοίξει και αρκετά άτομα είχαν φτάσει. Μία ακόμα μέρα ξεκινούσε.
--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Δεν μου ήταν εύκολο να καθίσω όρθια στη καρέκλα μου σήμερα. Η πλάτη μου πονούσε και η παραμικρή κίνηση ταλαιπωρούσε τα κόκαλά μου ακόμη περισσότερο. Γυρίζω επίπονα τον κορμό μου για να πάρω τα βιβλία μου. Ακόμη ένα χαρτάκι << Γιατί δεν με ακούς >>.
Νευρίασα στιγμιαία. Ποιός ήταν αυτός που μου έλεγε τι να κάνω; Κατέληξε στα σκουπίδια μαζί με το προηγούμενο. Στο διάλειμμα, η Νάντια μου είπε πως τους έβαλαν απροειδοποίητο και από τα λεγόμενά της έσκισε!
Νάντια: Τώρα οι γονείς μου θα με αφήσουν να περνάω περισσότερο χρόνο μαζί σου.
Άλλο που δεν ήθελα και εγώ.
Νάντια: Έρικα;
Έρικα: Πες μου.
Νάντια: Υπάρχει περίπτωση να με αφήσεις να κοιμηθώ και σήμερα μαζί σου;
Έρικα: Δε νομίζω πως είναι καλή ιδέα αυτό. Είμαι ακόμη πιασμένη από χθες.
Νάντια: Σε παρακαλώ, δεν μπορώ να κοιμηθώ σπίτι μου.
Αφήνω έναν ήχο εκνευρισμού.
Νάντια: Τουλάχιστον μπορείς να έρθεις να κοιμηθείς εσύ σε εμένα; Σε εκλιπαρώ!
Έρικα: Εντάξει.
--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Κοιτάζω για το αυτοκίνητο του πατέρα ενώ γυρνάω σπίτι. Δε φαίνεται να είναι εδώ και έτσι πηγαίνω γρήγορα επάνω. Δεν χάνω χρόνο με το ασανσέρ, τρέχω στις σκάλες, ξεκλειδώνω και μπαίνω για ένα γρήγορο μπάνιο.
Ξεπλένομαι όσο πιο καλά προλαβαίνω. Δεν έχω χρόνο, το ξέρω από στιγμή σε στιγμή θα είναι εδώ. Σκουπίζομαι τραχιά με τη πετσέτα και τοποθετώ τα ρούχα μου πίσω. Αυτά κολλάνε στα σημεία του κορμιού μου που ήταν ακόμη υγρά.
Τα μαλλιά μου βαριά έπεσαν στη πλάτη μου και εγώ με τη μέγιστη ταχύτητα που μου επέτρεπε το πιασμένο μου σώμα πήγα στο ψυγείο. Ανοίγω λοιπόν.... εδώ έχει λίγο ψωμί. Φτάνει μόνο να βρω και ίσως λίγο τυρί...
Η πόρτα ξεκλειδώνει ο πατέρας μου μπαίνει στο σπίτι. Τα μάτια μου γυαλίζουν.
Πατέρας: Κάθαρμα, πάλι με κλέβεις.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top