Εν αρχή ην η Αγάπη/ part 2
Το βράδυ εκείνο είχε μία αίσθηση βαριά και αποκαρδιωτική. Η Κάιλα βρισκόταν μαζί με την Αμέλια στο διαμέρισμα της αδερφής της και μάζευαν σιωπηλές τα πράγματά της. Βαθιά μέσα τους, ένιωθαν μία αμηχανία που τις έκανε να πιστεύουν, πως αν έσπαγαν τη μεταξύ τους σιωπή, θα ήταν σαν να μην σέβονταν τη μνήμη της Αντέϊρα. Η Μπουμπού, βρισκόταν κουρνιασμένη κάτω από το κρεβάτι και αρνούνταν πεισματικά να βγει, ενώ στα χέρια της Αμέλια, έπεσε τυχαία μία οικογενειακή φωτογραφία. Η κοπέλα, εστίασε τη ματιά της στα πρόσωπα της οικογένειάς της. Τότε, ήταν όλοι τους χαμογελαστοί και ξέγνοιαστοι, μία αληθινά ευτυχισμένη οικογένεια. Θυμόταν τα χειμωνιάτικα σαββατόβραδα, που έχοντας τρέξει από το πρωί με τον πατέρα τους στο κοντινότερο μαγαζί ταινιών, απολάμβαναν οικογενειακώς στιγμές θαλπωρής, τρώγοντας ζεστή πίτσα και πίνοντας τσάι τριαντάφυλλου. Το αγαπημένο της μητέρας της. Τώρα πια, ο ίδιος καναπές, ήταν κενός, νοητά σκονισμένος και άχρηστος, ενώ η μόνη της παρηγοριά ήταν η σκέψη πως ίσως η οικογένειά της, είχε επανασυνδεθεί σε ένα καλύτερο μέρος.
Γυρνώντας το βλέμμα της αργά, είδε τον Γαβριήλ να στέκεται σιωπηλός στο κατώφλι της πόρτας. Μικρές γρατσουνιές στόλιζαν το πρόσωπό του, μα η Αμέλια γνώριζε καλά πως ήταν προσωρινές. Με μία ανάσα, βάδισε τρεκλίζοντας προς την μεριά του και χώθηκε στην αγκαλιά του.
«Είσαι καλά;» τον ρώτησε.
«Είμαι μία χαρά και έτοιμος να μείνω δίπλα σου για λίγο, αν φυσικά το επιθυμείς» της απάντησε, ενώ είδε την Κάιλα να φεύγει από το διαμέρισμα διακριτικά.
«Μείνε απόψε μαζί μου, σε παρακαλώ. Δεν έχω κανέναν πια στον κόσμο, μονάχα εσένα και ας γνωρίζω πως ακόμη και εσύ θα βρίσκεσαι κοντά μου μερικές μονάχα στιγμές» τον παρακάλεσε και προχώρησε προς το ανοιχτό παράθυρο.
Το βράδυ εκείνο ήταν γλυκό, ενώ το μόνο που ακουγόταν μέσα στην παράδοξη σιγαλιά της μεγαλούπολης, ήταν οι μηχανές κάποιων περαστικών οχημάτων. Ένιωσε τα χέρια του Γαβριήλ να τυλίγονται γύρω της απαλά. Αργά στράφηκε προς τη μεριά του και ένιωσε την μύτη της να ακουμπά στη δική του. Εκείνος της χαμογέλασε και σκούπισε τα δάκρυα από τα μάτια της με την ανάστροφη του χεριού του. Τα δάχτυλά του κινήθηκαν αέρινα, οργώνοντας τρυφερά τα μαλλιά της, δίχως να διακόψει λεπτό την οπτική τους επαφή. Δεν χόρταινε να την κοιτά μέσα στα μάτια και να προσπαθεί ταυτόχρονα να αποκρυπτογραφήσει τα συναισθήματά της. Ήθελε να φτάσει στο σημείο να κατανοήσει, τι ήταν εκείνο το συναίσθημα που τον ωθούσε τόσο, να θέλει να βρίσκεται διαρκώς δίπλα της. Εναποθέτοντας ένα γλυκό φιλί στο μέτωπό της, της ψιθύρισε μονάχα ΄΄θα ήθελα να έχουμε πολύ χρόνο μπροστά μας΄΄.
Εκείνη, ανταπέδωσε το χαμόγελο και πιάνοντας το χέρι του, τον οδήγησε στον καναπέ.
«Κοιμήσου μαζί μου, δεν αντέχω άλλο τους εφιάλτες» πρόφερε με φωνή που έτρεμε.
«Οι εφιάλτες ανήκουν στο παρελθόν, όπως και ο Ασμοδαίος. Ωστόσο εγώ δεν μπορώ να μείνω για όλο το βράδυ.Αυτή είναι η δουλειά του Ιεζεκιήλ και θαρρώ πως του πήρα τη θέση όλες αυτές τις μέρες»
Ο Φύλακας της Αμέλια βρισκόταν εκεί γύρω, ωστόσο άπαντες σέβονταν τον Γαβριήλ.
«Γιατί να μην μπορείς να μείνεις ακόμη και για πάντα; Και γιατί...;» αντιγύρισε η Αμέλια σαν παράπονο «Γιατί όσοι αγαπώ, φεύγετε μία μέρα;» συνέχισε τον μονόλογο και τότε ο Γαβριήλ κατάλαβε, τον λόγο που οι Άγγελοι όφειλαν να μένουν μακριά από τους ανθρώπους.
Γιατί αυτή τη στιγμή τον τύλιγε μία θλίψη που δεν μπορούσε να την συντροφεύει αιώνια. Ήταν επιρρεπής στα συναισθήματα τα οποία ένιωθε ίσως στον διπλάσιο βαθμό καθώς ήταν πρωτόγνωρα. Μία μέρα θα την έβλεπε στο πλάι ενός άλλου ανθρώπου και αυτό ακριβώς ήταν το σωστό. Δεν είχε κανένα δικαίωμα να κατρακυλήσει στις αμαρτίες του Εωσφόρου και δεν είχε σκοπό να το κάνει. Έπρεπε να σταθεί δίπλα της και να την προφυλάξει από κάθε στεναχώρια, μα πάνω από όλα έπρεπε να σώσει τη ψυχή της αδερφής της, ακόμη και αν ήταν να κατέβει στο πιο απόκοσμο μέρος του κόσμου. Εκεί που τα όνειρα δεν έχουν καμία θέση και που ο χρόνος κυλά διαφορετικά. Εκεί που βασιλεύει το σκοτάδι, αλλά ο Γαβριήλ είχε για οδηγό του ένα φως στην καρδιά.
***
Στο χέρι μου βαστούσα ένα βραχιόλι. Ήταν δικό της και το είχαν αφήσει οι γιατροί, λίγη ώρα αφότου διαπίστωσαν τον θάνατό της. Το συγκεκριμένο προσωπικό της αντικείμενο, θα με βοηθούσε χάρη στην ενέργειά της, να εντοπίσω τη ψυχή της. Η Κόλαση εξάλλου, είναι απέραντη, άτεγκτη, αιώνια και σκοτεινή, σαν τον πιο ζοφερό λαβύρινθο που θα μπορούσε να φανταστεί κάποιος. Ωστόσο, το χειρότερο από όλα, ήταν πως στην περίπτωση της Κόλασης, αν δεν ανήκες εκεί, διέθετες περιορισμένο χρόνο παραμονής, αλλιώς το κούφιο στόμα της αβύσσου της, θα σε κατάπινε για πάντα. Εγώ ως Αφέντης της φυσικά, δεν αντιμετώπισα ποτέ μου πρόβλημα με τον χρόνο, ωστόσο τώρα πια δεν ήμουν βέβαιος για το πού ακριβώς ανήκα. Στα Τάρταρα ή στον Παράδεισο; Ή ίσως πουθενά; Την τελευταία φορά που είχαν βρεθεί εκεί κάτω, ο Μιχαήλ και οι δύο θνητές, για καλή τους τύχη παρέμειναν μονάχα δύο ανθρώπινα εικοσιτετράωρα. Λίγη ώρα παραπάνω και αυτή τη στιγμή, θα τους είχαν στήσει ανδριάντα για να τους θυμούνται.
Έχοντας εκ νέου την απόκοσμη όψη μου, στεκόμουν ακουμπισμένος στον κορμό ενός δέντρου, μπροστά ακριβώς από το σημείο που είχε ταφεί το σώμα του Μιχαήλ. Το αίσθημα της πίκρας, είχε μετατραπεί σε μόνιμη γεύση στο στόμα μου. Μου έλειπε υπερβολικά και ορισμένες φορές, οργιζόμουν με τους ανθρώπους που πίστευαν πως ήμουν αιώνιος πολέμιός του ή ακόμη χειρότερα, πως τον φοβόμουν. Μπορεί στο παρελθόν να είχαμε τις διαφορές μας, μπορεί να κονταροχτυπηθήκαμε στην κυριολεξία, με εμένα να κάνω άνω κάτω όλον τον Παράδεισο, αλλά στα δύσκολα ήμασταν πάντοτε στην ίδια γραμμή μάχης. Από το βάθος, ξεπρόβαλε η φιγούρα του Γαβριήλ. Τελικά, αυτός ο εριστικός Αρχάγγελος, είχε κάνει σπουδαία βήματα βελτίωσης, σε σημείο που τολμούσα να ομολογήσω πως μπορούσαμε να συνυπάρξουμε για παραπάνω από μία ολόκληρη ώρα.
«Έτοιμος για ξενάγηση στη μελλοντική σου κατοικία;» του πέταξα κεφάτα.
«Δεν πιάνω το υπονοούμενο κολασμένε» μου απάντησε.
«Διόλου υπονοούμενο, αλλά ευκόλως εννοούμενο. Γνωρίζω πολύ καλά πως τρέφεις αισθήματα για την θνητή και μην προσπαθήσεις να το αρνηθείς, γιατί το ψέμα είναι αμαρτία και δεν θα ήθελες να προσθέσεις ακόμη μία στην ήδη μακροσκελή σου λίστα» τελείωσα.
«Δεν το αρνούμαι, είναι αλήθεια» απάντησε απότομα.
«Γι'αυτό χαλάρωσε και απόλαυσε την κατάδυση στο τρισκατάρατο αρχοντικό μου. Μονάχα πες μου σε ποιο καζάνι θα ήθελες να βράσεις, για να σε βάλω σε λίστα προτεραιότητας. Ξέρεις, εκεί κάτω η αναμονή είναι μεγάλη και τα αμαρτήματα ποικίλα» τελείωσα και τον είδα να με πλησιάζει μουγκρίζοντας.
«Πρόσεχε Εωσφόρε και καλά θα κάνεις να μην με προκαλείς. Είμαστε εδώ για έναν σκοπό, επομένως για μία φορά, μα τον Παράδεισο, κλείσε την κολασμένη και αμαρτωλή καταπακτή που έχεις για στόμα!»
«Ευχαριστώ που μου χάρισες την καλή μου εμφάνιση για λίγη παραπάνω ώρα» του πέταξα ξαφνιάζοντάς τον.
΄΄Τελικά πάσχεις από το πρόβλημα της διχασμένης προσωπικότητας και ξέρεις και κάτι; Δεν σου φταίνε οι άλλοι που τρελαίνονται, αλλά εσύ που τους περνάς αντιφατικά μηνύματα΄΄ κατέληξε η φωνή.
ΚΟΛΑΣΗ
Ο κεντρικός σταθμός μας καρτερούσε με προσμονή μεγίστη και το απόκοσμο τρένο που σε μεταφέρει στην άλλη διάσταση, την πιο σκοτεινή, σταμάτησε μπροστά μας σκούζοντας απόκοσμα. Η σκουριασμένη του πόρτα υποχώρησε και ο Γαβριήλ περιεργάστηκε μία κόκκινη γραμμή που οριοθετούσε νοητά τις δύο διαστάσεις.
«Όποιος την περάσει, σημαίνει αυτομάτως πως εισέρχεται στην Κόλαση. Όλες οι ψυχές, μετά τον θάνατό τους, στέκονται μπροστά από μία κόκκινη γραμμή για την Κόλαση ή έναν φράχτη μπροστά από ένα φωτεινό τούνελ, στην περίπτωση του Παραδείσου» είπα στον Αρχάγγελο και εκείνος με μία ανάσα, έκανε το μεγάλο βήμα να περάσει στον κόσμο της ανυπαρξίας.
Καθώς το τρένο κινούνταν μέσα στο σκοτεινό τούνελ, με ιλιγγιώδη ταχύτητα, από το άδυτο του υποσυνείδητου ξεπήδησαν αυτοβούλως, ορισμένα λόγια ΄΄Να παρατήσεις πρέπει τον κάθε σου φόβο, σε έναν κόσμο από καιρό χαμένο. Στον τόπο αυτόν η δειλία δεν έχει λόγο, καθώς το αίσθημα της ελπίδας είναι από παλιά σβησμένο΄΄ .
Παρατηρώντας τους τοίχους του τούνελ βουβός, ένιωσα έναν ξαφνικό πονοκέφαλο, συνοδευόμενο από κραυγές. Κραυγές απόγνωσης, κραυγές μικρών παιδιών και παρακαλετά ενήλικων ατόμων για οίκτο. Είδα το πρόσωπο του Γαβριήλ να συσπάται, καθώς όπως αντιλήφθηκα, μπορούσε και εκείνος να τις ακούσει. Ήταν φρικτές.
Τη στιγμή που η απόκοσμη διαδρομή έφτανε στο τέλος της, το τρένο σταμάτησε σε μία σκιώδη αποβάθρα. Βαθιά μέσα μου πίστευα, πως η δική μου απουσία, καθώς και των τεσσάρων Πριγκίπων, θα δημιουργούσε ανταρσία. Τα δαιμόνια θα γίνονταν ακόμη πιο βίαια και πιο εκδικητικά με τις ψυχές και άντε να κατευνάσεις, αυτήν την εσωτερική επανάσταση. Ωστόσο, ήμουν εδώ τώρα. Ο περίφημος αρχηγός τους είχε επιστρέψει. Αυτό μου έδινε ελπίδες, πως πιθανότατα, δεν θα συναντούσαμε πολλά εμπόδια.
΄΄Κι αν κλάματα ακούς και στεναγμούς, ποτέ μη σκύψεις με φρίκη το κεφάλι. Η Κόλαση η βαθιά είναι γι' αυτούς, που ουδέποτε γνώρισαν της καλοσύνης την αγκάλη. Βλαστήμιες και βρισιές ολόγυρα θα ηχούν, στης Κόλασης τον μολυσμένο και μαύρο από την καπνιά αέρα, μα εκεί έξω θα κρύβεται πάντα το φως που θα οδηγεί στου Παραδείσου τον αιθέρα΄΄
Όλα αυτά τα λόγια τριγυρνούσαν στο μυαλό μου, όταν μπροστά μας ανοίχτηκε μία παράδοξη έρημος. Αέρας δυνατός φυσούσε μανιασμένα, τυφλώνοντάς μας και σηκώνοντας τόνους ολόκληρους άμμου. Μέσα από την φοβερή αμμοθύελλα, διέκρινα κάποιες μορφές να σέρνονται. Το βλέμμα του Γαβριήλ δίπλα μου, ήταν αυστηρό και ταυτόχρονα έκρυβε μία σιγουριά, της οποίας την πηγή διακαώς αναζητούσα από καθαρή περιέργεια. Οι γυμνοί κολασμένοι που μέχρι πριν λίγο σέρνονταν αξιοθρήνητα, μας περικύκλωσαν, ζητώντας μας παρακλητικά νερό. Έμοιαζαν απελπισμένοι, ενώ ταυτόχρονα έσκαβαν με μανία στην άμμο, αναζητώντας έστω και μία υγρή σταγόνα για να κατευνάσουν το αίσθημα της δίψας. Η απελπισία τους σύντομα μετατράπηκε σε αναφιλητά, ενώ τους είδα να τεντώνουν τρέμοντας τα πληγιασμένα τους χέρια, σε μία απέλπιδα προσπάθεια να μας αγγίξουν.
«Ως αφέντης αυτού του τόπου, σας διατάζω να αποχωρήσετε» πρόφερα κοφτά, ενώ από το βάθος της φρικαλέας ερήμου, ξεπρόβαλαν οι Δαίμονες. Η παραμορφωμένη τους όψη, ξεπερνούσε σε επίπεδα αποστροφής και την πιο νοσηρή φαντασία. Για την ακρίβεια δεν διέθεταν συγκεκριμένο σχήμα, παρά φάνταζαν σαν μία άμορφη, εφιαλτική μάζα ασχήμιας και μοχθηρότητας.
΄΄Σταμάτα ευθύς αμέσως τις κριτικές, γιατί και εσύ δεν υπήρξες καλύτερος΄΄ ακούστηκε η φωνή της συνειδήσεως, χαρίζοντάς μου απλόχερα τις γνωστές της νουθεσίες.
« Ε, όχι και έτσι!» της απάντησα για πρώτη φορά φωναχτά, με τον Γαβριήλ να με κοιτάζει δύσπιστα.
«Σε ποιόν μιλάς;» με ρώτησε για να μην πάρει ποτέ του απάντηση.
«Δύο Αρχάγγελοι» σύριζαν τα δαιμόνια.
΄΄Έλα Κόλαση και πάρε με. Μα καλά, τυφλοί ήταν; Πού τους είδανε τους δύο; Εκτός και αν οι παρενέργειες του αλκοόλ που ρέει άφθονο εδώ κάτω, έχει επηρεάσει για τα καλά την κρίση τους΄΄
«Πως τολμάτε και απευθύνεστε έτσι στον Αφέντη σας;» γρύλισα, για να δω τους χιλιάδες Δαίμονες που τόση ώρα στέκονταν μπροστά μας, να αλληλοκοιτάζονται συνωμοτικά.
Πνιγμένος στην περιέργεια, έφερα το σπαθί μου, μπροστά από το πρόσωπό μου και κοιτάχτηκα πλαγίως στη λάμα. Ήταν αδύνατον. Η όμορφη όψη μου, είχε για ακόμη μία φορά παραγκωνίσει την τερατώδη, ακόμη και αν αυτή τη στιγμή βρισκόμουν στα τρίσβαθα της Κολάσεως.
«Γαβριήλ, τι στο καλό μου συμβαίνει πια;» τον ρώτησα μέσα στην απόγνωση και τον είδα να χαμογελά.
«Τίποτε απολύτως. Η Κόλαση είναι σαν ένας αντίστροφος καθρέπτης, όπως και ο Παράδεισος. Εδώ δεν θα έχεις ποτέ τη φυσική σου όψη, αλλά την αληθινή και εσύ καθώς φαίνεται δεν ανήκεις πια εδώ. Η Κόλαση δεν σε αναγνωρίζει και δεν σε δέχεται πια. Σε φτύνει προς τα έξω» μου είπε και την ώρα εκείνη, συντελέστηκε και το τελευταίο έγκλημα της μετάλλαξής μου. Δύο πάλλευκα φτερά, αναδύθηκαν από την πλάτη μου και τινάχτηκαν πίσω αρχοντικά.
Οι Δαίμονες μπροστά μου πισωπάτησαν και καμπούριασαν φοβισμένοι και πονεμένοι από το φως που αναδυόταν από το μυώδες κορμί μου.
«Αν δεν βιαστούμε, η ψυχή της Αντέϊρα θα μείνει για πάντα παγιδευμένη εδώ» είπα στον Γαβριήλ και προσπερνώντας πριγκιπικά τις λεγεώνες, ριχτήκαμε με φόρα στο επόμενο σκοτεινό τούνελ, που ξεπρόβαλε στα ξαφνικά μπροστά μας.
Γνώριζα πως η Κόλαση, αποτελούταν από χιλιάδες ψευδαισθήσεις. Γρίφους που διαδέχονταν ο ένας τον άλλο, προκειμένου να σε παραπλανήσουν από τον τελικό σου στόχο και να χαθείς για πάντα στο σκοτεινό βασίλειο. Έχοντας κατορθώσει να περάσουμε μέσα από το βρώμικο και σκοτεινό τούνελ, βρεθήκαμε σε άλλη μία χαώδη περιοχή, όπου ο ουρανός από πάνω μας, απέληγε σε μία κακοσούρικη και εφιαλτική ατμόσφαιρα στο χρώμα το αρρωστημένο της ώχρας. Ο ελλειψοειδής ήλιος, έστεκε βυθισμένος στην μαύρη τρύπα του ζοφερού ουρανού, δίνοντας την αίσθηση ενός ασθενούς ηδύφωτου. Μπροστά μας, ανοιγόταν ένας τόπος σκοταδερός, στολισμένος με γυμνόκαρπα δέντρα. Ακτές βουβές, παράδοξες και αλλόκοσμες έκαναν την εμφάνισή τους μπροστά μας. Τα νερά έμοιαζαν ήσυχα, μα μολυσμένα, ενώ ένα σάπιο ναυάγιο, βρισκόταν αραγμένο και μισοβυθισμένο στην αμμουδιά, σαν αρρωστημένο, ξέσαρκο κουφάρι.
«Αν οι σκέψεις μας δεν γίνουν πιο φωτεινές, η Κόλαση με βεβαιότητα θα μας καταπιεί» άκουσα τη φωνή του Γαβριήλ και μέσα μου συμφώνησα απόλυτα με αυτό.
Oι δυο μας, είχαμε υιοθετήσει την ανθρώπινη μορφή μας, προκειμένου να κινούμαστε γοργότερα. Το δυστοπικό τοπίο γύρω μας άνθιζε, ενώ εμείς συνεχίζαμε τη μακάβρια πορεία μας, σαν υπνωτισμένοι, ακολουθώντας τη ροή των εικόνων. Το ναυάγιο μας περίμενε υπομονετικά να το εξερευνήσουμε, ενώ τη στιγμή που το πόδι μου ακουμπούσε στο σκοροφαγωμένο του ξύλο, ένα κολλώδες υγρό τράβηξε την προσοχή μου μονομιάς.
΄΄Αίμα΄΄ σκέφτηκα, ενώ είδα τον Γαβριήλ να κοιτά τρομοκρατημένος γύρω του. Χιλιάδες σαπισμένα κορμιά ναυαγών, κείτονταν δεξιά και αριστερά, ξεκοιλιασμένα, ίσως άγρια δολοφονημένα. Το κούφιο τους βλέμμα ήταν παραδομένο στο κενό, το μισάνοιχτο στόμα τους αποτύπωνε απόκοσμα την τελευταία τους ανασεμιά.
«Οι ιστορίες της Κόλασης» ξεκίνησε να μονολογεί ο Γαβριήλ «Οι συγκεκριμένοι ναυτικοί έκρυβαν στα σίγουρα κάποιο άσχημο παρελθόν» τελείωσε.
Ωστόσο, εγώ στάθηκα στην κουπαστή, βαστώντας σφιχτά το βραχιόλι. ΄΄Θέλω να σε δω΄΄ σκέφτηκα έντονα και προσπάθησα μέσα στην ψυχή μου, να αναστήσω όλες τις όμορφες στιγμές μας. Ένιωσα στο πρόσωπό μου το άγγιγμά της, τη στιγμή που χάιδευε τις ουλές μου, δίχως να την ενδιαφέρει η προέλευσή τους, δίχως να τις βρίσκει άσχημες ή παράταιρες. Για ένα δευτερόλεπτο, θυμήθηκα την αντίδρασή της, τη στιγμή που της ομολόγησα ποιος πραγματικά ήμουν. Είχε τρομοκρατηθεί, μα εκείνο που την είχε πληγώσει περισσότερο, ήταν τα ψέματά μου. Στη ζωή μου, ποτέ μου δεν πίστευα πως εγώ, ο Εωσφόρος, που στο άκουσμα και μόνο του όνοματός μου οι άνθρωποι αηδίαζαν ή τρομοκρατούνταν, θα έφτανα σε σημείο να αγαπηθώ τόσο. Αργά αργά, βγήκα από το λήθαργο των συναισθημάτων, για να αντικρίσω ένα λαμπερό σκίσιμο στον ορίζοντα και μία φωτεινή ηλιαχτίδα, να ξεπροβάλει και να πέφτει στα νερά του θαλάσσιου βούρκου. Δίπλα μου, στάθηκε ο Γαβριήλ.
«Καλή δουλειά» παραδέχτηκε όταν άνεμος ανανέωσης φύσηξε, δίνοντας ένα φιλί αλμύρας στον θαλασσινό βούρκο, ενώ το αλλοτινά απόκοσμο καράβι, πήρε ξανά ζωή και στάθηκε καμαρωτό και ολόρθο στα καταγάλανα νερά μίας κυανής, φίλιας θάλασσας. Το νερό μας παρέσυρε στους δικούς του ρυθμούς και για λίγο ένιωσα να χαλαρώνω, ενώ η ενέργεια της ψυχής της, ώρα με την ώρα γινόταν όλο και πιο δυνατή.
Άξαφνα, το στερέωμα του λαμπερού ουρανού, άρχισε να ραγίζει. Οι ρωγμές το μετέτρεπαν σε ένα φρικτό ψηφιδωτό, ενώ κομμάτια ξεκίνησαν να πέφτουν.
«Ο χρόνος μας τελειώνει! Βιάσου γιατί θα μείνουμε για πάντα εδώ παγιδευμένοι» του φώναξα και αμέσως πεταχτήκαμε από το καράβι, για να βγούμε παραπατώντας σε μία στεριά και μία πόρτα. Ψηλάφισα για λίγο τα σκαλιστά της, μπρούτζινα γράμματα, καθώς και το ανάποδο εννέα. «Η Ένατη Πύλη» μονολόγησα.
«Η δική σου Πύλη, η πιο απόκοσμη και πιο τρομακτική, η Πύλη που σου δείχνει το πρόσωπο του απόλυτου κακού» άκουσα τη φωνή του Γαβριήλ και τότε κατάλαβα.
Αν άνοιγα αυτήν την πόρτα, θα ερχόμουν αντιμέτωπος με τον πιο ζοφερό εφιάλτη. Τον ίδιο μου τον εαυτό.
«Γαβριήλ πρέπει να φύγεις τώρα» του είπα όσο πιο ήρεμα μπορούσα.
«Ούτε να το σκέφτεσαι» ήρθε η απάντηση.
«Αρχάγγελε φύγε τώρα γιατί η Κόλαση θα σερουφήξει. Εγώ διαθέτω περισσότερο χρόνο» είπα και κοίταξα την πόρτα «Δεν έχωεξολοκλήρου σκοτώσει τον κακό μου εαυτό» τελείωσα και είδα τον Γαβριήλ ναυπακούει και να απομακρύνεται.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top