Και εγένετο πόλεμος εν τω ουρανώ/ part4

Κοντά στην θάλασσα ένιωθε ελεύθερος. Ένιωθε πως κάθε έγνοια ταξίδευε μακριά, παρασυρμένη από τα ρεύματά της, από τα φουσκωμένα της νερά. Με τα δάχτυλά του, ζωγράφιζε τις εικόνες που είχε δει στον Παράδεισο. Ο αέρας φυσούσε ανακατεύοντας τα καστανόξανθα μαλλιά του και εκείνος, πάλευε να κατανοήσει την περιπλοκότητα των συναισθημάτων. Σαν Αρχάγγελος, ζούσε στον Παράδεισο έχοντας μάθει να δοξολογεί τον Πατέρα και το ιερό Του έργο, αποφεύγοντας να καλλιεργήσει τον συναισθηματικό του κόσμο. Σε αντίθεση με τον σκοτεινό αδερφό του, εκείνος ένιωθε αγάπη για τα δημιουργήματα του Πατέρα, όπως θα αγαπούσε μία μητέρα το παιδί της. Από την ημέρα όμως που ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με εκείνη τη θνητή, κάτι μέσα του είχε αλλάξει. Η εύθραυστη φύση της, που ικέτευε σιωπηλά για προστασία, του είχε ξυπνήσει την ανάγκη να βρίσκεται δίπλα της και ακόμη χειρότερα, να την αγγίζει.

Στο βάθος του ορίζοντα, είδε μία κοπέλα να κάθεται, έχοντας τοποθετήσει τα γυμνά της πόδια στο σημείο που έσκαγε το κύμα. Ο Γαβριήλ κινήθηκε προς το μέρος της και την είδε να υψώνει ντροπαλά το βλέμμα της επάνω του. Στα μάτια της καθρεπτιζόταν μία ανάγκη. Μία ανάγκη να τον δει ξανά και να αποκτήσει λίγο χρώμα η ζωή της. Μπορεί να τροφοδοτούνταν από την πίκρα και το πένθος της. Παρόλα αυτά, ως πλάσμα του Θεού, όφειλε να τη βοηθήσει.

«Ήρθες» του είπε η Αμέλια και δίχως να το σκεφτεί, έμπλεξε τα δάχτυλά της στα μαλλιά του καθώς εκείνος χαμήλωνε το κορμί του. Αισθανόταν ασφαλής. Η αύρα του το δίχως άλλο εξέπεμπε την καλοσύνη και τη νηνεμία.

Την κοίταξε με προσοχή και φόβο.

«Πάντα θα επιστρέφω» της απάντησε «Ωστόσο, ο πόλεμος είναι προ των πυλών»

«Υποσχέσου μου πως δεν θα πάθεις τίποτα και εσύ» πρόφερε η κοπέλα, μα εκείνος δεν ήταν βέβαιος τώρα πια παρά την αθάνατη φύση του.

«Θέλω να ζήσω, με την ψυχή μου να βγαίνει αλώβητη γιατί σε έχω ανάγκη. Έτσι στα ξαφνικά και δεν γνωρίζω τον λόγο. Μοιάζει σαν να δημιουργήθηκε ένα νήμα αόρατο που με οδηγεί στο πλάι σου και ας μην είμαι ο Φύλακας Άγγελός σου. Όλα αυτά και για μένα φαντάζουν πρωτόγνωρα. Ξαφνικά, έχω ανάγκη απλώς να υπάρχω κοντά σου και να σε προσέχω και να σε ακούω να γελάς. Έχω ανάγκη να με κάνεις να συμπεριφέρομαι σαν παιδί όταν είμαι δίπλα σου και να ξεχνώ για λίγο την θέση μου. Το φορτίο που κουβαλώ μέσα μου είναι βαρύ. Είμαι υπεύθυνος για την δημιουργία αυτού του πλάσματος, που παραλίγο να σου αφαιρέσει τη ζωή. Όλα αυτά δεν τα γνώριζα. Θα έλεγα πως κανένας από εμάς τους Ασώματους, δεν έχει μπλεχτεί ποτέ του με συναισθήματα τέτοιου είδους» ήταν ολοφάνερο πως δυσκολευόταν να δώσει περιγραφή.

«Εσύ υπεύθυνος για την δημιουργία του Ασμοδαίου; Μα γιατί;» τον ρώτησε εμφανώς ταραγμένη.

«Γιατί λάτρεψα την ιδιαίτερη σχέση που είχαν ο Εωσφόρος με τον Μιχαήλ. Δύο πλάσματα που πάλεψαν για τα αντίθετα πιστεύω τους, μα που στο τέλος τους ένωσε και πάλι η αγάπη. Ωστόσο, ό,τι δεν δημιουργείται με θεϊκή παρέμβαση, έχει πιθανότητες αποτυχίας και εγώ με τον Ασμοδαίο απέτυχα» απάντησε ο Γαβριήλ, ωστόσο η Αμέλια προτίμησε να μην το συζητήσει. Η ιδέα και μόνο της όψης αυτού του πλάσματος, της αφαιρούσε αυτομάτως την ενέργεια.

Κάνοντας ακόμη ένα βήμα προς το μέρος του, ακούμπησε το κεφάλι της στο στήθος του και εκείνος την έκλεισε στην αγκαλιά του προστατευτικά. Ένας δυνατός πόνος διαπέρασε το κορμί του, υπενθυμίζοντάς του τον νόμο για τους Αγγέλους και τη σχέση τους με τους ανθρώπους. Λίγο πριν φύγει, την κοίταξε ξανά στα μάτια δίνοντάς της μία σιωπηλή υπόσχεση, πως θα επέστρεφε. Η Αμέλια, σαν να διάβασε τη σκέψη του, έτεινε το χέρι της για να κρατήσει το δικό του, για μία τελευταία φορά.

ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ

Ο άνεμος γύρω μου τραγουδούσε σιγανά, συνοδευόμενος από την μελωδία των φωτεινών αδερφών μου. Παρά το γεγονός πως υπήρξα υπερβολικά καλλίφωνος στο παρελθόν, μαζί με την εμφάνισή μου, είχε υποστεί αλλοίωση και η φωνή μου. Για λίγο έμεινα να κοιτάζω τον ορίζοντα και το χρυσαφένιο χρώμα του ουρανού που παιχνίδιζε διαρκώς με το κυανό. Τα λαμπερά αστέρια κρέμονταν παιχνιδιάρικα στο στερέωμα, σαν φωτεινές σταλαγματιές ελπίδας. Στο βάθος, μαύρα σύννεφα σηκώνονταν και ήμουν σχεδόν βέβαιος, πως σε λίγη ώρα θα κάλυπταν τα πάντα, ακόμη και τις ψυχές μας. Εκείνη λοιπόν την κρίσιμη στιγμή, βλέποντας το φως να βρίσκεται απέναντι από το σκοτάδι, ξεκίνησα να συλλογίζομαι πράγματα, τα οποία στο παρελθόν θεωρούσα ανόητα και μελλοδραματικά, ενώ για πρώτη φορά ένιωσα φόβο. Τον φόβο της απώλειας επιπλέον αγαπημένων προσώπων και τον φόβο της αποτυχίας μου, σε σχέση πάντα με τη δική τους σωματική ακεραιότητα. Αν αυτός ο πόλεμος έληγε με την επικράτηση του Ασμοδαίου, τότε ολόκληρη η ανθρωπότητα, θα βρισκόταν μπροστά στην απειλή της εξαφάνισης. Παλαιότερα, αυτή η ιδέα θα μου δημιουργούσε πεταλούδες ευτυχίας στο στομάχι, , ωστόσο σήμερα, δεν θα μπορούσα παρά να χαμογελάσω ηττημένος. Ηττημένος από τα νέα μου πιστεύω, πως η Κόλαση και ο Παράδεισος, δεν αποτελούσαν δύο διαστάσεις διαφορετικές, αλλά μία ενιαία πραγματικότητα. Για την ακρίβεια, φώλιαζαν σε κάθε ανθρώπινη και αγγελική ψυχή ξεχωριστά, πολεμώντας αέναα για την επικράτηση της μίας επί της άλλης. Έτσι γίνεται πάντα και έτσι έγινε και με εμένα. Μονάχα που στη δική μου περίπτωση, αυτή η μάχη δεν είχε κοπάσει ακόμη.

Είδα τον Γαβριήλ να περνά από μπροστά μου στα ξαφνικά, με ένα βλέμμα σκοτεινό. Ποτέ πριν δεν τον θυμόμουν έτσι. Είχε χάσει την πρότερη λάμψη του, η αδυναμία είχε ροκανίσει το αγέρωχο ανάστημά του.

«Ρίχτο αδερφέ» πρόφερα και τον είδα να με κοιτάζει με αηδία.

«Κανονικά εσένα έπρεπε να ρίξω και να περιμένω μέχρι να ακούσω τον θόρυβο της πτώσης σου για να ησυχάσω μία για πάντα» αντιγύρισε.

«Η νευρικότητα της ύπαρξης καταπιεσμένων συναισθημάτων, είναι κάτι που δεν κρύβεται» συνέχισα απτόητος, για να τον δω να οργίζεται.

«Κλείσε το κολασμένο άνοιγμα που έχεις για στόμα» πήρα την απάντηση.

«Δεν είναι κακό να σου αρέσει ξέρεις» είπα ξανά, μα προτού προλάβει να μου απαντήσει, κοιτάξαμε ταυτόχρονα προς τη μεριά του ουρανού. Τα εβένινα, απειλητικά σύννεφα που πριν από λίγο παρατηρούσα από μακριά, ξεκίνησαν τώρα να καλύπτουν αργά και ασφυκτικά τον Παράδεισο, ενώ από ό,τι πληροφορηθήκαμε, τις τελευταίες ώρες, είχαν σημειωθεί αξιόλογα πολλές εξαφανίσεις, παράλληλα με διάσπαρτες ανεξήγητες δολοφονίες. Όλες, είχαν πραγματοποιηθεί με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Τα θύματα είχαν βρεθεί δίχως καρδιά. Ωστόσο, κανένας δεν είχε κατορθώσει να εξιχνιάσει τα εγκλήματα, αφού ο δολοφόνος δεν άφηνε πίσω του κανένα απολύτως αποτύπωμα και φυσικά, κανέναν μάρτυρα.

Πήρα μία βαθιά ανάσα καθώς ήμουν έτοιμος να καλέσω έναν μεγάλο αριθμό Έκπτωτων Αγγέλων. Το Δέκατο Τάγμα είχε πληροφορηθεί για την επιστροφή του και είχε συμφωνήσει να με ακολουθήσει. Αγνοώντας για λίγο τους υπόλοιπους, τέντωσα τα μυώδη χέρια μου στον ουρανό και το ψέλλισμα μίας διαταγής ξέφυγε από τον λάρυγγά μου. Οι Έκπτωτοι, ανταπέδωσαν με τη δική τους κραυγή και σύντομα, ένα σμήνος τερατόμορφων πλασμάτων εμφανίστηκε από τα σπλάχνα της Γης, στην καρδιά του ουρανού. Όλοι τους με κοιτούσαν με απόλυτη αφοσίωση, παραμένοντας ακίνητοι μπροστά μου. Κατόπιν, παραταχτήκαμε στην πρώτη γραμμή, όπως μας άρμοζε άλλωστε, αφού ήμασταν το πρώτο και το ισχυρότερο Τάγμα. Δίπλα μου ένιωσα μία ανούσια παρουσία, να με σκουντά ανάλαφρα.

«Ήρθες κατώτερη ύπαρξη; Πως αισθάνεσαι έπειτα από το θανατηφόρο φιλί του Ασμοδαίου;»

Ο Αλάστωρ αναδεύτηκε ελαφρώς στη θέση του και υψώνοντας το δείγμα που είχε για ανάστημα, μου απάντησε :

«Αφέντη, νιώθω υπερήφανος, καθώς ξεπέρασα τον εαυτό μου»

«Η αλήθεια να λέγεται» παραδέχτηκα με ειλικρίνεια.

«Επίσης νιώθω διπλά υπερήφανος, που πολεμώ στο πλάι σου και στον χώρο του Παραδείσου»

«Να αρκεστείς στην υπερηφάνεια για το πρώτο κομμάτι της πρότασής σου» τελείωσα και άκουσα τη ψυχρή φωνή του Γαβριήλ.

«Το Δέκατο Τάγμα είναι έτοιμο; Έρχονται» φώναξε και κουνήσαμε καταφατικά το κεφάλι.

Η λάμα του σπαθιού μου, αντανακλούσε την απόκοσμη συννεφιά και εγώ βαθιά μέσα μου ήλπιζα να κατορθώσω να το χρησιμοποιήσω. Καθώς η ώρα περνούσε, τα μαύρα σύννεφα αναδεύονταν παράξενα, σχηματίζοντας φρικιαστικές φιγούρες. Το σκηνικό θύμιζε κομμάτι της Αποκάλυψης, καθώς ο ουράνιος πόλεμος θα ήταν ορατός και στα γήινα μάτια, μάλλον με τη μορφή κάποιας σκοτεινής καταιγίδας. Άξαφνα ξέσπασε δυνατή βροχή. Χοντρές, ψυχρές σταγόνες έπεφταν από έναν ουρανό που στέναζε. Οι κεραυνοί χόρευαν γύρω μας επικίνδυνα, με λάμψεις και κραυγές, ενώ στα σημεία που έπεφταν, το απόκοσμο, στιγμιαίο τους φως, αποκάλυπτε τις δαιμονικές λεγεώνες που κινούνταν με κατεύθυνση την Ιερή Πόρτα. Ο θόρυβος απλωνόταν από άκρη σε άκρη, όταν επιτέλους, μέσα από το σκοτεινό πηγάδι του ορίζοντα, ξεπρόβαλε η γιγάντια φιγούρα του Ασμοδαίου. Τότε η αγγελική λάμα έλαμψε στα χέρια των τριών Αρχαγγέλων, Γαβριήλ, Ουριήλ και Ραφαήλ, ενώ εγώ είχα ξεκινήσει να αγχώνομαι καθώς το περιβάλλον γύρω μου, δεν με ωθούσε να κάνω θετικές σκέψεις, ώστε να ενεργοποιήσω το σπαθί.

«Φωτεινές πεταλουδίτσες του Πατέρα και αξιολύπητε δημιουργέ μου, ήρθε η ημέρα που οι θρόνοι του ουρανού, θα μετατραπούν σε μαύρους της Κολάσεως, όπου κάθε καλό συναίσθημα θα βαλτώσει για να αναδυθεί από μέσα του η κακία και το μίσος, όπου τα φτερά των Αρχαγγέλων θα ξεριζωθούν, για να κοσμούν τους τοίχους των Ταρτάρων» μούγκρισε ο Ασμοδαίος, ενώ οι άλλοι δύο κολασμένοι Πρίγκιπες, ξεκίνησαν τις επευφημίες προς το φρικτό πρόσωπό του.

«Από αυτήν εδώ την πόρτα δεν θα περάσεις» ήταν τα μόνα λόγια που ξεστόμισε ο Γαβριήλ, προτού ριχτούμε όλοι στη μάχη με κραυγές και λάμψεις να εκτοξεύονται.

Δικός μου στόχος, ήταν οι Πρίγκιπες και έτσι βρέθηκα να χτυπιέμαι με τον Μπελιάλ, του οποίου το σώμα ανέδιδε μία φριχτή μυρωδιά.

΄΄Δεν παίζεις τίμια΄΄ σκέφτηκα, για να αυτοακυρωθώ λίγα δευτερόλεπτα μετά. ΄΄Φυσικά, αφού είναι Δαίμονας, μα τα καζάνια!΄΄

Εκείνος, είχε χώσει τα νύχια του στο κορμί μου και εγώ πάλευα να τον ξεφορτωθώ σαν περιττό βάρος, προσπαθώντας να κάνω το θεϊκό φως να λάμψει. Τη στιγμή που ήμουν έτοιμος να τα καταφέρω, ένιωσα μία δύνη να με τυλίγει στα δίχτυα της και να με καταπίνει αργά και βασανιστικά. Το τοπίο γύρω μου άλλαξε, για να μεταφερθώ νοητά στη Γη και μάλιστα κατά πώς φαινόταν, σε ένα νοσοκομείο. Οι διάδρομοι ήταν κενοί και σκοτεινοί, ενώ εγώ βάδιζα προσεκτικά με το ένστικτο να με προειδοποιεί για κάτι φρικτό. Τα βήματά μου με έφεραν μπροστά από μία κλειστή πόρτα, την οποία για κάποιο λόγο δίσταζα να ανοίξω. Πάρα ταύτα, η ενέργεια που με είχε οδηγήσει μέσα σε αυτό το όραμα, με ωθούσε να το κάνω. Βαστώντας την ανάσα μου, πίεσα το χερούλι, για να αντικρίσω την Αντέϊρα πεσμένη στο κρεβάτι. Το δέρμα της είχε χάσει την αλλοτινή του λάμψη και η καρδιά της χτυπούσε αδύναμα. Μπορούσα να ακούσω καθαρά τον ασθενικό της χτύπο. Τότε, δίπλα της είδα έναν άνθρωπο μαυροντυμένο να της κρατά το χέρι. Το πρόσωπό του δεν φαινόταν, καθώς η μαύρη κουκούλα κάλυπτε τα χαρακτηριστικά του.

Ετοιμάστηκα να πλησιάσω περισσότερο, όταν συνειδητοποίησα πως το χέρι που την βαστούσε, ήταν παραμορφωμένο και φυσικά δεν ανήκε σε άνθρωπο. Ο άνδρας με μία κίνηση, τράβηξε πίσω την απόκοσμη κάλυψη της κουκούλας, φανερώνοντας το φρικτό πρόσωπο του Ασμοδαίου.

«Πεθαίνει» μου είπε χασκογελώντας και εγώ έμεινα να τον κοιτάζω άναυδος. «Τι; Μήπως νιώθεις πως ο Πατέρας σε εκδικείται επειδή του διέλυσες την ισορροπία, παίρνοντάς σου ό,τι αγαπάς; Ε, λοιπόν αυτό κάνει. Ένα μικρό πιόνι είσαι στη δική Του σκακιέρα, όπως όλοι όσοι Τον υπακούουν. Ποτέ δεν σε αγάπησε και ποτέ δεν νοιάστηκε για εσένα. Αυτή τη στιγμή, έχεις την ευκαιρία να Τον εκδικηθείς, αν φυσικά αποφασίσεις να έρθεις με το μέρος μας. Η επιλογή σου ανήκει, εξάλλου εγώ σέβομαι την ελεύθερη βούληση σε αντίθεση με Εκείνον» τελείωσε και ένας ξαφνικός πόνος έκανε επίθεση στην καρδιά μου, σε τέτοιο σημείο που διπλώθηκα στα δύο.

Έβλεπα την Αντέϊρα να χάνεται, ωστόσο μέσα στην παραζάλη μου δυσκολευόμουν να ξεχωρίσω την αλήθεια από το ψέμα. Μολαταύτα, ήξερα από πριν πως η Αντέϊρα ήταν στο νοσοκομείο και οι εικόνες αυτές, πιθανότατα να έκρυβαν μία δόση φρικτής αλήθειας. Το όραμα υποχώρησε βυθισμένο στην πνιγηρή του ομίχλη, για να βρεθώ μπροστά σε μία ουράνια Κόλαση. Είδα Αγγέλους να πέφτουν σαν βροχή, ηττημένοι από τις δισεκατομμύρια δαιμονικές λεγεώνες που κουβαλούσε μαζί του ο Ασμοδαίος. Είδα τον Ραφαήλ να παλεύει με τον Αζαζήλ και ο Δαίμονας να τον χτυπά με βία στο λευκό μάρμαρο. Ο ουρανός ξερνούσε φωτιά, η οποία έκαιγε τα πάντα γύρω μου. Τότε άκουσα το ουρλιαχτό του Γαβριήλ.

«Εωσφόρε το φως! Πρέπει να ενεργοποιήσεις το φως! Δεν μπορώ να τους κρατήσω άλλο»

«Όχι» ήταν η μονολεκτική απάντηση που εισέπραξε.

Τον είδα να στέκεται μαρμαρωμένος, σχεδόν χλωμός και να με κοιτά σαν να έβλεπε στην κυριολεξία ένα τέρας. Το χρυσαφί των ματιών του χάθηκε και μία μαύρη σκιά κάλυψε τη λάμψη του.

«Τι εννοείς, όχι;» επανέλαβε.

«Εγώ δεν συμμαχώ με προδότες. Έπρεπε να το είχα καταλάβει πως ο Πατέρας είχε ένα σχέδιο για εμένα. Πως ήθελε να με χειραγωγήσει μέσω εσένα και των υπολοίπων εδώ πάνω. Εγώ σας εμπιστεύτηκα και προσπάθησα να αλλάξω, αλλά εσείς μου πήρατε ό,τι πιο πολύτιμο είχα» γρύλισα και είδα τον Ασμοδαίο να χαμογελά σατανικά.

«Τι είναι αυτά που λες; Τρελάθηκες ή μήπως τελικά αυτός που εξαπατήθηκε ήμουν εγώ;» μου αντιγύρισε.

«Ο Μιχαήλ χάθηκε και η Αντέϊρα χάνεται» έφτυσα και όρμησα επάνω του.

Ξεκινήσαμε να χτυπιόμαστε ανελέητα και ειλικρινά η οργή μου ήταν τόσο μεγάλη, που θα άνοιγα τους ουρανούς στα δύο. Τον πέταξα με δύναμη κάτω και τον είδα να ζαλίζεται. Σήκωσα το σπαθί με ορμή, έτοιμος να τον καρφώσω στην καρδιά, όταν τον άκουσα να ψιθυρίζει λαχανιασμένα:

«Μην σπιλώνεις τη μνήμη του Μιχαήλ. Εκείνος είδε μέσα σου το φως και όχι το σκοτάδι και γι' αυτό έδωσε τη ζωή του. Δεν μπορείς να αγνοήσεις μία τέτοια πράξη, καθώς θα ήταν η μέγιστη αμαρτία. Επίσης, εκεί κάτω στη Γη, μία κοπέλα επέλεξε να παρατείνει τη ζωή της, προκειμένου να κλέψει λίγες στιγμές ευτυχίας, αρνούμενη να παραμείνει σε ένα νοσοκομείο. Εσύ λοιπόν, έδωσες αξία στις στιγμές αυτές και θα πρέπει να είσαι περήφανος που χάρισες απλόχερα την ευτυχία σε κάποιον που το είχε τόσο μεγάλη ανάγκη. Σε όλα αυτά, κοινός παρονομαστής ήταν η αγάπη και όχι το μίσος που σε ποτίζουν τα λόγια του Ασμοδαίου. Είσαι πολύ καλύτερος από εκείνον. Ήσουν ο πρώτος και οφείλεις να προστατέψεις όσους σε αγάπησαν και όσους αγαπάς» τελείωσε και τα λόγια του έμοιαζαν με ρεύμα που ξεκίνησε να εισχωρεί στον οργανισμό μου, ζωντανεύοντας κάθε ίντσα του, κάθε κύτταρό του.

Τα κυανά μου μάτια έλαμψαν, όσο ποτέ, καθρεπτίζοντας έναν ουρανό που τώρα δεν υπήρχε. Οι μύες μου τεντώθηκαν και το μαύρο χρώμα άρχισε να υποχωρεί. Τα αγκάθια εξαφανίστηκαν και δύο τεράστια, ολόλαμπρα φτερά αναδύθηκαν βίαια μέσα από τους ώμους μου, ενώ ταυτόχρονα, ένιωσα τις ξανθές τούφες των μαλλιών μου να γαργαλούν την πλάτη μου. Γύρω μου, η αγγελική, κυανή μου χάρη κάλυψε το κορμί μου και οι λέξεις στην λάμα του σπαθιού φωτίστηκαν. ΄΄Αγάπη, Δύναμη, Πίστη΄΄. Πίστη στον εαυτό μου, πίστη σε ό,τι αγαπούσα. Τα δαχτυλίδια της Δύναμης έλαμψαν στα χέρια μου. Η πρότερη αρχαγγελική μου μορφή, είχε επιστρέψει, κάνοντας τους πάντες σχεδόν να συγκινηθούν. Τα μάτια μου ακόμη παρέμεναν κλειστά, καλυπτόμενα από τις έντονες βλεφαρίδες μου. Όταν τα άνοιξα, η ψυχρή αγγελική ματιά μου, καρφώθηκε στο τερατούργημα που άξαφνα είχε σκεβρώσει.

Στάθηκα απέναντι από τον Ασμοδαίο και σήκωσα το σπαθί. Εκείνος μιμήθηκε την κίνησή μου, σηκώνοντας το απόκοσμο δικό του, αλλά μπροστά στη θεϊκή λάμψη δεν είχε καμία απολύτως ελπίδα. Τα σπαθιά συγκρούστηκαν, αφήνοντας έναν εκκωφαντικό κρότο. Με το πρώτο χτύπημα, ο Ασμοδαίος βρέθηκε να εκτοξεύεται πίσω, ενώ εγώ δεν κουνήθηκα καν από τη θέση μου. Τότε, τον είδα να πεισμώνει και τα χέρια του να δημιουργούν φλόγες. Κινήθηκε εναντίον μου και κατάφερε ένα χτύπημα στον ώμο μου, μα όχι δίχως τίμημα, καθώς το θεϊκό φως, έκαψε το δέρμα του στο σημείο που είχε έρθει σε επαφή μαζί του. Συγκρουόμασταν ξανά και ξανά, σε μία μάχη δίχως τέλος, όταν πήρα την απόφαση, να μεγιστοποιήσω τη λάμψη, καταβάλλοντας το τελειωτικό χτύπημα και στέλνοντας την άθλια ψυχή του, κατευθείαν στον λαβύρινθο των Ταρτάρων, από όπου δεν θα δραπέτευε ποτέ. Τότε, τον είδα να τινάζει στον αέρα από τον πόνο το σπαθί με το οποίο είχε μόλις προσπαθήσει να με χτυπήσει, εκείνο να λιώνει σαν παλιοσίδερο και τον ίδιο να κρατά το σημείο της καρδιάς του. Αέρας δυνατός σηκώθηκε, παρασύροντας τη στάχτη του μακριά, ενώ εκατοντάδες δαιμόνια που προσπάθησαν να πλησιάσουν, κάηκαν και έπεσαν από τον ουρανό ουρλιάζοντας και κλαίγοντας γοερά.

«Εωσφόρε φύγε! Υπάρχει κάποια που σε περιμένει και που ο χρόνος της είναι πολύτιμος» άκουσα τον Γαβριήλ.

Τότε, τον πλησίασα σιγανά ακουμπώντας το χέρι μου στον ώμο του.

«Θα ήθελα να σου ζητήσω μία χάρη» πρόφερα και τον είδα να κουνά το κεφάλι του καταφατικά. «Θα ήθελα να κάνεις την όμορφη εμφάνισή μου να διαρκέσει ακόμη λίγο» τελείωσα και τον είδα να μου χαμογελά.

«Στο καλό» μου απάντησε.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top