Εν αρχή ην η Αγάπη/ part1
Και ο πόλεμος των ουρανών συνεχίστηκε, με οργή αμείωτη και η πτώση των τραυματισμένων Αγγέλων έμοιαζε με τα δάκρυα του Θεού. Ο Γαβριήλ, ο Μέγας Φύλακας της Ιερής Πόρτας, συνέχισε να πολεμά ως το τελευταίο δευτερόλεπτο για τη σωτηρία του φωτός, για τη σωτηρία του κόσμου όλου. Στο πλάι του στάθηκαν, για πρώτη φορά στην αγγελική ιστορία, οι Έκπτωτοι του Δέκατου και πιο σπουδαίου Τάγματος. Του Τάγματος ενός διάσημου Αρχαγγέλου, του οποίου η ψυχή έπρεπε πρώτα να περιπλανηθεί στα σκοτεινά μονοπάτια, για να επανέλθει στο φως.
Μολαταύτα, ο Εωσφόρος, έπρεπε να δώσει μία τελευταία και ίσως την πιο σκληρή και πιο άνιση μάχη. Τη μάχη με τη μοίρα. Την μοίρα που με μελάνι ανεξίτηλο, γράφει εν μέρει την ιστορία του καθενός μας, που είναι άτεγκτη και αμείλικτη, που δεν κάνει διαχωρισμούς. Κάθε άνθρωπος, έχει το δικό του πεπρωμένο, το ίδιο και μία ψυχή που περίμενε να πετάξει μακριά, σε ένα μικρό δωμάτιο νοσοκομείου. Μπορεί να άφηνε πίσω της για πάντα το σώμα της, ωστόσο θα κουβαλούσε τις πιο γλυκιές αναμνήσεις, για μία αιωνιότητα.
Η Γη φάνηκε από μακριά και εγώ πετούσα με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Η καρδιά μου χτυπούσε τόσο δυνατά, που κόντευε να σπάσει. Από πάνω μου, η μάχη μαινόταν και ήμουν βέβαιος, πως παρά το γεγονός πως είχα απομακρυνθεί αρκετά, οι κραυγές του Γαβριήλ και του Ραφαήλ, εξακολουθούσαν να αντηχούν. Φτάνοντας πάνω από τον ουρανό του Μπρούκλιν, με την μεγαλούπολη και τους τερατώδεις ουρανοξύστες να δεσπόζουν στην απέναντι πλευρά, ο κόσμος έμοιαζε αναστατωμένος, καθώς ο αγγελικός πόλεμος για τα μάτια των ανθρώπων, είχε την μορφή της καταστροφικής καταιγίδας. Οι κεραυνοί όργωναν τον ορίζοντα, σχίζοντάς τον, οι δρόμοι είχαν πλημμυρίσει και παντού επικρατούσε ένα κυκλοφοριακό χάος, με κόρνες και κραυγές να μου ζαλίζουν το μυαλό.
Όταν πια εισήλθα στο εσωτερικό του νοσοκομείου, κατάλαβα πως κυριολεκτικά όλα τα βλέμματα, ήταν καρφωμένα επάνω μου. Αρχικά ένιωσα άβολα, εξαιτίας της συνήθειας αιώνων, πως για να με κοιτάζουν τόσο έντονα και δίχως ίχνος διακριτικότητας, πιθανότατα έβλεπαν μπροστά τους κάτι το τερατώδες. Εντούτοις, για πρώτη φορά συνέβαινε το ακριβώς αντίθετο. Όταν στάθηκα μπροστά από τον καθρέπτη που έντυνε όλες τις μεριές του ανελκυστήρα, αντίκρισα το λαμπερό και υπέροχο πρόσωπο ενός νεαρού, να μου ανταποδίδει τη ματιά. Είχε πλούσια, κατάξανθα μαλλιά, έντονα χείλη και σχετικά ψηλό και γεροδεμένο ανάστημα. Για πρώτη μου φορά, είχα επιλέξει να φορέσω ένα ολόλευκο πουκάμισο και ένα ανοιχτό μπεζ παντελόνι. Τα σκούρα χρώματα με είχαν κουράσει και ένιωθα πως δεν είχαν πλέον θέση, ούτε επάνω μου, αλλά ούτε και μέσα μου. Ήταν καιρός να ρίξω φως στη ζωή μου και ας κρατούσε μονάχα για λίγες ώρες. Μου ήταν αρκετό.
Καθώς πλησίαζα στο δωμάτιο της Αντέϊρα, βρήκα την Κάιλα και την Αμέλια, ακουμπισμένες στον τοίχο να κοιμούνται βαριά. Κατάλαβα πως ξενυχτούσαν στο πλάι της φίλης και αδερφής τους, εδώ και πολλές μέρες. Στάθηκα με τρόπο μπροστά από την Κάιλα και τη σκούντησα διακριτικά.
«Μα τους Θεούς, ποιος Άγγελος του ουρανού είσαι εσύ; Γιατί τους έχουμε γνωρίσει όλους μέχρι τώρα, αλλά στη δική σου την περίπτωση, ο Θεός είχε σίγουρα πολλά κέφια όταν σε έφτιαχνε» μου είπε νυσταγμένα και από εμένα ξέφυγε ένα πνιχτό γέλιο.
«Μα την Κόλαση Κάιλα, εγώ είμαι» της απάντησα και την είδα να ξαφνιάζεται.
«Ποιος εσύ;» συνέχισε.
«Ο Εωσφόρος» είπα κοφτά.
«Ε, όχι, αυτό δεν το δέχομαι. Μα εσύ είσαι μία ουράνια οπτασία! Ένας κούκλος! Φτου σου αγόρι μου!» συνέχισε, ενώ η Αμέλια που είχε μόλις ξυπνήσει, κοιτούσε μία την Κάιλα που ωρυόταν και με επευφημούσε διαρκώς και μία εμένα.
«Εσύ είσαι ο...» πήγε να πει.
«Ναι παιδί μου, αυτός είναι!» τη διέκοψε η Κάιλα.
«Είσαι όμορφος» πρόφερε ελαφρώς αμήχανα και εγώ της χαμογέλασα με δυσκολία, καθώς το βλέμμα μου έπεσε βαρύ προς το μέρος της πόρτας. Ήταν εκείνη η ίδια στιγμή που εξαφάνισε ως δια μαγείας, το χαμόγελο από τα πρόσωπά τους για να επιστρέψει η θλίψη και η μελαγχολία.
«Κάιλα, προσπάθησε να μην αφήσεις κανέναν να περάσει μέσα» την παρακάλεσα και κούνησε καταφατικά το κεφάλι της. Τα μάτια της βούρκωσαν και η ματιά της καρφώθηκε στη γη.
«Θα κάνω ό,τι μπορώ» απάντησε ψιθυριστά.
Το αέρινο σώμα μου, μπήκε μέσα στο δωμάτιο και είδα την Αντέϊρα να ανοίγει τα μάτια της εντυπωσιασμένη, σαν να είχε αυτομάτως αντιληφθεί την παρουσία μου με τρόπο μεταφυσικά μαγικό.
«Ήρθες» ήταν η μόνη λέξη που ξεστόμισε και ήταν αρκετή για εμένα. Σημασία είχε πως ήμουν πλάι της και την έβλεπα να ανοίγει διάπλατα τα χέρια της, προκειμένου να με καλωσορίσει στην αγκαλιά της.
«Λυπάμαι τόσο πολύ που άργησα. Έχασα πολύτιμο χρόνο» ψιθύρισα έχοντας χαθεί σε αυτήν την τόσο οικεία αγκαλιά, τη γλυκιά μυρωδιά βανίλιας που ανέδιδαν τα μαλλιά της και το εξίσου γλυκό, μα κουρασμένο πια καστανό της βλέμμα. Το πρόσωπό μου κρύφτηκε κοντά στο στήθος της.
«Θα είχες τους λόγους σου, είμαι βέβαιη γι'αυτό» πρόφερε και την είδα να κοιτά μελαγχολικά το παράθυρο. Τότε, πρόσεξα πως ο ήλιος είχε ανατείλει και πάλι, ενώ οι σταγόνες της καταρρακτώδους βροχής, κρέμονταν παιχνιδιάρικα από τα φύλλα των δέντρων και τις στέγες των πολυκατοικιών, σαν προσωρινά μικρά κρύσταλλα. «Ήταν Πρωτοχρονιά θυμάμαι» άκουσα τη φωνή της ξανά «Τότε που μου είχες πει, πως είχες την ανάγκη να ξεφύγεις» συνέχισε και ένευσα καταφατικά. «Τώρα ήρθε η σειρά μου να σου ζητήσω να με πάρεις μακριά από εδώ. Δεν έχω πολύ χρόνο και το γνωρίζω, ωστόσο θέλω να θυμάμαι το κλείσιμο του κύκλου μου και να χαμογελώ. Πάμε να φύγουμε μακριά από αυτό εδώ το μέρος, μονάχα εσύ και εγώ» τελείωσε και αρχικά ταράχτηκα, καθώς θεώρησα πως ήταν πολύ αδύναμη για να απομακρυνθεί από το νοσοκομείο. Ωστόσο, είχα πλέον καταλάβει πως σε αντίθεση με εμάς τους αθάνατους, οι άνθρωποι είχαν περιορισμένη ζωή και έτσι πάλευαν, όσοι δηλαδή την εκτιμούσαν και είχαν την ευκαιρία, να συλλέξουν όμορφες εικόνες και στιγμές. Ακόμη και αν η διάρκειά τους, ήταν ελάχιστη, ακόμη και αν δεν ξεπερνούσε το δευτερόλεπτο.
Προσεκτικά, αφαίρεσε από το ισχνό της χέρι τον ορό και με τα δάχτυλά της, χτένισε άτσαλα τα μπερδεμένα της μαλλιά. Οι μαύροι κύκλοι στόλιζαν το αλλοτινά αλαβάστρινο πρόσωπό της και το χρώμα του δέρματός της, είχε πια χαθεί. Στα δικά μου μάτια όμως, ήταν η πιο όμορφη γυναίκα του κόσμου γιατί την έβλεπα με αγάπη. Ο πιο υπέροχος άνθρωπος, τον οποίο δεν θα ντρεπόμουν να προσκυνήσω ξανά και ξανά. Απαλλαγμένη πια από τα χιλιάδες καλώδια, άπλωσε τα χέρια της και εγώ την σήκωσα ψηλά. Τη βαστούσα και το κορμί μου έτρεμε. Τα μάτια μου είχαν υποσχεθεί να μη δακρύσουν.
«Φεύγουμε» πρόφερα χαμογελαστός και εκείνη ακούμπησε το κεφάλι της στο στήθος μου με ανακούφιση.
Τον προορισμό μου, τον είχα κιόλας σκεφτεί. Ήταν το μέρος που ταξιδέψαμε εκείνη την Πρωτοχρονιά. Την ημέρα που τα συναισθήματά μου με έπνιγαν τόσο, που δεν άντεχα να τα χαλιναγωγώ άλλο. Την ημέρα που συνειδητοποίησα πόσο πολύ την αγαπούσα ή τι τελοσπάντων σήμαινε αυτή η πολυπόθητη λέξη της αγάπης και πως άξιζε να θυσιάσω την ύπαρξή μου, για να κλέψω μία αληθινή στιγμή ευτυχίας μαζί της. Γιατί οι στιγμές αυτές είναι πολύτιμες και γι' αυτόν τον λόγο σπανίζουν.
Ο κήπος του γνωστού ξενοδοχείου μας καρτερούσε θαρρείς ολάνθιστος και μυρωδάτος. Η άνοιξη, είχε ξεκινήσει να απλώνει το πέπλο της και να στολίζει λίγο λίγο την φύση με τις ολόδικές της πινελιές. Πάρα ταύτα, στην ψυχή μου μέσα, επικρατούσε βαρυχειμωνιά. Βαρύθυμος, την οδήγησα αργά, κάτω από την σκιά ενός δέντρου. Ο ουρανός στραφτάλιζε λάμποντας, σαν να μην επικρατούσε καμία μάχη και οι αχτίδες του ήλιου χάιδευαν το ωχρό της δέρμα. Τη στιγμή που καθίσαμε, έκοψα ένα κόκκινο τριαντάφυλλο και της το πρόσφερα. Το πήρε χαρούμενη μέσα από τα χέρια μου και ένα αχνό χαμόγελο στόλισε το πρόσωπό της.
«Το μόνο που ζήτησα από τη ζωή μου, ήταν να μου δώσει η μοίρα μου χρόνια, για να στηρίξω την αδερφή μου. Να την βοηθούσα να τελειώσει τις σπουδές που τόσο αγαπούσε και να μη χρειαζόταν να δουλεύει για να μπορέσει να πληρώσει το Πανεπιστήμιό της. Δυστυχώς δεν τα κατάφερα, αλλά την τελευταία στιγμή, ο Θεός με λυπήθηκε και έστειλε στο διάβα μου εσένα» ξεκίνησε κοιτώντας με κατάματα και ένα ρίγος διαπέρασε το κορμί μου. Κάρφωσα το βλέμμα μου στη γη, καθώς το άγνωστο, μέχρι εκείνη την ημέρα, συναίσθημα της συγκίνησης, μου χτυπούσε την πόρτα. Δειλά, πήρα το χέρι της στο δικό μου και το χάιδεψα απαλά.
«Αυτός που πρέπει να νιώθει ευγνώμων για την τύχη του, είμαι εγώ. Ένα πλάσμα δόλιο και κακό, παραμορφωμένο εξωτερικά και εσωτερικά, αγαπήθηκε τόσες πολλές φορές, που σίγουρα δεν του άξιζαν. Σε ευχαριστώ που με έφερες στο φως και με έκανες να εκτιμήσω, όλα αυτά που δεν κατάφερε να με κάνει, ούτε ο ίδιος μου ο Πατέρας» της απάντησα και με κοίταξε με ένα πονηρό χαμόγελο.
«Για να πλάσεις κάτι όμορφο, αυτό σημαίνει πως θα πρέπει να έχεις και την ανάλογη πρώτη ύλη. Δεν είσαι κακός, ούτε σατανικός και αυτό το πράγμα εύχομαι μία μέρα ο κόσμος να μπορέσει να το δει. Να δει όλα αυτά τα υπέροχα πράγματα που αντίκρυσα εγώ, περνώντας κάθε μου ημέρα μαζί σου» μου είπε, ενώ είδα ένα λεπτό ρυάκι αίματος, να κυλά από την μύτη της.
Η καρδιά μου χαράχτηκε κάθετα, θαρρείς με ακονισμένο μαχαίρι. Το κατάλαβε. Κατάλαβε τον πόνο που βίωνα μπρος στον επικείμενο χαμό της, μα δεν το σκούπισε. Ήταν σαν να ήθελε να την δω στην πιο ευάλωτη και πιο αληθινή στιγμή της, δίχως προσωπείο τελειότητας, δίχως μάσκες. Στην αγάπη δεν υπάρχει χώρος για αυτά εξάλλου. Την κοίταξα με λατρεία και ακούμπησα το μέτωπό μου, στο δικό της. Έκαιγε από τον πυρετό, μπορούσα να το νιώσω, καθώς και τις σταγόνες ιδρώτα, που έτρεχαν. Πανικοβλήθηκα.
«Πρέπει να σε πάω πίσω»
Εκείνη, μου απάντησε απλώς γλυκά και ήρεμα :
«Δεν υπάρχει κανένας λόγος. Γιατί να καθυστερήσεις το αναπόφευκτο;»
«Μη φύγεις...μη με αφήσεις σε παρακαλώ» ξεκίνησα να μουρμουρώ, σχεδόν σαν εσωτερικό μονόλογο.
Τότε, ένιωσα τους παλμούς στο στήθος της να πέφτουν λίγο-λίγο και την καρδιά της να ησυχάζει. Ένιωσα τον αέρα της ψυχής που εγκατέλειπε το σώμα και είδα τα βλέφαρά της να κλείνουν. Το κεφάλι της, έγειρε απότομα στο στήθος μου και εγώ την κράτησα σφιχτά. Είχε μόλις φύγει, μα με ένα ζεστό χαμόγελο, να στολίζει το παγωμένο της πρόσωπο. Το πέπλο της ανοιξιάτικης τελειότητας εξαφανίστηκε και το ουράνιο στερέωμα μούγκρισε για ακόμη μία φορά. Κατά πώς φαινόταν όμως, η μάχη των Τιτάνων προχωρούσε προς τη λήξη της. Εγώ ωστόσο, εξακολουθούσα να τη βαστώ στην αγκαλιά μου τρυφερά, καθώς ένιωθα το σώμα της αργά να παγώνει και την ψυχή να φτερουγίζει ανυπόμονα με προορισμό τη γαλήνη. Η ανάσα μου έγινε κοφτή, σχεδόν δεν ανέπνεα. Για πρώτη φορά σε ολόκληρη τη ζωή μου, ένιωσα κάτι υγρό να κατρακυλά στα μάγουλά μου. Με τρεμάμενο χέρι, το άγγιξα και έφερα το δάχτυλό μου μπροστά στα μάτια μου. Ήταν δάκρυα. Δάκρυα που τώρα ξεπηδούσαν αβίαστα, μουσκεύοντας το πουκάμισό μου, ενώ δευτερόλεπτα αργότερα, κατέληξαν σε αναφιλητά. Κουλουριασμένος, με το σώμα της γλυκιάς μου Αντέϊρα στην αγκαλιά μου, ένιωσα μόνος και αβοήθητος. Εγώ, που κάποτε εσφαλμένα και αφελώς πίστευα πως δεν είχα κανέναν ανάγκη όντας παντοδύναμος. Τώρα πια, ζούσα μία πραγματική Κόλαση, χειρότερη από πριν. Είχα χάσει όλα όσα αγαπούσα.
Φυσικά, μετά από το πρώτο σοκ, ακολούθησε ένα κύμα πανικού. Τι έπρεπε να κάνω; Τι θα έλεγα στην Αμέλια και στην Κάιλα; Τι θα συνέβαινε από εδώ και πέρα;
«Αδερφέ» άκουσα μία βαθιά, αντρική φωνή μέσα στην παραζάλη μου και είδα τη σκιά του Γαβριήλ. Πρώτη φορά τον άκουγα να με αποκαλεί αδερφό του «Λυπάμαι πάρα πολύ» συνέχισε και εγώ απέφυγα να τον κοιτάξω στα μάτια.
«Όλα μου τα πήρε» ήταν το μόνο πράγμα που ξεστόμισα τραυλίζοντας.
«Ω, έλα τώρα Εωσφόρε. Ο Πατέρας δεν ευθύνεται για τον θάνατο κανενός ανθρώπου. Δεν επιλέγει Εκείνος τη στιγμή που θα τερματιστεί μία ζωή» μου απάντησε.
«Θα μπορούσε όμως να το αποτρέψει, να κάνει ένα θαύμα, τόσα εξάλλου έκανε στο παρελθόν» συνέχισα να διαμαρτύρομαι.
«Τα θαύματα, συμβαίνουν για κάποιον λόγο στη ζωή μας και εξυπηρετούν συνήθως έναν σκοπό. Έρχονται για να μας διδάξουν κάτι και στη δική σου την περίπτωση, το θαύμα έχει ήδη συντελεστεί» πρόφερε χαμογελαστά, ενώ εγώ από την έκφραση του προσώπου μου, φάνηκα μπερδεμένος. «Η αγάπη Εωσφόρε. Γνώρισες την αγάπη μέσα από τα μάτια αυτής της κοπέλας. Ανάμεσα στους δύο δρόμους, του καλού και του κακού, εσύ, έκανες αυτή τη φορά τη σωστή επιλογή. Ωστόσο, κανένας δρόμος δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα και δυστυχώς οι απώλειες, είναι κομμάτι της θνητής κυρίως ζωής. Η Αντέϊρα, έφυγε χαρούμενη και η αιτία ήσουν εσύ» πήγε να συνεχίσει, αλλά τότε, κάτι φρικτό συνέβη. Γύρω από το σώμα της Αντέϊρα, σχηματίστηκε στο χώμα, ένας μαύρος κύκλος, ενώ μέσα από τα σπλάχνα της, αραιός, μαύρος καπνός έκανε την εμφάνισή του. Τότε, είδα τα χαρακτηριστικά του Γαβριήλ να αλλοιώνονται και τα μελή του μάτια, να διαστέλλονται με τρόμο.
«Δεν το πιστεύω» γρύλισε.
«Δεν γίνεται αυτό...» ακολούθησε ο δικός μου τώρα αναστεναγμός «Το κάθαρμα, ο Ασμοδαίος, έδεσε την ψυχή της, ώστε να χαθεί για πάντα στην Κόλαση!» σχεδόν ούρλιαξα και ένιωσα το άγγιγμα του Γαβριήλ να γίνεται εντονότερο.
«Θα έρθω μαζί σου» δήλωσε ορθά κοφτά.
«Πού;» τον ρώτησα.
«Στην Κόλαση. Πρώτα όμως, οφείλεις να επιστρέψεις το σώμα της στο νοσοκομείο και εγώ να δημιουργήσω την ψευδαίσθηση στους θνητούς, πως δεν έφυγε ποτέ. Η Αμέλια και η Κάιλα, πρέπει να μάθουν» μου είπε, μα εγώ ένιωθα πως δεν ήθελα να την αποχωριστώ ούτε ένα λεπτό. Το δωμάτιο του νοσοκομείο με περίμενε με βεβαιότητα, αλλά το τελευταίο αντίο δεν το είχα ακόμη ξεστομίσει.
Μία ώρα αργότερα, η πόρτα άνοιξε και από μέσα της βγήκα εγώ, χλωμός και καταρρακωμένος. Είδα τις δύο γυναίκες να ταράζονται στη θέα μου, καθώς από την εικόνα των βουρκωμένων μου ματιών, κατάλαβαν πως η Αντέϊρα, δεν βρισκόταν πια κοντά τους. Η Αμέλια, αγκάλιασε σφιχτά την Κάιλα, η οποία πάλευε να καταπνίξει τους λυγμούς της, ενώ ταυτόχρονα της ψιθύριζε, πως επιτέλους η πολυαγαπημένη της φίλη, είχε πετάξει σε έναν τόπο όμορφο, απαλλαγμένη από τους αφόρητους πόνους. Κατάλαβα, πως για τους ανθρώπους, η ύπαρξη του Παραδείσου και των Αγγέλων, λειτουργούσε σαν βάλσαμο, σαν ψυχική παρηγοριά, πως οι αποθανόντες βρίσκονταν σε καλά χέρια. Ωστόσο, στην περίπτωση της Αντέϊρα, συνέβαινε το ακριβώς αντίθετο. Τα βάσανά της, είχαν μόλις ξεκινήσει σε μία διάσταση τόσο φρικτή, που κανενός θνητού η φαντασία δεν μπορούσε να πλάσει. Οι σκέψεις μου διακόπηκαν όταν είδα τους γιατρούς να εισέρχονται βίαια στο δωμάτιο, απλώς και μόνο για να διαπιστώσουν τον θάνατό της. Το σώμα της σκεπάστηκε με ένα λευκό σεντόνι και εγώ ένιωθα πως ήθελα να αδειάσω όλο το περιεχόμενο του στομαχιού μου μπρος στην ατελείωτη πίκρα που πλημμύριζε τα σωθικά μου. Ο χώρος γύρω μου με έπνιγε πλέον και αποφάσισα να φύγω. Τη στιγμή που ξεκίνησα να τρέχω στους διαδρόμους, η αγγελική μου εμφάνιση εκ νέου με αποχαιρετούσε, για να δώσει τη θέση της σε εκείνο το ξεχασμένο τερατούργημα. Από μέσα μου, ευγνωμονούσα τον Γαβριήλ, για τον χρόνο που μου είχε χαρίσει. Ήταν ίσως το ωραιότερο δώρο που θα μπορούσε να μου κάνει. Να μου χαρίσει την ευκαιρία να γευτώ τα χείλη της για τελευταία φορά, έχοντας την εμφάνιση εκείνη που άρμοζε στην περίσταση, όντας επιτέλους ο εαυτός μου. Ο αληθινός μου εαυτός.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top