Κεφάλαιο 30 - Ξεκαθαρίσματα

Η μέρα κυλάει απελπιστικά αργά. 

Ο Τζέθρο με τον Ουίλ και τα δυο αδέλφια, τον Ντέιβιντ και τον Τζέισον, έχουν φύγει απ' τα χαράματα για το Λονδίνο. Με έχει κυριεύσει μια φοβερή ανησυχία. Φοβάμαι μην συμβεί κάτι και δεν γυρίσει πίσω. Φοβάμαι πως δεν θα τον ξαναδώ. 

Δεν είμαι όμως μόνο εγώ ανήσυχη. Βλέπω και τη Σίλια. Με τι νευρικές κινήσεις κάνει τις δουλειές της. Αμίλητη και αγέλαστη, έχει βυθιστεί σε αυτό που φτιάχνει και δεν μιλάει καθόλου.

Κάποια στιγμή γυρίζει προς εμένα και μου λέει :

-"Ιζαμπέλα, θα αναλάβεις να προσέχεις το φαγητό? Λέω να πάω μέχρι το ποτάμι, να πλύνω μερικά ρούχα."

Τα μάτια της θολά. Είμαι σίγουρη ότι είναι έτοιμη να κλάψει, αλλά δεν θέλει να τη δούμε και γι' αυτό θέλει να απομακρυνθεί.

Γλυκιά μου Σίλια. Νιώθω τον πόνο και το φόβο της. Αισθάνομαι και γω το ίδιο και μπορώ να την καταλάβω απόλυτα. Δεν θέλει να την δουν να ξεσπάει και έχει δίκιο.

Πάω κοντά της. 

-"Σίλια, θες να κατεβάσουμε το καζάνι απ'τη φωτιά και να έρθω κι εγώ μαζί σου?"

-"Όχι Ιζαμπέλα, σε παρακαλώ. Δεν είναι πολλά. Θα τα πλύνω μόνη μου και θα γυρίσω. Εσύ μείνε εδώ. Δεν χρειάζεται να έρθεις. Άλλωστε, είναι τόσο κρύο το νερό, δεν υπάρχει λόγος να ξεπαγιάσουμε και οι δύο. Θα πάω μόνη μου, θα τα πλύνω και θα γυρίσω."

Με κοιτάει με τα ολοστρόγγυλα μάτια της, που είναι ο ορισμός της θλίψης αυτή τη στιγμή και ας προσπαθεί να το κρύψει.

-"Όπως θες καλή μου." Της λέω και της χαμογελάω.

Γυρνάει, παίρνει ένα καλάθι με ρούχα και φεύγει για το ποτάμι.

Μένω μόνη μου στο μεγάλο δωμάτιο. Στέκομαι πάνω απ'το καζάνι και ανακατεύω αφηρημένα το περιεχόμενό του, ενώ η σκέψη μου γυρίζει στον Τζέθρο και στη φράση που μου είπε πριν φύγει.

-"Ζε μπραχ λιχ ιν μαιν ζιλ." Επαναλαμβάνω μόνη μου στον εαυτό μου.

-"Γιε μπραχτ λιχτ ιν μαιν ζιλ."

Ακούω τη φωνή του Άντονι πίσω μου.

Γυρίζω και τον βλέπω. Κάθεται στηριγμένος στην πόρτα, μασουλώντας ένα μήλο και με κοιτάει με ένα έντονο ερευνητικό βλέμμα.

-"Τι είπες?" Του λέω κοιτώντας τον έκπληκτη και ξεροκαταπίνοντας.

-"Η σωστή φράση είναι -Γιε, όχι ζε, μπραχτ, όχι μπραχ,   λιχτ, όχι λιχ,  ιν μαιν ζιλ.-"

Μου λέει και δαγκώνει το μήλο του, χωρίς να παίρνει τα μάτια του από πάνω μου.

Η φράση απ'το στόμα του, κοφτή! Απότομη! Ακούγεται σχεδόν άγρια, σαν διαταγή! Καμία σχέση με την αγάπη και το συναίσθημα που έβγαζε, όταν την ψιθύριζε ο Τζέθρο.

-"Ξέρεις τι σημαίνει?" τον ρωτάω με σιγανή φωνή.

-"Εγώ ξέρω πριγκηπέσα μου, εσύ δεν ξέρεις?" 

Μου λέει με ένα περίεργο τόνο. Ακαθόριστο. Σχεδόν επιθετικό. Λες και με κατηγορεί για κάτι. Και με αποκαλεί -πριγκηπέσα μου-, όπως μας αποκάλεσε προχτές ο Τζέθρο, εμένα και τη Σίλια, αλλά το λέει με μια δόση ειρωνείας. Και το ύφος του, έντονο και διαπεραστικό. Όπως τότε που πρωτογνωριστήκαμε. Γεμάτο δυσπιστία, γεμάτο αμφισβήτηση. 

Ξαφνικά νιώθω άβολα. Κοιτάζω πίσω του από την ανοιχτή πόρτα, έξω, πέρα στο δάσος. Προχωράει ένα βήμα και την κλείνει πίσω του.

Είμαστε οι δυο μας στο δωμάτιο, με κλειστή την πόρτα. Η Σίλια έχει πάει στο ποτάμι. Ο Τζον είναι έξω και κόβει ξύλα. Ακούω τον ήχο του τσεκουριού, που σκάει πάνω στα κούτσουρα. Το θόρυβο των κούτσουρων που σκίζονται στα δύο και πετάγονται δεξιά και αριστερά. Ακούω την καρδιά μου να χτυπάει γρήγορα μέσα στ' αυτιά μου.

Τραβάει μια καρέκλα και κάθεται φαρδύς πλατύς. Δεν έχει πάρει τα μάτια του από πάνω μου.

-"Τι συμβαίνει Άντονι? Το ύφος σου είναι ... περίεργο. Θες να μου πεις κάτι?"

Κουνάει το κεφάλι του αρνητικά. Τρώει άλλη μια δαγκωνιά από το μήλο του, σηκώνεται χαλαρός και πετάει το απομεινάρι του μήλου στο τζάκι. Το φαγωμένο μήλο, χτυπάει πάνω στον κορμό που καίγεται προκαλώντας μια μικρή έκρηξη από σπίθες.

Έρχεται κοντά μου. Σκύβει και κοιτάζει μέσα στο καζάνι. Μετά γυρίζει το βλέμμα του πάλι σε μένα. Στέκεται ακριβώς μπροστά μου και με κοιτάζει βαθιά μέσα στα μάτια. Είναι σοβαρός. Πολύ σοβαρός. 

-"Τι θες Άντονι? Σε παρακαλώ... Με τρομάζεις."

Το ύφος του αλλάζει. Κατεβάζει τα μάτια του κάτω και απομακρύνεται από κοντά μου. Πάει και κάθεται πάλι στην καρέκλα που καθόταν πριν, αλλά αυτή τη φορά όχι χαλαρός όπως καθόταν προηγουμένως, αλλά σκυμμένος μπροστά και δείχνει νευρικός.

-"Συγνώμη, δεν ήθελα να σε τρομάξω." Μου λέει σχεδόν απολογητικά.

-"Κάτι ήθελες όμως. Τι συμβαίνει Άντονι?"

-"Εσύ να μου πεις τι συμβαίνει, Ιζαμπέλα. Τι κρύβεις? Ότι μας έχεις πει ως τώρα, είναι ψέματα, έτσι δεν είναι? Από πού έρχεσαι, η οικογένειά σου, πού δούλευες, οι διασυνδέσεις σου... Είναι όλα ψέματα, έτσι δεν είναι?"

Ταραχή με κυριεύει. Τον κοιτάζω παραλυμένη. Περνάνε μερικά δευτερόλεπτα χωρίς να μιλάω. Τελικά τον ρωτάω :

-"Αυτό πιστεύεις για μένα? Ότι σας έχω γεμίσει ψέματα? Απ'την πρώτη στιγμή που γνωριστήκαμε ήσουν καχύποπτος απέναντί μου."

Κάνω μια παύση και μετά συμπληρώνω :

 Και ο Τζέθρο? Έχει και αυτός την ίδια γνώμη που έχεις εσύ για μένα?"

Κάνει μια κίνηση απόγνωσης και ξεφυσάει.

-"Ο Τζέθρο δεν έχει καμία λογική σε ότι αφορά εσένα Ιζαμπέλα. Αλλά εγώ το βλέπω. Βλέπεις, εγώ δεν είμαι τυφλωμένος από έρωτα για σένα πριγκηπέσα."

-"Τι βλέπεις δηλαδή?"

-"Ααα! Από πού να αρχίσω? Όλα αυτά που μας έχεις πει. Όλα αλληλοσυγκρούονται, όλα αναιρούνται."

-"Αλληλοσυγκρούονται? Αναιρούνται? Τι λες Άντονι? Τι έχω πει που αναιρείται?"

Με κοιτάζει ζαρώνοντας τα μάτια του, σα να με μετράει. Σηκώνεται και αρχίζει να περπατάει πέρα δώθε στο δωμάτιο.

-"Όλες αυτές τις πληροφορίες που μας έλεγες, για τον πόλεμο που επεκτείνεται, για τα σχέδια του Βασιλιά, του κοινοβουλίου... Πληροφορίες για εμφύλιο πόλεμο που κανένας μας δεν είχε ακούσει. Ήξερες πράγματα που κανένας μας δεν είχε πάρει είδηση να συμβαίνουν. Δεν είναι δυνατόν να τα έμαθες όλα αυτά, επειδή δούλευες σε μια βιβλιοθήκη πανεπιστημίου. Αυτές είναι πληροφορίες που μπορούν να σε στείλουν στην κρεμάλα. Ποιος νοήμων άνθρωπος θα τις μοιραζόταν με μια βιβλιοθηκάριο και μάλιστα γυναίκα? Και αν από κάποιο θαύμα κατάφερες και μπήκες τόσο βαθιά σε κάποια ... ακαθόριστη αντίσταση όπως μας παρουσίασες, όταν βρέθηκες τελικά με τον Ουίλ, που ήταν ο σύνδεσμός σου, πώς δεν είπες κάτι? Τίποτα δεν στέκει από αυτά που μας έχεις πει. Και να ήταν μόνο αυτά..."

Κάνει παύση και τρίβει το σβέρκο του. Έρχεται και ξανακάθεται στην καρέκλα. Δείχνει απίστευτα εκνευρισμένος.

-"Και να ήταν μόνο αυτά, είπες? Δηλαδή έχεις κι άλλα να μου καταλογίσεις?"

Ξεφυσάει και γελάει.

-"Κάθε στιγμή, κάθε μικρή λεπτομέρεια, δεν στέκει μαζί σου."

Έχω αρχίσει και πανικοβάλλομαι. Έχει δίκιο φυσικά. Όλα είναι ένα μεγάλο ψέμα, αλλά νόμιζα ότι είχα γίνει πιστευτή. Κανείς δεν αντέδρασε όπως αντιδρά ο Άντονι. Συνεχίζει να μιλάει.

Μέχρι εχτές! Πώς ήξερες το νερό της ζωής, μου λες? Ότι το λένε ουίσκι οι Σκοτσέζοι που το φτιάχνουν? Όσοι το ξέρουν αυτό το υγρό, που είναι ελάχιστοι, αυτοί που το φτιάχνουν και λίγοι εκλεκτοί που το προμηθεύονται απ'αυτούς, το λένε άκουα βίταε. Πώς τα ξέρεις όλα αυτά? Τίποτα δεν βγάζει νόημα μαζί σου. Μας είπες ότι οι δικοί σου είναι στο Άρνεμ. Όταν ο Τζέθρο σου είπε ότι θα διασφαλίσει την επιστροφή σου στους δικούς σου, για να σε κρατήσει ασφαλή, ξέσπασες σε κλάματα και έλεγες ότι δεν έχεις κανένα. Και το αποκορύφωμα! Πώς γίνεται να ζούσες στο Άρνεμ στις Κάτω Χώρες και να μην καταλαβαίνεις μια απλή φράση σε αυτή τη γλώσσα?"

Ξεροκαταπίνω.

-"Ολλανδικά ήταν αυτή η φράση που μου είπε ο Τζέθρο?"

-"Ναι Ιζαμπέλα, Ολλανδικά. Όταν ήμαστε μικροί, ο Τζέθρο και γω είχαμε μια γκουβερνάντα που ήταν απ'τις Κάτω Χώρες. Μας μίλαγε συνέχεια στη γλώσσα της, γιατί ο Τζέθρο λάτρευε να την ακούει. Μας έμαθε να μιλάμε κανονικά. Εσύ όμως, που ζούσες εκεί, δεν καταλαβαίνεις τη γλώσσα."

Σκέψου ψύχραιμα Ιζαμπέλα. Απάντησέ του.

-"Για τι ακριβώς με κατηγορείς Άντονι, δεν έχω καταλάβει ειλικρινά. Επειδή στο σπίτι μου μιλάγαμε μόνο αγγλικά, ή επειδή είπα ότι θα πουν αυτό το νερό της ζωής 'Ουίσκι' γιατί ακούγεται πιο ωραία?"

Μου ρίχνει ένα μαραμένο βλέμμα.

-"Άκουσε Ιζαμπέλα, αναγνωρίζω ότι είσαι μια πανέξυπνη κοπέλα, που άλλη όμοια δεν έχω συναντήσει στη ζωή μου. Ο τρόπος που μιλάς, αυτά που λες, δεν έχω ξανακούσει γυναίκα να μιλάει και να ξέρει τόσα. Είμαι σίγουρος πως αυτά είναι που έκαναν και τον Τζέθρο να παλαβώσει μαζί σου. Όμως κάτι που δεν μπορώ να προσδιορίσω, δεν είναι σωστό πάνω σου. Πες το ένστικτο, πες το διαίσθηση, πες το όπως θες.  Έχεις δίκιο! Δεν έχω κάτι συγκεκριμένο να σε κατηγορήσω. Ούτε έχω σκοπό να σε κατηγορήσω για κάτι. Θέλω να ξέρεις όμως, ότι εγώ για τον Τζέθρο θα έπεφτα στη φωτιά και δεν θα επιτρέψω σε κανέναν να του κάνει κακό."

Τον κοιτάω έκπληκτη!

-"Πιστεύεις ότι θέλω να κάνω κακό στον Τζέθρο? Πώς μπορείς να λες κάτι τέτοιο?"

Ένας ξερός ήχος ακούγεται απ'την πόρτα, που ανοίγει διάπλατα και μπαίνει μέσα η Σίλια, βαστώντας το καλάθι με τα πλυμένα ρούχα.

Και εγώ και ο Άντονι, μένουμε ακίνητοι, παγωμένοι εκεί που στεκόμαστε.

Η Σίλια κοιτάζει μια εμένα, μια τον Άντονι. Διαισθάνεται την ένταση ανάμεσά μας.

-"Όλα εντάξει με το φαγητό?" με ρωτάει χαμογελώντας μου, ενώ συνεχίζει να κοιτάζει μια εμένα και μια τον Άντονι.

-"Ωχ! Το φαγητό!" 

Βουτάω την μεγάλη ξύλινη κουτάλα και την βυθίζω να ανακατέψω το φαγητό, που οριακά σώζεται να μην κολλήσει στον πάτο και να αρχίσει να μυρίζει καμένο.

Η Σίλια κοντοστέκεται λίγο, μας κοιτάει παραξενεμένη και μετά λέει στον Άντονι αν μπορεί να τη βοηθήσει να στήσει ένα σκοινί, για να απλώσει τα ρούχα να στεγνώσουν.

-"Βεβαίως Σίλια, θα στο φτιάξω αμέσως." Της λέει ο Άντονι.

 Η Σίλια του χαμογελάει και βγαίνει έξω.

Ο Άντονι την ακολουθεί, αλλά πριν βγει απ'την πόρτα κοντοστέκεται και γυρίζει να με κοιτάξει.

-"Φέρνεις φως στην ψυχή μου." Μου λέει άχρωμα.

-"Ορίστε?"

-"Η φράση που σου είπε ο Τζέθρο. 'Φέρνεις φως στην ψυχή μου'. Αυτό σημαίνει." 

Και με αυτό, προχωράει και βγαίνει απ'το δωμάτιο.

Μένω ακίνητη στο σημείο που βρίσκομαι. Το μυαλό μου, θύελλα που δεν λέει να καταλαγιάσει.

Μυριάδες σκέψεις τρέχουν και συγκρούονται μέσα στο κεφάλι μου. Πρέπει να βάλω μια τάξη στις σκέψεις μου, γιατί θα τρελαθώ. 

Κατ'αρχήν! Ο Άντονι με υποπτεύεται και φοβάται ότι θα βλάψω τον Τζέθρο? Πώς μπορεί να πιστεύει κάτι τέτοιο? Είναι πιστός φίλος και αγαπάει πραγματικά τον Τζέθρο. Ο ίδιος ο Τζέθρο το έχει πει επανειλημμένα, ότι είναι ο μόνος άνθρωπος που εμπιστεύεται και τη ζωή του ακόμα. Αλλά να θεωρεί ότι εγώ μπορώ να του κάνω κακό? Πώς? Με ποιον τρόπο? Αυτό με πληγώνει περισσότερο απ'όλα.

Το καταλαβαίνω ότι πάντα ήταν καχύποπτος απέναντί μου, δεν με εμπιστεύεται. Είναι φανερό! Αλλά να τον βλάψω? 

Εκτός αν... Ναι! Αυτό είναι! Εννοεί ότι εξ'αιτίας μου κάνει απερίσκεπτα πράγματα, που τον φέρνουν σε κίνδυνο. Ο Άντονι δεν έχει φύγει ποτέ από δίπλα του. Και σήμερα, ήθελε να πάει μαζί του. Ο Τζέθρο όμως τον ανάγκασε να μείνει πίσω και να μην είναι δίπλα του,  να τον προστατέψει, για να μείνει να φυλάει εμένα. Αυτό είναι που έχει κάνει τον Άντονι έξω φρενών.

Γιατί ο Τζέθρο δεν έχει καμία λογική σε ότι αφορά εμένα.

Γιατί ο Τζέθρο, είναι τυφλωμένος από έρωτα για μένα.

Ασυναίσθητα ακουμπάω τα δάχτυλά μου στα χείλη μου. Εκεί που νιώθω ακόμα το ζεστό φιλί του.

"Φέρνεις φως στην ψυχή μου..." 

Η καρδιά μου αρχίζει να χτυπάει σαν τρελή! Ο τρόπος που μου το είπε, το ύφος του, ο τόνος της φωνής του... Τα μάτια μου γεμίζουν δάκρυα.

Είμαι κι εγώ τρελά ερωτευμένη! Δεν μπορεί να σημαίνει τίποτα λιγότερο αυτό που νιώθω.

Πρώτη φορά στη ζωή μου νιώθω έτσι για έναν άνθρωπο. 

Τα συναισθήματα που ένιωσα όταν νόμιζα ότι ήταν νεκρός, έρχονται να στοιχειώσουν πάλι το ήδη φορτωμένο μυαλό μου. Η μοναξιά που ένιωσα! Δεν είχα λόγο ύπαρξης πια, δεν ήθελα να ζήσω άλλο, γιατί πίστευα ότι αυτός δεν ζούσε πια. Αν αυτό δεν είναι αγάπη, δεν είναι έρωτας, τότε τι είναι?

Πρέπει να μιλήσω με τον Άντονι. Αυτό που συνέβη μόλις μεταξύ μας, δεν μπορεί να μείνει και να αιωρείται ανάμεσά μας. Είμαστε και οι δύο, άνθρωποι που νοιαζόμαστε και αγαπάμε τον Τζέθρο. Δεν είμαστε αντίζηλοι.

Με το που σκέφτομαι τη συγκεκριμένη λέξη, μια σπίθα ανάβει σε μιαν άκρη του μυαλού μου. Μια σπίθα που παίρνει δύναμη, γιγαντώνεται, γίνεται φωτιά, αρχίζει να απλώνεται και να κατατρώει κάθε άλλη σκέψη μέσα στο κεφάλι μου.

Τον αγαπάει! Αυτό θα έδινε μια εξήγηση σε όλα! Γιατί απ'την αρχή με είδε σαν αντίπαλο. Γιατί με παρατηρεί και προσέχει κάθε λεπτομέρεια. Πράγματα που κανείς άλλος δεν έχει δώσει σημασία. Γιατί μπήκα ανάμεσά τους!

Η συνειδητοποίηση έρχεται να με λούσει! Ω! Θεέ μου!

Πρέπει να μάθω! Να σιγουρευτώ!

Η Σίλια! Αυτή θα μου πει! Πρέπει να μιλήσω μαζί της πρώτα. Να είμαι σίγουρη, πριν μιλήσω με τον Άντονι, για να καθαρίσουμε αυτό που συνέβη ανάμεσά μας.

Η Σίλια μπαίνει εκείνη τη στιγμή στο δωμάτιο.

Με κοιτάει εξεταστικά.

-"Όλα εντάξει Ιζαμπέλα? Έγινε κάτι με τον Άντονι? Μου φανήκατε πολύ σοβαροί και οι δύο όταν μπήκα."

-"Όλα είναι μια χαρά Σίλια. Απλά ο Άντονι, όπως κι εγώ και όλοι μας, ανησυχούμε για τον Τζέθρο, τον Ουίλ και τα δυο αδέλφια που έχουν πάει στο Λονδίνο. Όσο περνάει η ώρα, τόσο εντείνεται η αγωνία μας."

Κουνάει το κεφάλι της με κατανόηση.

-"Ναι, το καταλαβαίνω. Κι εγώ έχω ένα βάρος απ'το πρωί, δεν μπορώ να συνέλθω. Άντε να γυρίσουν γεροί, πρώτα ο Θεός, να ησυχάσουμε."

Πλησιάζει κοντά μου.

-"Το φαΐ εντάξει?"

Με ρωτάει και κοιτάζει μέσα στο καζάνι.

-"Νομίζω ότι πρέπει να είναι έτοιμο. Λέω να το τραβήξουμε από πάνω απ'τη φωτιά. Για δες και συ."

Παίρνει την κουτάλα, το ανακατεύει και μου κάνει νεύμα ότι συμφωνεί πως είναι έτοιμο.

Πιάνει ένα πανί και μου δίνει και μένα ένα, για να πιάσουμε την οριζόντια μπάρα πάνω στην οποία είναι κρεμασμένο το καζάνι πάνω απ'τη φωτιά και να το μεταφέρουμε έξω απ'το τζάκι.

Το ακουμπάμε στο πέτρινο γείσο του τζακιού, δίπλα στη φωτιά για να διατηρηθεί ζεστό και καθόμαστε στις καρέκλες γύρω απ'τον πάγκο.

Η Σίλια αδειάζει πάνω στον πάγκο ένα καλάθι με διάφορα χόρτα και αρωματικά βοτάνια απ'το δάσος και αρχίζει να τα ξεδιαλέγει και να τα κάνει ματσάκια για να τα κρεμάσει να ξεραθούν.

Αυτό το κορίτσι δεν σταματάει μια στιγμή να δουλεύει. 

Κάθομαι και την κοιτάζω, με τι δεξιοτεχνία χωρίζει, καθαρίζει και πλέκει τα βοτάνια. Για άλλη μια φορά δεν μπορώ παρά να θαυμάσω την αυτάρκειά της. Και όλων φυσικά! Ζουν με ότι τους προσφέρει το περιβάλλον τους. Και καλύπτουν σχεδόν τα πάντα. Εγώ θα είχα πεθάνει απ'την πρώτη μέρα. Είμαι τελείως ανίκανη να αναγνωρίσω οτιδήποτε ως βρώσιμο, αν δεν είναι μέσα σε συσκευασία.

-"Σίλια να σε ρωτήσω κάτι?"

Ανασηκώνει τα μάτια της και με κοιτάει. Μου χαμογελάει γλυκά. Σταματάει αμέσως ότι κάνει και στρέφει την προσοχή της σε μένα.

-"Φυσικά Ιζαμπέλα, ότι θέλεις."

-"Ο Τζέθρο είχε ποτέ σχέση? Εννοώ..."

  -Πώς το ρωτάνε τώρα αυτό? Πώς το λέγανε σε αυτή την εποχή?-

-"Εννοώ όπως εσύ με τον Ουίλ. Μια σχέση με κοπέλα."

Σκουπίζει τα χέρια της σε μια πετσέτα και τα σταυρώνει μπροστά της.

-"Ο Άρχοντας, ο Τζέθρο θέλω να πω, δεν έχει καμία σχέση με εμένα και τον Ουίλ, Ιζαμπέλα. Εμείς δώσαμε λόγο από μικρά παιδιά ότι θα ζήσουμε μαζί και κάποια στιγμή όταν τα καταφέρουμε θα φτιάξουμε μαζί το σπίτι μας. 

Ο Τζέθρο, μοιάζει περισσότερο με τον πατέρα του. Έχει ένα σωρό γυναίκες για να ... ξέρεις, να πηγαίνει στο κρεβάτι μαζί τους. Αλλά είναι πολύ καλός μαζί τους. Είναι τρυφερός και προσεκτικός και πάντα τις ανταμείβει πλουσιοπάροχα."

Έχω μείνει με ανοιχτό στόμα. Τι μου λέει τώρα? Ο Τζέθρο, έχει ένα σωρό κοπέλες? Και ο πατέρας του το ίδιο? Και τις ανταμείβει πλουσιοπάροχα? Και το ξέρει αυτό το υπηρετικό προσωπικό? Τι είναι αυτό πάλι? 

Βλέποντας το ύφος μου, που έχω γουρλώσει τα μάτια και την κοιτάω έκπληκτη, αλλάζει αμέσως η έκφρασή της και από χαλαρή και άνετη, γίνεται γεμάτη έγνοια.

-"Μην ανησυχείς, από τη στιγμή που σε γνώρισε δεν ξαναπλησίασε κοπέλα. Το ξέρω πολύ καλά, μου το είπε η ίδια η Νάνσυ που ήταν μια απ'τις αγαπημένες του. Όταν πήγε στο δωμάτιό του για να τον ... χαλαρώσει, αυτός την έδιωξε αμέσως και δεν ξανακούμπησε καμιά κοπέλα."

-"Η Νάνσυ? Τις ξέρεις δηλαδή τις κοπέλες που πηγαίνανε στο κρεβάτι μαζί με τον Τζέθρο?"

-"Φυσικά! Είναι οι κυρίες επί των τιμών στο κάστρο. Και ο πατέρας του είχε τις δικές του. Ε! Άρχοντες βλέπεις. Αλλά ήταν πάντα πολύ καλοί και οι δύο με τις κοπέλες. Έχω ακούσει ιστορίες με κοπέλες που τις χτυπάνε, τις παιδεύουν... Όχι, ο Τζέθρο δεν είναι έτσι. Είχαν να το λένε τα κορίτσια."

Έχω μείνει με το στόμα ανοιχτό! Αυτό δεν το περίμενα! Ήθελα να ανοίξω μια κουβέντα γύρω απ'το θέμα, για να ρωτήσω και καλά χαλαρά για τον Άντονι και μαθαίνω όλα αυτά. Και καλά ο Τζέθρο. Άρχοντας είναι, όπως λέει και η Σίλια. Νέος, όμορφος, υγιής και ακμαίος και αν κρίνω απ'τα φιλιά του, πολύ θερμός. Αλλά ο πατέρας του? Και η αρχόντισσα Άννα? Να τα ήξερε όλα αυτά κι αυτή? Δεν γίνεται, θα ρωτήσω.

-"Και η αρχόντισσα Άννα? Τα ήξερε όλα αυτά?"

Με κοιτάει έκπληκτη! Δεν μπορεί καν να καταλάβει την ερώτησή μου, μου φαίνεται.

-"Μα, οι κυρίες επί των τιμών είναι δικές της. Αυτή τις είχε διαλέξει για τον άρχοντα Μπράντον. Εντάξει, ο άρχοντας Τζέθρο μετά, αφού πέθανε ο πατέρας του, διάλεξε τις δικές του, πιο νέες και οι κυρίες επί των τιμών της μητέρας του, μείνανε να φροντίζουν την αρχόντισσα μέχρι το θάνατό της."

Εντάξει! Το στόμα μου χτύπησε στο πάτωμα! Πραγματικά πέφτω απ'τα σύννεφα! Και νόμιζα ότι η δικιά μου εποχή ήταν ελεύθερη ως προς τις σχέσεις και τα ήθη. Και από τον τόνο της Σίλιας και τον τρόπο που τα περιγράφει, καταλαβαίνω ότι όχι μόνο είναι αποδεκτό, αλλά ότι είναι επιβεβλημένο. Το περίεργο θα ήταν να μην είναι έτσι τα πράγματα.

Χρειάζομαι λίγο χρόνο να τα επεξεργαστώ αυτά. Αλλά έχω ένα θέμα να τακτοποιήσω και πρέπει να μάθω για τον Άντονι.

-"Και ο Άντονι?" ρωτάω.

-"Τι ο Άντονι?" μου λέει η Σίλια κοιτώντας με όλο απορία.

-"Έχει και αυτός... κυρίες επί των τιμών?"

-"Όχι βέβαια!" 

Μου λέει με ύφος 'μα καλά, τίποτα δεν καταλαβαίνεις?'

-"Δηλαδή ο Άντονι δεν έχει πάει στο κρεβάτι με κοπέλα?"

-"Χα, χα, χα! Αυτό εννοείς? Ε, μα φυσικά και έχει πάει."

Η πόρτα ανοίγει και μπαίνουν μέσα οι δύο άντρες. Είναι και οι δύο βρεγμένοι και το σώμα τους αχνίζει, όπως έρχεται σε επαφή με την κρύα ατμόσφαιρα γύρω τους. Πρέπει να πλύθηκαν στα παγωμένα νερά του ποταμού.

Κατευθύνονται και οι δύο προς το τζάκι και τεντώνουν τα χέρια τους για να ζεσταθούν.

-"Κορίτσια τι λέτε? Δεν βάζουμε να φάμε? Πείνασα με το κόψιμο των ξύλων. Οι υπόλοιποι μπορεί να αργήσουν ακόμα. Μάλλον θα κρυφτεί για τα καλά ο ήλιος και μετά θα έρθουν."

Λέει ο Τζον, τρίβοντας και χτυπώντας παλαμάκια με τα χέρια του για να ζεσταθεί.

Ο Άντονι παραπέρα, αμίλητος, έχει πάρει μια πετσέτα και τρίβει τα μαλλιά του να τα στεγνώσει. Είναι και αυτός ανήσυχος. Δεν θα ηρεμήσει αν δεν δει το Τζέθρο να γυρνάει γερός.

Η Σίλια σηκώνεται να καθαρίσει τον πάγκο απ'τα μυρωδικά και τα βοτάνια, για να στρώσουμε να φάμε.

-"Πάω να αλλάξω ρούχα και έρχομαι." Λέει ο Άντονι και ανεβαίνει την ξύλινη σκάλα για τα δωμάτια.

-"Σίλια, μπορείς να αναλάβεις το στρώσιμο του τραπεζιού μόνη σου?" Την ρωτάω.

-"Φυσικά Ιζαμπέλα." Μου λέει παραξενεμένη.

'Ή τώρα, ή ποτέ! Ανεβαίνω κι εγώ την ξύλινη σκάλα και κατευθύνομαι στο δωμάτιο του Τζέθρο και του Άντονι. Χτυπάω την πόρτα. Ο Άντονι ανοίγει παραξενεμένος. Φοράει παντελόνι αλλά από πάνω είναι γυμνός.

-"Συγνώμη, θέλω να σου μιλήσω, αν θες μπορώ να περιμένω." Του λέω με χαμηλωμένο το βλέμμα.

Ανοίγει διάπλατα την πόρτα και κάνει πίσω για να περάσω.

Μπαίνω μέσα στο δωμάτιο ενώ ο Άντονι παίρνει μια μπλούζα και τη φοράει βιαστικά.

Κάθομαι στο ένα από τα δύο κρεβάτια και έρχεται και κάθεται απέναντί μου.

Δεν λέει κουβέντα. Μόνο με κοιτάζει σοβαρός.

-"Άκουσε Άντονι, το να είσαι καχύποπτος απέναντί μου είναι ένα πράγμα, το να θεωρείς όμως ότι μπορώ να κάνω κακό στον Τζέθρο, είναι ένα άλλο."

Παίρνει ανάσα έτοιμος να μιλήσει, αλλά σηκώνω το χέρι μου και τον σταματάω.

-"Με πλήγωσε πολύ η κουβέντα σου και το μυαλό μου δεν λέει να ξεκολλήσει απ'αυτή. Την σκέφτομαι συνέχεια και επειδή αγαπάω τον Τζέθρο αληθινά, κατάλαβα τι εννοούσες. Και θέλω να ξέρεις ότι συμφωνώ απόλυτα μαζί σου."

Τον κοιτάζω κατευθείαν στα μάτια. Γουρλώνει τα μάτια του ξαφνιασμένος και με κοιτάζει έντονα. Ωραία! Του τράβηξα την προσοχή!

-"Έχεις δίκιο ότι ο Τζέθρο σκέφτεται παρορμητικά και παίρνει αποφάσεις που θέτουν τη ζωή του σε κίνδυνο. Και καταλαβαίνω απόλυτα γιατί είσαι τόσο θυμωμένος μαζί μου και με θεωρείς υπεύθυνη. Γιατί ένας απ'τους λόγους που ο Τζέθρο κάνει ριψοκίνδυνα πράγματα και βάζει σε κίνδυνο τη ζωή του, είμαι εγώ. Με αποκορύφωμα σήμερα το πρωί, που δεν σε άφησε να τον συνοδεύσεις, για να μείνεις να φυλάς εμένα. Ε! Λοιπόν συμφωνώ απόλυτα ότι αυτό δεν πρέπει να ξανασυμβεί και θα σε βοηθήσω με όποιο τρόπο θεωρείς εσύ σωστότερο, να το κάνουμε μαζί."

Σταματάω να μιλάω και τον κοιτάζω σοβαρή. Έχει μείνει άναυδος! Αλλά το σκληρό του ύφος έχει μαλακώσει λίγο, νομίζω τουλάχιστον.

Και μιας και τον άφησα άφωνο και δεν λέει κουβέντα, συνεχίζω:

-"Όσο γι'αυτά που μου προσάπτεις, είμαι στη διάθεσή σου, όποτε θες να τα πιάσουμε ένα ένα και να σου εξηγήσω τα πάντα."

Σκύβω και ακουμπάω τα χέρια μου στα γόνατά του.

-"Θέλω να είμαστε καλά εμείς οι δύο μεταξύ μας Άντονι. Δεν έχουμε να χωρίσουμε τίποτα. Αντίθετα έχουμε ένα κοινό στόχο και σκοπό. Να είναι καλά ο Τζέθρο. Έτσι δεν είναι? Γι'αυτό σε παρακαλώ, σταμάτα να με αντιμετωπίζεις έτσι καχύποπτα."

Το βλέμμα που μου ρίχνει είναι ενός πληγωμένου παιδιού. Καημένε Άντονι, όλη του η ζωή ο Τζέθρο. Ακόλουθος, συμπαραστάτης, φίλος, προστάτης...

-"Με πλήγωσες πολύ με αυτά που μου είπες. Και δεν το αντέχω να νιώθω ότι ο δεύτερος άνθρωπος που θα έδινε και τη ζωή του για τον Τζέθρο μετά από μένα, έχει αυτή τη γνώμη για μένα."

Σταματάω να μιλάω και τον κοιτάζω έντονα.

Μένει για λίγο να με κοιτάζει και αυτός έντονα στα μάτια. Μετά κουνάει το κεφάλι του πάνω κάτω.

-"Εντάξει Ιζαμπέλα, ίσως ήμουν λίγο άδικος μαζί σου. Όμως πες μου τουλάχιστον ένα πράγμα. Γιατί δεν μίλησες στον Ουίλ? Γιατί δεν του είπες ότι ήσουν στην άμαξα? Ότι ήταν ο σύνδεσμός σας που δεν καταφέρατε να έρθετε ποτέ σε επαφή? Εξήγησέ μου τουλάχιστον αυτό."

Ξεροκαταπίνω.

-"Γιατί Άντονι, όπως σου είπα, κανείς δεν ήξερε την ύπαρξή μου στην άμαξα, την ύπαρξη μιας γυναίκας στην άμαξα. Και εγώ από μεριά μου, δεν ήξερα τίποτα περισσότερο από ένα όνομα, έναν σύνδεσμο που θα βρίσκαμε, τον Ουίλ Ντον. Τι να του πω και τι όφελος θα είχε να του πω οτιδήποτε? Δεν ήξερα τίποτα και κανείς δεν ήξερε τίποτα για μένα."

Με κοιτάζει πάλι με αυτό το ερευνητικό του ύφος. Δεν πείστηκε, το διαισθάνομαι.

-"Θες να του μιλήσω? Να του πω ότι ήμουν μέσα στην άμαξα? Θα το κάνω Άντονι, θα κάνω ότι μου πεις. Να γυρίσουν, να τους δούμε να έρχονται και μετά θα κάνω ότι πεις."

Του λέω και τα μάτια μου βουρκώνουν. Να γυρίσει γερός μόνο...

Ο Άντονι σηκώνεται όρθιος και μου τεντώνει το χέρι του.

-"Έλα, πάμε να φάμε και να περιμένουμε τον Τζέθρο και τα άλλα παιδιά. Σε λίγο θα βραδιάσει. Δεν θα αργήσουν να φανούν.   



Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top