Και εγένετο πόλεμος εν τω ουρανώ/part2

Η σωρός των φρικαλέων εντόμων ξεκίνησε να υιοθετεί σχήμα και μέσα από την μαύρη τους δύνη, φάνηκαν δύο κατακόκκινα μάτια, τα οποία έσβησαν για να δώσουν τη θέση τους στο εβένινο του χάους. Μπροστά του φάνηκε ένα γιγαντόσωμο πλάσμα, βαθιά παραμορφωμένο και με δύο τεράστιες ουλές στο σημείο που κάποτε υπήρχαν τα φτερά του. Βγάζοντας μία κραυγή, ανάγκασε την Αμέλια να γονατίσει κυριολεκτικά στο δρόμο, από τον δυσβάσταχτο πόνο στα αυτιά, ενώ διέλυσε όλες τις γυάλινες βιτρίνες, τα παράθυρα και τα φώτα των δρόμων. Βαριανασαίνοντας πλησίασε τον Γαβριήλ και στάθηκε μονάχα μία ανάσα μακριά από το πρόσωπό του.

«Χαιρετώ τον γλυκό μου δημιουργό, τον δικό μου μονάκριβο δίδυμο αδερφό» του έφτυσε και η Αμέλια έβαλε το χέρι της μπροστά από το στόμα της, εξαιτίας της έκπληξης.

«Ασμοδαίε, θα μου το πληρώσεις πολύ ακριβά» γρύλισε ο Γαβριήλ και ο Δαίμονας ξέσπασε σε γέλια, τα οποία διέλυσαν σαν φθονερή σειρήνα ό,τι είχε απομείνει από τα προηγούμενα γυαλιά γύρω τους.

ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ

Ειλικρινά, είχα αρχίσει να εκνευρίζομαι από την πολύωρη αναμονή. Αδιαφορώντας για τις εντολές του Γαβριήλ, πέρασα την παραδείσια πόρτα, για να αντικρίσω το απόλυτο χάος. Πλήθος Αγγέλων, κατώτερων και ανώτερων, καθώς και τα τερατόμορφα Χερουβείμ, παρέα με τα Σεραφείμ, έβγαιναν από την πόρτα της αίθουσας του συμβουλίου. Δίχως σκέψη, άρπαξα τον πρώτο Άγγελο που βρήκα στο διάβα μου και κόλλησα το φριχτό πρόσωπό μου στο δικό του.

«Θα μου εξηγήσει κανείς τι συμβαίνει εδώ; Επιτέλους πόση ώρα χρειάζεστε για να σκεφτείτε την πρότασή μου και τελοσπάντων, πού στο καλό, μα τους κολασμένους, είναι ο ξινός ο Γαβριήλ;» τον ρώτησα.

«Στη Γη» ήταν η μόνη απάντηση που εισέπραξα και ειλικρινά, ευχήθηκα να μου έκανε πλάκα.

«Για επανέλαβε, καθώς κάτι δεν κατάλαβα καλά και συγχώρα με» του είπα μουγκρίζοντας.

«Κατέβηκε έκτακτα στη Γη, καθώς οι τέσσερις Πρίγκιπες επιτέθηκαν» μου απάντησε και πάγωσα.

«Αυτό είναι αδύνατον. Η διάσταση της Κόλασης κρατούσε κλεισμένους τον Μπελιάλ, με τον Ασταρώθ. Πως βρήκαν τον τρόπο τόσο γρήγορα; Και πού είναι ο Γαβριήλ αγγελίσκε;» συνέχισα.

«Μονομαχεί με τον Ασμοδαίο. Τα νέα μόλις έφθασαν» τελείωσε και έφυγε τρέχοντας.

΄΄Ω, μα τις εννέα Πύλες, έπρεπε να φύγω άμεσα. Μπορεί να είχα αλλεργία στην παρουσία του συγκεκριμένου Αρχαγγέλου, όσο είχα και στα πούπουλα, αλλά εδώ διακυβευόταν η ασφάλεια και η επιβίωση ολόκληρης της ανθρωπότητας΄΄ σκέφτηκα.

Άφησα το σώμα μου να πέσει με φόρα στη Γη. Τα υγρά σύννεφα μαστίγωσαν το πρόσωπό μου με μανία και εγώ μέσα στο μυαλό μου, άκουγα το σιωπηλό κάλεσμα του Αρχαγγέλου. Έτσι γινόταν πάντα, όταν κάποιος από εμάς βρισκόταν σε κίνδυνο ή αντιμετώπιζε κάποια δυσκολία. Εξέπεμπε μία ενέργεια παράξενη, ίσως κύματα ήχων και ο άλλος αντίστοιχα ενημερωνόταν για την ακριβή τοποθεσία. Στη Νέα Υόρκη, ο ήλιος βούλιαζε νωχελικά στο βάθος του ορίζοντα, πίσω από τα ψηλά και μουντά κτίρια, ενώ εγώ βρέθηκα άξαφνα μπροστά σε ένα αποτρόπαιο θέαμα. ΄΄Μα τα δισεκατομμύρια πούπουλα που κοσμούσαν τα φτερά μου΄΄ σκέφτηκα, καθώς είδα τον Γαβριήλ και τον Ασμοδαίο, να παλεύουν σώμα με σώμα, μπροστά στα μάτια των θνητών που στην κυριολεξία τα είχαν χαμένα. Άλλοι ούρλιαζαν, άλλοι έκλαιγαν με λυγμούς, ενώ μερικοί πιο ελαφρόμυαλοι, έτρεχαν να τραβήξουν φωτογραφίες ικανοποιώντας την κρυφή τους τερατολαγνεία.

Έτσι μούσκεμα που τα είχαν κάνει λοιπόν και άντε να τα στεγνώσεις μετά, αποφάσισα να μπω και εγώ στο παιχνίδι, όταν με την άκρη του ματιού μου παρατήρησα δύο πανομοιότυπα φίδια, να σέρνονται ύπουλα προς την μεριά του Γαβριήλ. ΄΄Καλώς τα πρωτοπαλίκαρα του πυρός του εξώτερου!Αξιωματικοί με τα γαλόνια τους και πρίγκιπες των καζανιών, ο Ασταρώθ με τον Μπελιάλ΄΄ σκέφτηκα, καθώς τα φίδια είχαν σταθεί όρθια σε στάση επιθετική, για να δώσουν τη θέση τους λίγο λίγο, σε δύο παραμορφωμένα και αηδιαστικά πλάσματα, τα οποία αδυνατούσες να πιστέψεις πως κάποτε, είχαν υπάρξει Άγγελοι. Στην πλάτη τους, διακρίνονταν ακόμη εξογκώματα, τα οποία προκαλούσαν την πλούσια φαντασία κάποιου, να σκεφτεί, πως ίσως κάποτε, στη θέση των εξογκωμάτων αυτών, κρέμονταν φτερά. Τα μάτια τους είχαν ένα βαθύ, άλικο χρώμα, ενώ έβγαζαν διαρκώς ήχους απόκοσμους, καθώς πλησίαζαν το θνητό πλήθος. Τότε, ξεκίνησα να γελώ. Το φριχτό μου γέλιο απλώθηκε από άκρη σε άκρη και έκανε τους πάντες να παγώσουν στη θέση τους. Ήξεραν πως ο σατανικός αυτός, γάργαρος ήχος χαράς, ανήκε στον αρχηγό και πολέμιο της ανθρωπότητας, ενώ εγώ ήμουν επιτέλους έτοιμος να τους φανερώσω το άλλο μου πρόσωπο, φροντίζοντας αργότερα να διαγράψω τη μνήμη όσων περισσότερων θνητών μπορούσα.

Άνεμος δυνατός σηκώθηκε και η όψη μου ξεκίνησε αργά να σχηματίζεται. Ήμουν πιο ψηλός από τον Γαβριήλ και λίγο πιο μυώδης. Το κατάμαυρο σώμα μου και τα δρακόντια φτερά μου, τεντώθηκαν, ενώ το ειρωνικό χαμόγελο που σχηματίστηκε, επέτρεψε στα μυτερά μου δόντια να κάνουν την εμφάνισή τους. Το πλήθος των θνητών διαλύθηκε ατάκτως, καθώς βαθιά μέσα τους κατάλαβαν πως ήμουν ο άρχοντας της Κολάσεως. Άνοιξα αργά και τέντωσα τα μακριά δάχτυλα των χεριών μου, με τα γαμψά νύχια να τα στολίζουν απόκοσμα και κατόπιν έστρεψα το βλέμμα μου προς το μέρος του Ασμοδαίου. Ο Γαβριήλ με κοιτούσε υποτιμητικά, ενώ ταυτόχρονα φαινόταν να βαριανασαίνει εξαιτίας της κούρασης.

«Τι έγινε Εωσφόρε; Πως πάει η υπηρεσία στο πλάι του Γαβριήλ;» με ρώτησε ειρωνικά ο Πρίγκιπας της ακολασίας, ενώ εγώ δίχως σκέψη, τινάχτηκα μπροστά και κάρφωσα τα δόντια μου στον ώμο του, μόνο και μόνο για να πλημμυρίσει το στόμα μου με ένα πικρό, μαύρο υγρό.

Σαν αντίδραση, εισέπραξα τα νύχια του Ασταρώθ στην πλάτη μου, ενώ ο Γαβριήλ έχοντας βγει εκτός ελέγχου, έδωσε εντολή, ένας Δαίμονας ξέρει σε ποια θνητή, να κλείσει τα μάτια της. Τον είδα να σφίγγει τα χέρια του σε γροθιές και από μέσα τους να ξεπηδά μία λάμψη. ΄΄Το φως των Αρχαγγέλων΄΄ σκέφτηκα. Ένα φως το οποίο διέθεταν όλα τα αγγελικά πλάσματα και το οποίο μπορούσε να προκαλέσει μεγάλη ζημιά τόσο στα ανθρώπινα μάτια, όσο και στα δαιμονικά. Τότε, άκουσα μία στριγκή κραυγή πόνου να βγαίνει από το στόμα του Μπελιάλ, ενώ ο Ασμοδαίος με χτύπησε δυνατά, πετώντας με με φόρα στο έδαφος. Είδα τον Μπελιάλ να σφαδάζει, ενώ κρατούσε με τα χέρια του το ένα του μάτι, το οποίο είχε άξαφνα ασπρίσει. Στην προσπάθειά μου να αντεπιτεθώ στον Ασμοδαίο, ένιωσα έναν οξύ πόνο στην πλάτη και είδα ένα παλούκι να βρίσκεται καρφωμένο χιλιοστά μακριά από το σημείο της καρδιάς. Άρχισα ευθύς να ιδρώνω, ενώ ο πόνος μεταδιδόταν από άκρη σε άκρη σε ολόκληρο το κορμί μου λες και κάποιο δηλητηριώδες υγρό είχε εισχωρήσει στο αίμα μου.

Ήξερα πως αργά ή γρήγορα θα έχανα τις αισθήσεις μου και προσπάθησα να σκεφτώ κάτι για να τους σταματήσω. ΄΄Σύμβολα εξουσίας και δύναμης, κοσμούσαν τα δάχτυλά του΄΄ ξεπετάχτηκε μία φωνή μέσα στο μυαλό μου και ανάμεσα στα δάχτυλά μου, φωτίστηκαν δύο δαχτυλίδια. Τότε, με όση δύναμη μου απέμενε άρπαξα τον Ασταρώθ από τον λαιμό καίγοντάς τον. Ενώ ούρλιαζε και χτυπιόταν, ο Γαβριήλ του κάρφωσε στην πλάτη το αγγελικό του σπαθί, στο σημείο ακριβώς που βρισκόταν η καρδιά, στέλνοντας την καταραμένη του ψυχή, αποδυναμωμένη πια για πάντα, να σέρνεται αιώνια στους σκοτεινούς και μοναχικούς διαδρόμους των Ταρτάρων. Ο ένας από τους Τέσσερις Πρίγκιπες, αποτελούσε πλέον παρελθόν. Στο θέαμα αυτό, οι άλλοι τρεις εξαφανίστηκαν, υποσχόμενοι πως θα επιστρέψουν συνοδευόμενοι από τις λεγεώνες της Κολάσεως. Στο σημείο αυτό οι αισθήσεις μου χάθηκαν, μα ο πόνος ξεκίνησε σταδιακά να υποχωρεί.

Βρισκόμουν το δίχως άλλο, σε μία άβολη θέση. Έτσι μπορούσα να εξηγήσω το χαμηλό πιάσιμο στη μέση μου. Έριξα το κεφάλι μου δίχως δύναμη στο πλάι και είδα το φριχτό μου χέρι, με τα κοφτερά νύχια να κρέμεται άψυχο στο πάτωμα. Λίγο παραπέρα, παρατήρησα τα κίτρινα μάτια του γνωστού μεγαθήριου, που ονομαζόταν Μπουμπού, να με κοιτάζουν διερευνητικά, ενώ ακριβώς δίπλα στο ογκώδες ζώο, βρισκόταν κουρνιασμένη μία κοπέλα, της οποίας το όνομα μου διέφευγε εκείνη τη στιγμή. Το μόνο σίγουρο ήταν, πως βρισκόμουν στο διαμέρισμα της Αντέϊρα και αν σκεφτόμουν πως διατηρούσα την αληθινή μου μορφή, είχα με βεβαιότητα πιάσει όλο το χώρο. Ένιωσα τότε ένα άγγιγμα και κάτω από το πεσμένο μου φτερό, εμφανίστηκε ο Γαβριήλ με ανθρώπινη όψη.

«Τι χαρά να ανοίγω τους οφθαλμούς μου και να αντικρίζω εσένα» του πέταξα και τον είδα να μου χαμογελά ειρωνικά.

«Ενώ εσύ που είσαι ο ορισμός της ομορφιάς, σε σημείο που μπορείς να προκαλέσεις αιφνίδια ανακοπή σε όποιον σε δει;» μου απάντησε με ερώτηση.

«Θεέ μου, τι ζω» ακούστηκε και η φωνή της θνητής.

«Να ευχαριστείς τον Πατέρα που ζεις γενικότερα και να μην Τον επικαλείσαι άσκοπα» γρύλισα και είδα το πρόσωπο του Γαβριήλ να τσιτώνει. Τη στιγμή εκείνη, τινάχτηκα επάνω, σπάζοντας καταλάθος ένα βάζο με το φτερό μου. «Πού είναι η Αντέϊρα;» τους ρώτησα και τους είδα να ανταλλάσσουν βλέμματα. «Γιατί δεν μου απαντάτε;» συνέχισα νιώθοντας την οργή να με τυλίγει και τα κυανά μου μάτια να αλλάζουν χρώμα.

«Είναι καλά, αν και στο νοσοκομείο. Μην ανησυχείς όμως θα είναι εντάξει» πρόφερε κάπως νευρικά η θνητή.

«Αμέλια..» ξεκίνησε ο Γαβριήλ.

«Ναι, ξέρω δεν μπορεί να την δει. Οι γιατροί το έχουν απαγορεύσει» τον πρόλαβε και η μυρωδιά της κοροϊδίας έφτασε στη μύτη μου.

«Εύχομαι για το δικό σας καλό, να μη μου λέτε ψέματα» μούγκρισα.

«Δεν σου μοιάσαμε» έσπευσε να απαντήσει ο ενοχλητικός Αρχάγγελος και τότε, το παγωμένο μου βλέμμα έπεσε επάνω του.

«Την επόμενη φορά που θα αποφασίσεις να δώσεις παράσταση μπροστά σε θνητούς, κάλεσε μας και επίσημα να κόψουμε εισιτήριο» πρόφερα ειρωνικά. «Τι θα απογίνουν όλοι αυτοί οι θνητοί που μας είδαν; Ειλικρινά, εξαιτίας αυτού του μιάσματος, δεν έπρεπε να παρεκτραπείς» τελείωσα.

«Μου έσωσε τη ζωή και εσύ δεν έχεις δικαίωμα να τον κρίνεις. Αν δεν ήταν αυτός, πιθανότατα θα είχαμε θρηνήσει θύματα, ανθρώπινα θύματα» πετάχτηκε η κοπέλα.

«Τι σου κάνει τελικά η ομορφιά! Μέχρι και τις απερισκεψίες σου ηρωοποιεί από το πουθενά» σχεδόν μονολόγησα και τότε, πρόσεξα ένα αμυδρό χαμόγελο να σχηματίζεται στην αιώνια αγέλαστη και δύσκαμπτη φάτσα του Γαβριήλ, ενώ το βλέμμα του καρφώθηκε ξεδιάντροπα στη θνητή.

«Εωσφόρε πρέπει να φύγουμε» άκουσα την ψυχρή προσταγή του.

«Παρεούλα τα δυο μας; Για πού με το καλό;» τον ρώτησα.

«Πάψε και έλα στον Παράδεισο. Το συμβούλιο έχει βγάλει την απόφαση και φυσικά, σε καλεί να ειδοποιήσεις το Τάγμα σου» τελείωσε.

Τη στιγμή που ετοιμαστήκαμε να φύγουμε και εκείνος πέρασε δίπλα από την Αμέλια, είδα για κλάσματα να αγγίζει διακριτικά το χέρι της με το δικό του. Χαμογέλασα πλατιά, καθώς τότε συνειδητοποίησα πως είχα μόλις βρει τον μελλοντικό μου σύντροφο στο καζάνι που θα έβραζα.

ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ

Διαβήκαμε τις Πύλες, με όλα τα αγγελικά βλέμματα να έχουν καρφωθεί επάνω μας. Εγώ, που φυσικά πίστευα στο μάτι, έφτυνα σιωπηλά τον κόρφο μου, καθώς οι περισσότεροι ήταν γαλανομάτηδες και η ενέργειά τους ισχυρότερη. Σε όλη τη διαδρομή μαζί με τον μελλοντικό κολασμένο σύντροφό μου, παραμείναμε σιωπηλοί. Τη στιγμή που ήταν έτοιμος να μπει στην αίθουσα, τον άρπαξα για να τον σταματήσω.

«Θέλεις να μου πεις τι σκέφτεσαι, τόσο μα τόσο επίμονα;» τον ρώτησα και εκείνος δεν έστρεψε καν το βλέμμα του σε εμένα.

«Οι σκέψεις μου δεν σε αφορούν, ειδικά εσένα» μου απάντησε.

«Τι κολασμένο ταλανίζει την ψυχή σου Αρχάγγελε; Ξαφνικά σκοτείνιασες, γιατί κατά βάθος γνωρίζεις, πως τις πιο αμαρτωλές σκέψεις του καθενός, τις πιάνω στον αέρα» συνέχισα.

«Πάψε» ήταν η μόνη απάντηση που εισέπραξα και χαμογέλασα.

«Άρα υπάρχουν αυτές οι σκέψεις» επέμεινα και ο Γαβριήλ κάρφωσε το μελή βλέμμα του, στο κυανό δικό μου.

«Εγώ φταίω» μου είπε σκληρά. ΄΄Τι είδους βόμβα μεγατόνων έριξε μόλις;΄΄ σκέφτηκα.

«Δεν σε καταλαβαίνω, μίλα πιο καθαρά» απάντησα.

Τότε, μου έκανε σήμα να τον ακολουθήσω σε μία άλλη αίθουσα, που ήταν ο προσωπικός του χώρος. Μπήκε μέσα βιαστικός, ενώ οι αμήχανες κινήσεις του διαδέχονταν η μία την άλλη.

«Σιχαίνομαι που σου απευθύνω τον λόγο, αλλά ειλικρινά πλέον, δεν νομίζω πως είμαι καλύτερός σου» μου πέταξε.

«Μα, τι εξομολογήσεις είναι αυτές αδερφέ;» συνέχισα το δούλεμα, μέχρι φυσικά να μου κοπεί το γελάκι στην επόμενη κουβέντα του.

«Εγώ δημιούργησα τον Ασμοδαίο. Αυτό το τέρας που είδες εκεί κάτω, εγώ του έδωσα ζωή» τελείωσε και παγωμένος τον προέτρεψα να συνεχίσει. «Ξέρεις πως εμείς οι εφτά Αρχάγγελοι, ήμασταν οι μόνοι που είχαμε τη δυνατότητα να δημιουργήσουμε τους κατώτερους Αγγέλους- φύλακες μέσα από την ενέργειά μας. Όλοι μας δώσαμε κομμάτι της ενέργειας, ωστόσο εσύ και ο Μιχαήλ, μοιραζόσασταν πάντα κάτι πιο ισχυρό και ας ήσασταν οι αρχικοί Αρχάγγελοι. Ο Πατέρας έδωσε κομμάτι της Χάρης σου σε εκείνον ,καθιστώντας σας κατά κάποιον τρόπο δίδυμους αδερφούς. Όλον αυτόν τον καιρό, έβλεπα την ιδιαίτερη σχέση σας, ήξερα πριν από την αναθεματισμένη σου Πτώση, πως ο Μιχαήλ σε αγαπούσε. Πάντα σε αγαπούσε. Ήταν ένας δεσμός άρρηκτος μεταξύ σας. Τότε, μου γεννήθηκε η ιδέα να δημιουργήσω και εγώ ένα αδερφό. Έναν Άγγελο που δεν θα είναι απλώς κατώτερος, αλλά θα έχει κομμάτι της δύναμης της δικής μου. Ξέρω πως στην ουσία παραβίασα τον κανόνα του Πατέρα, ωστόσο πίστευα πως θα γινόταν ενάρετος όπως και εγώ. Θα τον δίδασκα ό,τι ήξερα με απόλυτη αγάπη. Αυτός ήταν ο Ασμοδαίος που την ημέρα της Πτώσης σε ακολούθησε. Πλέον πιστεύω, πως δεν το έκανε για να σε στηρίξει, αλλά για να σε ανατρέψει στο μακρινό μέλλον. Τότε κατάλαβα εγωιστικά, πως είχα χάσει τον δικό μου δίδυμο. Πως την σχέση τη δική σου και του Μιχαήλ δεν θα την είχα ποτέ και πως το πλάσμα που εμπιστεύτηκα, με είχε προδώσει και σε είχε ακολουθήσει γιατί σε προτιμούσε, όπως και ο Μιχαήλ. Τότε, ξεκίνησα να σκέφτομαι τι είχα κάνει λάθος και ζήτησα από τον Πατέρα συγχώρεση κρυφά από όλους, για το τέρας που είχα φέρει στη ζωή, τον δικό μου δίδυμο αδερφό».

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top