Έχε τους φίλους σου κοντά και τους εχθρούς πιο κοντά / part 2

Ο κύριος Μίλερ ξεφυσούσε έντονα πνιγμένος στην ανυπομονησία, ωστόσο, τη στιγμή που με αντίκρισε πάγωσε και τα χείλη του έγειραν ελαφρώς στο πλάι. Μάλλον δεν καρτερούσε κάποιον τόσο ψηλό, σε σχέση πάντα με το δικό του ελαττωματικά μικρό ανάστημα και σίγουρα όχι κάποιον, του οποίου το εμφανισιακό προφίλ, δεν ανταποκρινόταν πλήρως σε αυτό που είχε στο μυαλό του.

«Καλησπέρα σας κύριε Λίαμ. Είχατε έρθει και χθες άκουσα και μας είχατε αφήσει την κάρτα σας, αλλά το προσωπικό ξέχασε να μου τη δώσει. Θυμίστε μου να τους επιπλήξω καταλλήλως για την αβλεψία τους» μούγκρισε βραχνά και ομολογώ πως η διάθεσή του για βασανιστική επίπληξη, σε συνδυασμό με το διόλου αγγελικό του βλέμμα, με έκανε να τον συμπαθήσω μονομιάς. Τελικά η ανθρωπότητα, εξακολουθούσε να έχει ελπίδες να μου μοιάσει.

«Χαίρομαι πολύ που σας γνωρίζω κύριε Μίλερ. Βασικά δεν είχα έρθει αυτοπροσώπως εχθές, είχε έρθει ατυχώς κάποιος...εκπρόσωπός μου» του είπα δίνοντάς του την επαγγελματική κάρτα που βρήκα τυχαία στη γραμματεία, με το ως δια μαγείας αλλαγμένο επώνυμο. Τη στιγμή που την πήρε στα χέρια του, τον είδα να συνοφρυώνεται και κατόπιν η ματιά του να ξεφεύγει από τον τίτλο της κάρτας, στο πρόσωπό μου και αντιστρόφως.

«Χελ; Αυτό είναι το επίθετό σας;» με ρώτησε με σταθερή φωνή.

«Μάλιστα» αποκρίθηκα με βλέμμα που γυάλιζε.

«Ενδιαφέρον, πολύ ενδιαφέρον. Λοιπόν κύριε Χελ, όπως έχω ενημερωθεί, επιθυμείτε τη θέση του λογιστή. Καθώς καταλαβαίνετε, είμαστε μία από τις μεγαλύτερες ναυτιλιακές εταιρείες και έχουμε πολλές απαιτήσεις και πολλή δουλειά. Θα μπορούσα λοιπόν να δω το βιογραφικό σας, για να δικαιολογήσω τις καλές συστάσεις προς το πρόσωπό σας;» με ρώτησε και εγώ αργά και νωχελικά, του παρέδωσα τον φάκελο, σίγουρος για την επιτυχία μου.

Καθώς το διάβαζε, επιφωνήματα θαυμασμού δραπέτευαν πότε-πότε από τον λάρυγγά του, ωθώντας το χαμόγελό μου να γίνει πλατύτερο, για να σβήσει όμως μονομιάς, τη στιγμή που το αφτί μου έπιασε μία κουβέντα προερχόμενη από τη γραμματεία. Γύρισα τότε αργά το κεφάλι μου, για να αντικρίσω ένα πολύ ενδιαφέρον θέαμα, που υπό άλλες συνθήκες θα παρακολουθούσα ευχαρίστως, συνοδευόμενο από ένα σνακ. Ο αληθινός Λίαμ, ωρυόταν μπροστά στις δύο ατυχήσασες γυναίκες, ενώ εκείνες πάλευαν να τον ξεπροβοδίσουν με ούριο άνεμο. Προτού ο θρασύς νεαρός γίνει η αιτία να καταρρεύσει το σχέδιό μου σαν τούβλινη μάντρα, σηκώθηκα διακριτικά από τη καρέκλα που καθόμουν, ζητώντας συγγνώμη και αφού βγήκα, τον άρπαξα βίαια, από τον γιακά του πουκάμισού του. Κατόπιν, μετακινηθήκαμε λίγο έξω από τα γραφεία με εμένα να τον κοιτάζω αφοπλιστικά στα μάτια.

«Φύγε τώρα» τον διέταξα, αλλά εκείνος ιδρωμένος καθώς ήταν, ξεκίνησε τις βρισιές που περιλάμβαναν το όνομά μου, με όλους τους πιθανούς συνδυασμούς.

Ωστόσο, καθώς περαιτέρω χρόνος για χάσιμο δεν υπήρχε, πήρα το ρίσκο να του αποκαλύψω μέρος της αληθινής μου ομορφιάς. Δευτερόλεπτα αργότερα, ο άτυχος νέος βρέθηκε να τρέχει πανικόβλητος, καταμεσής των δρόμων, προκαλώντας εκνευρισμό στους οδηγούς και ωθώντας τους στη χρήση βωμολοχιών, οι οποίες για ακόμη μία φορά αναφέρονταν στο όνομά μου και στον τόπο κατοικίας μου. Κουραστικό. Γυρνώντας ξανά προς το μέρος της γραμματείας, παρατήρησα πως το κλίμα ήταν διαφορετικό. Μία υποψία φόβου πλανιόταν στον αέρα από μέρους των δύο γυναικών που είχαν ακούσει τις κραυγές του Λίαμ, λίγα δευτερόλεπτα πριν. Φυσικά, αυτό διόλου δεν με ενόχλησε. Ίσιωσα το σακάκι μου και με αέρα θριαμβευτή, μπήκα ξανά στο γραφείο του κυρίου Μίλερ για να ακούσω την εξής φράση :

«Συγχαρητήρια κύριε Χελ. Προσλαμβάνεστε»

Ένας προσποιητός ενθουσιασμός διέτρεξε αστραπιαία το πρόσωπό μου, καθώς ήμουν βέβαιος για το αποτέλεσμα. Το είχα μελετήσει δέκα ολόκληρα δευτερόλεπτα προτού το συντάξω. Δεν υπήρχε καμία περίπτωση αποτυχίας.

«Δεν βλέπω την ώρα να ξεκινήσω» πρόφερα δήθεν εκστασιασμένος, με την πρότασή μου να συνοδεύεται ηχητικά από ένα - μάλλον ζοφερό παρά ευχάριστο- γέλιο.

«Από σήμερα κιόλας, αν το επιθυμείτε διακαώς. Μονάχα, να σας ενημερώσω, πως για την προσωπική σας διευκόλυνση, θα έχετε στο πλευρό σας μία άξια βοηθό, την δεσποινίδα Αντέϊρα Σμιθ» μου είπε και από την μπροστινή μας πόρτα, ξεπρόβαλε η εκδίκηση της ανθρωπότητας, η μετενσάρκωση μάλλον της πρωτόπλαστης Εύας. Τότε όμως, δεν την είχα προβλέψει την επικείμενη καταστροφή μου, καθώς είδα το εμφανίσιμο θηλυκό, σαν το μελλοντικό μου εισιτήριο για τον Παράδεισο και όχι το οριστικό μου εξιτήριο από αυτόν. Λανθασμένα είχα θεωρήσει πως ήταν αδύναμη, ένας χαρακτήρας τον οποίο θα μπορούσα να χειραγωγήσω όπως μόνο εγώ ήξερα. Δεν ήταν τυχαίο που είχα παρασύρει ακόμη και μοναχούς στον δρόμο της ακολασίας. Η συγκεκριμένη κοπέλα, θα ήταν ο ευκολότερος στόχος.

Εκείνη με κοίταξε παράξενα και τη στιγμή που οι ματιές μας διασταυρώθηκαν, ένιωσα ένα πρωτόγνωρο και μάλλον αρνητικό συναίσθημα, καθώς την λέξη ΄΄αμηχανία΄΄ δεν την είχα χρησιμοποιήσει ποτέ έως τότε. Ήταν ίσως ο πρώτος άνθρωπος, που δεν στάθηκε καθόλου στα εμφανή μειονεκτήματα της εξωτερικής μου εμφάνισης. Απεναντίας, μου είπε ένα ενθουσιώδες ΄΄χάρηκα πολύ κύριε Λίαμ. Έχω ακούσει πολλά για εσάς΄΄.

Καθώς λοιπόν την κοιτούσα και εγώ με τη σειρά μου, έκανα διάφορες σκοτεινές σκέψεις. Πως έπρεπε απαραιτήτως να μάθω τα πάντα για εκείνη. Οικογενειακή κατάσταση, τόπο κατοικίας, κοντινό και μακρινό παρελθόν, αγαπημένο φαγητό, αγαπημένο τόπο διασκέδασης, τυχόν κατοχή κατοικίδιου. Κοινώς, τα πάντα. Όταν αποχώρησε ο Μίλερ, μείναμε οι δυο μας. Τα γραφεία μας, ήταν αντικριστά και ο χώρος γύρω μας σχετικά άνετος. Η μύτη μου ζάρωσε ευθύς, από μία οικεία μυρωδιά. Κανέλα και τζίντζερ. Η Αντέϊρα, με εκείνο το επίκτητο, αθώο χαμόγελο, μου πρόσφερε καλοσυνάτα ένα μπολ από χριστιανικές αμαρτίες.

«Είμαι αλλεργικός, ευχαριστώ» της απάντησα αδιάφορα, βλαστημώντας για τη συμπεριφορά μου που ερχόταν σε βροντερή αντίθεση με την έννοια του αξιαγάπητου. Παρόλα αυτά, η θυσία του γευστικού μου κάλυκα στο βωμό των εορτών θα ήταν μεγάλη. «Για πείτε μου δεσποινίς Αντέϊρα» ξεκίνησα έχοντας απομακρύνει τις κολασμένες λιχουδιές «Τι ακριβώς γνωρίζετε για εμένα, που σας ώθησε πιο πριν να απελευθερώσετε όλον αυτόν τον ενθουσιασμό και μάλιστα τόσο ευθαρσώς;» τη ρώτησα σχετικά ευγενικά, μα η χροιά στη φωνή μου ήταν ελαφρώς ψυχρή.

Εκείνη, κάθισε στο γραφείο της κομψά και μετρημένα, δείχνοντας ακόμη πιο ενθουσιασμένη, που κάποιος σαν εμένα της απηύθυνε τον λόγο έτσι απλά και ας την είχε εμμέσως φέρει σε δύσκολη θέση.

«Αχ, κύριε...Συγγνώμη, το επίθετό σας μου διαφεύγει αυτή τη στιγμή».

«Χελ» της απάντησα μονολεκτικά, αλλά για ακόμη μία φορά δεν έδειξε να ξαφνιάζεται με την πρωτοτυπία του.

«Ναι, κύριε Χελ. Είστε ένας από τους καλύτερους λογιστές της Νέας Υόρκης. Όλοι μιλούν για τον Λίαμ, το καλό και λαμπρό παιδί. Όταν ενημερώθηκα πως υπήρχε περίπτωση να συνεργαστούμε, πραγματικά ενθουσιάστηκα. Νομίζω πως μπορώ να μάθω πολλά από την πολύχρονη πείρα σας στον χώρο» πρόφερε χαμογελαστά.

«Έχω την εντύπωση, πως ακόμη και αν ξημερώνεστε πλάι μου, τα χρόνια της πείρας μου γενικά σε πολλούς χώρους, δεν θα τα φθάσετε ποτέ. Δεν είστε δα και αιωνόβια» απάντησα αλαζονικά.

«Έχετε δίκιο κύριε. Θα προσπαθήσω όμως να σταθώ δίπλα σας, ως μία άξια βοηθός»

«Όχι και πολύ δίπλα μου δεσποινίς. Καλό είναι και το απέναντι δεν νομίζετε; Και τώρα, μιλήστε μου για εσάς. Η καλή συνεργασία λένε για να υπάρχει, προϋποθέτει οι συνεργάτες να γνωρίζονται μεταξύ τους, ώστε να πάψει να υπάρχει αυτή η καταραμένη αμηχανία!» τόνισα άθελά μου, δαγκώνοντας τη γλώσσα μου. Είχα υποπέσει δις στο αμάρτημα της αλαζονείας.

«Τι το ενδιαφέρον θα μπορούσε να έχει η δική μου ζωή; Λοιπόν, μένω μόνη μου σε ένα διαμέρισμα στο Μπρούκλιν. Η μητέρα μου πέθανε πέρυσι και ο πατέρας μου επίσης, εδώ και αρκετά χρόνια. Έχω μία αδερφή, αλλά εκείνη μένει στο Μαϊάμι. Οπότε, εγώ ζω μονάχη μου εδώ. Η αλήθεια είναι πως η πόλη μας, εξαιτίας του μεγέθους και των γρήγορων ρυθμών, κουβαλά μαζί της και τη μοναξιά»

Μου πήρε μερικά δευτερόλεπτα προκειμένου να επεξεργαστώ τις πληροφορίες.

«Κάποιος σύντροφος στο πλάι σας, ίσως;» ρώτησα αινιγματικά.

«Κύριε Χελ, καλύτερα να βρεθώ στην Κόλαση, παρά με έναν ακόμη άντρα που να μου κάνει τη ζωή δύσκολη» απάντησε εκείνη βαριανασαίνοντας και εγώ ευχαριστήθηκα ιδιαιτέρως, που επιτέλους βρέθηκε ένας θνητός να εκτιμά τον τόπο κατοικίας μου.

«Άψογη η τοποθέτησή σας δεσποινίς» απάντησα.

«Ευχαριστώ κύριε»

«Λέγε με Λίαμ. Το προτιμώ» απάντησα κοφτά και επιτέλους κάθισα αναπαυτικά στην κινούμενη καρέκλα μου. Με τα πρώτα δεδομένα να τίθενται προς επεξεργασία, κατάλαβα πως είχα πολύ δουλειά μπροστά μου.

ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ

Ο Μιχαήλ βάδιζε νευρικά, σε μία αίθουσα σχεδόν ολόλευκη και κενή από έπιπλα. Γενικότερα απέφευγε να μένει για πολλές ώρες στο δωμάτιο, που κάποτε μοιραζόταν με τον κολασμένο πλέον αδερφό του. Οι τοιχογραφίες γύρω του, απεικόνιζαν ολόλαμπρους Αγγέλους, όμορφους και αέρινους. Ήξερε πως ο σκοτεινός αδερφός του, ήταν κάποτε ανάμεσα στους ομορφότερους της θεϊκής δημιουργίας ή σωστότερα ήταν ο ομορφότερος και δυνατότερος όλων. Αυτή ήταν και η αιτία εξάλλου, της σταδιακής και απόλυτης διαφθοράς της ψυχής του.

«Πάλι τον σκέφτεσαι;» άκουσε τη κοφτή φωνή του Γαβριήλ.

«Φοβάμαι πως το σχέδιό μας, δεν θα λειτουργήσει σωστά αδερφέ» του απάντησε ο Μιχαήλ διστακτικά.

«Το μόνο πράγμα που θα πρέπει κυριολεκτικά να φοβάσαι, είναι ο ξεσηκωμός της Κόλασης και οι διαθέσεις του σκοτεινού αγγέλου, του Ασμοδαίου, ενός από τους εστεμμένους Πρίγκιπες. Οι Δυνάμεις που φυλάνε τα σύνορα μεταξύ Παραδείσου και Κολάσεως, με ειδοποίησαν για ύποπτες κινήσεις. Είναι πραγματικά πολύ επικίνδυνος, ωστόσο μην ανησυχείς, ο Πατέρας ξέρει τι κάνει και ελπίζω πως όλα θα πάνε καλά στο τέλος, παρά το γεγονός πως όπου εμπλέκεται ο ακατανόμαστος, συνήθως τίποτε δεν πηγαίνει» του απάντησε ο Γαβριήλ ξεφυσώντας.

«Πιστεύεις πως ο αδερφός μας, έχει πιθανότητες να αλλάξει; Να επανέλθει στην πρότερή του κατάσταση;» ρώτησε ξανά αγωνιωδώς ο Μιχαήλ.

«Ψυχική ή σωματική;» πρόφερε αρχικά ειρωνικά ο Αρχάγγελος και συνέχισε «Ένα δημιούργημα, του οποίου ο Δημιουργός είναι η πηγή του φωτός και της αγάπης, νομίζω πως έχει έστω κάποιες ελπίδες, αν και με τον Εωσφόρο, θαρρώ πως και οι τελευταίες αυτοκτόνησαν. Τέλοσπαντων, ήταν κάποτε ο αγαπημένος υιός του Πατέρα μας, τρομάρα του. Δεν μπορεί, κάποιο ψήγμα έστω καλοσύνης, θα έχει απομείνει βαθιά μέσα στην διαταραγμένη ψυχή του. Έχε πίστη, καθώς είναι το μοναδικό πράγμα που μας έχει απομείνει και όλα θα πάνε κατ'ευχήν» χαμογέλασε βεβιασμένα ο Αρχάγγελος και έφυγε αφήνοντας τον Μιχαήλ μονάχο του, με τις σκέψεις του.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top