Κεφάλαιο 46 - Εκδίκηση

Ευτυχία! Μια απλή λέξη που όμως περιέχει τόση ικανοποίηση, τόση πληρότητα! 

Είμαι ευτυχισμένη! Βαστάω στην αγκαλιά μου την κόρη μου, την κόρη του Τζέθρο μου, τη μικρή μας Άννα. Θηλάζει πάνω στο στήθος μου, κάνοντας μαγευτικούς ήχους ικανοποίησης, σαν μικρό γατάκι που γουργουρίζει από ευχαρίστηση. 

Στενοχωριέμαι τόσο πολύ που σιγά σιγά κόβω αυτή την εκπληκτική εμπειρία του θηλασμού, αλλά το κοριτσάκι μου μεγαλώνει και δεν της είναι αρκετό μόνο το γάλα μου πια. Έδωσε ολόκληρη παράσταση την ημέρα που δοκίμασε την πρώτη της τροφή, πέρα απ' το δικό μου γάλα. Έβγαζε κραυγούλες ενθουσιασμού και τέντωνε τα χεράκια της ενθουσιασμένη, περιμένοντας την επόμενη κουταλιά. Είναι τόσο αστείο και αναζωογονητικό να παρακολουθείς τον ενθουσιασμό της, με το που βλέπει να έρχεται το πιατάκι με τον αραιό χυλό με μέλι. Κουνάει χέρια και πόδια γεμάτη χαρά και κάνει γελάκια και κραυγούλες που σε τρελαίνουν. Σήμερα η Λούσι της έχει κάνει ζωμό από διάφορα χόρτα, λαχανικά και κοτόπουλο και σύντομα θα δοκιμάσει και το πρώτο της αβγό.

Το μόνο που με ευχαριστεί από αυτή την αλλαγή στη διατροφή της κόρης μου, είναι ότι πλέον μπορώ να απομακρυνθώ για λίγο από κοντά της. Είναι πολύ τυχερό το παιδί μου. Μεγαλώνει σε ένα υπέροχο περιβάλλον, περιτριγυρισμένη από κόσμο που την αγαπάει και την φροντίζει. Όλοι ασχολούνται με την μικρή πριγκιποπούλα μας. Παίζουν μαζί της, την πλένουν, την ντύνουν και τώρα που άρχισε να τρώει από πιάτο, όλες οι κοπέλες τσακώνονται, ποια θα είναι η επόμενη που θα την ταΐσει. 

Έχω κανονίσει σήμερα, να κάνω την πρώτη μου βόλτα, μετά από αρκετούς μήνες, προς το δάσος, που το έχω τόσο επιθυμήσει. Την προγραμματίζω αρκετές μέρες τώρα και είμαι ενθουσιασμένη που θα βγω και πάλι έξω. Είμαστε στις τελευταίες μέρες του Φεβρουαρίου και τα δέντρα είναι πασπαλισμένα με χιόνι, δημιουργώντας μαγευτικές εικόνες. Μου έχει λείψει αυτή η βόλτα περπατώντας κοντά στο ποτάμι και περιμένω πώς και πώς να ξαναπερπατήσω στα γνώριμα μονοπάτια, που είναι μεταμορφωμένα αυτή την εποχή, λόγω του χιονιού.

Είχαμε δύσκολο χειμώνα, με πολύ κρύο και αρκετές χιονοπτώσεις. Ο Τζέθρο έδωσε μεγάλο αγώνα, για να σώσει τις καλλιέργειές του από την παγωνιά και τα κατάφερε πάρα πολύ καλά. Οι καλλιέργειες κάτω από το χώμα, δεν επηρεάστηκαν από το χιόνι και η παραγωγή σε γογγύλια, κρεμμύδια, πράσα, παντζάρια, καρότα και ρέβες, πήγε πάρα πολύ καλά. Αλλά και οι επιφανειακές καλλιέργειες, από λάχανα, κουνουπίδια και μπρόκολα, με την φροντίδα του άνδρα μου, πήγαν περίφημα και σήμερα είναι η μέρα του μήνα, που πάει στο Λονδίνο για να πουλήσει την παραγωγή του. Έχει φύγει από το πρωί για Λονδίνο και δεν θα γυρίσει νωρίτερα από αργά το βράδυ. 

Αφήνω την Άννα μου στα χέρια της Άλις, να την αλλάξει και να την βάλει για ύπνο και πάω να ετοιμαστώ για τον περίπατό μου. Φοράω την βαριά κάπα με την κουκούλα και ξεκινάω για τον νερόμυλο και το μονοπάτι δίπλα στο ποτάμι. Είμαι ενθουσιασμένη! Μετά από μήνες κλεισμένη μέσα στο κάστρο, θα βγω να περπατήσω πάλι δίπλα στο ποτάμι και το αγαπημένο μου δάσος.

Το τοπίο είναι μαγευτικό! Καλυμμένο από αφράτο, απαλό, ολόλευκο σαν μπαμπάκι χιόνι, το μονοπάτι δίπλα στο ποτάμι έχει μεταμορφωθεί. Ο νερόμυλος γυρνάει με ταχύτητα, καθώς τα χιόνια που λιώνουν στις όχθες του ποταμού, από τις πηγές ψηλά αλλά και καθ' όλο το μήκος του, έχουν ανεβάσει τη στάθμη του νερού, που κατεβαίνει ορμητικό. Οι πάπιες και οι χήνες τσαλαβουτάνε, χαλώντας τον κόσμο όπως πάντα.

Παίρνω βαθιά ανάσα απολαμβάνοντας τον παγωμένο αέρα, ενώ σφίγγω την κάπα πάνω μου. Προχωράω προς το δάσος. Είναι πανέμορφα! Το τοπίο θυμίζει τους χιονισμένους πίνακες του Μονέ, και του Καντίνσκι.

Σφίγγω ακόμα πιο πολύ την κάπα πάνω μου και προχωράω βαθύτερα μέσα στο μαγευτικό δάσος. Αφήνω το μυαλό μου να χαθεί σε αναμνήσεις από μια άλλη ζωή, μακρινή, ξεχασμένη. Εικόνες από ταινίες όπως η Νάρνια, έρχονται στο μυαλό μου. Νιώθω ότι θα πεταχτεί από στιγμή σε στιγμή ο κος Τούμνους, ο Πήτερ ο Μεγαλοπρεπής και η κακιά Λευκή Μάγισσα από μια γωνία. Σκέφτομαι πόσα υπέροχα παραμύθια έχω να πω στην Άννα μου και χαμογελάω.

Συνεχίζω και περπατάω μέσα στο δάσος. Η ομορφιά σου κόβει την ανάσα! Σε κάνει να αναρωτιέσαι γιατί ανάμεσα σε τόση ομορφιά, ο άνθρωπος έχει ανάγκη για τόση καταστροφή. Σαν τα παραμύθια. Υπάρχει πάντα ο κακός που θέλει να καταστρέψει ότι όμορφο υπάρχει γύρω του.

Μια γυναικεία κραυγή με βγάζει από τις σκέψεις μου και με κάνει να ανατριχιάσω ολόκληρη.

-"ΒΟΗΘΕΙΑ! ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ!"

Τρέχω αναστατωμένη προς τη μεριά που άκουσα την κραυγή. Μια γυναίκα έρχεται προς το μέρος μου κλαίγοντας.

-"Βοήθησέ με Αρχόντισσά μου. Το αγοράκι μου. Γλίστρησε και έπεσε στο ποτάμι. Έχει σφηνωθεί το πόδι του σε έναν κορμό και δεν μπορώ να το τραβήξω."

Έρχεται μου πιάνει τα χέρια και αρχίζει να με τραβάει.

-"Στάσου! Περίμενε! Πάω να φωνάξω βοήθεια!" Της λέω και τραβιέμαι να φύγω προς το κάστρο.

-"Δεν προλαβαίνουμε. Σε παρακαλώ! Θα παγώσει! Το νερό ανεβαίνει! Λίγο να μετακινηθεί, θα πνιγεί! Οι δυο μας θα τα καταφέρουμε. Μόνη μου δεν μπορώ." Μου λέει λαχανιασμένη, ενώ συνεχίζει να με τραβάει με μανία. Τα μάτια της με κοιτάζουν με απόγνωση.

Αρχίζω να τρέχω μαζί της προς την κατεύθυνση που με τραβάει. 

-"Γρήγορα Αρχόντισσά μου, σε παρακαλώ!" Μου βαστάει το χέρι και τρέχει τραβώντας με. Ανασηκώνω την κάπα μου και προσπαθώ να ακολουθήσω το γρήγορο ρυθμό της. Τρέχουμε για μερικά λεπτά, όταν συνειδητοποιώ ότι χωνόμαστε όλο και περισσότερο μέσα στο δάσος.

Σταματάω απότομα. Σταματάει και αυτή και με κοιτάζει με μάτια γεμάτα τρόμο. Μου πιάνει ξανά σφιχτά το χέρι και με τραβάει μανιασμένα.

-"Σταμάτα αμέσως! Πού με πας? Το ποτάμι στρίβει και φεύγει προς την αντίθετη κατεύθυνση. Δεν μπορεί να πηγαίνουμε σωστά." Την κοιτάζω όλο απορία. Δεν μου απαντάει, δεν λέει τίποτα, μόνο συνεχίζει να με κοιτάζει με αυτά τα μάτια γεμάτα τρόμο. 

-"Πολύ σωστά τα λες Αρχόντισσα! Ποτάμι δεν υπάρχει από δω. Μόνο πυκνό δάσος, γεμάτο κινδύνους." Μια άγνωστη βραχνή ανδρική φωνή, περιπαικτική και γεμάτη ειρωνεία, ακούγεται πίσω από την πλάτη μου.

Τα μάτια μου γουρλώνουν. Η συνειδητοποίηση έρχεται να με πνίξει. Είναι παγίδα! Αυτή η γυναίκα με τράβηξε βαθιά μέσα στο δάσος και με έφερε κατευθείαν στα χέρια κάποιου, με σίγουρα καθόλου καλές προθέσεις. Την κοιτάζω έκπληκτη! Το βλέμμα της έχει μεταμορφωθεί. Δεν με κοιτάζει πια με μάτια όλο τρόμο, αλλά με ένα σκληρό ύφος που σου παγώνει το αίμα.

-"Γιατί? Γιατί το έκανες αυτό? Ήθελα να σε βοηθήσω." Τη ρωτάω γεμάτη απόγνωση.

-"Μια μάνα πρέπει να κάνει τα πάντα για να σώσει το παιδί της." Μου λέει σκληρά.

Σμίγω τα φρύδια μου. -"Τα πάντα?! Ακόμα και να καταδικάσει μιαν άλλη μάνα να αφήσει ορφανό το δικό της παιδί?" Τη ρωτάω έκπληκτη. Δεν μου απαντάει. Μόνο χαμηλώνει το βλέμμα της στο λευκό χαλί του δάσους.

Ξεροκαταπίνω. Ανασηκώνω το κεφάλι μου και γυρίζω να κοιτάξω τον άνδρα που μιλάει πίσω από την πλάτη μου. Μόλις τα μάτια μας ανταμώνουν, μου χαμογελάει με ένα στραβό γέλιο, όλο πράσινα σαπισμένα δόντια, που σου παγώνει το αίμα. Είναι γνωστό το πρόσωπό του, το ξέρω. Τον κοιτάζω λίγο καλύτερα προσπαθώντας να θυμηθώ, πού τον έχω ξαναδεί.

Ω! Θεέ μου! Είναι ένας από τους μπράβους του Στάνλεϋ. Το θυμάμαι το μούτρο του. Στεκόταν πάνω απ' τον Τζέθρο, εκείνη τη φοβερή μέρα που τον βρήκα δεμένο στο ξύλινο κιόσκι.

Αντιλαμβάνεται την αλλαγή στο ύφος μου και μου γυρίζει ένα μεγάλο χαμόγελο, ακόμα πιο τρομακτικό απ' το προηγούμενο.

-"Με αναγνώρισες βλέπω. Με κολακεύεις Αρχόντισσα. Μου είχες ρίξει τις ματιές σου φαίνεται."

Γελάει φιλάρεσκα με το αστείο του και γλύφει τα πρόστυχα χείλη του.

Παίρνω βαθιά ανάσα και προσπαθώ να μιλήσω με όσο πιο σταθερή φωνή μπορώ. 

-"Τι σημαίνουν όλα αυτά? Τι θέλεις από μένα?" Του λέω έντονα.

Η φωνή της γυναίκας που με έφερε μέχρι εδώ, ακούγεται πίσω απ' την πλάτη μου.

-"Έκανα ότι μου ζήτησες. Δώσε μου τώρα πίσω το γιο μου και την αμοιβή που μου έταξες."

Ο άνδρας που στέκει μπροστά μου, χωρίς να παίρνει τα μάτια του από τα δικά μου, βάζει το χέρι του βαθιά στην τσέπη του και βγάζει ένα πουγκί. Το πετάει πάνω στο χιόνι, μπροστά στα πόδια της γυναίκας. Μετά, γυρίζοντας ελαφρώς το κεφάλι του πλαγίως, χωρίς να παίρνει ούτε στιγμή τα μάτια του απ' τα δικά μου, φωνάζει:

-"Καρλ, φέρε το παιδί." Ξαναγυρίζει προς τη γυναίκα πίσω μου και της λέει: -"Παρ' τον και εξαφανίσου. Και μιλιά σε κανέναν! Αλλιώς ξέρεις τι θα συμβεί!" Περνάει τον αντίχειρά του σε μιαν ευθεία γραμμή από το λαιμό του.

Πίσω από ένα δέντρο, εμφανίζεται ένας άνδρας, ο Καρλ προφανώς, βαστώντας ένα μικρό αγοράκι στα χέρια του, με δεμένο το στόμα σφιχτά με ένα βρώμικο πανί. Το σπρώχνει με δύναμη και πέφτει μπροστά στα πόδια του. Το αγοράκι σηκώνεται, τραβάει το πανί απ' το στόμα του και τρέχει προς τη μητέρα του με αναφιλητά.    

Η γυναίκα, αφού με κοιτάζει με ένα μαραμένο βλέμμα από την κορφή ως τα νύχια, βουτάει το πεταμένο πουγκί και τρέχει προς τη μεριά του μικρού αγοριού. Πέφτει στα γόνατα και τον σφίγγει στην αγκαλιά της. Μετά χωρίς να ξανακοιτάξει πίσω της, έχοντας το παιδί σφιχτά στην αγκαλιά της, χώνεται μέσα στο δάσος και εξαφανίζεται.

Βλέπω τον Καρλ να πλησιάζει με αργά βήματα. Ακούω ένα σπάσιμο κλαριού από πίσω μου. Γυρίζω και βλέπω άλλους δύο άνδρες να έρχονται από δεξιά και αριστερά. Με έχουνε κυκλώσει. Στο μυαλό μου ξυπνάει η ανάμνηση από την επίθεση που μου είχαν κάνει εκείνοι οι δύο στρατιώτες στο στρατόπεδο. Η προσπάθειά μου να ξεφύγω, το παιχνίδι τους να με πιάνει μια ο ένας, μια ο άλλος για να με τρομοκρατήσουν ακόμα περισσότερο. Η απόγνωση αρχίζει και φουντώνει. Όχι! Αυτή τη φορά δεν θα δείξω τρομοκρατημένη. Είμαι η αρχόντισσα Ιζαμπέλα Ταλ του Χάνγκερφορντ. Ξαναγυρίζω με αποφασισμένο βλέμμα προς τον άνδρα μπροστά μου, που δείχνει να είναι ο αρχηγός τους.

-"Τι θέλετε από μένα? Δεν μπορεί να έχεις κάτι εναντίον μου. Ο άνδρας μου σας χάρισε τη ζωή σας εκείνη τη μέρα στο Χάνγκερφορντ. Έχει να κάνει με χρήματα? Όσα σας έταξε ο Στάνλεϋ θα σας τα δώσω διπλά. Άφησέ με να φύγω και δεν θα δώσω συνέχεια."

Ξεφυσάει γελώντας. -"Και πώς θα γίνει ακριβώς η συναλλαγή Αρχόντισσα? Θα πας στο κάστρο σου και θα γυρίσεις να μας φέρεις τα χρήματα?" Μου λέει γελώντας με ένα ειρωνικό γέλιο, χωρίς να πείθεται στο παραμικρό από τα λόγια μου. Σοβαρεύει απότομα και συνεχίζει :

-"Έχω ένα καλύτερο σχέδιο. Θα κάτσουμε εδώ ωραία και καλά και θα περιμένουμε τον αγαπημένο σου, να έρθει σαν καλός ιππότης να σε σώσει."

Δεν το πιστεύω αυτό που συμβαίνει. Ώστε θέλουν τον Τζέθρο. Εγώ είμαι απλώς το δόλωμα για να τον προσελκύσουν. Θέλουν να τον σκοτώσουν! Ο Στάνλεϋ δεν το βάζει κάτω. Θέλει εκδίκηση και έστειλε τους μπράβους του για άλλη μια φορά, να καταστρέψουν τον άνδρα μου και ότι αγαπάει. Η μικρή μου Άννα... Πριν λίγο την είχα στην αγκαλιά μου. Τώρα φοβάμαι πως δεν θα την ξαναδώ ποτέ. Κάνω μια τελευταία απόπειρα να το παίξω γενναία. Να μην καταλάβουν τον τρόμο που με έχει κυριεύσει. Παίρνω ύφος αποφασισμένο και του λέω σοβαρά :

-"Λάθος μέρα διάλεξες. Δεν έστησες σωστά το σχέδιό σου. Ο Τζέθρο δεν πρόκειται να έρθει. Λείπει στο Λονδίνο για δουλειές." Γυρίζω προς τους άλλους τρεις άνδρες και τους κοιτάζω σοβαρή κατευθείαν στα μάτια.

-"Μην αφήνετε αυτόν τον άνδρα να σας παρασύρει. Θα χάσετε τις ζωές σας για το τίποτα. Ο Τζέθρο δεν πρόκειται να έρθει. Αντίθετα, μόλις διαπιστώσει η φρουρά του ότι δεν επιστρέφω, θα έρθουν να με αναζητήσουν και τότε κανείς δεν θα μπορέσει να σας σώσει. Φύγετε όσο έχετε ακόμα χρόνο και σας δίνω το λόγο μου ότι δεν θα δώσω καμία συνέχεια. Το θέμα θα λήξει εδώ, ανάμεσά μας."

Τους παρατηρώ έναν-έναν προσπαθώντας να κρατήσω σταθερή τη φωνή μου και να μην καταλάβουν τα ρίγη που διαπερνούν το κορμί μου από το φόβο που με έχει κυριεύσει. Αυτοί οι άνδρες είναι πληρωμένοι φονιάδες και ήρθαν εδώ για να σκοτώσουν τον άνδρα μου, χρησιμοποιώντας εμένα σαν δόλωμα.

Τους βλέπω να κοιτιούνται αναμεταξύ τους. Μια αβεβαιότητα διαγράφεται στο βλέμμα τους. Ένας απ' αυτούς γυρίζει στον αρχηγό. -"Τζέφρι, τι κάνουμε?"

Γυρνάω και κοιτάζω τον αρχηγό τους. Τον Τζέφρι. Με κοιτάζει σοβαρός και δείχνει έντονα εκνευρισμένος. Τελικά σπάει πάλι ένα από τα σιχαμένα, τρομακτικά χαμόγελά του.

-"Κρίμα, και έλεγα ότι θα τελειώσουμε γρήγορα αυτή τη φορά. Αλλά όπως φαίνεται θα φάμε αρκετές ώρες να περιμένουμε. Πάντως έχω κάποιες ιδέες πώς να περάσουμε όμορφα." Μου λέει και αρχίζει να γελάει δυνατά, κάνοντας νοήματα με άσεμνες κινήσεις προς τους άλλους τρεις άνδρες που στέκονται σε έναν ανοιχτό κύκλο απέναντί μου. Η αβεβαιότητα που είδα πριν να σκιάζει τα μάτια τους, χάνεται με μιας και αρχίζουν και αυτοί να γελάνε και να με κοιτάζουν λιμασμένα. 

Ξεροκαταπίνω. Κάνω δυο βήματα και πλησιάζω σε έναν κορμό. Όλοι σοβαρεύουν και με παρακολουθούν με ένταση να δούνε τι θα κάνω. Να τους ξεφύγω δεν υπάρχει περίπτωση. Προσπαθώ να συνεχίζω να δείχνω ψύχραιμη. Σφίγγω την κάπα μου πάνω μου και κάθομαι ακουμπώντας στον κορμό. Γυρίζω σοβαρή και τους κοιτάζω έναν έναν.

-"Εντάξει λοιπόν. Αφού επιλέγετε να πεθάνετε με αυτόν τον τρόπο, εγώ δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Θα κάτσουμε και θα περιμένουμε." Τους λέω και ανασηκώνω την κουκούλα της κάπας μου, ώστε να μην τους βλέπω πια και να μην δουν τα μάτια μου που γέμισαν δάκρυα και τα χείλη μου που τρέμουν.

.......................................................................................................................

ΜΕΡΙΚΕΣ ΩΡΕΣ ΝΩΡΙΤΕΡΑ ΣΤΟ ΛΟΝΔΙΝΟ

Δόξα το Θεό, όλα πήγαν περίφημα. Ξεμπερδέψαμε πολύ γρήγορα αφού η σοδειά μας έγινε ανάρπαστη. Με την παγωνιά του χειμώνα, πολλές καλλιέργειες καταστράφηκαν και έτσι όλα μας τα προϊόντα ήταν περιζήτητα. Οι εργάτες ξεφορτώνουν και τα τελευταία καλάθια και περιμένω τον έμπορο να μου φέρει τα χρήματα. Μετά θα είμαστε έτοιμοι να γυρίσουμε στο Χάνγκερφορντ. Είμαι μόνο λίγες ώρες μακριά τους και μου λείπουν ήδη. Η υπέροχη γυναίκα μου και η πανέμορφη κόρη μου! Χαμογελάω. 

Ο έμπορος έρχεται προς το μέρος μου, αλλά ξαφνικά βλέπω τον Ουίλ που έχει σηκώσει τα χέρια του και μου κάνει νόημα από απέναντι. Κάτι με τρομάζει στο ύφος του. Γυρνάω στον Άντονι.

-"Άντονι, ανέλαβε τον έμπορο σε παρακαλώ."

Πάω κατευθείαν προς τον Ουίλ.

-"Τι συμβαίνει Ουίλ? Υπάρχει κάποιο πρόβλημα?" Τον βλέπω αναστατωμένο και ένα ρίγος με διαπερνάει. Κάτι δεν πάει καλά.

-"Τζέθρο, μέχρι να τελειώσετε, πέρασα από τον πύργο του Λονδίνου, μπροστά στην πύλη των προδοτών όπως κάνω κάθε φορά, να τσεκάρω πως ο Στάνλεϋ συνεχίζει να βρίσκεται στη φυλακή. Ο φύλακας που μου δίνει πληροφορίες, μου είπε ότι εδώ και δύο εβδομάδες, αποφυλάκισαν αρκετούς κρατούμενους γιατί οι φυλακές έχουν γεμίσει και δεν έχουν χώρο να τους κρατάνε και άλλα τέτοια. Μέσα σε αυτούς που αποφυλακίστηκαν, ήταν και ο Στάνλεϋ. Ο φύλακας μου είπε ότι κακώς ελευθέρωσαν αυτόν τον απαίσιο άνθρωπο και πως την ώρα που έφευγε, φώναζε ότι έφτασε η ώρα της εκδίκησης." Μου λέει με μια αναπνοή και με ανήσυχο βλέμμα.

Παγώνω! Τον κοιτάζω για λίγα δευτερόλεπτα και αμέσως γυρίζω και φωνάζω.

-"Φέρτε τα άλογα. Φεύγουμε αμέσως για Χάνγκερφορντ." 

-"Στάσου να αδειάσουν οι άμαξες..." Μου λέει ο Άντονι, αλλά μόλις βλέπει το ύφος μου, γυρίζει κατευθείαν και τρέχει να φέρει τα άλογά μας.

Ο έμπορος με κοιτάζει έκπληκτος. 

-"Άρχοντα Ταλ, τα λεφτά σου, οι άμαξες..."

-"Δεν έχουμε χρόνο. Θα στείλω κάποιον μιαν άλλη στιγμή. Παρατήστε τα όλα. Φεύγουμε αμέσως!" Λέω επιτακτικά και πηδάω πάνω στο άλογο που μου έφερε ο Άντονι.

Καλπάζουμε ξέφρενα. Είναι η πρώτη φορά που κάναμε τη διαδρομή της επιστροφής τόσο γρήγορα και μου φάνηκε τόσο μεγάλη. Φτάνω μπροστά στο κάστρο. Επικρατεί ησυχία. Πηδάω απ' το άλογο και ανεβαίνω δυο δυο τα σκαλιά. 

-"Σίλια, που είναι η Ιζαμπέλα?"

-"Καλώς τους. Νωρίς γυρίσατε." Μου λέει χαμογελώντας.

-"Πού είναι η Ιζαμπέλα, Σίλια απάντησέ μου! Είναι μέσα?" 

-"Έχει πάει μια βόλτα προς το ποτάμι. Τζέθρο, τι συμβαίνει?"

Δεν της απαντάω. Γυρνάω και τρέχω προς το ποτάμι. Ταυτόχρονα δίνω εντολές στους άνδρες μου. 

-"Άντονι! Τζον! Ασφαλίστε το σπίτι! Ελέγξτε όλους τους χώρους και όλες τις εισόδους! Ουίλ! Μοίρασε τους άνδρες σου και περικυκλώστε το δάσος. Χτενίστε την περιοχή. Εγώ φεύγω με τα πόδια να βρω την Ιζαμπέλα. Θα συναντηθούμε μέσα στο δάσος. Ελπίζω μόνο να προλάβουμε, να μην έχει συμβεί τίποτα..." Λέω και φεύγω τρέχοντας προς το ποτάμι.

 .......................................................................................................................

Τρέμω ολόκληρη και δεν ξέρω αν είναι από το κρύο ή απ'το φόβο μου. Κάθομαι μαζεμένη κουβαράκι ακουμπώντας στον κορμό ενός δέντρου. Έχω κατεβάσει χαμηλά στο πρόσωπό μου την κουκούλα μου και δεν τολμάω να κουνηθώ. Τέσσερις άνδρες έχουν παραταχθεί κυκλικά απέναντί μου και περιμένουμε. 

Ένα σωρό σενάρια  και περνάνε από το μυαλό μου για το πώς θα εξελιχθεί αυτή η κατάσταση και κανένα δεν είναι καλό. Ο πανικός με έχει κυριεύσει για τα καλά και αυτή τη φορά δεν είναι για μένα, αλλά για εκείνον, τον Τζέθρο μου, για την Άννα μου, το γλυκό μου κοριτσάκι. Δάκρυα κυλάνε απ' τα μάτια μου ασταμάτητα. Τραβάω ακόμα πιο κάτω την κουκούλα για να μην με πάρουν είδηση οι φρικτοί δεσμοφύλακές μου.

Ξαφνικά μια ανεπαίσθητη κίνηση ακριβώς απέναντί μου, μου τραβάει την προσοχή. Ανασηκώνω ελάχιστα την κουκούλα και τον βλέπω. Ο Τζέθρο μου! Προχωράει σκυμμένος με αργά, αθόρυβα βήματα προς τον άνδρα που βρίσκεται απέναντί μου. Σηκώνεται με μια κίνηση σαν αστραπή, του πιάνει το κεφάλι και του κόβει το λαιμό με μιαν αστραπιαία κίνηση. Ένας γδούπος ακούγεται και ο άνδρας σωριάζεται κάτω, χωρίς να βγάλει τον παραμικρό ήχο. Ο άνδρας από δεξιά του, γυρίζει απότομα, βλέπει το Τζέθρο και ορμάει κατά πάνω του. 

Ο Τζέθρο με μια γρήγορη κίνηση και με εκπληκτική ακρίβεια, πετάει το μαχαίρι με το οποίο έκοψε το λαιμό του πρώτου άνδρα και το καρφώνει με δύναμη στο λαιμό του δεύτερου. Πέφτει στα γόνατα προσπαθώντας να πάρει απεγνωσμένα ανάσα, ενώ ήχοι πνιγμού βγαίνουν βαθιά απ' το λάρυγγά του. Η λαβή απ' το μαχαίρι του Τζέθρο, προεξέχει απ' το λαιμό του και πίδακες αίμα πετάγονται απ' το στόμα του. 

Ο άνδρας με το όνομα Καρλ, ορμάει ουρλιάζοντας πάνω στο Τζέθρο. Ο Τζέθρο σηκώνει τα χέρια του πίσω από την πλάτη του, τραβάει ένα μακρύ ξίφος και με αστραπιαία κίνηση, το περνάει με δύναμη μπροστά στο λαιμό του Καρλ. Ο ήχος απ' το ξίφος που σκίζει τον αέρα, ήταν το μόνο που ακούστηκε και μετά άλλος ένας δυνατός γδούπος, απ' τον άνδρα που σωριάζεται κάτω, βάφοντας κατακόκκινο το ολόλευκο χιόνι με το αίμα που αναβλύζει από τον κομμένο του λαιμό.

Μου έχει κοπεί η ανάσα! Μέσα σε δευτερόλεπτα, ένα αιματηρό χάος ξέσπασε γύρω μου. Ο Τζέθρο μου, ήρθε για να με σώσει! Σηκώνομαι όρθια για να τρέξω προς το μέρος του, όμως δεν προλαβαίνω. Δυνατά χέρια με γραπώνουν. Ο Τζέφρι, ο αρχηγός των ανδρών που κείτονται νεκροί γύρω μας, με πιάνει από τα μαλλιά και πιέζει ένα μαχαίρι με δύναμη στο λαιμό μου. 

Ο Τζέθρο πλησιάζει προς το μέρος μας. Τα μάτια του καρφώνονται στα δικά μου. Ένα στιγμιαίο τρεμόπαιγμα, καθώς τα μάτια του περνάνε από το μαχαίρι που πιέζει ο Τζέφρι στο λαιμό μου. Αμέσως μετά το βλέμμα του σκληραίνει καθώς συναντιέται με τα μάτια του Τζέφρι.

-"Άστην να φύγει!" Του λέει κοφτά με μια φωνή απόκοσμη, που δεν την έχω ακούσει ποτέ ξανά.

Ο Τζέφρι ξεφυσάει γελώντας. 

-"Να την αφήσω για να με σκοτώσεις κι εμένα, όπως έκανες με αυτούς?" Λέει και με τραβάει περισσότερο, ώστε να κολλήσω πάνω του. 

Ο Τζέθρο πλησιάζει ακόμα περισσότερο. Τα μάτια του πετάνε φλόγες.

-"Μα θα πεθάνεις έτσι κι αλλιώς. Αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Αν την αφήσεις, έχεις το λόγο μου πως θα έχεις έναν γρήγορο και ανώδυνο θάνατο. Αν όμως την πληγώσεις, σου δίνω το λόγο μου ότι θα υποφέρεις τόσο που θα εκλιπαρείς να σε τελειώσω."

 Ο Τζέφρι κάνει ένα βήμα πίσω, πιέζοντας ακόμα πιο πολύ τη λεπίδα του στο λαιμό μου. Νιώθω το σημείο που πιέζει το δέρμα μου να σκίζεται από την πίεση και μια σταγόνα αίμα να κυλάει προς το στήθος μου.

Μπορείς να νιώσεις το κύμα έντασης που εκπέμπει ο Τζέθρο. Ο αέρας αλλάζει ανάμεσά μας. Λες και ξαφνικά έγινε πηχτός και δυσκολεύεσαι να αναπνεύσεις. Το νιώθει και ο Τζέφρι και με χρησιμοποιεί σαν ασπίδα, για να προφυλαχτεί από αυτό.

-"ΑΦΗΣΕ ΤΗ!" 

Μια απότομη κίνηση! Η λεπίδα κυλάει με αστραπιαία ταχύτητα! Ο Τζέφρι με σπρώχνει πάνω στο Τζέθρο και φεύγει τρέχοντας.

Νιώθω τα χέρια του να με πιάνουν στον αέρα, πριν σκάσω κάτω στο παγωμένο έδαφος. Το ένιωσα ότι με έπιασε. Πρόλαβα και να τον κοιτάξω. Από εδώ κάτω, ξαπλωμένη μέσα στην αγκαλιά του, νομίζω ότι δεν ήταν ποτέ πιο όμορφος. Αγάπη μου! Ζωή μου! Θα σε αγαπώ πάντα! Για πάντα!

Τον ακούω να φωνάζει.

-"Ιζαμπέλα! Μωρό μου! Αγάπη μου! Μη τολμήσεις και με αφήσεις! Κοίτα με Ιζαμπέλα μου! Κοίτα με μωρό μου!" 

Θέλω να τον κοιτάξω αλλά το σκοτάδι με τυλίγει. Δεν μπορώ να κρατηθώ, με τραβάει μέσα του, μέχρι που δεν ακούω τίποτα πια. 


Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top