Kεφάλαιο 49




Η Ιωάννα καταφίλησε το ερωτόληπτο γράμμα. Έκλαψε πικρά κρατώντας το στο μέρος της καρδιάς της και μετά το έκαψε. Τις στάχτες του τις φύλαξε σε ένα μενταγιόν το οποίο κρέμασε στο λαιμό της. Τώρα πια το ασήμαντο αυτό μενταγιόν είχε γίνει για αυτήν ο φύλακας του μεγαλύτερου μυστικού της. Είχε μεταμορφωθεί σε κάτι ιερό γι'αυτήν. Κάτι που από εδώ και πέρα δεν θα αποχωριζόταν ποτέ.

Τώρα πια θα ζούσε με τις αναμνήσεις της μετρώντας τα άστρα από το παράθυρό της.

Της είχε δώσει την επιλογή να φύγει. Ήθελε όμως να φύγει;

Όχι δεν ήθελε, εκτός και αν για κάποιο λόγο αναγκαζόταν να το κάνει...

Δεν ήθελε να φύγει από το νησί αλλά σίγουρα ήθελε να φύγει από το παλάτι.

Δεν γινόταν να μένει εδώ. Ήξερε πόσο επικίνδυνο είναι.

Δεν γνώριζε την βασίλισσα προσωπικά αλλά ποιά γυναίκα θα δεχόταν να ζει κάτω από την ίδια στέγη με την ερωμένη του άντρα της; Καμία.

Και είναι απόλυτα φυσιολογικό. Ούτε αυτή θα δεχόταν κάτι τέτοιο.

Έτρεμε για την στιγμή που η Ελεονώρα θα το μάθαινε γιατί η Ιωάννα το ήξερε καλά πως ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιον.

Ευχόταν μόνο να προλάβαινε να φύγει από το παλάτι και μετά να ξεσπούσε η μπόρα...

Η Ελεονώρα απ'όταν ενημερώθηκε από τον ίδιο τον Πέτρο ότι αύριο μεθαύριο θα έφευγε για εκείνο το ταξίδι στην Ευρώπη ήταν μπερδεμένη. Τί στο καλό; Μήπως είχε κάνει τελικά λάθος γι'αυτόν; Μάλλον ναι. Οι αμφιβολίες της είχαν σχεδόν εξαφανιστεί απ'όταν η Θεανώ την ενημέρωσε ότι δεν ανακάλυψε τίποτα εναντίον του Πέτρου.

Το μόνο που την κρατούσε πίσω ήταν το ένστικτό της. Αυτή η ισχυρή άμυνα που κατέχουν οι γυναίκες και που τώρα της κτυπούσε συναγερμό ότι κάτι πάει στραβά. Ότι κάτι γίνεται πίσω από την πλάτη της και που δεν κατάφερε να βρει κανένα αποδεικτικό στοιχείο γι'αυτό.

Τελικά έφτασε η μέρα που ο Πέτρος θα αναχωρούσε. Ήταν Οκτώβριος του 1362μΧ.

«Μη στεναχωριέσαι, σε λίγο καιρό θα είσαι πάλι κοντά μας» τον παρηγορούσε η Ελεονώρα στην αγκαλιά της πραγματικά απορημένη για την τόση θλίψη του άντρα της που έφευγε ταξίδι. Υπήρξαν τόσες άλλες φορές που έφυγε ταξίδι, μα σε τέτοια κατάσταση ποτέ δεν τον είχε ξαναδεί. Τόση θλίψη πια; Γιατί; Και πάλι οι αμφιβολίες άρχισαν να τις τριβελίζουν το μυαλό, «μήπως υπάρχει ένας καινούριος έρωτας στη ζωή του και του είναι τόσο δύσκολο να τον αποχωριστεί;»

«Ξέρεις καλή μου;» της ψιθύρισε στο αυτί «Διέταξα το θαλαμηπόλο μου που έχω στο καράβι και ήρθε εδώ στο παλάτι, στην κάμαρά μας και πήρε μια πουκαμίσα σου για να την έχω μαζί μου στο ταξίδι. Να την αγκαλιάζω τα βράδια που θα κοιμάμαι μόνος και να μου παρηγορεί την απουσία σου, θα σε νιώθω κοντά μου, μαζί μου. Κάθε βράδυ».

«Αχ, καλέ μου, αλήθεια; Με κάνεις τόσο, μα τόσο ευτυχισμένη» και μ'αυτό καταρρίφθηκαν οι οποιεσδήποτε αμφιβολίες είχαν απομείνει στο πίσω μέρος του μυαλού της Ελεονώρας. Ήταν η τελική προσπάθεια του Πέτρου για να ρίξει στάχτη στα μάτια της. Και με ευχαρίστηση πρόσεξε πως όντως η προσπάθεια απέδωσε. Αυτό σήμαινε πως είχε ανακαλύψει εγκαίρως την Θεανώ. Ήταν μια ανακούφιση αυτό!

Μπορεί να είχε πάθει μια τρέλα με την Ιωάννα, αλλά, δεν είχε πάψει να αγαπά την γυναίκα του. Δεν ήθελε να διαλύσει την οικογένειά του. Δεν ήθελε να χάσει τη γυναίκα του. Απλώς ποθούσε απεγνωσμένα και την Ιωάννα. Τόσο απλά ήταν τα πράγματα γι'αυτόν.

Οπότε η πουκαμίσα της γυναίκας του δεν του ήταν απωθητική, αλλά σε αυτή τη φάση της ζωής του σίγουρα προτιμούσε να ανήκε στην Ιωάννα.

Μετά τους αποχαιρετισμούς η οικογένεια χωρίστηκε. Ο Πέτρος ανέβηκε στο άλογό του και με την συνοδεία του που περιλάμβανε έκτος των άλλων, τον καγκελλάριο Φίλιππο ντε Μεζιέρ που τους έδενε γερή φιλία και τον γνωστό πια Πέτρο Θωμά. Όλοι μαζί λοιπόν κίνησαν για το λιμάνι της Πάφου. Και από εκεί θα ξεκινούσε το μεγαλεπίβολο ταξίδι τους στην Ευρώπη.

Η Ελεονώρα με τον μικρό Πέτρο με θολά μάτια από τα δάκρυα, έμειναν πίσω να κοιτάζουν τα άλογα με τους αναβάτες τους να απομακρύνονται με την ευχή να τους ξανάβλεπαν σύντομα.

Ερωτήματα κατακλύζουν τους αιώνες...

Θα το έκανε όντως αυτό το ταξίδι ο Πέτρος, που τόσο το είχε ονειρευτεί, που τόσο το είχε ποθήσει και κυνηγήσει, αν δεν τον ανάγκαζαν οι συνθήκες;

Τελικά ο έρωτας έχει απίστευτη δύναμη στη βούληση των ανθρώπων. Σκορπά το μυαλό τους παρατώντας τους ανίκανους να σκεφτούν λογικά. Ζουν στην τρέλα της θυελλώδους επιθυμίας τους χάνοντας τον έλεγχο του κορμιού, της ψυχής και του μυαλού τους.

Ευτυχώς ή δυστυχώς ο έρωτας σαν απόλυτο συναίσθημα δεν κρατάει πολύ. Έτσι και στον Πέτρο θα τελείωνε μετά από κάποιο καιρό. Τότε το παλιό του όραμα θα ζωντάνευε στο μυαλό του ξανά;   

Στην περίπτωση του Πέτρου, η Μοίρα διάλεξε να επιταχύνει λίγο τη διαδικασία πιέζοντας τις καταστάσεις ούτος ώστε ο Πέτρος να πάψει να αναβάλλει συνεχώς τα σχέδιά του.    

Η ιστορία έπρεπε επειγόντως να γραφτεί...

Δε χωρούσε περεταίρω αναβολή...

Ο Πέτρος με την συνοδεία του έφτασαν στο λιμάνι της Πάφου, και από εκεί αναχώρησαν για τη Βενετία με τέσσερις γαλέρες και μία φρεγάτα.

Το ταξίδι τους ήταν ήρεμο, χωρίς δυσάρεστα απροόπτα.

Αρχές Δεκεμβρίου φάνηκε στον ορίζοντα η Βενετία.

Έμοιαζε να επιπλέει στο νερό όπως το νούφαρο σε λίμνη, και όπως το άνθος υψώνεται περήφανα στητό, έτσι και τα ψηλά κτήρια της πόλης υψώνονταν περήφανα και μεγαλόπρεπα.

Λίγο πριν ησέλθουν στα ατέλειωτα κανάλια της πόλης σταμάτησαν την πορεία τους.

Πριν ξεκινήσει το ταξίδι του ο Πέτρος είχε στείλει επιστολή στη Βενετία όπου τους ενημέρωνε για την επικείμενη επίσκεψή του. Στην απάντηση που έλαβε υπήρχαν σαφής οδηγίες που δεν έπρεπε να παραβλέψει.

Του υπόδειξαν ορισμένο σημείο που έπρεπε να περιμένει μέχρι να έρθουν να τους παραλάβουν. Κάποιος που δεν ξέρει να βρει το σωστό δρόμο στους δαιδαλώδους διαδρόμους των καναλιών είναι πολύ εύκολο να χαθεί και να περιπλανιέται άσκοπα στα κανάλια.

Σταμάτησαν λοιπόν στο σημείο αυτό και περίμεναν.

Σε λίγο φάνηκε το Βενετικό καράβι που θα τους παραλάμβανε. Ήταν θεόρατο. Έμοιαζαν τόσο μικροί οι άνθρωποι που το επέβαιναν.

Όταν πια σταμάτησε μπροστά τους έμειναν έκθαμβοι  από την ομορφιά του.

Η κουπαστή του καραβιού ήταν διακοσμημένη με περίτεχνα χρυσά σκαλίσματα.

Το ξύλο του ήταν αστραφτερά καθαρό και λείο. Ανέδιδε δύναμη και εξουσία. Ήταν εξαίσια στολισμένο για την περίσταση, και οι άνθρωποι που ήταν μέσα -αξιωματούχοι και πλήρωμα- ήταν ντυμένοι με τις επίσημες στολές τους.        

Ένας από αυτούς όμως ξεχώριζε. Η ενδυμασία που φορούσε ήταν περισσότερο πολυτελής από τις υπόλοιπες και φανέρωνε άνθρωπο με μεγάλο αξίωμα.

«Βασιλιά της Κύπρου Πέτρο», μίλησε ο άντρας με την πολυτελή ενδυμασία, «καλωσόρισες στη Βενετία. Σε περιμέναμε με μεγάλη αδημονία. Εγώ είμαι ο δόγης Λορέντζο Τσέλσι. Έλα βασιλιά μου να με συντροφέψεις στο καράβι μου για το δρόμο της επιστροφής. Οι υπόλοιποι θα μας ακολουθήσουν» άπλωσε τα χέρια του προς το Πέτρο ως ένδειξη φιλοξενίας και αυτός μετά χαράς ανέβηκε στο υπέροχο βενετσιάνικο καράβι.

«Χαίρομαι που ήρθα στην όμορφη πόλη σας, μα και που συναντιόμαστε δόγη Λορέντζο» είπε ο Πέτρος με χαμόγελο.

«Η χαρά και η τιμή είναι δικές μου βασιλιά μου» είπε ο δόγης και υποκλίθηκε βαθιά, όπως και όλοι οι υπόλοιποι που βρίσκονταν στο καράβι.

«Οφείλω να ομολογήσω δόγη Λορέντζο πως το καράβι σας με κατενθουσίασε είναι  υπέροχο, πραγματικά μοναδικό».

«Όντως, ο Βουκένταυρος είναι μοναδικός» είπε ο δόγης, «δεν χρησιμοποιείται όπως όλα τα καράβια, παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις υποδοχής πολύ υψηλών και σημαντικών προσώπων, όπως εσένα σήμερα βασιλιά μου».

Όσο οι δύο άντρες κουβέντιαζαν και γνωρίζονταν, το καράβι όλο και προχωρούσε προς το εσωτερικό της πόλης. Ο Πέτρος εκπλάγηκε ευχάριστα με αυτό που αντίκρυσε, πλήθος κόσμου έτρεξε να παρακολουθήσει την είσοδο του βασιλιά της Κύπρου στην Βενετία. Ζητωκραύγαζε ανεμίζοντας φλάμπουρα με το οικόσημο των Λουζινιάν.

Από την άλλη, ο Πέτρος δεν χόρταινε να κοιτάζει γύρω του τα επιβλητικά πανέμορφα κτήρια και σπίτια. Πουθενά δεν έβλεπες σπίτι αφρόντιστο, όπως στη Λευκωσία, ούτε μια ρωγμή δεν είχαν. Όλα φροντισμένα και παστρικά. Οι άνθρωποι είχαν τα χρήματα για να φροντίσουν τα σπίτια τους και τους εαυτούς τους. Όλοι ήταν ντυμένοι με εξαιρετικής ποιότητας υφάσματα και ήταν ολοφάνερο από το ροδαλό τους χρώμα ότι ήταν καλοζωισμένοι.

Περισσότερο απ'όλα όμως του έκαμε εντύπωση και το κοιτούσε επίμονα και με θαυμασμό, ένα κτήριο ξεχωριστό απ'όλα τ'άλλα, μεγαλόπρεπο, με μεταλλικούς τρούλλους και πολύχρωμα μάρμαρα.

«Αυτός που κοιτάζεις είναι ο καθεδρικός ναός του Αγίου Μάρκου, του πολιούχου άγιου της πόλης μας» είπε ο δόγης στον Πέτρο «κάποια άλλη φορά θα έχεις την ευκαιρία να τον επισκεφθείς, τώρα σε περιμένει ο Αντρέα Τζένο. Είναι ο δήμαρχος του Τρεβίζο και προσφέρθηκε με μεγάλη χαρά να σε φιλοξενήσει. Θέλει πολύ λέει να γνωρίσει ένα μεγάλο βασιλιά σαν και σένα που κατάφερες τόσο πολλά. Όπως καταλαβαίνεις, τα ανδραγαθήματά σου έχουν γίνει παντού γνωστά».

Απαλό χάδι στην κενοδοξία και στην αλαζονεία του Πέτρου ήταν τα λόγια του δόγη. Λόγια που μέλωσαν και φούσκωσαν ακόμα περισσότερο τον εγωϊσμό του.

«Θα είναι και δική μου ευχαρίστηση να γνωρίσω έναν αξιόλογο άνθρωπο» είπε ο Πέτρος.

Το μέγαρο του Αντρέα Τζένο βρισκόταν στο Μεγάλο Κανάλι. Όταν έφτασαν εκεί ο Τζένο τους περίμενε ήδη στην είσοδο, γονάτισε και φίλησε με σεβασμό την άκρη του μανδύα του Πέτρου.

«Ποτέ δεν πίστευα ότι θα μου δινόταν αυτή η υπέρτατη τιμή να φιλοξενήσω έναν τόσο ξακουστό βασιλιά. Καλώς ήρθατε στην πόλη μας και στο μέγαρό μου. Ελπίζω να βολευτείτε, εσύ και η συνοδεία  σου».

«Με τιμά η υποδοχή σου. Θα βολευτούμε περίφημα μην ανησυχείς. Σε ευχαριστούμε».

«Λοιπόν, βασιλιά μου, ξεκουράσου καλά τώρα γιατί το βράδυ θα έρθουν να σε πάρουν και θα σε συνοδεύσουν μέχρι το Παλάτι των Δόγηδων, όπου, θα παρατεθεί δείπνο προς τιμήν σου. Καλή ξεκούραση».

Λέγοντας τα λόγια αυτά ο δόγης αποχώρησε.

Ο Πέτρος ακολούθησε τη συμβουλή του δόγη και ξεκουράστηκε.

Το βράδυ, όπως του είχε πει ο δόγης, ένας αξιωματούχος ήρθε στο μέγαρο για να πάρει τον Πέτρο για να τον συνοδεύσει μέχρι το Παλάτι των Δόγηδων.

Όταν ο Πέτρος μπήκε στις τεράστιες αίθουσες το θέαμα που αντίκρυσε ήταν φαντασμαγορικό. Οι αίθουσες ήταν λουσμένες στο φως από τους τεράστιους πολυελαίους που κρέμονταν από το ταβάνι γεμάτοι με αναμμένα κεριά. Βαριές βελούδινες κουρτίνες έκλειναν έξω το πηχτό σκοτάδι, και παχιά χαλιά εξαιρετικής ποιότητας κάλυπταν παντού το πάτωμα.

Υπήρχαν μουσικοί που έπαιζαν ασταμάτητα, και η μουσική τους πραγματικά ήταν θεσπέσια.

Οι υπόλοιποι προσκαλεσμένοι ήταν ήδη εκεί. Όλοι τους φημισμένοι και επιφανείς άρχοντες, ντυμένοι στα πολυτελέστατα ρούχα τους.

Η άφιξη του Πέτρου έδωσε έναν καινούριο τόνο ενδιαφέροντος στην ατμόσφαιρα. Όλοι έσπευσαν να γνωρίσουν τον βασιλιά από κοντά. Πόσο συχνά τύχαινε κάτι τέτοιο;

Ο δόγης συνόδευσε τον Πέτρο στο τραπέζι και κάθησε δίπλα του. Αυτό ευχαρίστησε ιδιαίτερα τον Πέτρο γιατί το είδε σαν ευκαιρία να πλησιάσει ακόμα περισσότερο τον δόγη και να του ζητήσει την βοήθεια που χρειαζόταν.

Η βραδιά που ακολούθησε ήταν υπέροχη. Τα φαγητά ήταν εξαίσια, το κρασί γλυκό και μυρωδάτο και η μουσική που τα συνόδευε ονειρική.

Ο Πέτρος με τον δόγη μιλούσαν σχεδόν όλο το βράδυ. Για την επομένη κανόνισαν περιήγηση στην πόλη. Άλλη μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία να έρθουν ακόμα πιο κοντά, έτσι ώστε η οικειότητα ανάμεσά τους να μεγαλώσει και να είναι γίνει πιο εύκολο στον Πέτρο να ζητήσει αυτό για το οποίο ήρθε, και πιο δύσκολο στο δόγη να αρνηθεί.

Το δείπνο έλαβε τέλος και ο Πέτρος επέστρεψε στο μέγαρο που τον φιλοξενούσε.

Ξάπλωσε στο κρεβάτι του και αμέσως βυθίστηκε σε έναν ύπνο δίχως όνειρα. Στο απόλυτο κενό της ανυπαρξίας.

Την επομένη στην ξενάγηση ο Πέτρος θαύμασε για ακόμη μια φορά την ομορφιά και την αίγλη της πόλης.

Ο πλούτος ανέβλυζε από παντού. Από τα κτήρια μα και τους ανθρώπους.

Το τέλος της περιήγησης σφραγίστηκε με τη λειτουργία που παρακολούθησαν στον καθεδρικό ναό του Αγίου Μάρκου.

Ένας μήνας πέρασε από την μέρα που έφτασε ο Πέτρος στην Βενετία. Μπήκε και ο καινούριος χρόνος. Ένα μήνα περιμένει την κατάλληλη στιγμή για να μιλήσει στον δόγη για τα σχέδια του αλλά τίποτα, μέχρι που ένα βράδυ του δόθηκε η ευκαιρία που έψαχνε και το έκανε. Μίλησε στο δόγη.

Ήταν ένα βράδυ όπου είχε προηγηθεί κρασοκατάνυξη και η διάθεσή τους ήταν εύθυμη. Μια ευχάριστη θολούρα και μια ελαφρά ζάλη τους είχαν κατακλύσει. Μέσα σε αυτήν την διάθεση ο Πέτρος βρήκε το θάρρος και μίλησε για το θέμα που τον απασχολούσε τόσο έντονα.

Μίλησε για αρκετή ώρα με πάθος και θέρμη για το στόχο του, το όραμά του και κατέληξε με τη βοήθεια και τη συμπαράσταση που ζητούσε από την Βενετία στο όνομα του Ιησού Χριστού και της χριστιανοσύνης.

Ο δόγης πείστηκε από τον λόγο του Πέτρου και δέχτηκε να βοηθήσει.

«Όμως να ξέρεις, Πέτρο, πως την τελική απόφαση θα την πάρει το Μεγάλο Συμβούλιο. Αυτό που μπορώ να κάνω εγώ είναι να τους ωθήσω υπέρ σου. Με τον όρο βέβαια πως όλα θα γίνουν σύμφωνα με τους νόμους. Δηλαδή, να δεκτεί ο πάπας και να κηρύξει τη σταυροφορία, και για ηγέτη της να ορίσει τον Ιωάννη τον Β', βασιλιά της Γαλλίας.

Επίσης, επιθυμία μου είναι όταν θα φύγεις για την Αβινιόν όπου θα συναντηθείς με τον Πάπα, να σε ακολουθήσουν δύο απεσταλμένοι της Βενετίας».  

Ο Πέτρος κοκκίνησε από τον θυμό που ξέσπασε μέσα του. Δεν τον έδειξε και ήλπισε το φούντωμα που ένιωσε να το προσδέδιδαν στο κρασί.

Δεν μπορούσε παρά να δεκτεί τους όρους.

Για να δείξει καλή θέληση και πως όλα είναι καλά ο δόγης κάλεσε τον Πέτρο στο κυνήγι που θα γινόταν την επόμενη μέρα.

Ο Πέτρος με το πρόσχμα ότι τον περίμενε μακρύ ταξίδι και βιαζόταν αρνήθηκε ευγενικά και ξεκίνησε για την Γαλλία. Ήταν θιγμένος και οργισμένος, όμως συγκρατήθηκε για να μην τα καταστρέψει όλα. Είχε καταλάβει πως ο δόγης έστελνε του ανθρώπους του για να τον παρακολουθούν. Δεν το έκανε θέμα και αρκέστηκε στη βοήθεια που του υποσχέθηκε.

Ο Πέτρος με την συνοδεία του, που τώρα ήταν μεγαλύτερη κατά δύο άτομα, ξεκίνησαν για το μακρύ ταξίδι τους στην Γαλλία όπου θα γινόταν η συνάντηση με τον Πάπα.

Ενώ ο Πέτρος ήταν στο δρόμο για τη Γαλλία, στην Κύπρο τα πράγματα δεν πήγαιναν και τόσο καλά.    

Ο καινούριος χρόνος του 1363 μΧ βρήκε την Κύπρο με αρκετά λιγότερους προστάτες αφού οι περισσότεροι είχαν συνοδεύσει τον Πέτρο στο μακρύ του ταξίδι.

Η κατάσταση του νησιού ήταν επίφοβη να δεχθεί ληστρικές επιδρομές από πειρατές.

Ο Ιωάννης το γνώριζε αυτό αλλά δεν μπορούσε να κάνει και πολλά. Όσες γαλέρες του άφησε ο αδερφός του πριν φύγει τις έστειλε αμέσως να περιφρουρούν τα παράλια του νησιού.

Αλλά αυτό δεν ήταν διόλου αρκετό. Πάντα οι πειρατές κατάφερναν να βρουν τον τρόπο να εισβάλουν στα παράλια και να προξενήσουν πανικό.

Η κατάσταση ήταν ρευστή και κυλούσε ανάμεσα από τα δάχτυλα του Ιωάννη.

Ήταν σίγουρος πως από κάπου η Κύπρος θα δεχτεί επίθεση. Οι πειρατές δεν το έβαζαν κάτω όταν όλος ο στρατός ήταν στην Κύπρο, τώρα θα έκαναν πίσω, που ο περισσότερος στρατός απουσιάζει; Ήταν μοναδική ευκαιρία γι'αυτούς.

Δυστυχώς όλα ήταν εναντίον του Ιωάννη. Τα νέα εξαπλώνονται πολύ γρήγορα και αυτό το μοναδικό νέο δεν αποτέλεσε εξαίρεση. 

Το ταξίδι του Πέτρου όντως άρχισε να διαδίδεται σε σύντομο χρονικό διάστημα, και  δεν άργησε να φτάσει και στα αυτιά των επίδοξων πειρατών Τούρκων και τελικά έφτασαν και στα αυτιά του Ραίς Μωχάμεντ, τον ναύαρχο του στόλου τους.

Τα νέα τον χαροποίησαν ιδιαίτερα και δεν άφησε στιγμή για χάσιμο. Αμέσως έστειλε δύο γαλέρες για να ελέγξουν από κοντά την κατάσταση. Αν, όντως, ίσχυαν αυτά που είχε ακούσει.

Η αποστολή του ναυάρχου αμέσως διέκρινε την ελλειπή προστασία του νησιού. Όταν σιγουρεύτηκαν επακριβώς για τη δυσμενή θέση του νησιού επέστρεψαν και με μεγάλη ικανοποίηση τα αποκάλυψαν όλα στον Ραίς Μωχάμεντ.

Ο Μωχάμεντ δεν έχασε καιρό. Ευθύς διέταξε άμεση αναχώρηση 12 καραβιών με προορισμό την Κύπρο.

Έπλευσαν από βόρεια και το πεδίο ήταν ελεύθερο.

Γέλασαν και τα μουστάκια του Ραί.

«Εμπρός, λοιπόν, λεβέντες μου τί περιμένετε; Ορμάτε».

«Πού προτιμάτε να γίνει η αποβίβαση ναύαρχε;»

«Όπου θέλετε εσείς λεβέντες μου» τους είπε χαρωπά «δεν έχω προτίμηση»,

«Ή μάλλον τώρα που το ξανασκέφτομαι, θυμήθηκα πως κάποτε κάποιος, δεν θυμάμαι ποιος αυτή τη στιγμή, μου είχε αναφέρει πως η Πεντάγυια ευημερεί. Ας πάμε εκεί λοιπόν να δούμε και από κοντά πόσο αληθές είναι οι πληροφορίες που άκουσα» και ένα τρανταχτό, χαιρέκακο γέλιο βγήκε από τα χείλη του. Τρανταζόταν ολόκληρος από τα γέλια του. Μέχρι που τα γέλια του γύρισαν σ'έναν δυνατό βήχα που του έκοψε την ανάσα και κάθε όρεξη για περαιτέρω γέλια.

Οι ακτογραμμές της Κύπρου άρχισαν να διακρίνονται στον ορίζοντα και τα μάτια του ναυάρχου άστραψαν από πλεονεξία. Ήδη οραματιζόταν τα τιμαλφή που θα μπορούσαν να κερδίσουν από το πλιάτσικο που ετοιμάζονταν να κάνουν με τόση λαχτάρα.

Όταν έφτασαν άραξαν κάπου ερημικά για να μην τους πάρουν χαμπάρι και λάβουν τα μέτρα τους.

Δεν βιάζονταν, περπατούσαν χαλαροί. Λες και βρίσκονταν στους δρόμους της δικής τους πόλης. Λες και πήγαιναν μια βόλτα. Ούτε κρύβονταν. Τίποτα. Ήταν σίγουροι για τους εαυτούς τους και για το κακό που μπορούσαν να προξενήσουν.

Όταν πλησίασαν αρκετά τότε οι πρώτοι κάτοικοι που έτυχε να βρίσκονται έξω από τα σπίτια τους τους είδαν, και άρχισαν οι τσιρίδες, τα τρεχαλητά και γενικά επικράτησε ένας πανικός, τότε οι καταπατητές όρμησαν με όλη τους τη λύσσα και δίψα για αρπαγή λαφύρων. Δεν υπολόγισαν τίποτα. Ούτε γυναίκες, ούτε μικρά παιδιά. Ό,τι έμπαινε εμπόδιο στο διάβα τους το εξουδετέρωναν, ό,τι δεν τους έκανε το έσφαζαν εν ψυχρώ, ό,τι έκανε υπερβολική ηχορύπανση για τ' αυτιά τους το έκαναν να σωπάσει για πάντα. Τίποτα δεν ένιωσαν. Τίποτα δεν τους ανέκοψε την πορεία. Ούτε ίχνος οίκτου, ούτε η ελάχιστη ποσότητα συνείδησης.

Πήραν ότι θεώρησαν πολύτιμο, και δεν ήταν λίγα. Άρπαξαν όσες γυναίκες και παιδιά τους φάνηκαν κατάλληλοι για εμπόρευμα στα σκλαβοπάζαρα.

Τίποτα δεν τους πτόησε. Ούτε τα κλάματα, ούτε τα παρακάλια, ούτε τα ουρλιαχτά των ανθρώπων που τους χτύπησε τέτοια συμφορά.

Τα φόρτωσαν όλα στα καράβια τους και χάθηκαν στα αποκαïδια του δειλινού.

Είχε αρχίσει πια να σκοτεινιάζει, όμως, ο θρήνος των εναπομείνοντων έσκιζε το σκοτάδι και υψωνόταν μέχρι τα αστέρια που είχαν αρχίσει να αχνοφαίνονται στον ουρανό.

Πολλοί διάττοντες αστέρες υπήρξαν εκείνο το βράδυ.

Όλοι καυτά δάκρυα του Θεού για όλους τους αδικοχαμένους, για όλους τους τσακισμένους.

Νεκρούς, μα και ζωντανούς...

Όταν ο Ιωάννης πληροφορήθηκε την ληστρική επιδρομή που υπέστει η Πεντάγυια ένα συνονθύλεμα στεναχώριας και θυμού τον κυρίευσε.

«Τα άθλια καθάρματα» φώναζε και ορυόταν «οι αχρείοι» και κτύπησε με θυμό το χέρι του στο βαρύ τραπέζι.

«Θα τους δείξω όμως εγώ» μουρμούρισε και έσφιξε με δύναμη τις γροθιές του.

«Πιέρ» φώναξε.

Ευθύς ο Πιέρ εμφανίστηκε μπροστά του.

«Μάλιστα πρίγκιπά μου».

«Θέλω να ειδοποιήσεις τους καπετάνιους· Φραγκίσκο Σπινόλα, Ιάκωβο ντε Μιτρέ,  Σαβά Τετέ και τον ιππότη Ερρίκο ντε λα Κουρρόν. Και γρήγορα».

Ο Πιέρ δεν άργησε να πραγματοποιήσει την επιθυμία του πρίγκηπα.

Σε σύντομο χρονικό διάστημα οι τέσσερις άνθρωποι που ζήτησε στέκονταν μπροστά του.

«Λοιπόν, σας φώναξα γιατί χρειάζομαι γαλέρες. Συγκεκριμένα τέσσερις, μία για τον καθένα σας και σκοπό σας θα είναι να κρατάτε τα παράλια της Κύπρου ασφαλή από οποιονδήποτε δεν έχει και τόσο αγνούς σκοπούς» έκανε μία μικρή παύση.

«Ήδη τούρκοι πειρατές έχουν ρημάξει την Πεντάγυια. Και δεν αποκλείεται να έχουμε και άλλα κρούσματα» είπε με πόνο.

Ακούστηκαν κτύποι στην πόρτα.

«Ποιος είναι;» ρώτησε απότομα

«Εγώ, πρίγκιπά μου, ο Πιέρ».

«Τί θες; Αφού ξέρεις ότι είμαι σοβαρά απασχολημένος».

«Μόλις έφτασε μια επείγον επιστολή για εσάς».

«Πέρνα μέσα τότε αφού είναι επείγον».

Ο Πιέρ μπήκε μέσα και του παρέδωσε την επιστολή. Ο Ιωάννης

την πήρε στα χέρια του, την άνοιξε και την διάβασε. Ό,τι και αν ήταν αυτό που διάβασε τον έκανε να χάσει το χρώμα του. Χλώμιασε.

«Με ενημερώνουν ότι πραγματοποιήθηκε άλλη μία λεηλασία. Αυτή τη φορά στην Καρπασία» τους κοίταξε με ένταση στα μάτια.

«Αυτό θέλω να αποτρέψω. Μας βρήκαν αφύλακτους και αλωνίζουν ελεύθερα. Και αν δεν κάνουμε κάτι σύντομα θα ξανάρθουν, και ξανά, και ξανά. Πρέπει οπωσδήποτε να βρούμε τις γαλέρες που χρειαζόμαστε».

«Μην ανησυχείτε πρίγκηπα Ιωάννη εμείς θα το κανονίσουμε. Θα βρούμε εμείς τις γαλέρες που χρειάζονται».

«Αυτό ήθελα ν'ακούσω. Και να ξέρετε πως θα ανταμειφθείτε γενναιόδωρα γι'αυτό».

Έφυγαν οι καπετάνιοι και σε μερικές μέρες γύρισαν με τις γαλέρες που υποσχέθηκαν.

Αμέσως επανδρώθηκαν και στάληκαν να επιβλέπουν τα παράλια.

Ο Ιωάννης ένιωσε ένα τεράστιο βάρος να φεύγει από πάνω του. Ξαλάφρωσε από το άγχος που τον ταλάνιζε τις τελευταίες ημέρες.

Επιτέλους ένιωσε γαληνεμένος.

Τελικά συνειδητοποίησε πόσο γεμάτο σκοτούρες είναι να είσαι βασιλιάς. Τώρα καταλάμβαινε τον πατέρα του που τον απασχολούσαν τόσο οι αποφάσεις που έπρεπε να πάρει.

Οι γαλέρες στη θάλασσα είχαν χωριστεί ανα δύο και έπλεαν κατα μήκος των ακτών. Η μια δυάδα ανατολικά και η άλλη δυτικά.   

Οι δύο γαλέρες με καπετάνιους τους Φραγκίσκο Σπινόλα και Ερρίκο ντε λα Κουρρόν έρχονταν από την Καρπασία και κατευθύνονταν προς τον Κορμακίτη, όταν μπροστά τους είδαν δύο καράβια το ένα αγκυροβολημένο κοντά στη στεριά και το άλλο πιο μέσα στην θάλασσα περίμενε.

«Τούρκικα μου φαίνονται πως είναι» είπε ο καπετάνιος με θυμό.

«Το καράβι που είναι κοντά στη στεριά είναι άδειο καπετάνιε» φώναξε ένας από το πλήρωμα.

«Μάλλον επειδή θα κατέβηκαν στη ξηρά για λεηλασία τα καθάρματα. Θα άκουσαν φαίνεται πως η Κύπρος είναι ευάλωτη και δεν έχασαν καιρό. Αλλά μην ανησυχείς θα τους παραλάβουν οι στρατιώτες και οι ιππότες που έχει διορίσει ο αντιβασιλέας μας και κάνουν περιπολίες. Θα βοηθήσουμε και εμείς λίγο όμως. Πλησιάστε το καράβι και βάλτε του φωτιά. Να καεί συνθέμελα».

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top