Η μεγαλύτερη αδυναμία/ part 3

Τα μάτια του Χάινς καρφώθηκαν γεμάτα πίκρα στον Γερμανό κάνοντάς τον να νιώθει πως του τρυπούσαν τη ψυχή. Ο κόσμος γύρω του παρά τα απανωτά σοκ των αποκαλύψεων, είχε σωπάσει από συγκίνηση, βλέποντας έναν άνθρωπο, ή βρικόλακα δεν είχε σημασία, να ξεγυμνώνεται συναισθηματικά.

«Στη Γερμανία είχαμε ένα φούρνο. Ο πατέρας μου τον αγαπούσε πολύ, μα ακόμη περισσότερο φαινόταν να τον αγαπά μία οικογένεια Γερμανών γειτόνων που είχαν έναν γιο στην ηλικία μου. Με το αγοράκι γίναμε κολλητοί αμέσως. Ο πόλεμος δεν είχε ξεσπάσει, όλοι ήμασταν ίσοι ακόμη και πάνω από όλα άνθρωποι. Μέχρι που η καλλιέργεια του αντισημιτισμού στην Ευρώπη εξαπλωνόταν, η Γερμανία βρισκόταν σε περίεργη κατάσταση μετά τον πρώτο παγκόσμιο και άξαφνα οι γείτονες, μας κοιτούσαν με φόβο. Το παιδί τους όμως όχι. Ήταν ο κολλητός μου, ο αδερφικός μου φίλος. Μαζί κάναμε όνειρα, μαζί κρυβόμασταν κάτω από τις κουβέρτες όταν οι συζητήσεις μας γυρνούσαν γύρω από τα άσχημα γεγονότα. Ώσπου, του απαγόρευσαν να με βλέπει, ώσπου μετακόμισε με τους δικούς του και με ξέχασε. Μας χώρισαν με κλάματα, μα εγώ δεν έλαβα ποτέ μου ούτε ένα γράμμα. Πώς θα μπορούσα άλλωστε; Μεγαλώσαμε, εγώ κατέληξα με μία ριγέ πιτζάμα και έναν αριθμό, ενώ εκείνος δεν έχω ιδέα που. Ήλπιζα μονάχα να ήταν καλά» Τα μάτια του γέμισαν απότομα δάκρυα, μα το ίδιο και του νεαρού Γκιάελ.

Πώς στο ανάθεμα είχε ξεχάσει τον Χάινς; Πώς στην ευχή ο πόλεμος τον είχε κάνει να ξεχάσει τον καλύτερό του φίλο; Γι' αυτό του συμπεριφερόταν έτσι. Γι' αυτό παρίστανε πως δεν τον γνώριζε, πως δεν τον είχε δει ποτέ του, μα ταυτόχρονα, γι' αυτό οι δυο τους είχαν μία εκπληκτική χημεία.

«Χάινς!» του ούρλιαξε κλαίγοντας.

«Να πας στο ανάθεμα Γερμανέ!» τον έβρισε με ένα χαμόγελο όμως να στολίζει το πρόσωπό του και τον Γκιάελ με ταχύτητα βρικόλακα να βρίσκεται στην αγκαλιά του σφίγγοντάς τον. Το πλήθος ξέσπασε σε κλάματα συγκίνησης και χειροκροτήματα. Κανέναν δεν ενόχλησε η υπερφυσική ταχύτητα. Μπροστά στο ανθρώπινο δράμα, όλα ήταν φυσιολογικά. Η Άλμπα πάλεψε να κρύψει τη συγκίνησή της, όταν μία κοπέλα από το πλήθος, πλησίασε τα αγόρια.

Τα κοίταξε έντονα, με τρυφερότητα, χαϊδεύοντας και των δύο το πρόσωπο σαν να πάλευε να διαλύσει τον μύθο του κακού μέσα της. Οι δυο τους κοιτάχτηκαν γελώντας, όταν την άκουσαν να ρωτά ντροπαλά.

«Ήθελα να ρωτήσω κάτι, αν υπάρχετε εσείς, υπάρχει και ο....ο Κόμης Δράκουλας του Μπραν;» ρώτησε και η Άλμπα γούρλωσε τα μάτια.

«Όχι. Υπάρχει ο Βλαντ Ντράκουλα στην ιστορία. Το πού σταματά το ψέμα και ξεκινά η αλήθεια, κανείς δεν θα μάθει, μα από εσάς θέλουμε μία χάρη. Όταν βγείτε από εδώ, να κατευνάσετε την οργή του κόσμου. Εμείς με τη σειρά μας, θα φροντίσουμε να μην υπάρξει ποτέ ξανά καμία ανθρώπινη εξαφάνιση» της απάντησε ο Χάινς και η κοπέλα τον αγκάλιασε. Αρχικά ένιωσε άβολα και οι μυς του σφίχτηκαν, μέχρι που ένα λεπτό μετά και παίρνοντας μία ανάσα, κατόρθωσε να χαλαρώσει. Δίπλα τους η Άλμπα, πήρε ξανά τον λόγο.

«Καθώς όλοι σας είστε μαθητές της Ντούτραμ, υπερασπιστείτε τη Σχολή σας. Ο καλός λόγος ενάντια στις κατηγορίες είναι μία αρχή» πρόφερε όταν ακόμη μία ερώτηση από έναν νεαρό, πετάχτηκε στα ξαφνικά.

«Κυρία, γιατί κλείνει η Σχολή τότε;» ρώτησε.

«Ας πούμε πως και οι βρικόλακες έχουν τους εχθρούς τους. Δυστυχώς δεν μπορούμε να αποκαλύψουμε περισσότερα. Να ξέρετε μόνο, πως το σύμπαν είναι απέραντο, το ίδιο και τα πλάσματα. Αυτό όμως δεν είναι κάτι κακό. Αντιθέτως η ποικιλία και η διαφορετικότητα μας κάνει μοναδικούς και τη ζωή ενδιαφέρουσα. Από τον Χάινς και τον Γκιάελ ας πούμε, μπορείτε να διδαχτείτε ιστορία καθώς την έζησαν. Ίσως μελλοντικά, η ανθρωπότητα να είναι ικανή να υποστηρίξει και άλλες αλήθειες. Να θυμάστε όμως κάτι, η ζωή έχει τους κανόνες της, και τον κύκλο της, το ίδιο και η ψυχή. Η αθανασία ακούγεται γλυκιά, μα δεν είναι. Η αιωνιότητα καταντά κουραστική και ανούσια. Εξάλλου, μπορεί η ζωή μας να είναι μικρή μα αν το θέλουμε, μπορούμε να πραγματοποιήσουμε αρκετά από τα όνειρά μας και να νιώσουμε πληρότητα, ή τουλάχιστον να ελπίζουμε. Απόψε, όλοι θα ορκιστείτε, ως μαθητές της Σχολής, πως δεν θα προδώσετε τα μυστικά της. Αυτός ο όρκος θα σφραγιστεί. Μόλις περάσετε το κατώφλι, μπορείτε έμμεσα να προσπαθήσετε να σπείρετε την αλήθεια, δίχως να αποκαλύψετε άμεσα την ύπαρξη των απέθαντων. Είμαι σίγουρη πως θα βρείτε έναν τρόπο» Μόλις τελείωσε, άπαντες οι μαθητές ορκίστηκαν άκρα μυστικότητα και αυτός ο μαγικός όρκος δέθηκε μαζί τους. Όλοι όμως αποχώρησαν, με την καρδιά τους διαφορετική και το μυαλό να σκέφτεται τρόπους για να διευκολύνουν τους υπερφυσικούς τους σύμμαχους. Κάποιοι, έριξαν μία ματιά στο Μπραν. Το μουσείο ήταν ανοιχτό για τον κόσμο, μα η μαγεία ήταν απέραντη. Αρκετοί χαμογέλασαν. Άραγε, ο υπερασπιστής της χώρας τους, να ζούσε ακόμη;

Μόλις ο χώρος άδειασε και πίσω έμειναν μονάχα οι Αλχημιστές και οι τέσσερις βρικόλακες, μαζί με την Γκάμπι και τις φίλες της, το μυαλό της Άλμπα έτρεξε στη χθεσινή νύχτα.

Με το χέρι του δοκίμασε τα όρια ανάμεσα στο μαγικό πλέγμα και τον κόσμο. Ο Μεχμέτ πάντοτε έκανε προσεκτικές κινήσεις και ας ήξερε πως οι δυνάμεις του θα τον προστάτευαν ανά πάσα στιγμή. Η ειρωνεία της ιστορίας, ήθελε τον Ραντού ως τον πρώτο σκοτεινό, μα αν υπήρχε τελικά κάποιος αποφασισμένος να εκπροσωπήσει την πλευρά αυτή, ήταν στα σίγουρα ο Μεχμέτ. Αόρατος, βάδιζε με μία υποψία ανατριχίλας στο δάσος όπου ο στρατός του παλουκώθηκε κάποτε. Σχεδόν μπορούσε να ακούσει τα βογγητά και τους λυγμούς τους. Τα μάτια του στένεψαν. Πλέον δεν τον φοβόταν τον Παλουκωτή. Αντιθέτως, θα τον εξευτέλιζε με το να παρουσιαστεί στα εδάφη του δίχως να χυθεί ούτε στάλα αίμα. Η μαγεία ήταν ισχυρότερη από τις δυνάμεις των βρικολάκων και αυτό ο Μεχμέτ το γνώριζε καλά. Οι φρουροί δίπλα του, καθώς τους προσπερνούσε, ένιωσαν μία παράξενη αύρα, μα το σατανικό χαμόγελο του Μεχμέτ δήλωνε, πως το μυαλό τους δεν έφτανε τόσο μακριά.

Μερικά βήματα ακόμη, και η είσοδος του Μπραν φάνηκε. Ο φρουρός ένιωσε άβολα μπροστά του δίχως να τον βλέπει, μέχρι που επιτέλους του αποκαλύφθηκε. Ο βρικόλακας προσπάθησε να αμυνθεί, μα ο Μεχμέτ ξετύλιξε το σκούρο μαντήλι που κάλυπτε το κεφάλι του πετώντας το κάτω. Αυτό λικνίστηκε στιγμιαία, μέχρι που το κάλυψε μία μεταλλική λάμψη και σαν πηλός που σχηματιζόταν από κάποιον επιδέξιο γλύπτη, ένα φίδι, ένα ασημένιο φίδι ορθώθηκε μπροστά του και αιφνιδιαστικά, τύλιξε το βαμπίρ που άρχισε να καίγεται. Τότε, αέρας σηκώθηκε, τα κλαδιά των δέντρων σαν κορμιά παραδομένα στον άνεμο τραντάχτηκαν και από το στόμα του Μεχμέτ ξέφυγε ένα στιγμιαίο γέλιο.

«Βλαντ Ντράκουλα» είπε όταν μέσα από τα δάση τον είδε να πλησιάζει.

Δύο εχθροί, αιώνιοι, αδίστακτοι κοιτούσαν με το ίδιο πείσμα ο ένας τον άλλο.

«Τελευταία φορά που σε κοιτούσα, δίχως μάχη, ήταν όταν μου έφεραν το κομμένο σου κεφάλι, αλειμμένο με μέλι για να διατηρηθεί. Αποκρουστικό το θέαμα, μα απελπιστικά ικανοποιητικό» πρόφερε ο σουλτάνος και είδε τον Βλαντ να σκοτεινιάζει απότομα. Η οργή που ένιωθε ήταν τεράστια, καθώς από την μία οι φρουροί του είχαν πιαστεί στον ύπνο και από την άλλη, το μισητό αυτό πρόσωπο τολμούσε να τον ειρωνευτεί.

Σε αντίθεση με τους υπόλοιπους, ήξερε πως είχε έναν μάγο απέναντί του, μα η ισχύς του ήταν τόσο μεγάλη σε σχέση με ένα απλό βαμπίρ, που θα υπολόγιζε σωστά τις κινήσεις του.

«Θα σε τελειώσω. Η μανία σου για εξουσία, δεν ξεδίψασε ούτε μετά από τόσους αιώνες. Είσαι ο ίδιος, το ίδιο κάθαρμα» γρύλισε.

«Μίλησε ο άμεμπτος που μύγα πετούμενη δεν άγγιξε. Πότε θα καταλάβεις επιτέλους πως είμαστε ίδιοι;» τον δοκίμασε κάνοντάς τον άθελά του να βαδίσει στο μονοπάτι που ο σουλτάνος επιθυμούσε.

«Κάνεις λάθος. Δεν είμαστε. Μεγαλώσαμε μαζί, μα εσύ για εμένα ήσουν πάντοτε ο εχθρός. Τίποτε άλλο. Ένας άνδρας δίχως κανένα συναίσθημα, ανώτερο από τον πόθο για επέκταση. Δεν ζήτησα θησαυρούς, ήθελα μονάχα να βοηθήσω την Βλαχία και να την αναδείξω σε μία χώρα αξιοσέβαστη» έκανε παύση καθώς οι δυο τους κύκλωναν σαν μονομάχοι ο ένας τον άλλο.

Άπαντες στο Μπραν είχαν τρέξει, μα το χέρι του Βλαντ τους σταμάτησε. Ο σουλτάνος είχε έρθει μόνος, επομένως μόνος θα ήταν και εκείνος. Δεν φοβόταν τον Μεχμέτ.

«Και όμως Βλαντ, αν είχες τη δύναμη του κράτους μου, ποιος ξέρει ποιον δρόμο θα ακολουθούσες; Η Βλαχία ήταν ένα τίποτε, μία κουκίδα στο χάρτη. Εμείς ανθίζαμε όμως. Ο άνθρωπος Βλαντ και η φύση του έχουν αδυναμίες. Οι πιο πολλοί αγαπούν την εξουσία. Αυτό ήταν και η δική μου αδυναμία ίσως, ή μία από αυτές. Εσύ;» τον ρώτησε.

«Εγώ έμαθα να είμαι πολεμιστής και να αντιστέκομαι στις αδυναμίες μου. Πάντοτε αυτό έκανα και θα το κάνω και τώρα» του γρύλισε, μα τα βαθυπράσινα μάτια του κοιτούσαν ολόισια σε εκείνα του εχθρού του. Η μαγεία του ξεχύθηκε παλεύοντας να εισχωρήσει στις σκέψεις του Μεχμέτ, μα ο αντίπαλος είχε έρθει προετοιμασμένος αφήνοντας να φανεί ένα λευκό κενό και τίποτε άλλο.

«Όχι Ντράκουλα. Σε μία αδυναμία έχεις παραδοθεί πλήρως» πέταξε την παγίδα καρτερώντας την επιβεβαίωση.

«Ίσως αυτό με κάνει ακόμη άνθρωπο» πήρε την ικανοποίηση με την επόμενη όμως πρόταση του Βλαντ, να τον πιάνει απροετοίμαστο «Ίσως αυτό όμως, να κάνει και εσένα».

Τότε ήταν που ο Μεχμέτ για πρώτη φορά, άφησε την έκπληξη να φανεί. Μέσα σε κλάσματα όμως, ο Βλαντ άδραξε την ευκαιρία και τον τύλιξε στις φλόγες. Θα τον σκότωνε. Αν μπορούσε θα το έκανε εδώ και τώρα και τότε όλα θα τελείωναν. Οι κραυγές του αντήχησαν από άκρη σε άκρη. Ο Μεχμέτ ένιωσε έναν φρικτό πόνο από τη φωτιά, μα η μαγεία του διέλυσε τις φλόγες. Ούτε εκείνος θα έκανε πίσω. Ήταν πεισματάρης. Πάντα ήταν. Από μικρό παιδί, τότε που αντιστεκόταν στο διάβασμα οδηγώντας τον πατέρα του για ακόμη μία φορά στην άσκηση βίας επάνω του. Ωστόσο δεν τον ένοιαζε. Όπως ούτε και τον Βλαντ που αν και εκείνος έτρωγε ξύλο ως αιχμάλωτος, δεν πρόδωσε ποτέ τις αξίες του.

Οι δύο ορκισμένοι εχθροί, χώθηκαν στα αβυσσαλέα βάθη των σκιερών δασών που ούρλιαζαν τις κατάρες των παλουκωμένων. Ο Μεχμέτ προσπαθούσε να αποδιώξει την ζοφερή εικόνα που είχε αντικρύσει, κυνηγώντας κάποτε τον Βλαντ στη γη του. Η αλήθεια, ένιωθε ανασφάλεια. Δεν γνώριζε τόσο καλά εκείνα τα μέρη, όσο ο βοεβόδας που τον καταδίωκε μανιασμένα, παίζοντας ένα παιχνίδι νεύρων μαζί του. Ο σουλτάνος ήταν βέβαιος, πως θα αναβίωνε την μακάβρια στιγμή του παλουκώματος. Μπροστά στα μάτια του ξεφύτρωναν ματωμένα ξύλα μέσα από το υγρό έδαφος. Πτώματα ταλαιπωρημένα, ετοιμοθάνατοι που ούρλιαζαν, βρίσκονταν παντού γύρω του, μα πουθενά ο Βλαντ. Για δευτερόλεπτα αναλογίστηκε ποιος ήταν και ποιος ο εχθρός που για λίγο κατόρθωσε να του προκαλέσει δέος. Κυβερνούσε κάποτε με όπλο το φόβο και ίσως λιγότερο τον σεβασμό. Στον πόλεμο ήταν το ίδιο αδίστακτος με τους λιγόψυχους πολεμιστές του όπως και ο Παλουκωτής. Θυμόταν ακόμη από την πολιορκία της Πόλης, πως οι πρώτοι στρατιώτες που είχαν υποχωρήσει από το στράτευμά του, είχαν πετσοκοφτεί από τους Γενίτσαρους. Σαν χαρακτήρας, ήταν εξίσου εκρηκτικός με τον Βλαντ. Όταν είδε τότε στην πολιορκία, τους ελάχιστους Έλληνες και Γενοβέζους ναυτικούς να εκτοξεύουν βολές υγρού πυρ με μεγάλη ευστοχία και να ξεφεύγουν από τον τεράστιο τουρκικό στόλο, έτρεξε μανιασμένος προς τη θάλασσα, μέχρι που το άλογό του μπήκε μέσα στο νερό. Καθώς άκουγε τις ιαχές χαράς και τις σάλπιγγες των πολιορκούμενων που πανηγύριζαν μέσα από τα τείχη, τόσο μεγάλωνε ο θυμός και η επιθυμία του να τιμωρήσει όσο γίνεται πιο φρικτά τον ναύαρχό του. Το άλλο πρωί διέταξε αρχικά το δημόσιο παλούκωμά του, αλλά μετά υπαναχώρησε και ζήτησε τη μαστίγωσή του, η οποία ήταν τόσο σφοδρή, που όπως λέγεται, ήταν η αιτία να βγει το μάτι του ναυάρχου. Όλα αυτά, ήταν καταγεγραμμένα στην ιστορία. Ήταν το φως και το σκοτάδι όλων αυτών των προσωπικοτήτων που στο σήμερα, έθεταν τον κόσμο σε κίνδυνο.

Οι γροθιές του σφίχτηκαν και ενεργοποίησε εκείνη τη μαγική όραση που του επέτρεπε να διακρίνει τα πάντα στο σκοτάδι, καλύτερα και από νυχτόβιο ζώο. Τότε, πρόσεξε τη φιγούρα του Βλαντ που ταχύτατα προσπερνούσε τα δέντρα. Με τα χέρια τον σημάδεψε, σηκώνοντας σκόνη σαν ανεμοστρόβιλο. Για λίγο, οι κόκκοι μπήκαν στα μάτια του βρικόλακα θολώνοντας την όρασή του. Το επόμενο χτύπημα από τον Μεχμέτ, ήταν σφοδρότερο, κάνοντάς τον να χτυπήσει σε έναν κορμό. Το κεφάλι του μάτωσε και ένιωσε το αίμα να μουσκεύει το ρούχο που φορούσε.

Ο Βλαντ έβρισε από μέσατου. Όχι, δεν θα έχανε δεύτερη φορά, δεν θα του έδινε την ευχαρίστηση. Σεκλάσματα ανασκουμπώθηκε και τα μάτια του έλαμψαν. Ένιωσε να τραβά δύναμη απότην ίδια τη σελήνη, μιας που ως βρικόλακας, ανήκε στη νύχτα. Καταιγίδα ξέσπασε καιο ίδιος τινάχτηκε ψηλά στα δέντρα. Πηδούσε από κλαδί σε κλαδί και τότε με όλητην ταχύτητα, έπεσε επάνω στον Μεχμέτ. Δεν ήθελε να χρησιμοποιήσει κάποιαδύναμη του υπερφυσικού. Ήθελε κυριολεκτικά να τον στραγγαλίσει με τα χέρια του.Το χτύπημα ήταν τόσο σφοδρό και η ταχύτητα τόσο μεγάλη, που και οι δύοεκτινάχθηκαν από το προστατευτικό πλέγμα της μαγείας του δισκοπότηρου πουέκρυβε τον κόσμο τους και τα σώματά τους, πέφτοντας με φόρα σε έναναυτοκινητόδρομο. Ο Μεχμέτ κατέληξε αναίσθητος στην άσφαλτο και ο Βλαντ σε μίαάγνωστη αυλή, ενός επαρχιακού σπιτιού βαριά τραυματισμένος.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top