Κεφάλαιο 5.

Καθόταν σε αναμμένα κάρβουνα όλη το βράδυ. Κοίταζε συνέχεια το κινητό της, αλλά ο Τριστάν δεν κάλεσε ποτέ. Απογοητεύτηκε, πίστεψε για μία στιγμή πως είδε στα μάτια του ένα ψήγμα ενδιαφέροντος και πως θα την καλούσε, αλλά έκανε λάθος. Αναρωτήθηκε αν η Βανέσα θα μπορούσε να τη βοηθήσει, μπορεί να είχε κάποιον φίλο ή έναν ξάδερφο που να μπορούσε να σταθεί δίπλα της σε αυτή την τρέλα και να τη γλιτώσει από την οικογένειά της. Τουλάχιστον κοιμήθηκε βαριά το βράδυ, το πάθαινε αυτό όταν η ζωή της ήταν στα κάτω της γιατί ήταν ο τρόπος της να προστατευτεί. Κατάφερε και να αποφύγει τις πολλές κουβέντες στο τηλέφωνο με τη μητέρα της, κάτι που έκανε τη Δευτέρα της πιο ανεκτή, αν και λίγες κουβέντες ήταν υπεραρκετές για να νιώσει αγανάκτηση.

Έφτασε έξω από τη δουλειά της στις οχτώ και είκοσι μα ο Τριστάν δεν ήταν εκεί. Δεν το έβαλε κάτω, το ραντεβού τους ήταν στις οχτώ και μισή που σήμαινε πως μπορούσε να περιμένει δέκα λεπτά ακόμα. Ήπιε μια γουλιά από τον καφέ της και ακούμπησε την πλάτη της στον τοίχο του κτιρίου όπου βρισκόταν τα γραφεία. Κοιτούσε κάθε μισό λεπτό το ρολόι της ώσπου παραδόθηκε ηττημένη αφού ο Τριστάν ήταν άφαντος.

Πέταξε τον καφέ της στα σκουπίδια κι ετοιμάστηκε να μπει στο κτίριο, όταν τον είδε να πλησιάζει από μακριά. Κουβαλούσε ακόμα τα πράγματά του και φαινόταν τρομερά κουρασμένος. Της χαμογέλασε και η Αμέλια ξεφύσησε ανακουφισμένη που τον έβλεπε.

«Χάλια φαίνεσαι», του είπε, με πειρακτικό τόνο.

«Πέρασα όλο το πρωί στο τμήμα», απάντησε με ένα χασμουρητό. «Δε με συνέλαβαν, πήγα να μιλήσω στον τύπο που ανέλαβε την υπόθεσή μου. Με πήρε στις πέντε το πρωί να μου πει ότι βρήκε μια τσάντα κι ήθελε να βεβαιωθεί ότι ήταν δική μου. Έφυγα από το πανδοχείο, πήγα στο τμήμα, και κατέληξα να κοιμάμαι σε μια καρέκλα», έσπευσε να της εξηγήσει, φοβισμένος μην τυχόν πιστέψει το χειρότερο γι' αυτόν.

«Βρήκαν κάτι;»

«Δυστυχώς, όχι, δεν ήταν δική μου η τσάντα. Θα βρεθεί η άκρη αλλά, ως τότε, έχουμε μια συμφωνία να κλείσουμε», αποκρίθηκε με μισό χαμόγελο.

Η Αμέλια δεν έκρυψε τον ενθουσιασμό της. Δεν έχασε καιρό, έστειλε ένα μήνυμα στη Βανέσα πως θα καθυστερούσε λιγάκι κι έκανε νόημα στον Τριστάν να την ακολουθήσει στο μικρό καφέ στο απέναντι πεζοδρόμιο. Κάθισαν μέσα γιατί το κρύο ήταν αβάσταχτο και ζήτησαν από έναν καφέ και πρωινό.

«Λοιπόν, δεν ξέρω αν θες να κάνεις κάποιο έλεγχο για μένα», του είπε, προσπαθώντας να ακουστεί όσο πιο χαλαρή γινόταν. «Μπορείς να καλέσεις αυτόν τον τύπο στην αστυνομία και να τον ρωτήσεις να ψάξει για μένα».

Ο Τριστάν κατάλαβε τι έκανε και δε δίστασε να βγάλει το κινητό του. Ήθελε να επιβεβαιώσει την ιστορία του, και δεν σκόπευε να της αφήσει καμία αμφιβολία. Έβαλε το κινητό ανάμεσά τους σε ανοιχτή ακρόαση και η Αμέλια γέλασε απαλά, με απολογητικό ύφος.

«Θα ήθελα να μιλήσω με τον Επιθεωρητή Μπεσόν, παρακαλώ, πείτε του πως τον αναζητά ο Τριστάν Λεκοντέ».

«Μισό λεπτό κύριε Λεκοντέ», απάντησε η φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής και δευτερόλεπτα μετά, ακούστηκε η φωνή του επιθεωρητή.

«Τι έγινε, Λεκοντέ, δε σου έφτασε που έβλεπες τη φάτσα μου όλο το πρωί;» ρώτησε, προκαλώντας γέλιο στον Τριστάν.

«Θέλω μια χάρη. Ξέρω πως είναι παράξενο αυτό που ζητάω αλλά μπορείς να βρεις μερικά πράγματα για μια Αμέλια Κυριαζή;» Του είπε ένα-ένα τα γράμματα του ονόματός της όπως του τα έγραψε η Αμέλια σε μια χαρτοπετσέτα, και ο άντρας ζήτησε να μάθει το λόγο που ρωτούσε για τη γυναίκα αυτή. «Θα μείνω μαζί της και θέλω να ξέρω αν θα με δολοφονήσει στον ύπνο μου», αστειεύτηκε κάνοντας την Αμέλια να σηκώσει το βλέμμα ψηλά, τάχα αγανακτισμένη.

«Είναι εδώ με εργασιακή άδεια παραμονής που ανανεώνει κάθε χρόνο, στην ώρα της. Είναι πεντακάθαρη εκτός αν κρύβει κάτι και δεν το έχουμε βρει».

«Μπα, φαίνεται πεντακάθαρη. Ευχαριστώ επιθεωρητή, ήσουν για μια ακόμη φορά μεγάλη βοήθεια».

«Θα είμαι αν σου βρω τα έγγραφά σου. Χαίρομαι που βρήκες μέρος να μείνεις, στέλνε κάνα μήνυμα πού και πού να βεβαιώνομαι ότι είσαι καλά και ότι δε σε καθάρισε στον ύπνο σου αυτή η Κυριαζή», τον πείραξε και η Αμέλια χαχάνισε.

«Τουλάχιστον είναι όμορφη, επιθεωρητά, θα αξίζει τον κόπο», αποκρίθηκε. Τερμάτισε την κλήση και έδωσε το χέρι του στην Αμέλια που το έσφιξε χαρούμενη, ενώ τα μάγουλά της έπαιρναν μια ελαφριά κόκκινη απόχρωση λόγω του σχολίου του Τρίσταν. «Λοιπόν, τώρα τι κάνουμε;»

«Έχουμε δύο μέρες για να γνωριστούμε καλά μέχρι να έρθει η οικογένειά μου την Τετάρτη». Άνοιξε την τσάντα της και έβγαλε από μέσα ένα ζευγάρι κλειδιά τα οποία του έδωσε. «Ως τότε, πήγαινε να κοιμηθείς. Θα γυρίσω νωρίς, θα φτιάξουμε κάτι να φάμε και να γνωριστούμε καλά γιατί πρέπει να πείσουμε σαν ζευγάρι-»

«Κάτι μου λέει πως δε θα ζοριστούμε πολύ», τη διέκοψε, ξαφνιάζοντάς τη. «Χθες ένιωσα πως ταιριάξαμε τέλεια». Άρπαξε τα κλειδιά και έριξε όλη του την προσοχή στο πρωινό του. «Μόλις έχω πάλι πρόσβαση στους λογαριασμούς μου, θα σου δώσω πίσω τα χρήματα για όλα τα έξοδά μου. Μόνο έτσι θα δεχτώ τη συνεργασία μας».

Δάγκωσε το κάτω χείλος της. Το γεγονός και μόνο πως δεν ήθελε να την εκμεταλλευτεί, έλεγε πολλά γι' αυτόν.

«Εντάξει, αν και δε χρειάζεται. Είπες πως είσαι σε περίεργη φάση επαγγελματικά...»

«Άνεργος είμαι και δεν ξέρω τι θέλω να κάνω. Αυτή είναι η αλήθεια».

«Με τι ασχολήθηκες πριν;»

«Με οικονομικά. Βαρετά πράγματα για κάποιους», χαμογέλασε πονηρά γιατί δε σκόπευε να δώσει περισσότερες λεπτομέρειες.

«Όλοι περνάμε από αυτή τη φάση που δεν ξέρουμε τι θέλουμε από επαγγελματικής άποψης αλλά καλύτερα να περάσεις λίγο καιρό άνεργος και να βρει τι αγαπάς πραγματικά, παρά να δουλεύεις κάπου που μισείς και σε κάνει δυστυχισμένο», αποκρίθηκε και κοίταξε αγχωμένα το ρολόι της. «Πρέπει να φύγω, θα πάρω άδεια για μερικές μέρες και μετά θα δούμε πως θα αποφεύγεις τους δικούς μου, γιατί δεν πρόκειται να σε αφήνω μαζί τους όταν φεύγω για δουλειά. Κάνε χώρο στη ντουλάπα μου για τα ρούχα σου. Κάνε τον χώρο να μοιάζει δικός σου, θέλω να γίνεις ένα με αυτόν».

«Μείνε ήσυχη. Θα πάω να πάρω τα υπόλοιπα πράγματά μου από την Σοφί και θα πάω απευθείας στο διαμέρισμα. Τα λεμέ μετά».

Σηκώθηκε από τη θέση του και άφησε ένα τρυφερό φιλί στο μάγουλό της πριν φύγει με ζωηρό βήμα. Η Αμέλια άγγιξε το σημείο στο δέρμα της και γέλασε με τον εαυτό της. Δεν ήταν κρυφό πως έκανε μερικά τρελά πράγματα στη ζωή της, αλλά αυτό μάλλον ήταν ό,τι πιο τρελό μπορούσε να σκεφτεί. Μα η απελπισία απαιτούσε και ακραίες λύσεις που ήλπιζε να μη μετάνιωνε που εμπιστεύτηκε έναν άγνωστο.

Η Βανέσα την περίμενε ανυπόμονη και τινάχτηκε από τη θέση της όταν την είδε να πλησιάζει προκαλώντας γέλιο στην Αμέλια που ήξερε πως τρωγόταν να μάθει το λόγο που άργησε, κι ας ήταν μόλις δεκαπέντε λεπτά. Το γραφείο της ήταν στολισμένο λες και ξέρασε χριστουγεννιάτικος μονόκερος πάνω του. Σοκαρίστηκε με τα τόσα πολλά χρώματα και αγριοκοίταξε τη φίλη της που το βρήκε αστείο να την τραβάει βίντεο για να καταγράψει την αντίδρασή της.

«Θα σε σκοτώσω», μουρμούρισε. Δεν έκανε καν τον κόπο να μαζέψει τα στολίδια, ήταν τόσα πολλά που θα έχανε ώρα για να ασχοληθεί μαζί τους. Απλά έκανε στην άκρη μερικά από αυτά για να μπορεί να ακουμπήσει τα χαρτιά της και να χρησιμοποιήσει το πληκτρολόγιό της, που λαμπίριζε από το γκλίτερ.

«Που ήσουν;» ρώτησε αδιάφορα, τάχα, η κουτσομπόλα φίλη της.

«Δεν μπορείς να φανταστείς τι Σαββατοκύριακο είχα», αναστέναξε και της μετέφερε όλα όσα συνέβησαν. Όταν άκουσε για τον Τριστάν, τα μάτια της Βανέσα άνοιξαν τόσο διάπλατα που έμοιαζε με καρτούν. Δεν έκρυψε στιγμή την ανησυχία της. Κι η Αμέλια ανησυχούσε και μερικές φορές απορούσε με τον εαυτό της, αλλά η Βανέσα ήξερε πολύ καλά την οικογένειά της και κατάλαβε το λόγο που κατέφυγε σε αυτή την, εντελώς τρελή, λύση.

«Ομολογώ πως με σένα δεν ξέρω τι να περιμένω πια»,σχολίασε η κοπέλα και δάγκωσε δυνατά το γλειφιτζούρι σε σχήμα χριστουγεννιάτικου μπαστουνιού που ξέθαψε από το συρτάρι της.

«Βι, με μένα, ούτε εγώ η ίδια δεν ξέρω τι να περιμένω πια», συμφώνησε γελώντας, η Αμέλια. «Και τώρα ο Τριστάν πάει στο διαμέρισμά μου κι εγώ είμαι σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης. Θα ζητήσω άδεια, για μερικές μέρες, μπορείς να αναλάβεις εσύ εδώ;»

«Με εκπαιδεύεις δύο χρόνια τώρα, είμαι έτοιμη, δάσκαλε!» Ένωσε τα χέρια της, τα έφερε μπροστά από το πρόσωπό της και έκανε μια μικρή υπόκλιση για να δείξει το σεβασμό της. Η Αμέλια έπνιξε ένα γέλιο και της έδωσε ένα ντοσιέ με τις πληροφορίες που θα χρειαζόταν η Βανέσα.

«Δεν υπάρχουν εκκρεμότητες με τις νέες συμφωνίες πακέτων, είναι όλα ενημερωμένα και στη σελίδα μας. Στην ουσία θα πρέπει να χειριστείς λάθη που μπορεί να γίνουν στις κρατήσεις και τους τουρίστες της τελευταίας στιγμής που θα διαλέξουν κάποιον εξωτικό προορισμό για τις γιορτές. Το 80% των πακέτων έχει ήδη πουληθεί, οπότε, λίγα πράγματα απομένουν και ό,τ χρειαστείς μη διστάσεις να με καλέσεις. Αύριο θα περάσω μια βόλτα να ρίξω μια ματιά-»

«Να μην ανησυχείς για τίποτα. Πήγαινε στο νέο ψεύτικο σύντροφό σου μπας και βγάλει τον Γκρίντς από μέσα σου!»

«Αυτό, δε θα γίνει ποτέ», σιγοτραγούδησε και μάζεψε τα πράγματά της.

Ο Σερζ δε δίστασε να της δώσει άδεια όταν του είπε για την ξαφνική επίσκεψη των γονιών της. Απόφευγε να του πει για τον Τριστάν, παρόλ' αυτά, γιατί θα άσπριζαν κι άλλο τα μαλλιά του από την ανησυχία. Της έδωσε άδεια για όλη τη βδομάδα κι εκείνη μια αγκαλιά, πριν φύγει τρέχοντας για να επιστρέψει σπίτι της. Ήθελε να πει στον συγκάτοικό της να πάνε μαζί για ψώνια ώστε να πάρει ό,τι του άρεσε να τρώει, γι' αυτό δεν έκανε καμία στάση. Κατά βάθος ανυπομονούσε να τον δει. Αυτή ήταν η αλήθεια, της προκαλούσε παράξενα συναισθήματα η παρουσία του- μερικά από αυτά ήταν τρόμου γιατί δεν τον γνώριζε, αλλά κατά κύριο λόγο της άρεσε να περνάει χρόνο μαζί του.

Ξεκλείδωσε το διαμέρισμα, παραξενεμένη που ήταν κλειδωμένο εξαρχής, και είδε τον Τριστάν να κάθεται στο αγαπημένο της σημείο κρατώντας μια κούπα καφέ στο χέρι του. Ξαφνιάστηκε γιατί η παρουσία του στον χώρο ήταν τόσο φυσική, λες και έμενε μαζί της χρόνια. Δεν μπόρεσε να μην αναρωτηθεί αν τελικά της έλειπε η συντροφικότητα περισσότερο απ' όσο θα ήθελε να παραδεχτεί, αλλά κοιτώντας τον να καταλαμβάνει το αγαπημένο της σημείο, κάτι μέσα της ζεστάθηκε. Του είπε ένα γεια που ο Τριστάν δεν άκουσε. Προβληματίστηκε γιατί έδειχνε θλιμμένος. Δεν την πήρε καν είδηση ότι μπήκε στο διαμέρισμα και τινάχτηκε όταν στάθηκε κοντά του και τον ακούμπησε στον ώμο.

«Νόμιζα πως κοιμόσουν με τα μάτια ανοιχτά», το πείραξε η Αμέλια. «Τι έχεις; Φαίνεσαι... θλιμμένος».

Χαμογέλασε αχνά και ανασήκωσε τους ώμους του. «Τσακώθηκα με τη Σοφί», απάντησε, πικραμένος. «Δεν είναι ό,τι καλύτερο να ακούς πως είμαι ένας εγωιστής που δεν ξέρω τι θέλω από τη ζωή μου, και καθόλου καλός σύντροφος μέσα σε όλα».

Λυπήθηκε γιατί είδε καθαρά πως τον ενόχλησαν τα λόγια της. Κάθισε απέναντί του και κλότσησε απαλά το πόδι του για να του τραβήξει την προσοχή.

«Μου φαίνεται πως είναι θυμωμένη και πάνω στο θυμό μας λέμε πράγματα που δεν εννοούμε».

Χαμογέλασε γιατί εκτίμησε την προσπάθειά της να τον κάνει να νιώσει καλύτερα. «Κι αν έχει δίκιο;»

«Τότε καλά έκανε και σε χώρισε», αστειεύτηκε προκαλώντας του νευρικό γέλιο. «Ξέρω πως νιώθεις. Έτσι ένιωσα κι εγώ όταν με χώρισε ο Πιέρ. Είναι λες και όσες προσπάθειες κι αν κάνεις, πάντα θα νιώθεις λίγος, πως δε δίνεις όσα θέλει ο άλλος. Μόνο που ο άλλος μπορεί να ζητάει πολλά, πράγματα που δεν έχεις το κουράγιο να δώσεις, και ο επόμενος μπορεί να απλά να εκτιμά ακόμη και το λίγο που μπορείς να δώσεις. Μην πτοείσαι, ακόμα και σε αυτό η άποψη είναι υποκειμενική, Τριστάν. Για κάποιους θα είμαστε ανεπαρκείς και για άλλους περισσότερο από επαρκείς».

Την παρατήρησε με ένα αχνό, στραβό χαμόγελο που φανέρωσε μερικές ρυτίδες έκφρασης στα μάτια του. Ήταν πραγματικά όμορφος. Το έντονο μπλε βλέμμα του της προκαλούσε μια γλυκιά ταραχή και ήξερε ήδη πως στο τέλος δε θα έβγαινε κερδισμένη, μάλλον η χαμένη της υπόθεσης θα ήταν. Άλλη μία φορά σκέφτηκε πως ήταν θεότρελη γι' αυτό που έκανε και πως θα έπρεπε να πει απλά στους γονείς της ότι δεν είχε σύντροφο ή ότι χώρισε, πως έφυγε για δουλειές σε άλλη χώρα έστω, αλλά πήρε το πιο περίεργο μονοπάτι ξανά.

«Ξέρεις, σκέφτηκα μήπως πάμε για ψώνια. Δεν ξέρω τι μπορεί να σου αρέσει να τρως, αλλά θα πάρουμε παγωτό κι ένα σωρό αηδίες να φάμε για να μας φτιάξει το κέφι».

Ο Τρίσταν αναστέναξε θεατρικά κι έφερε το χέρι του στο μέρος της καρδιάς. «Που ήσουν όλη μου τη ζωή, Αμέλια από την Ελλάδα;»

«Είμαι εδώ τώρα. Κάλιο αργά παρά ποτέ, Τριστάν από τη Νάντη», αποκρίθηκε με τον ίδιο θεατρινισμό και τον τράβηξε να σηκωθεί από τον πάγκο. Στάθηκε μπροστά της και μόνο τότε συνειδητοποίησε πως έπρεπε να σηκώσει ελαφρώς το κεφάλι της για να τον κοιτάξει. Η έντονη μπλε ματιά του συναντήθηκε με την καστανή δική της και η Αμέλια ένιωσε ένα παράξενο σφίξιμο στο στομάχι σα να έπεφτε στο κενό. Κι αυτός την κοιτούσε σοβαρός, σχεδόν σοκαρισμένος, σα να την έβλεπε για πρώτη φορά. Του έδωσε το χέρι της κι εκείνος το πήρε στο δικό του, το έσφιξε λιγάκι και την ακολούθησε σαν πιστός φρουρός.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top