Στο πνεύμα των Χριστουγέννων/ part3

Τη στιγμή που πάτησα το πόδι μου στο διαμέρισμά μου, έπειτα από μερικά δευτερόλεπτα δηλαδή, άναψα ευθύς όλα τα φώτα, παρατηρώντας με ενδιαφέρον έναν άντρα, να κάθεται θρασύτατα στον γωνιακό, βελούδινο καναπέ μου.

«Αλάστορα, σαν τα χιόνια! Σου έλειψα ή μήπως επαναστάτησαν οι κολασμένοι και δεν ξέρεις πώς να τους κατευνάσεις;» τον ρώτησα στάζοντας ειρωνεία.

«Καλώς τον Αφέντη μου, τίποτε από τα δύο»

«Τότε μίλα μου καταραμένε, γιατί είχα ένα δύσκολο βράδυ» γρύλισα.

«Ε, όχι και τόσο δύσκολο αφέντη. Με γυναίκα ήσουν» μου απάντησε με ειρωνεία.

Τότε, ένιωσα ξανά την οργή να με κυριεύει, ενώ η εμφάνισή μου άλλαξε, δίνοντας τη θέση της σε έναν ολόμαυρο και παραμορφωμένο Άγγελο.

«Εάν τολμήσεις να με ειρωνευτείς ξανά, θα τερματίσω την ύπαρξή σου και το ξέρεις πολύ καλά πως μπορώ» τόνισα την κάθε μου λέξη εμφατικά.

«Ο Ασμοδαίος σε αμφισβητεί» μου πέταξε στα ξαφνικά αυτό που επιτέλους τον βασάνιζε.

«Όπως πάντα άλλωστε. Έπρεπε να τον είχα δέσει, ώστε να σταματούσε να μπλέκεται στα πόδια μου όλη την ώρα, ωστόσο τον θεωρούσα αδερφό μου και μάλιστα υψηλόβαθμο κάθαρμα, το οποίο, θα μπορούσε να μου φανεί χρήσιμο μελλοντικά» δήλωσα με κομπασμό, μα άξαφνα κάρφωσα το βλέμμα μου πάνω του, συνειδητοποιώντας την αστεία του ανθρώπινη εμφάνιση. «Τα χάλια σου έχεις» κατέληξα, έχοντας μείνει να κοιτάζω την ανθρώπινη μορφή του που ουδόλως με ευχαριστούσε.

«Ευχαριστώ Αφέντη» μου απάντησε χαμογελαστά.

Ξανακοίταξα τον κοντό και παχουλό άνδρα, με τη γαμψή μύτη που στεκόταν απέναντί μου.

«Τελικά η φυσική σου ομορφιά, σε ακολούθησε και στην ανθρώπινη μεταμόρφωσή σου» συνέχισα δείχνοντάς του με αγένεια τη μύτη του.

«Μελιστάλακτος όπως πάντα» σχολίασε ο Αλάστορας και συνέχισε «Ακούω, πώς πάει το σχέδιο;»

«Εκπληκτικά υποδεέστερε απατεώνα. Νομίζω πως την έχω κερδίσει. Αν δεν μας τα χαλούσε μία βαθιά θρησκευόμενη θνητή που είδε την αληθινή μου μορφή να αντανακλάται, νομίζω πως το διασκεδάζαμε κάνοντας πατινάζ» απάντησα και τον είδα να χλομιάζει.

«Αφέντη μου, πώς είναι δυνατόν να μην γνωρίζετε πως πρέπει να αποφεύγετε οποιαδήποτε μορφή κατόπτρου;» ΄΄Έλα μου ντε; Πως ήταν δυνατόν; Παρασύρθηκα΄΄ «Παρασυρθήκατε νομίζω» ΄΄Βουλωμένο γράμμα διαβάζεις, γι'αυτό θα πας μπροστά, ατιμούτσικο δαιμόνιο΄΄

«Η αλήθεια είναι πως έχασα την αίσθηση του χρόνου και της ταυτότητας» αρκέστηκα να δικαιολογηθώ. «Αλλά αυτό δεν θα ξανασυμβεί»

«Το ελπίζω Αφέντη, δεν είμαστε για τέτοια τώρα. Πρέπει να παραμείνουμε προσηλωμένοι στον στόχο μας» συνέχισε ο Αλάστωρ. «Πείτε μου, τι γνωρίζουμε για το θύμα μας;»

«Είναι μία ορφανή, χρεοκοπημένη, με ένα δύσμορφο κατοικίδιο που φέρει το φριχτό όνομα ΄΄Μπουμπού΄΄» απάντησα

«Περιττές όλες οι πληροφορίες. Τι της αρέσει; Μία κίνηση που ας πούμε θα την εντυπωσίαζε και θα την κέρδιζε» συνέχισε εκείνος.

Για λίγα λεπτά έμεινα σιωπηλός.

«Να τιναχτεί η μπάνκα της αδειανής της τσέπης στον αέρα» απάντησα και αλληλοκοιταχτήκαμε συνωμοτικά. Ήμουν μεγαλοφυία. Γύρισα και τον κάρφωσα απότομα έπειτα από αυτή τη διαπίστωση. «Συγκατοίκους δεν δέχομαι, μονάχα ρουφιάνους. Η σωστή σου θέση είναι πλάι στον αδερφό μου. Τσακίσου!» φώναξα και ευθύς εξαφανίστηκε αφήνοντάς με στην γαλήνη της μοναξιάς μου.

Βυθισμένος στη σιωπή του πολυτελούς διαμερίσματός μου, σκέψεις με έζωσαν σαν τα κακεντρεχή φίδια. Τελικά όσο περνούσαν τα χρόνια, ή καλύτερα οι αιώνες, συνειδητοποιούσα ολοένα και περισσότερο, πως η σιωπή αποτελούσε για εμένα μία σχεδόν μόνιμη κατάσταση.

΄΄Φτύσε εσύ τώρα τον κόρφο σου, γιατί τουλάχιστον δεν βρίσκεσαι σε αυτό το φριχτό μέρος, το οποίο οι θνητοί αποκαλούν βασίλειό σου΄΄.

Στην πραγματικότητα, η Κόλαση δεν αποτέλεσε ποτέ βασίλειο για εμένα, αλλά μία αιώνια τιμωρία, από την οποία έκανα προσωρινό διάλειμμα. Διάλειμμα από τα βασανιστήρια, διάλειμμα από τη σιωπή και ίσως, διάλειμμα από τον ίδιο μου τον εαυτό. Ειδικά από το δεύτερο, αν αναλογιζόμουν την βίαιη και ξαφνική εισβολή αυτής της γυναίκας στη ζωή μου, το γάργαρο γέλιο της, ακόμη και όταν δεν υπήρχε τίποτε το αστείο, την επιμονή της καθώς και την αθωότητά της στον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπιζε τα πράγματα και τις καταστάσεις, θα έλεγα πως το διάλειμμά μου από τη σιωπή, μεταφράζεται και ως πλήρης αποχή και είσοδος στην συνεχή βαβούρα.

Αρκετές φορές μάλιστα, και με βάση την συμπεριφορά της, είχα πιάσει τον εαυτό μου να αμφιβάλει έντονα, για τον αν θα έβλεπε το φως της επόμενης μέρας ξανά η συγκεκριμένη γυναίκα, αν συνέχιζε με αυτήν την επικίνδυνη τακτική αθωότητας και καλοσύνης. Όχι φυσικά πως νοιαζόμουν για εκείνη, απλώς θα ήταν κρίμα να χάσω το τέλειο θύμα, τώρα που επιτέλους το είχα εντοπίσει με ευκολία και που μάλιστα, ανταποκρινόταν πλήρως στα ουκ ολίγα χαρακτηριστικά της μακροσκελούς λίστας μου.

Ξάπλωσα για λίγο στον καναπέ της προσωρινής και μερικώς ευχάριστης, κατοικίας μου, όταν ένιωσα στα καλά καθούμενα τον αέρα γύρω μου να αλλάζει. Μία οικεία μυρωδιά από θειάφι και λάβα, ανακατεμένα με την αίσθηση της καμένης σάρκας, είχε πλημμυρίσει σχεδόν όλο το διαμέρισμα και ας είχα τοποθετήσει σε τρία διαφορετικά σημεία αρωματικά χώρου με έντονη τη μυρωδιά του αγριοκέρασου. Σηκώθηκα ωστόσο ατάραχος, χωρίς το παραμικρό αυλάκωμα των ζοφερών χαρακτηριστικών μου, προκειμένου να υποδεχτώ τον κολασμένο, ή καλύτερα αρχικολασμένο επισκέπτη μου. Τα χέρια μου κατρακύλησαν στις τσέπες του μαύρου σακακιού μου και έγειρα νωχελικά και αβίαστα στον τοίχο.

«Γειά σου αδερφέ» είπα και ένα ειρωνικό μειδίαμα ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό μου.

Μέσα από την αντανάκλαση του καθρέπτη ευθεία μπροστά μου, σχηματίστηκε η φρικτή φιγούρα του Ασμοδαίου. Τα δύο του μαύρα φτερά, άνοιξαν διάπλατα και η διχαλωτή του γλώσσα, πηγαινοερχόταν με μανία ανάμεσα στα μυτερά του δόντια.

΄΄Ο χορός των τεράτων καταντήσαμε μου φαίνεται΄΄ σκέφτηκα καθώς τον κοιτούσα εμφανώς αδιάκριτα.

«Χαιρετώ τον αγαπησιάρη Εωσφόρο» μου πέταξε μουγκρίζοντας.

«Δεν ξεκινάς καθόλου καλά» του απάντησα ψυχραιμότατα βλέποντάς τον να διασκεδάζει με την κατάντια μου.

«Ούτε εσύ ξεκίνησες καλά αδερφέ ή μάλλον η αρχή έμοιαζε καλή, μα η συνέχεια μας βγήκε ελαφρώς προβληματική. Τελευταία έχω την εντύπωση, πως δίχως να το αντιλαμβάνεσαι, μετατρέπεσαι σε υποχείριο του Πατέρα και των Αγγέλων του. Υποτίθεται, αν θυμάσαι καλά, πως αυτός ήταν και ένας από τους λόγους της επανάστασής σου. Να είσαι ελεύθερος και μαζί με εσένα, ακολουθήσαμε και οι υπόλοιποι ελαφρόμυαλοι, πεπεισμένοι από την ανταριασμένη σου εικόνα να ξεφυσάς και να βρυχάσαι σαν χαλασμένο κλιματιστικό. Αν έχεις αλλάξει γνώμη όμως από τότε, θα ήθελα να το γνωρίζω, ώστε να δράσω ανεξάρτητα από εσένα» μου απάντησε και εγώ  γέλασα. Ψεύτικα και υποκριτικά.

«Πολύ αξιόλογος ο μονόλογός σου το δίχως άλλο, ωστόσο να σου υπενθυμίσω στα γρήγορα, πως ως βασιλιάς του κακού και όλων των αμαρτιών μαζί, μπορώ να καταλάβω πότε κάποιος ψεύδεται» απάντησα περήφανα και είδα τα χαρακτηριστικά του προσώπου του να αλλοιώνονται. «Πάντοτε επιθυμούσες να δρας ανεξάρτητα από εμένα και τώρα απλώς σου δόθηκε το πάτημα, ώστε να έχεις κατά την άποψή σου πάντα, κάποιον σοβαρό λόγο για να το κάνεις» τελείωσα.

«Δεν τον θεωρείς δηλαδή αρκετά σοβαρό λόγο; Έχω αρχίσει και υποψιάζομαι πως κάπου βαθιά μέσα σου, έχεις ξεχάσει πως προσποιείσαι αδερφέ και εγώ δεν πρόκειται να το ρισκάρω» μου αντιγύρισε.

«Γίνεσαι γελοίος» ήρθε η κλασσική, λακωνική μου απάντηση.

«Διόλου. Εσύ γίνεσαι κάτι άλλο, ωστόσο έχω τον τρόπο μου να διαπιστώσω αν αληθεύουν τα λεγόμενα και οι πράξεις σου» συνέχισε.

«Με αμφισβητείς Ασμοδαίε;» κάγχασα και υιοθετώντας την αληθινή μου μορφή, τον άρπαξα από τον λαιμό και τον κόλλησα στον τοίχο με φόρα. «Πρόσεχε γιατί αδερφοκτόνος δεν έγινα ακόμη. Ως και η ίδια η Κόλαση δεν θα μπορέσει να μου συγχωρέσει ποτέ ένα τέτοιο αμάρτημα. Μη συνεχίσεις όμως, γιατί θα ξεχάσω τι είσαι για εμένα» μούγκρισα και τον είδα να πνίγεται, καθώς έσφιγγα τα δάχτυλά μου σαν μέγγενη, όλο και περισσότερο γύρω από τον λαιμό του, ενώ τα νύχια μου μπήγονταν στο δέρμα του.

«Αν με σκοτώσεις, η Κόλαση θα σε καταπιεί και κανένας και ποτέ δεν θα σε βγάλει από το τελευταίο κελί στα τρίσβαθα των Ταρτάρων» με απείλησε.

«Δοκίμασέ με, αδερφέ» του έφτυσα την τελευταία λέξη και τον ελευθέρωσα απρόθυμα από τη λαβή μου.

Με τα δυο του χέρια έτριψε τον πονεμένο λαιμό του και γελώντας σατανικά, εξαφανίστηκε σπάζοντάς μου όλες τις λάμπες στο διαμέρισμα και βυθίζοντάς με στο απόλυτο σκοτάδι.

Το πρωινό με βρήκε να συμμαζεύω τα χιλιάδες θρύψαλα, που βρίσκονταν διασκορπισμένα σε όλο το σπίτι, έχοντας πεταχτεί ακόμη και στην πιο απίθανη και δύσβατη γωνία. Η διάθεσή μου έπειτα από τα χθεσινά γεγονότα και την ταραχώδη επίσκεψη του Δαίμονα, είχε σημειώσει κατακόρυφη πτώση, ενώ τα κάλαντα που ακούγονταν σε όλες τις γειτονιές από τα μεγάφωνα, ήρθαν για να με αποτελειώσουν. Βγήκα από την πόρτα μου κατσούφης, αλλά γνωρίζοντας πως γι 'αυτό υπήρχε μία απλή λύση. Η σοκολάτα. Σαν αθάνατο πλάσμα, δεν είχα ανάγκη την οποιαδήποτε πρόσληψη τροφής, ωστόσο για κάποιον λόγο, άγνωστο ακόμη, η σοκολάτα μου έφτιαχνε έστω και απειροελάχιστα, τη διάθεση. Αυτή τη φορά όμως, θα αγόραζα μία φούχτα μπισκότα σε σχήμα αγγέλων και μασουλώντας τα, θα φαντασιωνόμουν πως δάγκωνα όλο το ουράνιο σόι μου. Πρώτα το κεφάλι, μετά κανένα χεράκι, μέχρι που θα καταβρόχθιζα ολόκληρο το σώμα με λαχτάρα και υποβόσκουσα εκδικητικότητα.

Είχα φθάσει λοιπόν λίγα λεπτά αργότερα, στην φαινομενική κατάποση του σώματος του Μιχαήλ, μέχρι τη στιγμή που μπήκα στο γραφείο μου και τυλίχτηκαν αιφνίδια στον λαιμό μου μία σειρά από πολύχρωμα λαμπάκια. Είχα δυστυχώς ξεχάσει πως θεωρούμουν σχετικά ψηλός, για τα μέτρα και τα δεδομένα των ανθρώπων. Μπαίνοντας ανταριασμένος στο δικό μου γραφείο ωστόσο, με τύλιξε απαλά η ευτυχία της ησυχίας, πράγμα που σήμαινε πως η βοηθός μου δεν είχε φανεί ακόμη. ΄΄Περίεργο΄΄ σκέφτηκα΄. Εκείνη ήταν πάντοτε κάτι παραπάνω από τυπική στην ώρα της. ΄΄Ώπα! Εκδήλωσες μόλις ανησυχία για το πρόσωπό της; Υποπίπτεις σε κολάσιμα αμαρτήματα για το είδος σου΄΄ ήρθε να μου ψιθυρίσει η γνωστή πλέον φωνή της συνείδησής μου, αναστατώνοντάς με, όταν τελικά είδα την Αντέϊρα να μπαίνει, σιγοψιθυρίζοντάς μου ένα ΄΄καλημέρα΄΄ και αυτό μισό. Κατόπιν, έκατσε βαριά στη θέση της, ρίχνοντας κυριολεκτικά το σώμα της στην καρέκλα, σαν να μην είχε δική του θέληση, σαν να ήταν μία άψυχη κούκλα, ενώ τα μάτια της έμοιαζαν κόκκινα και βουρκωμένα από το πολύωρο, καθώς υπέθεσα, κλάμα. Βυθίστηκε αμέσως στα χιλιάδες έγγραφα που στόλιζαν το γραφείο της, αμίλητη και αγέλαστη, παραμένοντας κρυμμένη πίσω από τις χάρτινες στοίβες και με την ελπίδα μάλλον να ξεχάσει το πρόβλημα που την ταλάνιζε με τη βοήθεια της εργασίας.

΄΄Εμπρός, θέσε επιτέλους την πολυπόθητη ερώτηση. Δεν κοστίζει κάτι΄΄ ακούστηκε ξανά η σιγανή, εσωτερική μου φωνή και εγώ μπουκωμένος ελαφρώς με ένα ακόμη σοκολατένιο, αγγελικό μπισκότο, τη ρώτησα :

«Είσαι καλά;»

Φυσικά η ερώτηση, τέθηκε εξ αποστάσεως και με προφυλάξεις, αλλιώς κινδύνευα να πέσω θύμα σωματικής επαφής, ειδικά όταν μιλούσαμε για γυναίκες σε ευάλωτη στιγμή. Την είδα αμέσως να ορθώνει με πολύ κόπο το βλέμμα της και καταβάλλοντας προσπάθεια να χαμογελάσει, μου έδωσε την κλασσική, γυναικεία απάντηση, η οποία έκρυβε πίσω της ένα παγόβουνο πόνου, μονάχα που εσύ έβλεπες απλώς την κορυφή:

«Ναι, είμαι καλά, σε ευχαριστώ για το ενδιαφέρον»

΄΄Ω, καλή μου γυναίκα, αφού σε λιγότερο από δύο λεπτά, από απλός συνάδελφος, θα μετατραπώ στον προσωπικό σου ψυχολόγο και εξομολογητή, γιατί λοιπόν να περάσουμε από σαράντα κύματα διαθέσεων, μέχρι να φθάσουμε στον προορισμό μας; Γυναίκες και πάλι γυναίκες΄΄ σκέφτηκα, προσπαθώντας να τοποθετηθώ σωστά, μπας και επιταχύνω την εξομολογητική της διάθεση.

«Ψεύδεσαι» κατέληξα να συλλαβίσω.

΄΄Εύγε, αυτό ακριβώς χρειαζόταν  να ακούσει από εσένα. Πάντα στοχευμένα τα σχόλιά σου, παράπονο κανένα δεν έχω΄΄ πετάχτηκε ξανά η φωνούλα με ειρωνική και καυστική διάθεση άσκησης κριτικής.

«Είναι αλήθεια αυτό. Ωστόσο, ντρέπομαι να σου αποκαλύψω τι ακριβώς έχει συμβεί» μου απάντησε θλιμμένα. ΄΄Εις διπλούν το εύγε. Τελικά λειτούργησε΄΄

«Καλώς, δεν θα ήθελα να σε πιέσω. Ωστόσο να ξέρεις πως αν ποτέ θελήσεις να μου μιλήσεις τελικά, βρίσκομαι ακριβώς απέναντί σου» πρόφερα δείχνοντας τον εαυτό μου.

΄΄Και χιουμοράκι; Εσύ σήμερα κεντάς αγόρι μου και το θηλυκό απέναντί σου, έχει τσιμπήσει ένα-ένα όλα τα δολώματα΄΄ ξεκίνησα την αυτοεπευφημία.

«Σε ευχαριστώ, η αλήθεια είναι πως σε έχω ταλαιπωρήσει αρκετά τώρα τελευταία» συνέχισε.

΄΄Εάν είσαι η μετενσάρκωση της Εύας όπως υποψιάζομαι, η ταλαιπωρία διαρκεί εκατομμύρια αιώνες και συνεχίζεται ακάθεκτη φυσικά΄΄

Στηριζόμενος σε αυτές τις σκέψεις, απάντηση δεν δόθηκε ποτέ εκ μέρους μου, μονάχα αρκέστηκα σε ένα αινιγματικό μειδίαμα ποικίλων συναισθημάτων. Καθώς όμως οι ώρες περνούσαν βασανιστικά, η διάθεση της Αντέϊρα έβαινε  επί το χείρον, με τα λάθη στους υπολογισμούς να διαδέχονται το ένα το άλλο. Τη στιγμή που βρισκόμουν ένα βήμα μακριά από το να ξεχάσω και αυτά που ήξερα, σηκώθηκα απότομα για να κατευθυνθώ προς το μέρος της και αρπάζοντάς την από το μπράτσο όσο πιο απαλά μπορούσα, πάλεψα να της εξηγήσω πως έπρεπε να κάνει επειγόντως ένα διάλειμμα, προτού να ήταν αργά για την συνέχεια ύπαρξης της εταιρείας.

«Σήκω, πάμε να σου αγοράσω αυτό το ανθρώπινο φαρμάκι που πίνεις καθημερινά, σε χάρτινο φυσικά ποτήρι, με χριστουγεννιάτικο ντεκόρ. Θα ζητήσω για λίγο άδεια  από τον κύριο Μίλερ εγώ προσωπικά. Πίστεψέ με, δεν θα μου αρνηθεί» τελείωσα και στην τελευταία συλλαβή, το μάτι μου γυάλισε επικίνδυνα.

«Μα κύριε Λίαμ, συγγνώμη σκέτο Λίαμ, είμαι μία χαρά» επέμεινε.

«Ένα βήμα μακριά, πριν να αναπαραστήσεις την μελωδία της ευτυχίας θα έλεγα. Επειδή όμως η δουλειά είναι υψίστης σημασίας και οφείλει να γίνεται σωστά, αν έχεις την καλοσύνη, σήκω να πάμε μία σύντομη βόλτα και εσύ να γλυτώσεις την απόλυση που βρίσκεται προ των πυλών και ακόμη δεν το ξέρεις» πρόφερα και την στιγμή που σηκωνόμασταν, μπήκε σαν σίφουνας μέσα στο γραφείο μας η Κάιλα Μουρ, η υπεύθυνη πληρωμάτων. Ήταν μία γυναίκα γύρω στα σαράντα πέντε, με κοντά, ξανθά μαλλιά και ένα βλέμμα που παρέπεμπε άνετα σε κάποια μελλοντική μετενσάρκωσή μου. Ωστόσο, παρά την αυστηρότητά της, εκτελούσε και καθήκοντα ψυχολόγου για όποιον το είχε ανάγκη και η Αντέϊρα δεν αποτελούσε φυσικά εξαίρεση στον μακροσκελή κατάλογο των πελατών της.

«Φεύγετε; Εγώ ήρθα για να σας αφήσω μία πρόσκληση» μας είπε κλείνοντάς μας ελαφρώς το μάτι.

«Αν πρόκειται για φιλανθρωπικό γκαλά, εμένα άφησέ με έξω» της δήλωσα κοφτά.

«Δεν είχα καμία αμφιβολία για την απουσία των φιλανθρωπικών σας αισθημάτων κύριε Χελ» μου απάντησε εξίσου κοφτά και συνέχισε «πρόκειται για το πάρτι που θα διεξαχθεί την ημέρα της αλλαγής του χρόνου» τελείωσε και εγώ στριφογύρισα το βλέμμα μου με απόγνωση. «Να ξέρετε πως άπαντες οι συνοδοί, είναι ευπρόσδεκτοι, για όσους έχουν φυσικά» τόνισε την λέξη ΄΄όσους΄΄ και κοίταξε επίμονα εμένα.

«Καλώς δεσποινίς Μουρ, μας κάνατε την ανακοίνωση της ημέρας. Τώρα αν μας επιτρέπετε...» της είπα και κίνησα να φύγω, όταν την είδα να σταματά για λίγο την Αντέϊρα.

«Είσαι σίγουρη πως θέλεις να φύγεις μαζί του;» την άκουσα να σιγοψιθυρίζει.

«Μην ανησυχείς Κάιλα, θα είμαι μία χαρά. Εξάλλου, πόσο χειρότερα θα μπορούσαν να γίνουν τα πράγματα;» ήρθε η απάντηση σε μορφή ερώτησης της Αντέϊρα.

«Δεν ξέρω και δεν θα ήθελα να μάθω, ωστόσο νιώθω πως δεν τον εμπιστεύομαι. Από το παρουσιαστικό του και μόνο, μου φαίνεται ύποπτος. Θέλω να προσέχεις» τελείωσε. ΄΄Θα με κάψεις ή θα σε κάψω;΄΄ συλλογίστηκα.

Το κυανό μου βλέμμα την διαπέρασε απειλητικά, σε σημείο που την είδα να πραγματοποιεί ένα βήμα πίσω. Η Αντέϊρα μου χαμογέλασε θλιμμένα. Βαθιά μέσα μου αντιλαμβανόμουν, πως το νιάσιμο και η καλή συμπεριφορά δεν ήταν κάτι που είχε βιώσει τελευταία σε γενναίες δόσεις. Οι κινήσεις της ήταν σφιγμένες και η γλώσσα του σώματός της μαρτυρούσε φόβο. Μολαταύτα, η βόλτα μαζί μου, φάνταζε ψυχολογικός μονόδρομος για εκείνη, που με ακολουθούσε σιωπηλή, ως το πιο κοντινό Starbucks. Προσπερνώντας σχετικά αδιάφορα τη χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα του μαγαζιού, της ζήτησα να καθίσει σε ένα μικρό τραπέζι, δίπλα ακριβώς από το στολισμένο παράθυρο, μέχρι να της παραγγείλω το αγαπημένο της χριστουγεννιάτικο ρόφημα, προσθέτοντας επιπλέον ένα μπισκότο κανέλας σε σχήμα χιονάνθρωπου.΄΄ Σκέτη ζωγραφιά το αποτέλεσμα΄΄ σκέφτηκα.

Έχοντας καθίσει και εγώ απέναντί της και περιμένοντάς την να πιεί την πρώτη γουλιά καφέ, προσπαθούσα να μην εστιάζω πάνω της, καθώς ήταν άβολο και για τους δύο. Φυσικά, ακόμη και αυτό το συναίσθημα της αμηχανίας, για εμένα ήταν πρωτόγνωρο, με δεδομένο το θράσος που γενικά με χαρακτήριζε.

«Ειλικρινά, ευχαριστώ για το ενδιαφέρον. Δεν έπρεπε να μπεις σε τόσο κόπο»

΄΄ Ω, μα σου άρεσε όμως που μπήκα και παραδέξου το΄΄.

«Η αλήθεια είναι πως δεν θα την βγάζαμε την ημέρα και σκέφτηκα πως θα ήταν κάτι ιδιαιτέρως σοβαρό για να μην μπορείς να συγκεντρωθείς, σε αυτόν τον βαθμό τουλάχιστον. Κάνω λάθος;» της ήρθε η απάντησή μου.

«Είναι αρκετά τα προβλήματα που αντιμετωπίζω, ωστόσο δεν μπορώ να κάνω τίποτε απολύτως για να το αλλάξω αυτό. Τουλάχιστον, όχι τώρα» πρόφερε κατεβάζοντας ηχηρά ακόμη μία γουλιά φαρμάκι.

«Για όλα τα προβλήματα, υπάρχουν λύσεις δεσποινίς, αρκεί να σε βοηθήσει το σωστό άτομο» συνέχισα.

΄΄Εσύ ούτε τον εαυτό σου δεν μπόρεσες να βοηθήσεις καημένε και τώρα μοιράζεις αβίαστα φρούδες ελπίδες΄΄ ήχησε η ενοχλητική φωνή.

«Θα μου κάνουν έξωση» πρόφερε τελικά έχοντας κλείσει τα μάτια της κατά την διάρκεια της ανακοίνωσης και την είδα να ανακουφίζεται έπειτα από την αποκάλυψη αυτή, σαν να είχε φύγει ένα μεγάλο βάρος από πάνω της.

Η εξομολόγησή της, με έπιασε απροετοίμαστο, ωστόσο μέσα σε λίγα λεπτά είχα συνδέσει όλα τα στοιχεία μεταξύ τους. Εκείνη βοηθούσε οικονομικά την αδερφή της, με αποτέλεσμα, τα λεφτά να μην επαρκούν ούτε για να μπορέσει να συντηρήσει τον εαυτό της. ΄΄Για το κατοικίδιο ούτε λόγος, καλά την είχε΄΄

«Άφησέ με να σε βοηθήσω, νομίζω πως έχω την λύση» πέταξα αβίαστα. ΄΄Μα τις εννέα Πύλες της Κολάσεως, τι έχεις πάθει τελευταία; Αν συνεχίσεις έτσι, δεν βλέπω τον λόγο γιατί να μην συμμετέχεις και στο φιλανθρωπικό γκαλά. Θα σε ανακηρύξουν μέγα χορηγό στο τέλος΄΄ ήχησε το υποσυνείδητο. Ωστόσο, αν ήθελα να γίνω αξιαγάπητος, βάδιζα στον ίσιο δρόμο.

«Σε ευχαριστώ, αλλά δεν χρειάζεται να με βοηθήσεις, αλήθεια. Πάντα τα έβγαζα πέρα μονάχη μου, έτσι έχω μάθει στη ζωή μου. Για εμένα, όλο αυτό αποτελεί απλώς ένα εμπόδιο, που αργά ή γρήγορα θα ξεπεράσω»

«Δεν εννοώ την προσφορά οικονομικής βοήθειας δεσποινίς. Γνωρίζω πως κάτι τέτοιο θα ήταν προσβολή για εσάς. Εμπιστευθείτε με και θα δείτε» συνέχισα αινιγματικά και εκείνη φάνηκε να έλκεται λίγο λίγο από την ιδέα.

΄΄Θα είναι έμμεση οικονομική βοήθεια΄΄ σκέφτηκα πονηρά.

«Ξέρεις, ο νοικάρης μου δεν είναι και ο πιο εύκολος άνθρωπος του κόσμου»

«Όλοι μπορούν να γίνουν» χαμογέλασα σατανικά, δίχως φυσικά να διευκρινίζω τον τρόπο και την είδα να με κοιτάζει έκπληκτα. «Πάρε λοιπόν το χριστουγεννιάτικο φαρμάκι σου και πάμε πίσω στη δουλειά. Μόλις σχολάσουμε, θα έρθω μαζί σου. Πού μένει αυτός;» τη ρώτησα.

«Στον ακριβώς επάνω όροφο» συνέχισε μην μπορώντας να πάρει τα μάτια της από τα δικά μου.

«Άψογα δεσποινίς. Απόψε τον περιμένει μια μεγάλη έκπληξη» σχημάτισα ένα σατανικό χαμόγελο στο πρόσωπο μου.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top