Μεταξύ Παραδείσου και Κολάσεως /part4

Το φως συνέχισε να λάμπει μέσα μου και γύρω μου. Το ένιωθα. Ένιωθα την τρομερή του δύναμη, που στάθηκε η αιτία να τελειώσει στο δευτερόλεπτο η μάχη μου με τον Ασμοδαίο. Κανείς δεν μπορούσε να το αντέξει, κανείς από τους φθονερούς κατοίκους της Κόλασης. Ήταν μία πανίσχυρη ενέργεια, δοσμένη από τον ίδιο τον Πατέρα, αποκλειστικά σε εμένα. Απόδιωξα ωστόσο τη σκέψη αυτής της ιδιόμορφης αποκλειστικότητας, καθώς με το βλέμμα μου γύρευα πανικόβλητος, το σώμα της Αντέϊρα.

« Την κρατώ εγώ» ακούστηκε η φωνή του Μιχαήλ που ήταν ο μοναδικός που δεν είχε επηρεαστεί από τη λάμψη.

Άξαφνα το αίσθημα της ανακούφισης είχε εκ νέου επιστρέψει, παρεούλα όμως με την οργή, καθώς το σώμα της κρεμόταν άψυχο από τα χέρια του Αρχάγγελου, σαν χαλασμένη κούκλα. Φαινόταν τόσο αδύναμη, χλωμή και ταλαιπωρημένη, τόσο ευάλωτη που πηγαίο ήταν το συναίσθημα της ανάγκης, να της προσφέρω προστασία. «Κατάφερα να την αρπάξω, τη στιγμή της επίθεσής σου στον Ασμοδαίο, καθώς την πέταξε απότομα και ήταν βέβαιο πως θα χτυπούσε το κεφάλι της άσχημα στο έδαφος, αν δεν την προλάβαινα εγκαίρως. Πιθανότατα το χτύπημα να της κόστιζε, ακόμη και τη ζωή της» συνέχισε με έκδηλη την υποβόσκουσα ανάγκη της αυτοεπευφημίας, μα εγώ σχεδόν δεν τον άκουγα. Ο ήχος της φωνής του, κάπου χανόταν, αδυνατώντας να φτάσει μέχρι τα αφτιά μου «Θα την αφήσω για λίγο στον βοηθό σου» κοίταξε τον Αλάστωρα «Έχουν διαταραχθεί οι ισορροπίες και ο ουρανός με καλεί. Φρόντισε να μην μετανιώσω για την εμπιστοσύνη μου» τελείωσε και εξαφανίστηκε.

Το βλέμμα μου, στράφηκε αργά προς το μπουλούκι των θνητών που στεκόταν μπροστά μου αμήχανο και φοβισμένο. Μέσα στην επικρατούσα αναστάτωση, σχεδόν είχα ξεχάσει πως κάποιοι παρέμεναν δήθεν οπαδοί μου. Όσοι δεν είχαν εξαφανιστεί δηλαδή από την επίδειξη μίας γεύσης του Κάτω Κόσμου.

«Ανόητοι» μούγκρισα και οι λέξεις που βγήκαν από το στόμα μου, έμοιαζαν περισσότερο με γρύλισμα άγριου ζώου, παρά με ανθρώπινη φωνή.

«Αφέντη μας, συγχώρεσέ μας» σιγοψιθύρισε ένας ικετευτικά και εγώ, διατηρώντας όλη αυτήν την ώρα τη φριχτή μου μορφή, τον άρπαξα από τον λαιμό, μπήγοντας τα νύχια μου στη σάρκα του.

«Η συγχώρεση, είναι μία αρετή που διόλου δεν με χαρακτηρίζει. Τώρα, βγάλε την κουκούλα και κοίταξέ με ίσια στα μάτια. Αντέχεις; Αντέχεις θνητό μίασμα, να κοιτάξεις έστω και για μερικά δευτερόλεπτα, το τέρας που ισχυρίζεσαι πως λατρεύεις; Φυσικά και όχι, γιατί πολύ απλά, καταβάθος σου προκαλώ τρόμο και απέχθεια. Πάρα ταύτα, ήσασταν πανέτοιμοι να διαπράξετε φόνο, ισχυριζόμενοι πως εγώ σας υποκινούσα, πως το κάνατε για να με ευχαριστήσετε. Μάθετε λοιπόν, πως αυτή τη στιγμή, θα ήμουν ιδιαιτέρως ευτυχής και ευχαριστημένος, αν αυτοκτονούσατε ομαδικώς και με απαλλάσσατε από την ανούσια παρουσία σας. Μολαταύτα, είμαι βέβαιος πως την θέλετε σαν τρελοί τη ζωή σας, εγωιστικά κτήνη. Ώρες-ώρες, φθάνω στο σημείο να λυπάμαι τον Πατέρα, που θα αναρωτιέται νυχθημερόν, τι ήταν αυτό που τελικά έκανε λάθος με το θνητό σας γένος και εξελιχθήκατε σε αυτό που είστε σήμερα. Δεν σας έφτασε το προπατορικό αμάρτημα, όπου μέχρι και σήμερα κατηγορείτε μονάχα εμένα για την δική σας επιλογή, εσείς θέλατε να κατακτήσετε για τα καλά μέχρι και τον θρόνο της Κολάσεως! Και πώς τολμάτε να ισχυρίζεστε πως γνωρίζετε, τι είναι εκείνο που με ευχαριστεί και τι όχι; Βάλτε καλά στο μυαλό σας, πως είμαι η πιο αρχαία ύπαρξη αυτού εδώ του κόσμου και τα θέλω μου, τα γνωρίζω μονάχα εγώ και κανένας άλλος. Η ιστορία της Πτώσης μου, καθώς επίσης και οι λόγοι που έφυγα, είναι γνωστοί μονάχα σε εμένα και σε εμένα επίσης θα μείνουν. Σταματήστε να διαπράττετε ύβρεις στο όνομά μου» τελείωσα και η ματιά μου καρφώθηκε σε ένα τραγόμορφο είδωλο που κουβαλούσαν μαζί τους, στήνοντάς το καταμεσής αυτού του ερείπιου, σαν σκιάχτρο θλιβερό.

Στάθηκα για λίγο στο πλάι του, χλευάζοντάς τους.

«Ουδεμία ομοιότητα νομίζω» γρύλισα και με μία κίνηση του χεριού μου, του έβαλα φωτιά «Τσακιστείτε από μπροστά μου και να θυμάστε ένα πράγμα : εγώ δεν αναζητώ πιστούς για να με λατρεύουν και να τους ανταποδίδω τις χάρες, αλλά πιόνια για να τα κινώ όπως και όποτε θέλω εγώ» τόνισα τις λέξεις και τους είδα να σκορπίζονται σαν τρομαγμένα ζαρκάδια.

΄΄Με τάραξαν είχαν δεν είχαν βραδιάτικα΄΄ μουρμούρισα.

«Αφέντη, πρέπει να σου δείξω κάτι» ψιθύρισε έπειτα από ώρα ο Αλάστορας αφήνοντάς με να ξεθυμάνω, και εγώ ανακτώντας εκ νέου την ανθρώπινη μορφή μου, πλησίασα.

Πίσω από κάτι ερείπια, κειτόταν το σώμα του Λεόν, χτυπημένο με άσχημο τρόπο. Το κεφάλι του, ήταν γυρισμένο σχεδόν ανάποδα, ενώ μώλωπες στόλιζαν τον πρησμένο λαιμό του, σαν απόκοσμο περιδέραιο. Το κουφάρι του, είχε υιοθετήσει μία αφύσικη στάση και τα μάτια του έμοιαζαν παγωμένα, σαν γυάλινα. Κοιτάζοντάς τον, είχα αμέσως αντιληφθεί τι του είχε συμβεί. Ο Ασμοδαίος, είχε αποτελειώσει το χτυπημένο σώμα του και το είχε έπειτα πετάξει και στραγγαλίσει με τον πιο απεχθή τρόπο, σαν ένα χαλασμένο αντικείμενο. Ένιωσα αηδία για τον σκοτεινό αδερφό μου και τα ανεξέλεγκτα φονικά του ένστικτα. Με το ένα μου χέρι, έκλεισα τα μάτια του θνητού που έχασκαν ορθάνοιχτα, καθρεπτίζοντας τον τρόμο και έκανα σήμα στον Αλάστορα να φύγουμε αμέσως. Αργά ή γρήγορα, η Αντέϊρα θα ενημερωνόταν για τη θλιβερή του κατάληξη.

Το αυτοκίνητο της Κάιλα, μας περίμενε στη γωνία του δρόμου, λίγο πριν την είσοδο του βοτανικού κήπου.

«Την είδατε εκείνη τη λάμψη; Σαν πυροτέχνημα ήταν» μας είπε ευθύς μόλις ανταμώσαμε και έπειτα κάρφωσε το έκπληκτο βλέμμα της πάνω μου « Καλέ τι έπαθες εσύ και λαμπυρίζεις έτσι; Και η Αντέϊρα; Τι έπαθε το κοριτσάκι μου; Είναι καλά; Να πάμε σε κάποιο νοσοκομείο;» συνέχισε.

« Έχασα τον διακόπτη δεσποινίς, μήπως εσείς τον βλέπετε μπας και σταματήσετε;»

« Θεέ και Παναγία μου! Τι έπαθε η φίλη μου; Τι της κάνατε;»

΄΄Τελικά οι θνητοί όταν σοκάρονταν, επικαλούνταν όλα τα μέλη της οικογένειάς μου. Σου λένε, αν δεν μας ακούσει ο Πατέρας, όλο και κάποιος άλλος θα ευαισθητοποιηθεί. Συμφεροντολόγοι!΄΄

«Είναι ζωντανή Κάιλα, απλώς κάποιος τη νάρκωσε προσωρινά» απάντησα.

«Ε, όχι και κάποιος! Το φιλαράκι με το οποίο έχετε προσωπικές διαφορές το έκανε. Η ζωή της κινδύνεψε εξαιτίας σου και σε παρακαλώ πολύ, να σκεφτείς το μέλλον της. Αν όπως ισχυρίζεσαι, νοιάζεσαι για εκείνη, έστω και με κάποιον δικό σου τρόπο, σκέψου τα λόγια μου πολύ προσεχτικά. Τι είδους μέλλον θα έχει μαζί σου; Να κατακτήσει μήπως τον θρόνο της Κολάσεως; Δεν το νομίζω και δεν της αξίζει. Εξάλλου, μέχρι αυτή τη στιγμή που μιλάμε, εκείνη πιστεύει πως είσαι ο Λίαμ, ο διασημότερος λογιστής της Νέας Υόρκης. Αν ποτέ μάθει την αλήθεια, αμφιβάλλω αν θα την αντέξει. Ο Λεόν...;»

« Είναι νεκρός» της είπα σοβαρά προλαβαίνοντας τυχόν συμπεράσματα και την είδα να χλομιάζει και να βουρκώνει, συγκρατώντας έναν λυγμό.

«Νεκρός; Μα, ποιος τον σκότωσε; Όχι, μη μου πεις, ο φίλος σου»

«Δεν είναι φίλος μου Κάιλα, που να τον πάρει! Ένας σιχαμερός προδότης είναι!» της γρύλισα.

«Έστω, αλλά ανήκει στο σόι σου και τους πρώην ακολούθους σου. Δεν το βλέπεις; Η φύση σου είναι επικίνδυνη. Θα την πάω στο νοσοκομείο αμέσως» πρόφερε η Κάιλα.

«Όχι, θα μείνει μαζί μου και θα την συνεφέρω εγώ. Θέλω να βεβαιωθώ πως θα είναι ασφαλής, τουλάχιστον για απόψε» της απάντησα και την είδα να δυσανασχετεί.

«Καλώς. Και επιτέλους κάνε κάτι με αυτό το φως! Μας τύφλωσες και θα προκαλέσουμε δυστύχημα» μου είπε, αλλά αποφάσισα να προσπεράσω τη δήλωσή της.

Με ένα μου νεύμα, διέταξα τον Αλάστορα να καθίσει στο μπροστινό κάθισμα, ενώ εγώ με το σχεδόν άψυχο σώμα της Αντέϊρα, έκατσα πίσω. Οι σκιές από τα φώτα της πόλης, έπεφταν στο πρόσωπό της και εγώ για πρώτη μου φορά, παρατήρησα τα σχεδόν τέλεια χαρακτηριστικά της. Με τα δάχτυλα μου, που τώρα έτρεμαν από αμηχανία, χάιδεψα απαλά τις ανάλαφρες, καστανές της μπούκλες που μύριζαν βανίλια. Φαινόταν τόσο γαλήνια, ωστόσο εγώ δεν γνώριζα τι είχε στ' αλήθεια βιώσει λίγες ώρες πριν, από την στιγμή που χάθηκε από δίπλα μου, μέχρι τη στιγμή που βρέθηκε στα χέρια του Ασμοδαίου, του Λεόν και όλων αυτών των τεράτων.

Η διαδρομή ήταν μακρινή και από το μυαλό μου περνούσαν χιλιάδες σκέψεις. Ασυναίσθητα, την έσφιξα περισσότερο κοντά στο στήθος μου, για να την κρατήσω ζεστή και προστατευμένη. Προστατευμένη από το είδος μου, προστατευμένη από αυτό που υπήρξα και από αυτό που είμαι. Σκοτάδι, μία μαύρη τρύπα που ανέκαθεν ρουφούσε κάθε τι καλό και αγαθό στο διάβα της και που τώρα ετοιμαζόταν να ρουφήξει και την ίδια. Τα ρούχα δεν κάλυπταν το κορμί της ολόκληρο. Ήταν βρώμικα και σκισμένα. Έβγαλα το φούτερ μου και προσπάθησα να την ντύσω. Τα μυώδη χέρια μου άνοιξαν και την έκλεισαν σφιχτά μέσα τους.

Τη στιγμή που ζυγώναμε στο διαμέρισμά μου, η Κάιλα έμοιασε να σοβαρεύει απότομα, πρωτοφανές για τις στιγμές που είχαμε ζήσει. Τα μάτια της καρφώθηκαν επάνω μου.

«Σε παρακαλώ, σκέψου πολύ καλά τα όσα είπαμε πριν. Αν τα συναισθήματά σου είναι ειλικρινή, σκέψου τα  και δώσε της την ευκαιρία να ζήσει μία φυσιολογική, ανθρώπινη ζωή. Εσύ εξάλλου, δεν ανήκεις καν στο ανθρώπινο είδος» Απομακρύνθηκε τάχιστα από δίπλα μου, σαν να ήμουν ένας επικίνδυνος εκρηκτικός μηχανισμός.

«Θα συμφωνήσω με τη δεσποινίδα Μουρ, Αφέντη. Δεν ανήκεις στο ανθρώπινο είδος και καλά θα κάνεις να μείνεις μακριά της, διαφορετικά η τιμωρία θα είναι πολύ μεγάλη, επίπονη και αιώνια» τελείωσε.

«Φύγε» ήταν η μόνη λέξη που κατόρθωσε να δραπετεύσει από το στόμα μου.

Δεν ήθελα να ακούω άλλο. Δεν ήθελα να ακούω, πως δεν είχα καμία απολύτως ευκαιρία στην ευτυχία, τώρα που επιτέλους τη συναντούσα στο διάβα μου, μετά από τόσους αιώνες. Ωστόσο, βαθιά μέσα μου γνώριζα πως είχαν δίκιο. Δεν ήμουν άνθρωπος, αλλά ένας απόκοσμος Δαίμονας με προδιαγεγραμμένο, ζοφερό μέλλον. Δεν ήθελα να το παραδεχτώ. Δεν ήθελα να παραδεχτώ πως ο προσωπικός μου δρόμος, είχε ήδη χαραχτεί δίχως την δυνατότητα της επιλογής. Γι' αυτήν εξάλλου ΄΄έπεσα΄΄ κάποτε. Για χάρη της κατακρημνίστηκα από τον Παράδεισο και ξεχύθηκα σαν την λάβα την καιόμενη, από τις ουράνιες αγκάλες, απευθείας στα Τάρταρα.

Παλεύοντας να μην το σκέφτομαι και χρησιμοποιώντας τη δύναμη της τηλεπάθειας, συγύρισα όπως όπως το διαμέρισμα, ενώ ήξερα πως κάτι έπρεπε να κάνω και με το ημίγυμνο κορμί της Αντέϊρα. Στη σκέψη και μόνο, πως αυτός ο άξεστος την είχε αγγίξει, είχε ίσως ασελγήσει επάνω της, μου ερχόταν να σπάσω ό,τι υπήρχε γύρω μου σε γυαλί, εντούτοις κράτησα την ψυχραιμία μου, καθώς με περίμενε δύσκολο έργο. Έπρεπε να πλησιάσω προς το μέρος της και να βγάλω από πάνω της το βρώμικο κουρέλι που την τύλιγε, τουτέστιν, να δω απόκρυφα σημεία του σώματός της και κατόπιν, να της δανείσω κάποια μπλούζα του αφιλότιμου, πρώην ιδιοκτήτη του διαμερίσματος. Όλο αυτό ήταν πολύ βαρύ για εμένα και πρωτόγνωρο, παρά το γεγονός πως και εγώ σαν Αρχάγγελος κάποτε, κυκλοφορούσα ημίγυμνος, ενώ δεν έβρισκα τίποτε το παράξενο στη θέα γενικά του γυμνού σώματος. Εξάλλου, είχα πάρει μάτι και την Εύα, πριν από αρκετούς αιώνες και ομολογώ, πως ουδεμία εντύπωση ή ταραχή μου είχε προκαλέσει.

΄΄Προφανέστατα, αφού εκτός από απωθητική, δεν έτρεφες και κανένα απολύτως συναίσθημα για εκείνη και ξέρεις γιατί; Γιατί τότε είχες μυαλό, ενώ τώρα σου έχει μείνει μονάχα το κουκούτσι΄΄ κραύγασε το υποσυνείδητο.

Έκατσα για λίγο στον καναπέ, προσπαθώντας να σκεφτώ την επόμενή μου κίνηση. ΄΄Από το να ξυπνήσει και να σε δει να την κοιτάς σαν παλαιό και σπάνιο έκθεμα μουσείου, τρέξε αυτή τη στιγμή και γδύσε την, ε, συγγνώμη ντύσε την με ό,τι βρεις, προτού να είναι εντελώς αργά για τα αποκαΐδια της υπόληψής σου, καθώς την ίδια την υπόληψη την έχεις προ πολλού κάψει΄΄ συνέχισε να μου δίνει εντολές η ενοχλητική πλην σοφή και πνευματικά άρτια, φωνή της συνείδησης.

Εισήλθα τρέχοντας στο υπνοδωμάτιό μου και άρπαξα την πρώτη μπλούζα που βρήκα διαθέσιμη και ελαφρώς τσαλακωμένη, στην ντουλάπα. Με προσοχή την ανασήκωσα και αφού πέρασα το ένδυμα αργά από το κεφάλι της, το κατέβασα με τρυφερότητα μητέρας που φρόντιζε το νεογέννητο τέκνο της, για να καταλήγω να τη σκεπάζω με μία κουβέρτα. Το δάχτυλό μου ακούμπησε στο μάγουλό της και το τραύμα μονομιάς εξαφανίστηκε. Έκανα ένα βήμα πίσω. Η Αντέϊρα κοιμόταν στο κρεβάτι μου γαλήνια.

Η θέα της Νέας Υόρκης, τη στιγμή που χάραζε ήταν ομολογουμένως εντυπωσιακή. Το φως θα έπαιρνε ξανά τη θέση της ερεβώδους νύχτας και ο ίδιος κύκλος θα επαναλαμβανόταν ξανά και ξανά. Έκλεισα με θλίψη τις κουρτίνες. Εκεί διπλα, στεκόταν άθικτος, ο ένας και μοναδικός, ολόσωμος καθρέπτης, που μου υπενθύμιζε άτεγκτα την υπόσταση και τον ρόλο μου και ας προσπαθούσα μανιωδώς να τα ξεχάσω. Ναι, για πρώτη φορά στη ζωή μου, ήθελα να ξεχάσω τη δαιμονική μου όψη, μα οι συνθήκες μου το απαγόρευαν. Ο Μιχαήλ είχε δίκιο, το ίδιο και η Κάιλα, αλλά και ο Αλάστωρ. Αυτός ήμουν πραγματικά, ένας Δαίμονας επικίνδυνος, ζοφερός, σκιώδης και άκαρδος. Ένας άθλιος και αποτυχημένος επαναστάτης, που αφελώς πίστεψε, πως κρατούσε τη Γη στα χέρια του και πως καθόριζε, μόνος εκείνος, τη δική του ζωή. Παντοδύναμος, αθάνατος και αψεγάδιαστος. Ωστόσο, αποκαρδιωτικά συνειδητοποίησα, πως δεν είχα απολύτως τίποτε υπό τον έλεγχό μου και κυρίως τα συναισθήματά μου.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top