Νυχτολούλουδα
Το βράδυ δυσκολεύτηκα να αποκοιμηθώ. Όπως κάθε βράδυ.
Η ιδέα πως στο πάνω όροφο είναι ο Δημήτρης με αναστατώνει.
Αυτός πάλι είμαι σίγουρη πως πέφτει σαν τούβλο για ύπνο. Με εκνευρίζει που εγώ λιώνω μπροστά του και αυτός με κοιτάει πάντα με το παγερό του ύφος.
Ε βέβαια αν δεν είσαι δυο μέτρα γυναίκα , ξανθιά, με πέντε εξώφυλλα στην vogue , ο Δημήτρης δεν καταδέχεται να σε κοιτάξει.
Θυμάμαι την πρώτη φορά στην ζωή μου που τον είδα.
Ήμουν μόλις δεκατριών ετών και ζούσα στο χωριό. Η μητέρα μου είχε πεθάνει το προηγούμενο καλοκαίρι.
Εκείνο το απόγευμα παίζαμε κρυφτό στην μέση του δρόμου. Στην μια πλευρά το σπίτι μου, μικρό , καθαρό , με μια μεγάλη αυλή και στην μέση μια τεράστια κερασιά .Ακριβώς απο απέναντι ήταν το σπίτι της κυρίας Αλεξάνδρας Μεγρεμή.
Εκείνο βέβαια τεράστιο, με αίθριο , πισίνα και εκτάσεις με δέντρα. Για βόλτα, όπως θα έλεγε η κυρία Αλεξάνδρα.
Η γιαγιά του Δημήτρη. Η γυναίκα που έμελλε να αγαπήσω και να με αγαπήσει πολύ.
Αγαπούσα να κρύβομαι στο θάμνο με τα νυχτολούλουδα. Το ήξεραν όλοι πως είναι η κρυψώνα μου, αλλά δεν με πείραζε. Κρυμμένη στα φύλλα , στα λουλούδια και στα αρώματα, φανταζόμουν πως είμαι μια νεράιδα.
Βαθύτατα ονειροπόλα απο μικρή.
Κρυμμένη στις φυλλωσιές κοιτούσα τον ουρανό που σκοτεινιάζει. Τα πρώτα αστέρια φώτιζαν τον ουρανό .
Άκουγα τις φωνές των παιδιών να ηχούν απο μακριά .
Ξαφνικά άκουσα βήματα. Νόμισα οτι με ανακάλυψαν. Αλλά δεν ήταν παιδί. Ήταν εκείνος.
Κατέβασα αργά το βλέμμα μου απο τον ουρανό και το πρώτο πράγμα που αντίκρυσα , ήταν τα μάτια του. Δυο ορμητικές γαλάζιες θάλασσες. Μου κόπηκε η ανάσα. Δεν μου είχε αρέσει ως τότε κάποιο αγόρι. Απλά δεν με ενδιέφερε. Ένιωθα ακόμη πολύ παιδί. Αλλά εκείνη την στιγμή καθώς κοιταχτήκαμε, ένιωσα μέσα μου η καρδιά μου να χτυπά δυνατά.
Ήταν πολύ όμορφος, σχεδόν σαν ψεύτικος, νόμιζα οτι ήταν όνειρο.
Κοιταχτήκαμε για μια στιγμή, αλλά για μένα η στιγμή αυτή ήταν σαν να κράτησε για ώρα.
Το βλέμμα του είχε κάτι απο έκπληξη και απορία. Ήταν όρθιος απο πάνω μου κι εγώ μαρμαρωμένη δεν έλεγα να βγω απο την κρυψώνα μου.
"Χρειάζεσαι βοήθεια?"μου είπε με την πιο όμορφη φωνή.
..
Δεν απάντησα κάτι. Συνέχισα να τον κοιτάω στα μάτια. Η καρδιά μου χτύπησε ακόμη πιο δυνατά.
Είναι αυτό που λένε, έμεινα άφωνη.
Και ύστερα..άκουσα την φωνή του φίλου μου του Νάσου ..
"Φτου μια Μαριτίνα σε είδα!"
Είπε και κοκκίνησα απο ντροπή.
Τον είδα πως κοίταξε τον Νάσο, κατάλαβε οτι παίζαμε κρυφτό. Αυτόματα μου γύρισε πλάτη χωρίς να μου μιλήσει ξανά και έφυγε. Τον είδα να διασχίζει τον δρόμο και να μπαίνει σε μια κόκκινη Φεράρι.
"Μαριτίνα!" η φωνή της Άννις ακούστηκε σε όλη την γειτονιά " αυτός είναι ο θεός που σου έλεγα! Ο εικοσάχρονος εγγονός της κυρίας Αλεξάνδρας" με πλησιάσε λαχανιασμένη καθώς παρατηρούσα την σκόνη που σήκωσε το αυτοκίνητο του .
Νομίζω οτι ήμουν σε κατάσταση σοκ.Δεν ήξερα τι μου είχε συμβεί.
Μια μέρα μετά θα ζωγράφιζα το πρώτο του πορτραίτο .
Επίσης το πόσες φορές έπειτα ανέβηκα στην κερασιά της αυλής μου μήπως καταφέρω να τον πάρω μάτι στο απέναντι σπίτι , περιττό να το πω.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top