Επίλογος

Τα επόμενα Χριστούγεννα...

Το χιόνι έπεφτε νωχελικά τριγύρω τους καταλήγοντας πάνω στα παλτά και μαλλιά τους. Περπατούσαν στο κέντρο μετά από πολλές ώρες στα μαγαζιά, όπου ξόδεψαν μια μικρή περιουσία για τα δώρα των αγαπημένων τους. Δε σταμάτησαν στιγμή να χαμογελάνε, άλλωστε ένα χρόνο τώρα μόνο χαρές έζησαν. Ακόμα και οι δυσκολίες περάστηκαν εύκολα γιατί ήξεραν πως να εργαστούν μαζί για να βρουν λύσεις. Όχι μόνο στη δουλειά, εκεί τα πράγματα λειτουργούσαν σαν ρολόι, αλλά και στη σχέση τους όταν υπήρχαν φορές που τα συναισθήματά τους ήταν τόσο δυνατά που δεν μπορούσαν να τα χαλιναγωγήσουν. Τίποτα δεν έμπαινε ανάμεσά τους γιατί κλείδωναν τέλεια μεταξύ τους, ταίριαζαν σαν δύο κομμάτια παζλ που έψαχνε το ένα το άλλο καιρό. Τι κι αν στις άκρες ήταν λίγο φαγωμένα, δεν έδιναν σημασία στα μικρά κενά.

Η Αμέλια βρήκε στο πρόσωπο του Τριστάν όλα όσα έψαχνε, μα κυρίως βρήκε σταθερότητα και θαλπωρή. Κι εκείνος ψήλωσε μερικούς πόντους γιατί κανείς δεν πίστεψε σε αυτόν όσο η Αμελίτσα του, όπως έμαθε να τη φωνάζει. Του μάθαινε ελληνικά, του μάθαινε να μαγειρεύει συνταγές που αγαπούσε και εκείνος την κρατούσε αγκαλιά και κολλούσε όλα εκείνα τα κομμάτια που πάσχιζαν να ξεκολλήσουν γιατί το παρελθόν δεν διαγραφόταν μέσα σε λίγους μήνες. Ήθελε δουλειά για να γεμίσει το κενό που της άφησε η μητέρα της αλλά ευτυχώς, δεν ήταν μόνη της. Η Αμαλία είχε τον Τριστάν, την Βανέσα, την Αγάπη που πάσχιζε κι εκείνη να βρει τον εαυτό της, αλλά και τους γονείς του Τριστάν που την αγάπησαν από την πρώτη στιγμή. Δεν ήταν μόνη, είχε ένα ολόκληρο χωριό- όπως αποκαλούσε τους ανθρώπους που αγαπούσε- να τη στηρίζουν.

Με την Αγάπη ήρθαν πιο κοντά από ποτέ. Μιλούσαν ασταμάτητα για όσα συνέβησαν στο παρελθόν. Η μικρή της αδερφή πέρασε δύσκολα γιατί ένιωθε μονίμως ενοχές και χρειάστηκε αρκετό καιρό να συνειδητοποιήσει πως κι εκείνη ένα θύμα της παράνοιας της Σίας ήταν. Δε γύρισε ξανά στην Αθήνα. Πήγε μόνο να μαζέψει τα πράγματά της και μετακόμισε στο Παρίσι όπου ξεκίνησε να δουλεύει ως αισθητικός στην εταιρεία καλλυντικών της μητέρας του Φαμπιάν. Ήταν τόσο καλή σε αυτό που έκανε που οι προαγωγές έρχονταν γρήγορα η μία μετά την άλλη, ώσπου κατέληξε να δουλεύει ως σύμβουλος ομορφιάς στα σημεία όπου διέθεταν τα καλλυντικά τους. Ήταν περήφανη με τον εαυτό της. Τον Πιέρ τον είδε μια φορά μόνο, τυχαία, και αμέσως τον απέφυγε όσο κι αν εκείνος προσπαθούσε να την πείσει να του μιλήσει. Δεν το έκανε ποτέ. Προτιμούσε τη μοναξιά, δεν έβγαινε ραντεβού κι ας της ζητούσαν πολλοί το τηλέφωνό της, και περνούσε χρόνο με τον Φαμπιάν που της μάθαινε τη δουλειά. Η Αμέλια μπορούσε να δει πως ο φίλος του Τριστάν ενδιαφερόταν για την Αγάπη- από την πρώτη στιγμή που την είδε μαγεύτηκε, αλλά δεν έκανε ποτέ του κίνηση να την πλησιάσει. Βρισκόταν δίπλα της, τη στήριζε, της μάθαινε πράγματα και περίμενε. Μα και η Αγάπη έδειχνε ενδιαφέρον. Ίσως κάποια στιγμή να έβρισκε και το σθένος να κάνει ένα νέο ξεκίνημα με έναν άνθρωπο που φαινόταν ικανός να την κάνει ευτυχισμένη.

Ο πατέρας τους κράτησε μια επαφή μαζί τους αλλά ντρεπόταν τόσο πολύ που τις απογοήτευσε που δεν κατάφερε να ξεπεράσει τη ντροπή και παρέμεινε απλησίαστος. Σίγουρα έδειχνε ενδιαφέρον, αλλά από την άλλη, έμοιαζε σα να τον ευνοούσε η απόσταση, σα να του έδινε λόγο να μην κατεβάσει εντελώς τα τείχη του. Αποφάσισε να ταξιδέψει στα μέρη που ήθελε να δει χρόνια τώρα και πού και πού τους έστελνε βίντεο για να τα δουν κι εκείνες.

Με τη Σία δεν ξαναμίλησαν. Μάθαιναν νέα της από τον παππού τους που για να την τιμωρήσει την έβγαλε από την διαθήκη του. Για ώρες ωρυόταν πως όλοι ήθελαν το κακό της, μέχρι που ο παππούς χτύπησε το χέρι στο τραπέζι και της είπε μερικά πράγματα που την πλήγωσαν ανεπανόρθωτα. Δεν το μετάνιωσε. Έπρεπε να ακούσει πόσο εγωκεντρική και τοξική ήταν, μα ούτε αυτό βοήθησε για να κάνει ένα βήμα προς την αλλαγή. Για τη Σία έφταιγαν οι πάντες εκτός από την ίδια.

Η Αμέλια δεν σκέφτηκε στιγμή να της τηλεφωνήσει γιατί δεν της έλειπε, αντιθέτως αισθανόταν ανακούφιση που δεν την άκουγε. Η αληθινή της μάνα μπορεί να μην την αγάπησε αλλά πήρε μεγάλη αγάπη από τη μητέρα του Πιέρ και τη μητέρα του Τριστάν. Τόση που μερικές φορές της ερχόταν να κλάψει από χαρά. Πήραν και την Αγάπη κάτω από τις φτερούγες τους, και τη βοήθησαν να γιατρευτεί η ψυχή της.

Ο Τριστάν έσκυψε προς το μέρος της κι άφησε ένα φιλί στα χείλη της. Ανυπομονούσε να πάνε σπίτι και να βάλουν τις πιτζάμες τους για να στολίσουν το δέντρο τους πίνοντας ζεστή σοκολάτα. Η Αγάπη έμενε στο διαμέρισμα ακριβώς από κάτω από το δικό τους και το βράδυ θα ανέβαινε για να δουν ταινία παρέα. Θα ερχόταν και ο Φαμπιάν, φυσικά, πάντα ήταν οι τέσσερίς τους παρέα τους τελευταίους μήνες.

Έστριψαν προς την οδό όπου περνούσε το λεωφορείο τους όταν βρέθηκαν αντιμέτωποι με τη μεγαλύτερη έκπληξη της ζωής τους. Στο απέναντι πεζοδρόμιο στέκονταν η Σοφί με τον Πιέρ και τσακώνονταν. Ξαφνιάστηκαν γιατί εκείνος κρατούσε ένα σωρό τσάντες και η Σοφί τον μάλωνε για κάτι έντονα.

«Τι στο καλό βλέπουν τα μάτια μου;» ρώτησε η Αμέλια.

«Όμοιος στον όμοιο... », σχολίασε γελώντας ο Τριστάν. «Θα καλοπεράσει ο Πιέρ».

«Πίστεψέ με, και η Σοφί το ίδιο!»

Ο στολισμός του δέντρου ολοκληρώθηκε μια ώρα πριν καταφτάσουν η Αγάπη με τον Φαμπιάν. Παρήγγειλαν πίτσες και ο Τριστάν τράβηξε την Αμέλια από το χέρι ως το ξύλινο σπίτι.

«Αυτό δε θα το στολίσουμε;» ρώτησε με αθωότητα μικρού παιδιού, όταν είδε την απορία στο βλέμμα της. «Πήρα λαμπάκια, από εκείνα τα μικροσκοπικά. Έλα να βάλουμε τα νέα μας έπιπλα».

Κάθισαν στο χαλί και εκείνος άρχισε να ανοίγει τις τσάντες με τα ξύλινα έπιπλα για το σπίτι, όσο η Αμέλια αφαιρούσε τα παλιά. Κάθε τρεις μήνες πήγαιναν βόλτες για να βρουν νέα πράγματα για το ξύλινο ονειρικό σπίτι τους και το διακοσμούσαν ανάλογα με την εποχή. Της πήρε κι ένα μικρό μπαούλο για να φυλάει εκεί μέσα τους θησαυρούς της. Τη φίλησε πεταχτά κι άρχισαν να στερεώνουν τα φωτάκια τριγύρω στο σπίτι πριν βάλουν τα έπιπλα μέσα.

«Είσαι ευτυχισμένη;» τη ρώτησε. Το έκανε πού και πού αυτό όχι γιατί αμφέβαλε αλλά γιατί του άρεσε να την ακούει να το λέει.

«Είμαι. Εσύ;»

«Πολύ», χαμογέλασε και της έδωσε ένα ξύλινο τραπέζι για την κουζίνα. «Από τη μέρα που σε γνώρισα όλα πάνε τέλεια, όπως τα ονειρευόμουν. Είσαι το γούρι μου». Της έδωσε μια ρέπλικα του ψυγείου που θα έβαζαν και η Αμέλια χαμογέλασε, αλλά δεν απάντησε γιατί δεν ήξερε τι μπορούσε να πει ακούγοντας αυτά τα λόγια αγάπης. «Δε θα τολμούσα να φανταστώ τη ζωή μου χωρίς εσένα», συνέχισε ο Τριστάν και της έδωσε ένα ακόμη έπιπλο.

Η Αμέλια ξαφνιάστηκε γιατί της φάνηκε βαρύ. Σήκωσε το βλέμμα της και κράτησε την ανάσα της όταν είδε πως μαζί με την καρέκλα της έδωσε κι ένα δαχτυλίδι με ένα διαμάντι σε σχήμα καρδιάς που της φάνηκε πως στο φως έπαιρνε ένα ελαφρύ ροζ χρώμα.

«Τριστάν...»

«Το ξέρουμε και οι δύο πως θα περάσουμε πολλά Χριστούγεννα μαζί, Αμελίτσα, οπότε δέξου να με παντρευτείς για να βεβαιωθώ πως δε θα προσπαθήσει να σε πάρει κανείς από μένα», της είπε, και η Αμέλια σκούπισε τα μάτια της.

«Ναι...»

Η πόρτα άνοιξε και η Αγάπη με τον Φαμπιάν μπήκαν στο διαμέρισμα φωνάζοντας από χαρά, με μπαλόνια στα χέρια. Η Αμέλια έπεσε με φόρα στα χέρια της αδερφής της κι εκείνη τη φίλησε στο μέτωπο με όση αγάπη δεν της χάρισε για τόσα πολλά χρόνια.

«Και στα δικά σου», ευχήθηκε η Αμέλια και τα μάγουλα της Αγάπης πήραν μια ροζ απόχρωση.

«Γιατί όχι;» απάντησε κοιτώντας προς τον Φαμπιάν που έδινε τα συγχαρητήριά του στον φίλο του.

Η καρδιά της Αμέλια φούσκωσε από αγάπη. Μπορούσε να δει καθαρά τις κακές αναμνήσεις να σβήνουν η μία μετά την άλλη. Εκεί, μέσα στο διαμέρισμά της στο Παρίσι, στο μέρος που μετακόμισε για να ξεφύγει από τη θλίψη, δεν κατάφερε να ξεφύγει από τη μοίρα που είχε κέφια... μα αυτή τη φορά η μοίρα της φέρθηκε καλά και η Αμέλια ήταν έτοιμη να γιορτάσει αμέτρητα Χριστούγεννα με τους ανθρώπους που την αγαπούσαν πραγματικά. 

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top