Κεφάλαιο Νο6
Κατεβήκαμε δυο ορόφους πιο κάτω. Μονάχα δυο ορόφους αλλά στο μυαλό μου το ασανσέρ ήταν ατελείωτο σαν δρόμος χωρίς τελειωμό.
Ο Σπένσερ ανοίγει την πόρτα του δωματίου
Μόλις μπαίνω μέσα οι αποχρώσεις του μαύρου είναι παντού στον χώρο εκτός από το κρεβάτι το οποίο είναι το πιο φωτεινό μες σε όλο το δωμάτιο. Μαύρο, χρυσό, λευκό, αυτά τα χρώματα κυριαρχούν στο δωμάτιο που μόνο δωμάτιο δεν είναι, είναι τόσο μεγάλο όσο ένα διαμέρισμα.
«Σε λίγο θα φέρουν τα πράγματα σου επάνω. Να ετοιμαστείς, και στις εννέα να κατέβεις κάτω στην ρεσεψιόν για να πάμε για φαγητό.»
Γυρίζω να τον κοιτάξω στα μάτια να καταλάβω γιατί έχει αυτό το ύφος, γιατί διατάζει συνέχεια.
Αλλά μόλις τον αντικρίζω στα μάτια, πάντα μα πάντα οι σκέψεις μου θολώνουν.
«Γιατί δεν με ρωτάς αν θέλω να βγω μαζί σου για φαγητό.»
Χαμογελάει, και πλησιάζει απειλητικά κοντά.
«Γιατί εεεε;;;»
«Γιατί ότι και να σου ζητήσω δεν θα το αρνηθείς, όσο και να θες να μου το αρνηθείς.»
Κάνω μερικά βήματα πίσω ακουμπώντας στο μαύρο τοίχο, και εκείνος να πλησιάζει απειλητικά κοντά μου με ένα χαμόγελο σιγουριάς στα χείλη του.
Η πόρτα χτυπάει και εκείνος τραβιέται πίσω
καλύπτοντας με το χέρι τα μάτια του.
Ενώ μουρμούρισε.
«Σήμερα θα απολυθούν όλοι τους μου φαίνεται.»
«Ποιος στο διάολο είναι;»
Η πόρτα ανοίγει και ενας άντρας με την βαλίτσα μου είναι μπροστά.
«Κύριε Ντερν έφερα την βαλίτσα της δεσποινίδας όπως μου είπατε.»
Το τηλέφωνο του χτυπάει ένας ήχος μηνύματος άλλαξε όλη την έκφραση στο προσώπου του. Αλλάζει τόσο γρήγορα τις εκφράσεις του που με κάνει να νομίζω ότι φανταστικά αυτό που είδα.
«Πρέπει να φύγω Αλλισον.»
Έρχεται κοντά μου, και φιλάει το μέτωπο μου.
Ενώ γυρίζει προς τον άντρα, και του κάνει ένα νεύμα με το χέρι του για να φύγει από το δωμάτιο.
Προτού κλείσει την πόρτα χαμογελάει, και μου λέει. «Θα σε περιμένω κάτω στις εννέα.»
Το δωμάτιο είναι τόσο άδειο χωρίς τον Σπενσερ τόσο άψυχο χωρίς ζωή ούτε ένα ζωντανό οργανισμό, μονάχα άψυχα αντικείμενα.
Η πόρτα χτυπάει τρέχω να ανοίξω μήπως ο Σπένσερ γύρισε αλλά το χαμόγελο μου κόβεται κατευθείαν μόλις βλέπω την καμαριέρα να είναι στην πόρτα με πετσέτες στα χέρια. Εκείνη κατάλαβε την περίεργη αντίδραση μου αλλά δεν έκανε ούτε ένα νεύμα.
«Πέρασε μέσα.»
Της λέω δείχνοντας το δωμάτιο προς τα μέσα.
«Που θέλεις να αφήσω τις πετσέτες;»
Με ρωτάει μα εγώ απορώ πιο πολύ.
«Συγγνώμη αλλά δεν ξέρω το χώρο μπορείς να τα αφήσεις ως συνήθως.»
Έρχεται ποιο κοντά μου με ένα γλυκό χαμόγελο.
«Ναι αλλά ούτε εμείς έχουμε πρόσβαση στην ιδιωτική σουίτα του κυρίου Σπενσερ. Όποτε είναι η πρώτη φορά που έρχομαι.»
Πιάνω της πετσέτες στα χέρια μου.
Αλλά η σκέψη μου ταξιδεύει.
Με έχει φέρει στο δωμάτιο του στον ιδιωτικό του χώρο.
«Συγγνώμη δεν ήξερα ότι δεν έχετε πρόσβαση. Νόμιζα ότι είναι ένα από τα δωμάτια του ξενοδοχείου απλά.»
Κάνει μερικά βήματα πίσω.
«Να εδώ ο κύριος Σπενσερ φέρνει μόνο κοπέλες όποτε ποτέ δεν μας άφηνε να έχουμε πρόσβαση μέχρι σήμερα.»
«Εγώ όμως είμαι απλά συνεργάτης του κυρίου Σπενσερ όποτε δεν φέρνει μόνο γυναίκες για καλοπέραση.»
Μα το θεό για καλό ήρθε εδώ όλο αυτό που μου είπε.
Με έχει κάνει να θέλω να του σπάσω τα μούτρα.
Η καμαριέρα έφυγε εφόσον έβλεπε τα μάτια μου να κοιτάνε απειλητικά χωρίς όμως να μου φταίει.
Ο μόνος που φταίει είναι ο Σπενσερ.
Η ώρα έχει φτάσει οκτώμισι, και εγώ πρέπει να αλλάξω ρούχα για να πάω να του σπάσω τα μούτρα κάτω.
Ανοίγω την βαλίτσα και η Άνν έχει βάλει μέσα ένα μαύρο μίνι σατέν φόρεμα. Κάνω γρήγορα ντους, φοράω το φόρεμα χωρίς σουτιέν το οποίο αγκαλιάζει την επιδερμίδα μου είναι αρκετά κοντό μπορώ να πω αλλά μου αρέσει. Χτενίζω τα μαλλιά μου φοράω της μαύρες γόβες και το μαύρο παλτό από επάνω. Ένα γλυκό αρωμα φράουλας, και το γκλος στα χείλη. Μες στην μικρή μου τσάντα βάζω μέσα και το γράμμα θέλω να το έχω μαζί μου, και ας μην είμαι ακόμα έτοιμη να το διαβάσω.
Μες στο ασανσέρ με το κεφάλι κάτω για να μην κοιτάω τα βλέμματα των άνθρωπόν που μπαίνουν μέσα.
Μόλις το ασανσέρ φτάνει κάτω και ο χαρακτηριστικός ήχος του ακούγεται μια βαθιά ανάσα βγαίνει από τα πνευμονία μου.
Αλλά λάθος πάλι λάθος
Θέλω την ανάσα μου πίσω.
Ο Σπενσερ στην ρεσεψιόν μαζί με μια μια πολύ ο μορφή καληγραμμή κοπέλα να χαμογελάνε μεταξύ τους και εγώ να μην έχω ανάσα.
Τα μάτια του γυρίζουν προς εμένα,και εγώ με τα μικρά σταθερά βήματα που κάνω προσπαθώ να φανώ φυσιολογική μέχρι να καταφέρω να ανασάνω κανονικά.
Το χαμόγελο του πιο έντονο τα μάτια του κοιτάνε καθηλωμένα πάνω μου, είναι σαν μαγνήτης για το κορμί μου.
Ακόμα και η γυναίκα που είναι δίπλα του γυρίζει να κοιτάξει που κοιτάει ο Σπενσερ.
Μόλις με βλέπει πάει ποιο κοντά του κάτι του ψιθυρίζει στο αυτί και φεύγει.
Θέλω πολύ να μάθω τι ακριβώς του είπε.
Αλλά όχι εγώ δεν είμαι απελπισμένη.
Πάω ακριβώς μπροστά του έχει αλλάξει ρούχα το λευκό του πουκάμισο του πάει αρκετά ώστε να φωτίζει το αγγελικό του πρόσωπο με τα βαθιά μπλε μάτια που λάμπουν.
Αλλά τα νεύρα μου είναι ακόμα εκεί ο θυμός για αυτό που έμαθα για την "ιδιωτική του σουίτα"
Και μετά η καλλονή κοντά του, ναι σαν αυτές της καλλονές έχει κάθε μερα σε αυτό το δωμάτιο.
«Είσαι πολύ όμορφη γλυκιά μου.»
Ενώ το χέρι του χαϊδεύει απαλά το μάγουλο μου. θέλω να γύρω το κεφάλι μου για να αισθανθώ παραπάνω το άγγιγμα του, αλλά δεν το κάνω απλα αποτραβιέμαι.
«Τι έπαθες Γλυκιά μου;»
«Απλά δεν θέλω να με αγγίζεις.»
«Αυτό θα το δούμε εφόσον πρώτα θα έχεις φάει.»
Το χέρι του περνάει στην μέση μου και βγαίνουμε έξω.
Για να μπούμε στο αυτοκίνητο που μας περιμένει ο παρκαδόρος με τα κλειδιά στο χέρι.
Τα νεύρα μου υπερβολικά, έχω στραβώσει το πρόσωπο μου ,και κοιτάω από το παράθυρο της λαμποργκινι.
Το χέρι του ακουμπάει το γυμνό γλουτό μου, και γυρίζω να τον κοιτάξω εμφανώς νευριασμενή και ας
μ'αρέσει που με αγγίζει.
«Ζήλεψες πριν μικρή μου για αυτό είσαι έτσι;»
Ενώ μου χαμογελάει με ένα υπεροπτικό ύφος.
«Σταματά αυτά τα περίεργα υποκοριστικά»
Του λέω ενώ θέλω να φανώ το ίδιο υπεροπτική με αυτόν.
«Φτάσαμε όταν θα σε έχω ταΐσει μπορείς να μου πεις τα παράπονα σου.»
Με δουλεύει κανονικότατα, και εγώ κάθομαι και τον ανέχομαι.
Όχι δεν υπάρχει περίπτωση.
Βγαίνω από το αυτοκίνητο κάνει πολύ κρύο έπρεπε να φορέσω το παλτό μου αλλά δεν ξανά γυρίζω προς το αυτοκίνητο.
Είμαστε έξω από το time Warner center προσπαθώ να δω από που μπορώ να φύγω θέλω να φύγω.
Ξεκινάω να τρέχω μες το πλήθος αλλά τα ψηλοτάκουνα δεν βοηθάνε γυρίζω προς τα πίσω και αντιλαμβάνομαι ότι ο Σπενσερ με ακολουθεί εκνευρισμένος ως που πιάνει το χέρι μου και με τραβάει για να με σηκώσει στον ώμο του.
«Γλυκιά μου που πας;»
«Άσε με κάτω...» φωνάζω ενώ προσπαθώ να κουνηθώ για να κατέβω. Περπατάει μες στο πλήθος με εμένα στον ώμο του και όλοι απλά κοιτάνε περίεργα.
«Σταματά να κουνιέσαι γιατί εκτός από τα θεϊκά σου πόδια θα βγει και ο κώλος σου σε όλα τα περιοδικά του Μανχάτταν.»
Ενώ βάζει το χέρι του για να κατεβάσει λίγο το φόρεμα μου.
Δεν κουνιέμαι άλλο δεν ξέρω πως έχω καταλήξει εδώ να με κουβαλάει ένας τρελός πλέιμποϊ, και εγώ το μόνο που θέλω είναι να τον πνίξω στα φιλιά και την ίδια στιγμή θέλω να τον σκοτώσω.
Με κατεβάζει μπροστά στο αυτοκίνητο.
«Άκυρο το φαγητό έξω μαζί σου μικρό βάσανο, Μπες μέσα.»
Ενώ ανοίγει την πόρτα.
Μπαίνω μέσα, έρχεται μου φοράει την ζώνη και μετά κλείνει την πόρτα.
Μόλις μπαίνει και αυτός μέσα αρχίζει το παραλήρημα.
«Τώρα θα γυρίσουμε μέσα στο ξενοδοχείο και θα φας στο δωμάτιο.»
«Στο δωμάτιο, η στην προσωπική σου σουίτα κυριε Σπενσερ;»
Τον κοιτάω με το ένα φρύδι σηκωμένο.
«Ποιος σου το είπε αυτό;»
Γελάω.
«Είσαι γελοίος....»
« Δεν είμαι γελοίος απλά εσύ εκνευρίζεσαι εύκολα. Αλλά εφόσον για σένα είμαι γελοίος που θες να σε πάω δεσποινίς Άλλισον;»
Τον κοιτάω κατάματα με μία απορία στα μάτια μου.
«Σε ένα φυσιολογικό δωμάτιο για να πάω να κοιμηθώ και αύριο να φύγω. Ή αλλιώς άσε με και θα βρω μόνη μου.»
Χαμογελάει πλατιά και εκνευριστικά.
« Να σε αφήσω!!! Να φύγεις,να πας που;»
« Όπου θέλω δεν είμαι κτήμα σου»
«Όχι δεν είσαι κτήμα μου αλλα είσαι καλεσμένη μου. Οπότε κάπως πρέπει να σε ταΐσω»
Γιατί είναι τόσο εγωκεντρικός απλά μου μιλάει λες και είμαι ένα πράγμα. "πρέπει να με ταΐσει."
Προχωράμε με το αυτοκίνητο αλλά δεν ξέρω που με πάει για την ακρίβεια, θέλω απλά να φύγω.
Δε νομίζω ότι αντέχω τη συμπεριφορά του, δεν μπορώ να κάτσω δίπλα του, δεν αντέχω και μία στιγμή θέλω να τον φιλήσω, και την άλλη θέλω να το σκοτώσω.
Μπαίνουμε στο πάρκινγκ ενός ουρανοξύστη που δεν ήταν πολύ μακριά από εκεί που ήμασταν δεν ξέρω που ακριβώς είμαστε.
« Φτάσαμε μπορείς να κατέβεις τώρα....»
« Που ακριβώς φτάσαμε;»
« Στο σπίτι μου να σου βάλω να φας, και μετά μπορείς να φύγεις όπου στο διάλο θες.»
Είναι Σοβαρός μετά από όλο αυτό που του είπα το μόνο που σκέφτηκε ήταν να πάμε σπίτι του.
Απλά τον κοιτάω με ανοιχτό το στόμα δεν μπορώ να καταλάβω τι σκέφτεται αυτό το κεφάλι του.
« Μη συγχύζεσαι εδώ δεν έχουν έρθει τόσες πολλές όσες φαντάζεσαι.»
«Ότι μπορεί να μη θέλω καν να βρίσκομαι στον ίδιο χώρο μαζί σου το φαντάστηκες,το σκέφτηκες. ή δε σου πέρασε καθόλου από το μυαλό σου.»
« Γλυκιά μου ότι και να λέει το στόμα σου το καλύπτει το σώμα σου τα χείλη σου και αντίδραση σου όταν με βλέπεις. Οπότε είμαι σίγουρος ότι θες να είσαι κοντά μου.»
Έχει το πάνω χέρι και το ξέρει και του αρέσει. του αρέσει να με φέρνει σε δύσκολη θέση.
Είμαι κατακόκκινη από ντροπή και τον ακολουθώ.
Μπαίνουμε στο ασανσέρ και πατάει το τελευταίο κουμπί μάλλον πάλι πάμε στον τελευταίο όροφο.
Η ατμόσφαιρα ηλεκτρισμένη και εγώ να μην μπορώ να παίρνω καθαρές ανάσες να τον βλέπω με την άκρη του ματιού μου, και εκείνος εκεί τα μάτια καρφωμένα επάνω μου με ένα διαβολικό χαμόγελο.
Ακούγεται ο χαρακτηριστικός ήχος του ασανσέρ ανακουφίζομαι με ένα μικρό ξεφύσημα και τους ωμους μου να χαλαρώνουν.
Μπαίνοντας μέσα στο σπίτι του πάλι το μαύρο κυριαρχεί παντού όλα είναι τόσο σκούρα αλλά τόσο εντυπωσιακά, ξύλο, χρυσό,μαύρο, και πολύ λίγο λευκό.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top