Ο αληθινός Ντράκουλα/ part 4
Εκείνη η νύχτα, έμελλε να είναι μαρτυρική για την Γκάμπι. Με την Μόνικα, δεν είχαν διαφωνήσει σχεδόν ποτέ τους. Ήταν γειτόνισσες από μικρά παιδιά και το σπίτι της καθεμιάς, ήταν ανοιχτό για να υποδεχτεί την άλλη, όχι σαν επισκέπτη, αλλά σαν δεύτερο ένοικο. Αυτή τη στιγμή, κοιτούσε τα τείχη της Σχολής και ξαφνικά μπροστά της έκανε παρέλαση ο Μεσαίωνας. Όλο αυτό το σκοτεινό στοιχείο, με τους ιππότες να στέκονται ακοίμητοι φρουροί στο εσωτερικό της Ντούτραμ, με το δισκοπότηρο να κρύβει τον κόσμο, με τους ρουμπινένιους πολυέλαιους και εκείνη τη φράση στα λατινικά, ξαφνικά όλα ανέδιδαν μία αίσθηση μελαγχολίας. Θυμόταν πως σχεδόν ένα μήνα πριν, καταδίκαζε κάθε μαγικό στοιχείο, κάθε τι που αντιβαίνει και μπλοκάρει την λογική. Να όμως, που είχε βρεθεί μπλεγμένη σε μία μάχη και ειλικρινά, δεν είχε ιδέα τι έπρεπε να κάνει.
Ο κρεμαστός, μικρός κήπος με τα απόκοσμα αστραφτερά τριαντάφυλλα, την καρτερούσε, για να την υποδεχτεί στα σκοτεινά μυστικά του. Η κοπέλα βάδισε ανάμεσα από τα ολάνθιστα λουλούδια που είχαν μία αίσθηση μαγείας, μιας και ήταν φθινόπωρο, η περιοχή ήταν ορεινή και εκείνα διατηρούσαν μία ανεξήγητη ζωντάνια. Η μυρωδιά τους ήταν το λιγότερο μεθυστική, υπέροχη. Οι νυχτερινές δροσοσταλίδες, στόλιζαν τα πέταλά τους, τσουλώντας επάνω τους παιχνιδιάρικα, όταν άκουσε έναν θόρυβο και ανακάλυψε πως δεν ήταν μόνη της. Στο βάθος, σχεδόν στο χείλος του γκρεμού, υπήρχε ένα παγκάκι, ώστε όσοι κάθονταν να έβλεπαν τη θέα. Εκεί καθόταν λοιπόν ένας νεαρός και διάβαζε ήσυχα το βιβλίο του.
«Σε έχω αντιληφθεί εδώ και ώρα» της είπε σε έναν τόνο πειρακτικό θα έλεγε κανείς.
«Συγγνώμη, δεν ήθελα να ενοχλήσω» πήγε να απολογηθεί, όταν συνειδητοποίησε πως το αγόρι διάβαζε το βιβλίο στα σκοτεινά «Εμ, μπορείς και βλέπεις τα γράμματα ή και πολλά περισσότερα από αυτό;» τον ρώτησε, σίγουρη πως ανήκε στους απέθαντους.
«Με τσάκωσες. Έχω μάτια κουκουβάγιας και όρεξη πεντάχρονου που μόλις ξύπνησε από βαθύ ύπνο» της είπε και τον είδε να σηκώνεται χαμογελαστός.
Η εικόνα του, της ήταν ευχάριστη θα μπορούσε θα πει.
«Είμαι ο Γουάιλαν Άνγκερς και εσύ...Λοιπόν, εσύ είσαι γνωστή φυσιογνωμία. Κάτσε, είσαι η κοπέλα που μπορείς και μας βλέπεις!» ξεστόμισε και αναθεμάτισε ταυτόχρονα τον εαυτό του «Να πάρει! Πάλι παρασύρθηκα» γκρίνιαξε και η Γκάμπι γέλασε.
«Μην ανησυχείς. Έχω πολεμήσει με σκοτεινούς μάγους, έχω δει το Μπραν από κοντά, γενικά τα έχω δει όλα με βεβαιότητα. Είσαι βρικόλακας λοιπόν» του είπε χαμογελώντας.
«Τι όμορφα που το έθεσες και τι φυσικά! Ναι, πράγματι είμαι. Ανέφερες ωστόσο πως έχεις δει το Μπραν από κοντά. Από πόσο κοντά;» την ρώτησε.
«Γνωρίζω τον ένοικο. Από τόσο κοντά» απάντησε εκείνη κατσουφιάζοντας και ο Γουάιλαν άξαφνα φωτίστηκε.
«Γνωρίζεις τον Βλαντ Ντράκουλα; Απίστευτο! Δεν έχει αφήσει ποτέ και κανέναν να εισέλθει στο εσωτερικό του κάστρου, εκτός αν δώσει ειδική πρόσκληση, πράγμα που έχει να συμβεί αιώνες. Μονάχα τα μέλη του Τάγματος του Δράκου, στο οποίο ανήκουν και ο Στεφάν και η Αλεξάνδρα αλλά και ο Μίρτσεα φυσικά, μπορούν να εισέρχονται με σχετική ευκολία. Ο Βλαντ έχω ακούσει πως φυλά τα δάση του και δημιουργεί τρομακτικές παραισθήσεις στον εχθρό» έκανε μία παύση και η Γκάμπι θυμήθηκε απόλυτα, την ημέρα εκείνη που είχε χαθεί στο εσωτερικό των σκιερών δασών και είχε έρθει αντιμέτωπη με την οργή του Βλαντ. Για την ακρίβεια, θα προτιμούσε να μην της συμβεί ποτέ ξανά.
Ο Γουάιλαν την φώναξε να τον ακολουθήσει λίγο πιο κοντά στον γκρεμό, στο σημείο που τα δέντρα χαμήλωναν ελαφρώς στο βάθος και φαίνονταν τα φώτα του χωριού Μπραν.
«Έρχομαι συχνά εδώ. Η ζωή ενός βρικόλακα είναι μοναχική. Ξέρεις, ήμουν στρατιώτης στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Τότε ήμουν μικρός και αρκετές φορές δεν είσαι όσο προετοιμασμένος πιστεύεις για να δώσεις μάχη. Τότε, όλων μας τα όνειρα είχαν μπει σε μία παύση. Δεν ήξερες τίποτε για το αύριο. Φοβόμουν. Το παραδέχομαι. Φοβόμουν τον θάνατο και έτσι, έχοντας ακούσει για όλα αυτά τα υπερφυσικά, αποφάσισα να χαράξω ένα ΄΄ναι΄΄ στο χέρι μου και να ελπίσω πως κάποιος θα με βρει και θα με αναστήσει. Τραυματίστηκα βαριά και κατέληξα παραδομένος στα τραύματά μου, μέχρι που το θαύμα της αναστάσεως με επανάφερε. Η μοναξιά όμως δεν παλεύεται. Δεν είδα ποτέ ξανά τους γονείς ή την αδερφή μου. Δεν έμαθα νέα τους και φοβάμαι να επιστρέψω στον τόπο που γεννήθηκα και μεγάλωσα γιατί θα τα βρω είτε άδεια, είτε αλλαγμένα. Ο καιρός περνά, οι φίλοι σου αν ανήκουν στο θνητό είδος, γερνάνε και πεθαίνουν, αν ερωτευτείς θνητή, θα πονέσεις με την απώλεια και γενικά είναι ψυχοφθόρο. Σε τάραξα στην πολυλογία, το νιώθω και απολογούμαι» της είπε στο τέλος και εκείνη του χαμογέλασε ειλικρινά.
«Νομίζω πως απλώς είχες την ανάγκη να τα αφηγηθείς»
«Πράγματι και ευχαριστώ που με άκουσες. Νομίζω πως μέσα από την αφήγησή μου, κατάλαβες τους λόγους που το δισκοπότηρο είναι απαραίτητο. Οι σχέσεις μεταξύ των υπερφυσικών και των απλών ανθρώπων, είναι δύσκολες. Ειδικά ανάμεσα στα βαμπίρ και στους ανθρώπους. Οι μάγοι μπορεί να αργούν, αλλά κάποια μέρα γερνάνε και πεθαίνουν. Εμείς ζούμε βουτηγμένοι στην ματαιοδοξία της αθανασίας μας» με αυτά τα λόγια, έκλεισε το βιβλίο που κρατούσε μηχανικά. «Καιρός να πηγαίνω. Θα σε συμβούλευα να κάνεις το ίδιο. Το μέρος μπορεί να φυλάσσεται, μα δεν είναι ασφαλές, όχι όπως παλαιά. Χάρηκα που σε γνώρισα» την αποχαιρέτησε και καθώς βάδιζε, έστρεψε το κεφάλι του για μία τελευταία φορά προς το δικό της μέρος. Κατόπιν, χάθηκε μέσα στην ομίχλη της νυχτιάς.
Η Γκάμπι πήρε την θέση του στο παγκάκι των στοχασμών. Όπως και η φίλη της, έτσι και εκείνος, της είχαν τονίσει δίκαια, πως οι σχέσεις ανάμεσα στους Ντούτραμ και τους θνητούς, ήταν αν όχι αδύνατες, σίγουρα δύσκολες. Δεν είχε συνειδητοποιήσει το πόσο πολύ την απασχολούσε αυτό τελευταία και το πόσο ακανόνιστα χτυπούσε η καρδιά της, στη σκέψη ενός προσώπου. Άξαφνα, αεράκι φύσηξε παγωμένο. Η κοπέλα έσφιξε επάνω της ακόμη περισσότερο την ζακέτα που φορούσε, όταν είδε ένα λεπτό στρώμα πάγου να κινείται προς το μέρος της, παγώνοντας αργά τα υπέροχα, βασιλικά άνθη που φύονταν στον κήπο αυτόν. Το ένστικτό της, της ούρλιαζε να απομακρυνθεί και τα πόδια της ξεκίνησαν να κινούνται άθελά της, όταν άκουσε μία ευγενική φωνή να την καλεί.
«Φεύγεις από τώρα;»
΄΄Ανάθεμα!΄΄ σκέφτηκε. Αυτός ήταν ο Ραντού. Αλλά πώς είχε βγει από την Πύλη;
Μπροστά της λοιπόν, μέσα από τις σκιές, κινήθηκε μία ψηλόλιγνη φιγούρα. Είχε και εκείνη μακριά μαλλιά, πιο φωτεινά από του Βλαντ και χαρακτηριστικά ευγενικά, έως όμορφα. Ο Ραντού την πλησίαζε με άγνωστες προθέσεις και εκείνη τον κοίταξε με θυμό.
«Να καθίσω δεσποσύνη; Επιτέλους, εμείς οι δύο συναντιόμαστε σε χρόνο πραγματικό» της είπε και πρόσεξε το αίμα που μούσκευε το μέτωπο και ελαφρώς τα μαλλιά του.
«Πώς βγήκες;» τον ρώτησε παλεύοντας να φανεί ψύχραιμη.
Ο Ραντού εξίσου ψύχραιμος, κάθισε και την κοίταξε στα μάτια.
«Δεν ήταν εύκολο. Βλέπεις, όταν ανέστησα τον Βλαντ, πίστεψα πως με αυτόν τον τρόπο, θα μπορούσα να τον χειρίζομαι, κάτι σαν το ζώο στο τσίρκο. Δεν είναι η πρώτη φορά που του έχει συμβεί. Όταν τον κυνήγησα μέχρι το Ποενάρι, τότε που η Εκατερίνα, η γυναίκα του, έπεσε στον ποταμό για να γλιτώσει, εκείνος κατέφυγε σε έναν παλιό σύμμαχο και βρέθηκε πίσω από τα κάγκελα των μπουντρουμιών. Σαν το ζώο τον πέταξαν, προδομένο, ενώ εγώ απολάμβανα έστω και για λίγο τον θρόνο της Βλαχίας. Πίστεψα λοιπόν, πως με αυτόν τον τρόπο, θα πετύχαινα ό,τι ονειρευόμουν. Να αναγκάσω τον τρελό και στενόμυαλο αδερφό μου, τον επικίνδυνο δικτάτορα, να με υπακούει τυφλά. Απέτυχα όμως και οι δυο μας βρεθήκαμε δεμένοι. Τότε, σχεδόν λίγο μετά την ανάστασή του και της απόδοσης μέρους των δυνάμεών μου στον Μεχμέτ, πολεμήσαμε. Ωστόσο, κανείς από τους δύο δεν μπορούσε να πεθάνει όσο ο άλλος ζούσε. Τότε δεν το είχα συνειδητοποιήσει αυτό. Έτσι ο Βλαντ με αποδυνάμωσε, σε σημείο που έγινα σκόνη, ένα πνεύμα μόνο, εγκλωβισμένο στις κατακόμβες του Αγίου Νικολάου, όπου μου έχτισε την Ασημένια Πύλη μαζί με τον Στεφάν και όλο το Τάγμα. Εγώ και ο Μεχμέτ, ήμασταν καταδικασμένοι, μέχρι που λίγο -λίγο οι σύμμαχοί μας, μας έφερναν ανθρώπους, βρικόλακες και μάγους και είτε έρχονταν με το μέρος μας, είτε τους ρουφούσαμε το μεδούλι. Με αυτόν τον τρόπο δυναμώναμε και φτάσαμε στο σήμερα. Να έχω την ικανότητα να διαπεράσω το Ασήμι, με απλές αμυχές» της έδειξε το πρόσωπό του.
«Γιατί τέτοιο μίσος για τον Βλαντ;» τον ρώτησε και τον είδε να ξεφυσά.
«Γιατί είχαμε διαφορετικά πιστεύω και γιατί ήμουν ο μικρός αδερφός μίας κυριολεκτικά διάσημης προσωπικότητας που όλοι έτρεμαν. Γιατί ποτέ δεν θα με υποδέχονταν με δόξες στη Βλαχία. Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία όμως, ήμουν αρχηγός των Γενίτσαρων. Ήμουν κολλητός του γιού του σουλτάνου, του Μεχμέτ. Ήμασταν κοντά οι δυο μας. Με καταλάβαινε, με αγαπούσε και το έβλεπα» κάπου εκεί χάθηκε για λίγο, όμως η Γκάμπι φοβόταν πως όλο αυτό δεν θα είχε καλή κατάληξη «Η αγάπη είναι αδυναμία. Σε κάνει να απορρίπτεις ώρες- ώρες την λογική και να φοβάσαι. Ο φόβος και ο έρωτας είναι η αχίλλειος πτέρνα ενός ηγέτη. Την είχα και εγώ και την έχει και ο αδερφός μου. Ο θάνατος της Εκατερίνα του κόστισε. Όχι αρκετά όμως για να τον τραβήξει πίσω, μα αρκούσε για να τον ταρακουνήσει. Πίστεψα πως πέθανε, μα έκανα λάθος. Ζει και ζει μέσα από εσένα. Η ιστορία του επαναλαμβάνεται. Νομίζεις δεν το βλέπω; Ο Βλαντ για πεντακόσια χρόνια αποτραβήχτηκε από τον κόσμο και έκλεισε την καρδιά του αφήνοντας το σκληρό τέρας να αλωνίζει. Ύψωσε τείχη με τις παραισθήσεις και την επιθετικότητα, όμως να που η αδυναμία τον βρήκε ξανά. Εσύ θα είσαι το τέλος του»
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top