Κεφάλαιο Νο3
Δεν ξέρω πόση ώρα βρίσκομαι στο κρύο δάπεδο του σπιτιού μου να βλέπω το κενό, και να σκέφτομαι αυτό που συνέβη. Γιατί ο θείος μου που είχα να τον δω από τον θάνατο της μητέρας μου, τότε που ήμουν μόνο επτά ετών, γιατί να μου αφήσει εμένα την περιουσία του; Δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ για μένα γιατί τώρα, γιατί;
Μεγάλωσα μόνο με τον πατέρα μου ο οποίος είναι στην πραγματικότητα πατριός μου, αλλά με αγάπησε πιο πολύ από τον πραγματικό μου πατέρα, ο οποίος μου κατάστρεψε την ζωή, και το ζω ζωντανά μέχρι τώρα. Αυτος ο άντρας έκοψε την κάθε σπιθαμή γαλήνης από την ψυχή μου.
Όταν έχασα τον πατριό μου πέρσι τον Στιβεν Σμιθ ήταν σαν να ξανά έχασα και την μητέρα μου τόσο πολύ ανάγκη τον είχα. Με πρόσεχε πάντα, και για εκείνων εγώ σπούδασα, και προσπάθησα να κάνω το όνειρο του πραγματικότητα. αλλά δεν τα κατάφερε να με δει να τα καταφέρνω.
Πρέπει να σηκωθώ, πρέπει να σταματήσω να κλαίω, πρέπει να πάω στην δουλειά δεν έχω περιθώριο, αν με απολύσουν δεν θα έχω να πληρώσω τους λογαριασμούς.
Δεν έχω πάρει ακόμα τίποτα από τα περιουσιακά των γονιών μου γιατί εγώ είμαι στα χαρτιά επίσημα κόρη του Τζόνσον Χαβαρντ. Όποτε δεν έχω μια μέχρι να πάρω τα χαρτιά στο χέρι πρέπει να δουλέψω.
Σηκώνομαι και τα πόδια μου είναι μουδιασμένα, άλλα καταφέρνω να πάω στο δωμάτιο για να αλλάξω ρούχα.
Ενώ προσπαθώ να μην αναφερθώ στον άντρα ονόματι Σπενσερ Ντερν.
Βγάζοντας τα ρούχα, με βλέπω στον μεγάλο καθρέπτη που υπάρχει στο δωμάτιο μου και συνειδητοποιώ ότι πάλι έχω ξεχάσει να φάω . ποσό αδυνατισμένη είμαι; Και ότι ακόμα έχω ξεχάσει να κουρέψω τα κάστανα μαλλιά μου, και κοντεύουν να φτάσουν τον αφαλό μου. Πρώτη φορά μετά από καιρό θέλω να φορέσω κάτι άλλο εκτός από φόρμες και δεν έχω.
Όποτε συμβιβάζομαι με τις φόρμες. ανοίγω το ψυγείο δεν έχει τίποτα όπως συνήθως και απλά παίρνω ένα μήλο από την φρουτιέρα στον πάγκο της κουζίνας.
Κάθε μέρα πάω στη δουλειά με τα πόδια γιατί είναι περίπου δέκα λεπτά μακριά από το σπίτι μου. Και το μόνο που θέλω να αποφύγω είναι οι σκέψεις μου για τον Σπένσερ Ντερν. για αυτόν τον εκνευριστικό άνθρωπο που μου προκαλεί σύγχυση η παρουσία του.
Τρέχω να προλάβω γιατί έχω αργήσει. μόλις φτάνω χαζεύω για λίγο γιατί πάντα με εντυπωσιάζει το κτίριο, είναι καλά διατηρημένο δεν έχει χάσει την αυθεντικότητα του μόνο από το εξωτερικό του μπορείς να καταλάβεις ότι πρόκειται για βιβλιοπωλείο.
Μπαίνω μέσα λαχανιασμένη με ένα μισοτελειωμένο μήλο. Ευτυχώς η Άνν είναι μόνη της και ο ιδιοκτήτης δεν θα καταλάβει ότι άργησα πάλι.
Αλλά πάλι αυτό το πονηρό χαμόγελο της Άνν με κάνει να μετανιώνω για αυτό που μόλις σκέφτηκα. Προτιμώ να με απολύσουν παρα να μείνω μόνη μαζί της για να μου κάνει ανάκριση για τον Σπένσερ.
Κλείνω την πόρτα σιγά, και το δάχτυλο της Άνν να μου δείχνει να πάω προς εκείνη. το χαμόγελο της πονηρό, τα μάτια της λάμπουν, και εγώ νιώθω ότι αν της κρύψω κάτι δεν θα με αφήσει να φύγω ζωντανή από το βιβλιοπωλείο.
Είναι έτοιμη να μου ορμήσει όπως μια ύαινα στο θήραμα της. Πάω την περνώ μια αγκαλιά, και της ψιθυρίζω, θα σου τα πω όλα αρκεί να μην κανείς σκηνή εδώ πέρα.
Ευτυχώς με ακούει αλλά οι σπόντες της πάνε και έρχονται όλο το απόγευμα. πλέον η ώρα έχει πάει οκτώ και δεν έχει τόσο κόσμο και στης εννέα κλείνουμε. Ενώ εγώ προσπαθώ να βρω τους καλύτερους τρόπους για να γλιτώσω από την ανάκριση.
«Άλις, νομίζω πως με αποφεύγεις και εμείς δεν έχουμε μυστικά μεταξύ μας» Το γεγονός ότι ξερει όλη την αλήθεια μου και όλα μου τα μυστικά νομίζω της δίνει μια έντονη πεποίθηση ότι πρέπει να ξερει τα πάντα για εμένα. Και εγώ δεν της λέω να σταματήσει ποτέ γιατί ποτέ δεν είχα κάτι ενδιαφέρον να κρύψω.
«Όχι Άνν, απλά είναι περίπλοκο και δεν είναι αυτό που νομίζεις.»
Γυρίζει το κεφάλι προς εμένα με μια απορία στα μάτια. «Αφού λες ότι δεν είναι αυτό που νομίζω, και ας έβλεπα πως κοιτάτε ο ένας τον άλλον, πες μου γιατί αυτός ο άνθρωπος σε ψάχνει; Κάτι μου κρύβεις και αγχώνομαι.» Δεν θέλω να την στεναχωρώ και απλά της εκμυστηρεύομαι όσα μπορώ.
«Ο κύριος Σπενσερ ήρθε στο σπίτι μας γιατί ο θείος μου, μου έχει αφήσει το πενήντα της εκατό του ενός ξενοδοχείου στην Νέα Υόρκη....»
Με διακόπτει όντας σε σοκ, ενώ κρατούσε το χέρι της στο ανοιχτό από εντυπωσιασμό στόμα της. « Αλις, εννοείς ότι ένα από τα ξενοδοχεία ΡΙΤΣ θα είναι δικό σου. Αυτό είναι υπέροχο νέο. Με δουλεύεις για αυτό έχεις αυτό το πρόσωπο; είσαι αχάριστη.»
«Το πενήντα της έκτο του ενός ξενοδοχείου.»
Την διορθώνω, και εκείνη την στιγμή ανοίγει την πόρτα ένας πελάτης και σταματάμε τη συζήτηση.
Της μουρμουρίζω «θα σου πω μετά γιατί υπάρχει και κάτι άλλο, αλλά άσε να τελειώσουμε την δουλειά.»
Στην διαδρομή για το σπίτι της είπα ότι ακριβώς συνέβη ακόμα και για την ''τυχαία" γνωριμία μου που μόνο τυχαία δεν ήταν.
Περίμενα να δω την αντίδραση της αλλά το χαμόγελο της δεν κρυβόταν με τίποτα ήταν ενθουσιασμένη σαν ένα μικρό παιδάκι.
«Αλλά εγώ δεν ξέρω αν θέλω να πάω» Της λέω και της κόβεται απότομα το χαμόγελο.
«Αλλισον θα πας με τον Σπένσερ Ντερν τριήμερο με έναν πολύ όμορφο άντρα, που πιθανόν σε γουστάρει και δεν θες να πας. Με δουλεύεις;»
Απλά επειδή ποτέ δεν είχα προβλήματα με τους άντρες ποτέ δεν είχα σκοπό να κάνω σχέση. Ποτέ δεν ήθελα να γνωρίσω κάποιον. Το να πάω τρεις ημέρες μαζί με έναν άγνωστο, μου είναι ακατόρθωτο.
Με έναν άγνωστο που μου προκαλεί ταραχη! «Φοβάμαι!»
«Φοβάσαι, η φοβάσαι ότι σου αρέσει;»
Φτάνοντας στα σκαλιά πάλι εκεί με πιάνει η ταχυπαλμία, και εκεί είναι που εκμυστηρεύομαι στην μοναδική μου φίλη.
«Μπορεί και να μου αρέσει!!!!!»
Ενώ η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά, που μπόρεσα να εκφράσω κάτι δυνατά εκτός από το να το λέω στον εαυτό μου.
Το χαμόγελο της γλυκό και η αγκαλιά της αναγκαία.
Μόλις φτάνουμε στο σπίτι, πάω κατευθείαν να κάνω μπάνιο να βγάλω την κούραση της ημέρας από πάνω, και να κοιμηθώ μέχρι την στιγμή που ο εφιάλτης θα χτυπήσει ξανά.
Μόλις βγαίνω από το μπάνιο με την πετσέτα γύρω μου, αντικρίζω με τα μάτια μου την Άνν, δίπλα το αγόρι της ο αλεξ, και τον σπαστικό φίλο του τον Τζέιμι. Κρατάνε μπύρες στα χέρια και μια πίτσα στο τραπέζι ενώ εγώ είμαι γυμνή έχω μόνο μια πετσέτα πάνω μου!!!!!!!!!!
«Ανν δεν πιστεύω να είπες.......»
Δεν προλαβαίνω να τελειώσω και πετάγεται ο Τζέιμι «συγχαρητήρια για την κληρονομιά.»
Τα μάτια μου πετάνε φωτιές, τα χέρια μου λυγίζουν ατσάλι, νομίζω θα εκραγώ.
«Γιατί το είπες; Απλά πες μου γιατί;»
Τα μάτια μου γυρισμένα στην Άνν, και ο τόνος της φωνής μου ανεξέλεγκτος.
«Δεν νόμιζα ότι θα σε πειράξει αφού είναι κάτι ευχάριστο, συγγνώμη.»
Πάω να φύγω στο δωμάτιο μου χωρίς να απαντήσω, αλλά αισθάνομαι στον ώμο μου το χέρι του Τζέιμι να με ακουμπάει, τραβιέμαι απότομα και του φωνάζω δυνατά, ανεξέλεγκτα. «Δεν θέλω να με αγγίζεις»
Ενώ πάω γρήγορα στο δωμάτιο με δάκρυα στα μάτια. Η Άνν με ακολουθεί κλειδώνει την πόρτα, και η αγκαλιά της ζέστη, το άρωμα της γλυκό, σου θυμίζει άνοιξη. Θέλω να μείνω μες στην αγκαλιά της χωρίς να πω τίποτα.
Αλλά δεν με αφήνει προσπαθεί να σηκώσει για να αντικρίσω αυτά τα όμορφα γαλάζια μάτια της.
«Συγγνώμη για αυτό που συνέβη, το ξέρω ότι δεν θες να σε αγγίζουν το καταλαβαίνω.»
Την κοιτάω προσπαθώντας να καταλάβω τι έχει στο κούφιο το κεφάλι της
«Όχι δεν καταλαβαίνεις δεν μπορώ Άνν, δεν μπορώ να είμαι φυσιολογική. Το θέλω τόσο πολύ προσπαθώ τόσο δυνατά αλλά δεν μπορώ, και αντιδράω πάντα έτσι σε όλους.»
«Όχι σε όλους στον Σπένσερ Ντερν δεν συνέβη αυτό. Δεν αντέδρασες έτσι οπότε υπάρχει μια ελπίδα κάτι αλλάζει.»
«Όχι τίποτα αυτός ο άνθρωπος ήρθε εδώ μόνο για την δουλειά του και τίποτα άλλο. Ούτως η άλλως ποιος θα ενδιαφερόταν για μένα.»
«Κανείς λάθος μόνο εσύ δεν βλέπεις τον εαυτό σου οι όλοι άλλοι σε βλέπουν. Μπορούν να αντιληφθούν την εξωτερική ομορφιά που κρύβεις με τα ρούχα σου, και την εσωτερική που κρύβεις με την εσωστρεφή συμπεριφορά σου. Τώρα κοιμήσου και αύριο θα φτιάξουμε μαζί τα πράγματα για να πας Νέα Υόρκη, και όχι δεν θα αρνηθείς θα πας κάνε το για μένα σε παρακαλώ.»
«Ακόμα και ο Τζέιμι σε πλησίασε γιατί ενδιαφέρεται.»
«Εντάξει Άνν θα πάω τώρα πήγαινε έξω στα παιδιά εγώ θα κοιμηθώ»
«Ζητά τους συγγνώμη από εμένα.»
«Δεν θα ζητήσω τίποτα εφόσον τους εχω εξηγήσει ότι δεν θα σε ακουμπάνε αν δεν το θες. Εσύ απλά κοιμήσου δεν φταις πουθενά.»
Βγαίνει από το δωμάτιο με ένα φιλί από μακριά, και κλείνει την πόρτα ενώ εγώ γυρίζω προς το παράθυρο του δωματίου μου μέχρι να κοιμηθώ.
Ωχ όχι πάλι, ο ιδρώτας στο κορμί μου έχει λούσει τα λευκά σεντόνια μου η ζέστη αφόρητη, η πίεση πάνω στο στήθος μου υπερβολική, δεν μπορώ άλλο σε παρακαλώ φωνάζω, και τα μάτια μου ανοίγουν πάλι μες στην νύχτα μες στο ΣΚΟΤΑΔΙ που μου κάνει συντροφιά. Η ώρα τρεις και μισή όποτε κατάφερα πάλι να κοιμηθώ μόνο τέσσερις ώρες.
Πάλι το ίδιο φόβο βιώνω θέλω να ηρεμήσω θέλω μια φορά να κοιμηθώ χωρίς να φοβάμαι τον ύπνο. Αυτή τη φορά δεν σηκώθηκα από το κρεβάτι προσπάθησα να το παλέψω προσπάθησα να κοιμηθώ αλλά δεν τα κατάφερα η ώρα πέρασε και εγώ καθηλωμένη στο κρεβάτι χωρίς να καταφέρω να κλείσω τα μάτια μου. Ο ήχος του τηλέφωνου με κάνει να γυρίσω για να δω το πιο αναπάντεχο μήνυμα.
Καλημέρα σας, δεσποινίς Άλλισον ελπίζω να έχετε ετοιμάσει βαλίτσα, γιατί η πτήση μας θα φύγει νωρίτερα λόγο κάποιων αναποδιών.θα σας περιμένω στις τρεις το μεσημέρι κάτω από το σπίτι σας.
Υ.Γ.
Ελπίζω να διαβάσατε το αντίγραφο της διαθήκης.
Πετάγομαι γρήγορα από το κρεβάτι να πάω να βρω την διαθήκη που είχα αφήσει στο τραπέζι του σαλονιού. Ευτυχώς η Άνν το έχει ακουμπήσει στο πάγκο της κουζίνας. Βγαίνει από το δωμάτιο της που είναι δίπλα από το δικό μου, κοιτώντας με όλο απορία.
«Μικρό φυτό μήπως έχεις ξεχάσει κάτι;»
Προσπαθώ να καταλάβω τι λέει, αλλά μόλις με δείχνει με το δάχτυλο καταλαβαίνω ότι είμαι τελείως γυμνή από εχτές.
«Συγγνώμη για το θέαμα αλλά πρέπει να διαβάσω την διαθήκη, γιατί ο κύριος Σπένσερ θα έρθει τελικά στις τρεις το μεσημέρι να με πάρει και δεν έχω ετοιμάσει ούτε βαλίτσα.»
Χαμογελάει.
«Πρώτον γιατί τον αποκαλείς κύριο αφού δεν έχετε μεγάλη διαφορά ηλικίας;»
«Δεύτερον θα ετοιμάσουμε μαζί τη βαλίτσα σου γιατί εσύ είσαι ικανή να πας με φόρμες.»
«Και τρίτον τι θεϊκό κορμί είναι αυτό;»
Πάω γρήγορα και φοράω μια μπλούζα στο δωμάτιο για να γυρίσω και να λύσω την μεγαλύτερη απορία μου την ηλικία του και ναι έχω βγάλει πάλι την διαθήκη τελείως από το μυαλό μου.
« πρώτον ποσό χρόνων είναι;»
«Δεύτερον θέλω να μου δανείσεις μερικά ρούχα σου, γιατί έχω μόνο φόρμες.»
«Και τρίτων είμαι έτσι γιατί πάλι ξέχασα να φάω, και εχτές έφαγα μόνο ένα μήλο όλη μέρα.»
Με κοιτάει με ένα πονηρό χαμόγελο πιάνοντας τα μάγουλα μου.
« Έχεις τσιμπηθεί μαζί του Εεεε;»
«Όχι Άνν απλά με αποκαλεί συνέχεια δεσποινίς και δεν ξέρω τι να του πω.»
«Απλά πες του ότι μπορεί να σε αποκαλεί Άλλισον δεν είναι ντροπή»
«Και ναι είναι μόνο τριάντα ετών όποτε έχετε μόνο έξι χρόνια διαφοράς.»
«Έχεις ενημερωθεί πλήρως βλέπω.»
«Όλα τα περιοδικά τον έχουν λες να μην το ξέρει όλος ο κόσμος ποσό χρόνων είναι. Μόνο εσύ που ζεις στο δικό σου πλανήτη δεν τον ξέρεις.»
«Μμμμμμμ» μουγκρίζω εμφανώς ενοχλημένη.
«Ξέχασα τελείως να απαντήσω στο μήνυμα του Σπένσερ, και πρέπει να διαβάσω και την διαθήκη έλα μαζί μου Άνν στο δωμάτιο.»
Προσπαθώ να γράψω το μήνυμα ενώ έχω κοκκινίσει ολόκληρη μονάχα από ένα μήνυμα του.
Καλημέρα σας!!
Κύριε Σπένσερ μήπως μπορεί να μην θέλω να έρθω; μήπως θα ήταν καλύτερο να ρωτάτε πριν ανακοινώνετε τα πράγματα έτσι όπως θέλετε!
Υ.Γ. Και ναι διάβασα την διαθήκη!
«Άνν του έστειλα πάμε τώρα να φτιάξουμε βαλίτσα.»
Ενώ πάω προς την Άνν με το κινητό μου για να της δείξω το μήνυμα όλο χαρά. Μόλις το βλέπει κατευθείαν μένει με ανοιχτό το στόμα.
«Είσαι υπερβολική Άλις δεν γίνεται να μιλάς έτσι.»
«Θα μπορούσε να με ρωτήσει. Από την πρώτη στιγμή που γνωριστήκαμε έχει αυτό το ύφος. Που ότι λέει πρέπει να γίνεται.
Ο ήχος του κινητού με κάνει να τραντάζομαι. Το μήνυμα του Σπένσερ που δεν ξέρω ακόμα που βρήκε τον αριθμό μου.
Δεσποινίς Άλλισον ότι θα έρθετε είναι σίγουρο. Το θέμα είναι να έρθετε με την θέληση σας θα ήταν πιο ευχάριστο. Θα σας περιμένω κάτω στις τρεις ακριβώς.
Βλέπω το μήνυμα και μένω με το στόμα ανοιχτό. Θέλω να του σπάσω το τηλέφωνο στο κεφάλι. άμα ήταν εδώ μπροστά θα του έσπαγα το τηλέφωνο στο κεφάλι!!!!!!
Η Ανν μου παίρνει το τηλέφωνο από το χέρι ενώ προσπαθούσα να το πάρω του γράφει.
Έχω είδη έτοιμη την βαλίτσα, θα σας περιμένω στις τρεις.
Ανυπομονώ!
«Όχι Ανν τι έκανες;»
«Άστο σε μένα το κινητό εσύ φόρα αυτό το μαύρο κουστούμι με το φαρδύ πουκάμισο. θα σου βάλω δυο φορέματα και ένα τζιν ένα πουλόβερ και το γκρι το παλτό μου που θα φορέσεις από επάνω.»
Τα βλέπω τα ρούχα της είναι υπέροχα εγώ δεν μπορώ να τα υποστηρίξω όμως δεν είμαι εγώ για αυτά.
«Α θα φορέσεις και γόβες.»
«Όχι δεν υπάρχει καμία περίπτωση.»
«Θα το κανείς τώρα διάβασε την διαθήκη.»
Η ΔΙΑΘΗΚΗ ΜΟΥ
- Σήμερα 05/01/19 γράφω την διαθήκη μου στην οποία αφήνω ολα τα περιουσιακά στοιχεία στην κόρη της μοναδικής μου αδερφής .
- Ονόμα Άλλισον
- Επώνυμο Χαβαρντ
- Μητρώνυμο Λαουρα βανντάι
- Πατρώνυμο Τζόνσον Χαβαρντ
Μετά τον θάνατο μου θα αποκτήσει όλους του τραπεζικούς μου λογαριασμούς,
Και τις μετοχές του ξενοδοχείου ΡΙΤΣ στην Νέα Υόρκη .
Τα οποία ανέρχονται στο πενήντα της εκατό των μετόχων του ξενοδοχείου.
05/01/19
Λιαμ βανντάι
Υπάρχουν άλλες τρεις τέσσερεις σελίδες με λεπτομέρειες τις οποίες δεν θέλω να ασχοληθώ καθόλου.
Αφού δεν ξέρω καθόλου αν θέλω να αναλάβω.
Πως γίνεται να είναι τόσο ψυχρός, και δεν μου έχει γράψει ούτε ένα γράμμα έχουν περάσει τρία χρόνια από τότε που έγραψε την διαθήκη, αλλά εμένα δεν μου τηλεφώνησε ποτέ.
Η Άνν έρχεται κοντά μου και με βγάζει από τις σκέψεις μου με μια γλυκιά αγκαλιά, και να μου υπενθυμίσει ότι η ώρα είναι ήδη δυο και θα πρέπει να ντυθώ. δεν ξέρω καθόλου τι έχει βάλει στην βαλίτσα μου αλλά θα την εμπιστευτώ.
Μόλις μπαίνω στο δωμάτιο βρίσκω κρεμασμένο αυτό το μαύρο κουστούμι θα μου το φορέσει θέλω δεν θέλω, και ένα πουκάμισο με το χρώμα του γάλακτος. Ααα και το καλύτερο γόβες ψηλές γόβες μαύρες γόβες όχι όχι όχι.
«Όχι, εγώ δεν πρόκειται να τα φορέσω αυτά.»
Λέω δείχνοντας τα με το δάχτυλο.
«Μπορείς απλά να τα φορέσεις χωρίς να κανείς παράπονα, και αν δεν σου αρέσει κάτι πες μου και θα το διορθώσουμε.»
«Έχω βάλει και ρούχα για βόλτα αυτό είναι για την σύσκεψη που θα πας, έλα να σου χτενίσω λίγο τα μαλλιά σου που δεν έχουν και πολύ ανάγκη γιατί είναι ολόισια αλλά έτσι για την λεπτομέρεια. Θα είσαι μια θεά.»
«Ανν δεν θέλω να είμαι θεά απλά δεν ήθελα να πάω με φόρμες.»
Της λέω ενώ δείχνω την ντουλάπα μου που έχει μόνο φόρμες.
«Το ξέρω μικρό φυτό μου αλλά πρέπει να εντυπωσιάσουμε και τον Σπενσερ σου, που είμαι σίγουρη ότι είναι είδη εντυπωσιασμένος μαζί σου.»Την αγνοώ και περιμένω μέχρι να μου βάλει λίγο γκλος γιατί δεν βάφομαι, οπότε μόνο γκλος μπορώ να βάλω μόνη μου.
Η ώρα τρεις και ένα μήνυμα χτυπάει στο κινητό η καρδιά μου χτυπάει ποιο δυνατά.
Σας περιμένω κάτω δεσποινίς Άλλισον. Άμα δεν κατεβείτε σε πέντε λεπτά θα έρθω επάνω.
Σπένσερ Ντερν.
Η ανν χασκογελάει ενώ μου δίνει το παλτό στο χέρι και την μικρή βαλίτσα που ευτυχώς θυμήθηκα να βάλω και το λαπτοπ μέσα.
Κατεβαίνοντας τις σκάλες μόλις φτάνω στην τελευταία σειρά τα μάτια μου βλέπουν τον Σπένσερ ένας ημίθεος με μαύρο παπούτσι, μαύρο παντελόνι, μαύρο πουκάμισο,
μαύρα μαλλιά. Η γωνιές στο πρόσωπο του Χάρακας τα μάτια του έντονα, πολύ έντονα. θέλω να βυθιστώ στον ωκεανό τον ματιών του. Κατεβαίνω της σκάλες και στέκομαι μπροστά του.
«Γιατί περίμενες εδώ;»
Ενώ η καρδιά μου παίζει με τις αριθμειες μου.
«Γιατί αν έπεφτες πάλι, θα προτιμούσα να πέσεις επάνω μου.»
Αυτό το μικρό χαμόγελο στα χείλη του μου προκαλεί ταραχή ξεροκαταπίνω το χαμόγελο του γίνεται μεγαλύτερο.
Έρχεται κοντά μου πολύ κοντά μου αισθάνομαι τις αναπνοές του κοντά στο λαιμό μου. «Είσαι πολύ όμορφη. Αυτό το τριήμερο θα μείνει αξέχαστο και στους δυο μας.»
Μου ψιθυρίζει στο αφτί μου ενώ το άρωμα του μου θολώνει το μυαλό.
Δεν μπορώ να κουνηθώ δεν μπορώ να αναπνεύσω. Αν δεν με τραβήξει από το χέρι νομίζω ότι δεν θα κουνηθώ καθόλου από εδώ πέρα.
Γεια σας!
κορίτσια μου πως σας φάνηκε έχω αρχίσει να κλαίω με τα όμορφα λόγια σας να ξέρετε.
Μου δίνεται ώθηση να συνεχίζω.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top