Εν μέρει καλός...ή εν μέρει κακός?/part1
Η υπόλοιπη ημέρα, κύλησε ελαφρώς πιο ευχάριστα, με την Αντέϊρα να έχει χαλαρώσει κάπως, έπειτα από την εξομολόγηση του προβλήματός της. Υπήρχαν όμως στιγμές, που έπιανα τον εαυτό μου να την κρυφοκοιτάζει, δίχως ωστόσο να είμαι βέβαιος για τον λόγο. Τα βλέμματά μας αντάμωναν στιγμιαία για να αποτραβηχτούν εκ νέου, κάτι που για τα δικά μου δεδομένα ήταν πρωτάκουστο. Λάτρευα την ψυχρή οπτική επαφή. Τις στιγμές που την λοξοκοιτούσα, πάλευα να αποκωδικοποιήσω τα συναισθήματα που μου προκαλούσε, καταλήγοντας, πως τελικά μου άρεσε η συντροφιά της εντός και εκτός δουλειάς. Οι παρενέργειες της ανίας μάλλον, με είχαν οδηγήσει στην απελπισία και ιδού τα αποτελέσματα. Η Αντέϊρα φορούσε ένα κυανό πουλόβερ, του οποίου τα μανίκια είχε ελαφρώς ανασηκώσει. Τα μάτια μου, εντόπισαν σημάδια κοντά στον καρπό της. Σημάδια που στα σίγουρα δεν οφείλονταν στο αγενές τετράποδο του σπιτιού της.
Με τρόπο σηκώθηκα, δίχως να το σχολιάσω και κατευθύνθηκα στο γραφείο προσωπικών πληροφοριών, κοινώς στην δεσποινίδα Μουρ. Χτυπώντας μία φορά, εισήλθα και κάθισα απέναντί της, γέρνοντας μπροστά, γεφυρώνοντας άηχα την επικοινωνία μας.
«Κύριε Χελ. Σε τι μπορώ να σας εξυπηρετήσω;» με ρώτησε αφαιρώντας κοφτά τα γυαλιά της. Ομολογουμένως είχα εντυπωσιαστεί.
«Θα είμαι σύντομος και θεωρείστε την ερώτησή μου, αληθινό προσωπικό ενδιαφέρον. Τι συμβαίνει με την Αντέϊρα;»
Την είδα για λίγο να πεταρίζει άκομψα τα βλέφαρά της, σημάδι πως είχε ξαφνιαστεί.
«Δεν σας καταλαβαίνω. Υπάρχει κάποιο πρόβλημα στη συνεργασία σας;»
«Κανένα απολύτως. Ωστόσο, η βοηθός μου είναι συχνά φοβισμένη, ενώ υποφέρει από υποβόσκουσα διάσπαση προσοχής. Δεν θα σας ρωτούσα, αν δεν παρατηρούσα μελανιές στα χέρια της»
Η Κάιλα τοποθέτησε την άκρη του σκελετού των γυαλιών της στα χείλη της.
«Κοιτάξτε...ό,τι ειπωθεί, θα ήθελα να μείνει μεταξύ μας»
«Τάφος ερμητικά κλειστός» υποσχέθηκα.
«Η Αντέϊρα είχε μία σχέση. Τον έλεγαν Λεόν. Ποτέ δεν τον συμπάθησα. Ήταν χειριστικός. Εκείνη, όντας πάντοτε ευγενική και καλόκαρδη, φοβόταν τη συμπεριφορά του. Σταδιακά, έχανε τον εαυτό της. Ήταν μέρες σκοτεινές για εκείνη και εγώ στάθηκα δίπλα της. Ένα διάστημα έμενε σε εμένα, φοβόταν να επιστρέψει στο σπίτι της. Έπειτα, εκείνος συνελήφθη για μικροκλοπές και η Αντέϊρα ανάσανε. Ωστόσο, για να μου αναφέρετε τα χτυπήματα...»
«Σημαίνει πως αυτός κυκλοφορεί εκεί έξω ζωντανός...»
«Ζωντανός;»
«Εμφανώς» γρύλισα «Θα μπορούσε ας πούμε να τον έχει φάει το μαύρο χώμα, καταλήγοντας ένα στρώμα πάνω από τα Τάρταρα, στον τομέα της κακοποίησης. Εκεί, περνούν πολύ καλά, πιστέψτε με»
Την είδα να γουρλώνει τα μάτια.
«Γνωρίζετε καλά τους τομείς της Κόλασης»
«Σαν να ήταν σπίτι μου. Στο θέμα μας τώρα. Απόψε, θα την συνοδεύσω εγώ στον γυρισμό»
Με κοίταξε με δυσπιστία.
«Φροντίστε να μην βαρύνετε και άλλο την ψυχή της»
«Γιατί έχει βεβαρημένο ψυχικό μητρώο; Δεν το έχω κοιτάξει για να είμαι ειλικρινής»
«Κύριε Χελ! Τι καπνίζετε ώρες-ώρες; Εννοώ να φροντίσετε να μην της δημιουργήσετε επιπλέον προβλήματα!»
«Μα, εγώ δεσποινίς Μουρ, είμαι εδώ για να της τα λύσω» απάντησα με το αιώνιο σατανικό χαμόγελο να γλείφει επιδέξια τα χαρακτηριστικά μου.
Τη στιγμή που αποχωρούσαμε από την εταιρεία, καταιγίδα ισχυρή ξέσπασε λες και είχαν ανοίξει οι ουρανοί σύσσωμοι, λες και σφουγγάριζαν όλοι μου οι αδερφοί αντάμα εκεί επάνω.
«Γιατί Θεέ μου; Τώρα βρήκε;» την άκουσα να αναρωτιέται.
΄΄Πρώτον, σταμάτα να επικαλείσαι τον Πατέρα για τόσο ασήμαντα πράγματα και δεύτερον, αποτελεί σοβαρή παραπληροφόρηση το γεγονός, πως ευθύνεται για τα καιρικά φαινόμενα΄΄
Μέχρι να φθάσουμε σπίτι της, είχαμε γίνει στην κυριολεξία μούσκεμα, σαν να είχαμε πέσει με κατακόρυφο από τη γέφυρα του Μπρούκλιν, κατευθείαν στη θάλασσα. Τρέχαμε στους πολύβουους δρόμους αλαφιασμένα, με εμένα να κοιτάζω το πρόσωπό της, στο οποίο αρχικά σχηματίστηκε ένα χαμόγελο, που σύντομα μετατράπηκε σε γέλιο. Η Αντέϊρα έμοιαζε να διασκεδάζει το γεγονός πως τα ρούχα μας, κολλούσαν πλέον γλοιωδώς επάνω μας, ενώ λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, έπιασα τον ανεπρόκοπο εαυτό μου να έχει παρασυρθεί από το γέλιο αυτής της επικίνδυνης σειρήνας, καθώς μου ξέφυγε και εμένα βιαίως ένα σιγανό μούγκρισμα, προεόρτιο του γέλιου. Οι ανάσες μας απελευθερώνονταν με τη μορφή της στιγμιαίας ομίχλης. Την έβλεπα για πρώτη φορά ξέγνοιαστη.
Την είδα τότε να σταματά μπροστά μου και να με κοιτάζει για λίγα λεπτά. Σταμάτησα και εγώ με τη σειρά μου, καρφώνοντας τα κυανά μου μάτια στα δικά της σοκολατένια, μέχρι που το χέρι της κινήθηκε απειλητικά προς την μεριά του προσώπου μου, παραμερίζοντας μία βρεγμένη, μαύρη τούφα από το μέτωπό μου. Το άγγιγμά της, δεν ήξερα ειλικρινά τον λόγο, μα μου προκαλούσε έντονη ταχυπαλμία, με αρρώσταινε. Λογικό θα μου πείτε, αφού απεχθανόμουν τα χάδια και τα αγγίγματα. Μείναμε έτσι ωστόσο, να χαμογελάμε αμήχανα για λίγο και κατόπιν, συνεχίσαμε τη διαδρομή μας προς το σπίτι. Μόλις άνοιξε την πόρτα, την υποδέχτηκε ο μαλλιαρός της συγκάτοικος, ο οποίος διόλου φάνηκε να το διασκεδάζει με την αίσθηση του νερού επάνω μας.
΄΄Σου έκανα την χάρη να με δεις αυτή τη φορά΄΄ μουρμούρισα απευθυνόμενος στην μικροσκοπική έκδοση του Κέρβερου.
«Θα ήθελες κάτι να φας;» με ρώτησε η ευγενική και προνοητική βοηθός μου.
«Σε ευχαριστώ, μα δεν πεινάω» απάντησα πάλι λακωνικά.
«Η αλήθεια είναι πως δεν σε είδα ποτέ μου να τρως» συνέχισε εκείνη βαδίζοντας εν αγνοία της σε αχαρτογράφητα νερά, ενώ εγώ αφαίρεσα προσεκτικά το βρεγμένο κοστούμι μου, μένοντας μονάχα με το πουκάμισο και παρατηρώντας την κοπέλα, να στρέφει το βλέμμα της επάνω μου αμήχανα.
«Κάνω διατροφή δεσποινίς» απάντησα ξανά, αλλά εκείνη συνέχισε ακάθεκτη.
«Ακόμη και αν μαγειρέψω εγώ δηλαδή; Ούτε τότε θα μου κάνεις την τιμή;» ΄΄Πατέρα, έχω εκτίσει και με το παραπάνω την ποινή μου, σταμάτα να με βασανίζεις΄΄.
«Λοιπόν δεσποινίς, αφού το θέτεις έτσι, θαρρώ πως η απάντηση για εμένα είναι μονόδρομος» της είπα και την είδα να φωτίζεται.
«Τέλεια!» αναφώνησε ενθουσιασμένη «Αν θέλεις, μπορείς να αφαιρέσεις το πουκάμισο. Θα το βάλω να στεγνώσει»
«Ε-εντάξει» κόμπιασα και οι γροθιές μου σφίχτηκαν. Το ρούχο απομακρύνθηκε από το βρεγμένο μου κορμί, το οποίο σε αναλογίες ήταν αψεγάδιαστο, αν εξαιρούσες εκείνες τις άσχημες ουλές που συνόδευαν και το πρόσωπό μου. Τα χέρια μου ένιωσαν την ανάγκη να τις κρύψουν. Η κοπέλα ωστόσο είχε άλλη άποψη. Απαλά, τα απομάκρυνε και έμεινε να με παρατηρεί με φυσικότητα.
«Μόνο εσύ τα παρατηρείς, κανείς άλλος σε αυτόν τον χώρο» χαμογέλασε θλιμμένα, μα η χαρά της δεν κράτησε πολύ. Ένα δυνατό χτύπημα στην πόρτα και ύστερα ακόμη ένα, την έκαναν να χλομιάσει. «Είναι αυτός πάλι...» μονολόγησε και είδα τα μάτια της να βουρκώνουν.
«Τότε δεν βρίσκω τον λόγο, γιατί να μην τον καλωσορίσουμε. Στάσου πίσω μου. Θα του ανοίξω εγώ»
Στο κατώφλι φάνηκε ένας άντρας μεσήλικας, αξύριστος και σχετικά απεριποίητος. Στο ένα του χέρι βαστούσε ένα μισοτελειωμένο τσιγάρο και στο άλλο μερικά κιτρινισμένα χαρτιά.
«Σε άκουσα τη στιγμή που ερχόσουν» της γρύλισε απειλητικά «Δεν φαντάστηκα φυσικά πως θα έχεις μαζί σου και παρέα» συνέχισε καρφώνοντας το θολωμένο του βλέμμα πάνω μου. «Θέλω τα λεφτά μου και τα θέλω τώρα!» τσίριξε ξεδιάντροπα.
«Σας παρακαλώ, σας εξήγησα πως αυτό το μήνα, τα οικονομικά μου είναι πολύ περιορισμένα, δείξτε λίγη κατανόηση» του απάντησε τρέμοντας, με δάκρυα να κυλούν αργά από τα μάτια της.
«Αδιαφορώ...» της συλλάβισε και πήγε να της πιάσει το χέρι με τη βία.
Τη στιγμή εκείνη, ένιωσα να χάνω τον έλεγχο. Ένα περίεργο συναίσθημα, εκείνο του προστάτη ίσως ή ακόμη χειρότερα του...Φύλακα Άγγελου, με ώθησε να προχωρήσω προς την μεριά του με μάτια ολοκόκκινα, τα οποία ευτυχώς για εμένα και την κατακερματισμένη μου υπόληψη, εκείνη δεν πρόλαβε να αντιληφθεί. Τον είδα να χλομιάζει αυτομάτως και να αφήνει την κοπέλα αργά. Φτάνοντας μπροστά του, τον άρπαξα από τον λαιμό και τον σήκωσα σε τέτοιο βαθμό, που τα πόδια του δεν ακουμπούσαν πλέον στο έδαφος. Η Αντέϊρα σάστισε και την άκουσα μέσα στην οργή μου να με παρακαλά να μην τον σκοτώσω.
«Αντέϊρα, βγες έξω και άφησέ μας μόνους» της είπα αργά τονίζοντας την κάθε μου λέξη.
«Λίαμ...» συνέχισε τρέμοντας «σε παρακαλώ μην τον..»
«Βγες έξω Αντέϊρα» επανέλαβα.
Τη στιγμή που μείναμε οι δυο μας, πρόσεξα πως από το στόμα του κυλούσαν σάλια τρόμου.
«Αυτή ήταν μία μικρή επίδειξη, προκειμένου να καταλάβεις πως αν απλώσεις ξανά το χέρι σου επάνω της, θα σε θάψω ζωντανό στα θεμέλια της πολυκατοικίας. Θα στοιχειώσω κάθε σου βράδυ, μέχρι που θα παρακαλάς από μόνος σου να τερματιστεί η ζωή σου. Είμαι εκείνο το κακό που απεύχεσαι να συναντήσεις» δήλωσα με στόμφο.
Απέναντί μου, ο άνδρας ξεκίνησε να τρέμει σύγκορμος, αδυνατώντας να αρθρώσει την οποιαδήποτε κουβέντα.
«Εσύ...Δεν είσαι άνθρωπος. Είσαι κάτι άλλο...Κάτι σκοτεινό, πολύ σκοτεινό» τραύλισε.
«Θεοσκότεινο» συνέχισα ξεκινώντας να υιοθετώ την αληθινή μου μορφή. Τα μαύρα μου, αγκαθωτά φτερά, απλώθηκαν στο δωμάτιο, ενώ με την άκρη του ματιού μου, έπιασα την Μπουμπού να φεύγει τρέχοντας, πραγματοποιώντας ανάλαφρα πηδηματάκια. ΄΄Σβέλτη για το μέγεθός της΄΄ σκέφτηκα και κατόπιν γύρισα απότομα το ζοφερό μου βλέμμα πάνω του. Τον είδα τότε να πέφτει στα γόνατα δουλικά και να με ικετεύει. «Θα μπορούσα να σε σκοτώσω επιτόπου και κατόπιν να μεταφερθούμε αγκαζέ ως το πρώτο και μεγαλύτερο καζάνι. Εκεί θα σε αλείφανε με πίσσα για γρηγορότερη ανάφλεξη»
Το σαρκαστικό μου χαμόγελο αποκάλυψε δόντια αφύσικα, δαιμονικά.
«Τι θέλεις από εμένα Δαίμονα;» κλαψούρισε.
«Ανόητε. Δεν είμαι ο οποισδήποτε δαίμονας, αυτό θα ήταν λύτρωση για εσένα. Είμαι εκείνος που ορίζει κάθε σκοτάδι του κόσμου και της ψυχής»
«Εντάξει! Εντάξει....το κατάλαβα. Να σου πουλήσω την ψυχή μου, ίσως;» ψιθύρισε με κόπο.
«Σου μοιάζω να δέχομαι σάπια προϊόντα; Θέλω λίγα πράγματα και καλά. Για αρχή πάρε αυτά» του είπα και του πέταξα στα μούτρα το ποσό του ενοικίου. «Από εδώ και πέρα θα καρτεράς στωικά και χριστιανικά την επόμενη πληρωμή σου από την Αντέϊρα. Πρόσεξε πολύ γιατί θα σε παρακολουθώ» του γρύλισα και του έκανα νόημα με το κεφάλι μου να πηγαίνει «Την Κόλαση δεν την γλυτώνεις, έτσι και αλλιώς, δυστυχώς για εμένα που θα είμαι αναγκασμένος να σε βλέπω, εκτός και αν ακολουθήσεις τον δρόμο του μοναχισμού, με καθημερινές μετάνοιες» του φώναξα λίγο πριν τον δω να εξαφανίζεται τρέχοντας από την πόρτα, για να έρθει στη θέση του η παράξενη, ηλικιωμένη γειτόνισσα και να με πιάσει στα μέσα της μεταμόρφωσής μου.
«Μην μπαίνεις στον κόπο, σε είδα» την άκουσα να προφέρει ευθαρσώς.
«Και ακόμη να πάθεις ανακοπή; Εκπλήσσομαι δυσάρεστα» της απάντησα διασκεδάζοντας με την γενναιότητά της.
«Σε είχα καταλάβει από την προηγούμενη φορά και ας μην μπορούσα να σε δω. Τι θέλεις από την Αντέϊρα;» με ρώτησε.
«Γενναία μου κυρία, το ύφος σας μου προκαλεί νευρικότητα» γρύλισα
«Η Αντέϊρα είναι χρυσό κορίτσι, με άκουσες καταραμένε;» μου πέταξε. ΄΄Καταραμένε; Σωστή τοποθέτηση για την περίστασή μου΄΄ μουρμούρισα αν και προσβεβλημένος.
«Δεν θέλω το κακό της» απάντησα ευθύς, ωστόσο προς δική μου έκπληξη είχα ομολογήσει την αλήθεια.
«Μα είσαι το απόλυτο κακό» συνέχισε εκείνη.
«Δεν ήμουν πάντοτε έτσι!» φώναξα, δίχως σχεδόν να μπορώ να ελέγξω τις ίδιες μου τις εκφράσεις και είδα το βλέμμα της γυναίκας να αλλάζει. Έμοιαζε σαν να είχε ξαφνιαστεί με την αντίδρασή μου και τα λόγια μου.
«Το ξέρω» πρόφερε λίγο πιο μαλακά αυτή τη φορά «Ήσουν ο ομορφότερος όλων εξάλλου. Ο Πρώτος» ΄΄Η χρήση του αορίστου, κυριολεκτικά με σκότωνε΄΄
«Χαίρομαι που το γνωρίζεις και κυρίως που το αναγνωρίζεις» μουρμούρισα.
«Ίσως όλοι μας να αξίζουμε μία δεύτερη ευκαιρία, αρκεί να το ζητήσουμε μέσα από την καρδιά μας» χαμογέλασε εκείνη και γυρίζοντάς μου την πλάτη μου είπε «Το μυστικό σου δεν κινδυνεύει μαζί μου, αρκεί να είμαι βέβαιη για τις καλές σου τις προθέσεις, Εωσφόρε» τελείωσε και ένα πονηρό χαμόγελο αυλάκωσε το πρόσωπό της.
Το βλέμμα μου έμεινε να αιωρείται για λίγο, παραμένοντας καρφωμένο στο σημείο όπου λίγα λεπτά πριν, στεκόταν η ομολογουμένως παράξενη, ηλικιωμένη γυναίκα. Μου είχε μιλήσει για την δυνατότητα ύπαρξης μίας δεύτερης ευκαιρίας, σαν να ήταν για εμένα το πιο φυσιολογικό πράγμα του κόσμου. Ωστόσο, εγώ δεν είχα έρθει στη Γη για να ζητήσω ευκαιρίες, μήτε δεύτερες, μήτε τρίτες, αλλά μονάχα τρόπους για να πάρω πίσω τα κεκτημένα μου.
«Βλέπω γνωριστήκατε με τη γειτόνισσα» άκουσα από πίσω μου την ήρεμη φωνή της Αντέϊρα «Λίαμ, τι συνέβη με εσένα και εκείνον τον άντρα; Άκουσα φωνές και κατόπιν τον είδα να φεύγει κυριολεκτικά πετώντας» συνέχισε και έχοντας καθίσει βαριά στον καναπέ της, άφησε έναν αναστεναγμό «Ειλικρινά, ντρέπομαι τόσο πολύ για όλα. Έγινα μόλις ρεζίλι στον ανώτερό μου. Τώρα τι γνώμη θα έχεις σχηματίσει για εμένα; Πως είμαι ίσως μία αλήτισσα που αφήνει απλήρωτο το ενοίκιο και τις υποχρεώσεις της ;»
Η κουβέντα της είχε σχεδόν καταλήξει σε εσωτερικό μονόλογο. Τότε, για πρώτη φορά στη ζωή μου, την κοίταξα με μία κάποια κατανόηση να αναδύεται στα κυανά μου μάτια. Έτσι δηλαδή βάφτιζα εγώ το συναίσθημα, που είχε μόλις φωλιάσει στη ψυχή μου. Το γαλάζιο μου βλέμμα, αγκάλιασε στιγμιαία, με κάποια τρυφερότητα ίσως, την εικόνα της, ενώ δεν δυσκολεύτηκα καθόλου να βρω τις επόμενες λέξεις μου τις οποίες τοποθέτησα ευθαρσώς στη σειρά :
«Εκείνος θα έπρεπε να ντρέπεται για τον τρόπο που σου φέρθηκε. Σου ορκίζομαι πως θα το πληρώσει ακριβά μετά θάνατον» μου ξέφυγε στο τέλος και την είδα να με κοιτάζει με θαυμασμό.
«Ώστε, πιστεύεις και εσύ στην μεταθανάτια τιμωρία;»έθεσε την ερώτηση με ενδιαφέρον.
΄΄Για την ακρίβεια, αποτελεί μέρος της καθημερινότητάς μου εδώ και εκατομμύρια αιώνες΄΄.
«Πιστεύω» απάντησα μονολεκτικά.
«Και στην Κόλαση και στον Παράδεισο;»
«Πείνασα δεσποινίς» αναφώνησα στην ύστατη προσπάθεια μου να σταματήσω τον καταιγισμό ακατάλληλων ερωτήσεων.
«Συγγνώμη, τα ετοιμάζω όλα αμέσως και επιστρέφω» μου είπε και την τελευταία λέξη της την εξέλαβα σαν απειλή.
΄΄Πήγαινε ευλογημένη, γιατί μας τάραξες πάλι είχες δεν είχες΄΄
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top