Kεφάλαιο 43
Έβλεπε τον εαυτό του καθισμένο σε έναν υπέροχα μεγαλόπρεπο και ολόχρυσο θρόνο. Γύρω του υπήρχε μόνο το γαλάζιο του ουρανού και για πάτωμα ήταν τα άσπρα και αφράτα σύννεφα. Κανέναν δεν έβλεπε εκεί γύρω και όμως, ένιωθε έντονα κοντά του μια παρουσία. Μια παρουσία φιλική.
Γι'αυτό και ήταν χαλαρός και ανέμελος. Απλώς καθόταν στο θρόνο και τον απολάμβανε.
Κάποια στιγμή ένιωσε κάτι να του απειθώνεται στο κεφάλι. Άπλωσε τα χέρια του απορημένος και το άγγιξε. Κατάλαβε πως ήταν στέμα.
Εξέτασε τον εαυτό του και πρόσεξε ότι φορούσε χρυσοποίκηλτα βασιλικά ρούχα.
Άρα ήταν βασιλιάς. Όμως ποιού τόπου; Δεν ήξερε.
Ποιός τον είχε στέψει; Δεν είχε δει κανέναν. Δεν του φανερώθηκε κανείς.
Αμέσως μετά άκουσε μια βαθιά φωνή να του λέει.
«Εσύ. Εσύ Πέτρο θα οδηγήσεις και πάλι τους Χριστιανούς πίσω στην Ιερουσαλήμ».
Ο Πέτρος σηκώθηκε από το θρόνο και κοίταξε γύρω όμως δεν είδε κανέναν.
Έβαλε τα χέρια σαν χωνί γύρω από το στόμα του και φώναξε.
«Ποιός είσαι; Γιατί δεν φανερώνεσαι;»
Περίμενε λίγο αλλά καμία απάντηση.
Ξαναφώναξε αλλά και πάλι καμία απάντηση.
«Σταμάτα να παίζεις μαζί μου και φανερώσου» είπε ήρεμα αλλά πάλι τίποτα.
Οργίστηκε και άρχισε να ορύεται «είμαι ο βασιλιάς και απαιτώ να εμφανιστείς μπροστά μου» καμιά απόκριση «εμπρός λοιπόν, εμφανίσου» πάλι τίποτα
Άρχισε να κουνά βίαια τα χέρια του και να βηματίζει πάνω κάτω φωνάζοντας και βρίζοντας. Και τότε άνοιξαν τα σύννεφα και ο Πέτρος άρχισε να πέφτει, να πέφτει στο κενό, στο πουθενά. Τίποτα δεν υπήρχε από κάτω, το απόλυτο τίποτα...
Τότε ο Πέτρος άνοιξε απότομα τα μάτια του και ανάσανε βαθιά. Έξω ήταν ακόμα νύχτα, και η μόνη πηγή φωτός που αραίωνε το σκοτάδι ήταν το ασημένιο φως του φεγγαριού.
Ήταν ακόμα αγκαλιασμένος με την Ελεονώρα και προσεκτικά ξεμπλέχτηκε από πάνω της. Γύρισε ανάσκελα έβαλε τα χέρια του κάτω από το κεφάλι σταυρωτά και έμεινε εκεί με ανοικτά τα μάτια να κοιτάζει στο σκοτάδι το τίποτα. Το μυαλό του ήταν καρφωμένο στο παράξενο όνειρο που είχε μόλις βιώσει. Πρώτη φορά τον επηρέασε τόσο ένα όνειρο.
«Τί ήταν τώρα αυτό; Ποιός να μου μίλησε στο όνειρο;» έφερε τα χέρια του στο μετωπό του και το έτριψε δυνατά.
«Ωχ! Θεέ μου, τί με βάζεις να περάσω;» είπε απεγνωσμένα και τότε στο μυαλό του έλαμψε η απάντηση που τόσο έψαχνε. Η απάντηση που αυτοβούλως το μυαλό του έπλασε με απώτερο σκοπό και μόνο την ικανοποίηση της ματαιοδοξίας του.
«Θεός! Μα ναι, πως δεν το σκέφτηκα τόση ώρα; Ήμουνα στον ουρανό. Στον ουρανό μόνο ο Θεός υπάρχει, άρα το στέμα μου το φόρεσε ο ίδιος ο Θεός».
Συγκλονίστηκε από την ίδια τη σκέψη του.
Έμεινε εκστατικός μπροστά στην ίδιά του την αποκάλυψη.
«Απίστευτο. Ο ίδιος ο Θεός μου είπε να ελευθερώσω την Ιερουσαλήμ και να επιστρέψει πάλι εκεί ο Χριστιανισμός. Από όλους τους βασιλιάδες διάλεξε εμένα. Είμαι ο εκλεκτός Του. Εγώ» τα έλεγε ξανά και ξανά σαν υπνωτισμένος μέχρι που του καρφώθηκαν στο μυαλό. Μέχρι που πραγματικά πίστεψε σε όλο αυτό. Πώς όντως ο Θεός τον έκλεξε για να γίνει ο ελευθερωτής της Ιερουσαλήμ. Της πόλης που περπάτησε ο Υιός Του, ο Ιησούς Χριστός και δεν είναι δυνατόν αυτή η πόλη να είναι υπόδουλη στους άπιστους τους Τούρκους.
«Δέχομαι την τιμή που μου κάνεις και υπόσχομαι ότι θα αναλάβω προσωπικά την προετοιμασία μιας σταυροφορίας που θα μας οδηγήσει στην ελευθέρωση της Ιερουσαλήμ» είπε κοιτάζοντας το ταβάνι προς τα πάνω. Στο Θεό.
Φούσκωσε το στήθος του από περηφάνια και ηθική ικανοποίηση.
Έμεινε ξάγρυπνος όλο το υπόλοιπο βράδυ να σκέφτεται τις επόμενες ενέργειές του μέχρι που αργά η νύχτα άρχισε να παραχωρεί τη θέση της στον ήλιο και στην ακατανίκητη δύναμή του. Ήδη οι πρώτες ηλιαχτίδες έσκισαν το σκοτάδι σκορπώντας το μακριά.
«Επιτέλους άρχισε να ξημερώνει» σκέφτηκε ανακουφισμένος.
Σηκώθηκε απαλά από το κρεβάτι για να μην ξυπνήσει την Ελεονώρα και ντύθηκε με γρήγορες κινήσεις βγήκε ακροπατώντας από την κάμαρα. Μόλις βγήκε άρχισε να ψάχνει για τον Πιέρ που ήξερε ότι ξυπνούσε με την χαραυγή.
Τον βρήκε στο περιβόλι να κόβει φρούτα για το πρωινό.
Τον πλησίασε.
«Καλημέρα, Πιέρ».
Ο Πιέρ γύρισε το κεφάλι τρομαγμένος
«Α, βασιλιά μου. Καλημέρα. Πολύ νωρίς ξύπνησες σήμερα, δεν αισθάνεσαι καλά;»
«Αντιθέτως, αισθάνομαι περίφημα».
«Ωραία» του είπε έτσι απλά για να πει κάτι αφού δεν είχε κάτι άλλο να πει.
Όμως ο Πέτρος δεν έφευγε και έτσι κατάλαβε πως κάτι ήθελε.
«Μήπως χρειάζεσαι βοήθεια για κάτι μεγαλειώτατε;»
«Βασικά ναι. Χρειάζομαι να πας να ειδοποιήσεις τον αδελφό μου τον Ιωάννη ότι πρέπει να του μιλήσω επειγόντως».
«Μάλιστα μεγαλειότατε. Πριν πάω για τον αδελφό σου θα ήθελες να σου σερβίρω το πρωινό σου; Μάζεψα και υπέροχα φρούτα».
Το γουργουρητό στο στομάχι του τον υποχρέωσε να απάντήσει καταφατικά.
Όταν το πρωινό ετοιμάστηκε το τίμησε και το απόλαυσε δεόντος. Ο Πιέρ είχε ήδη φύγει για να πραγματοποιήσει την επιθυμία του βασιλιά.
Όταν σε λίγο στάθηκε μπροστά του ο αδελφός του, τον είδε αγουροξυπνημένο, με κόκκινα μάτια σημάδι πως ακόμα κοιμόταν όταν πήγε να τον ειδοποιήσει ο Πιέρ.
«Έφαγες πρωινό;» τον ρώτησε αν και ήξερε την απάντηση.
Ο Ιωάννης κούνησε αρνητικά το κεφάλι του.
«Κάθησε τότε μαζί μου να απολαύσεις και εσύ το υπέροχο πρωινό του Πιέρ» και μετά κοίταξε με νόημα τον Πιέρ αποδεσμεύοντάς τον, και αυτός αποχώρησε αθόρυβα.
Αφού χόρτασε την πείνα του και είχε πλέον ξυπνήσει για τα καλά, ήταν έτοιμος να ακούσει τί είχε να του πει ο Πέτρος.
Ο Πέτρος τότε του τα είπε όλα. Ήταν ο αδελφός του. Που είχαν περάσει τόσα μαζί. Που ήταν αχώριστοι από μικροί. Και πίστεψε πως θα ενθουσιαζόταν, πως θα τον στήριζε σε όλο αυτό.
Όμως τελικά απογοητεύτηκε γιατί ο Ιωάννης εξέφρασε την δυσπιστία του.
«Εγώ σου λέω πως έτσι είναι τα πράγματα. Το είδα στον ύπνο μου» του είπε θυμωμένα
«Δεν σε αμφισβητώ για το τί είδες στον ύπνο σου. Αυτό που αμφισβητώ είναι η ερμηνεία που έδωσες από μόνος σου» του είπε ευγενικά ο Ιωάννης γιατί δεν ήθελε να οξύνει το θυμό του Πέτρου. Προτιμούσε να μιλήσει μαζί του ήρεμα ελπίζοντας πως θα κατάφερνε να τον συνετήσει.
«Μα αφού είναι ολοκάθαρο το τί ήθελε να μου πει το όνειρο».
«Ας το διασταυρώσουμε τουλάχιστον» του είπε υπομονετικά.
«Τί εννοείς;»
«Εννοώ να πάμε σε κάποιον που ξέρει να ερμηνεύει όνειρα, αυτούς τους....δεν ξέρω τέλος πάντων πως τους λένε. Να πάμε σε έναν από αυτούς να δούμε τί θα μας πει και αυτός. Λοιπόν τί λες;»
Τα μάτια του Πέτρου πέταξαν αστραπές.
«Λέω πως όχι δεν πρόκειται να πάω πουθενά. Η ερμηνεία του ονείρου είναι ξεκάθαρη» του άρεσε η ερμηνεία που φύτεψε μόνος του στο μυαλό του και κανένας δεν ήθελε να του την ακυρώσει. Επιθυμούσε να πιστεύει πως ήταν ο εκλεκτός του Θεού και δεν θα επέτρεπε σε κανέναν να το αναιρέσει αυτό.
Βαυκαλιζόταν με τις ίδιές του τις αβάσιμες ερμηνείες.
«Αχ, αυτό το πείσμα σου» είπε παραδομένα ο Ιωάννης «Και τί σκέφτεσαι να κάνεις τώρα;»
«Μα τί άλλο; Θα οργανώσω μια σταυροφορία για τους Αγίους Τόπους φυσικά».
«Δεν είναι τόσο εύκολο. Χρειάζεσαι χρήματα. Χρειάζεσαι στρατό. Χρειάζεσαι...»
«Ξέρω τί χρειάζονται.» ούρλιαξε ο Πέτρος.
Έμεινε για λίγο σκεφτικός. Έσκυψε το κεφάλι λες και μετάνιωσε για τον τρόπο που συμπεριφέρθηκε αλλά ήταν πολύ εγωιστής για να ζητήσει συγγνώμη έτσι απλά συνέχισε μετριάζοντας την ένταση της φωνής του.
«Κοίτα, το μόνο που απομένει να σου πω είναι να προετοιμαστείς γιατί θα χρειαστεί να κυβερνήσεις το νησί για όσο διάστημα λείψω. Και τώρα μπορείς να πηγαίνεις».
Ο Ιωάννης ήξερε πια πως ήταν ανούσιο να προσπαθήσει να του αλλάξει γνώμη.
Όταν ο Πέτρος έπαιρνε μια απόφαση ήταν οριστική και αμετάκλητη.
Αναστέναξε βαθιά, σηκώθηκε, υποκλίθηκε και έφυγε.
Δεν είχε κανένα σκοπό να προσπαθήσει να του αλλάξει γνώμη γιατί ήξερε καλά πως θα ήταν τελείως ανώφελο.
Εντελώς χάσιμο χρόνου!!
Η αλήθεια είναι πως ο Πέτρος δεν το πολυσκέφθηκε όταν αποφάσισε τόσο αυθόρμητα και παρορμητικά να προχωρήσει σε αυτό το τόσο δύσκολα εφικτό διάβημα. Γι'αυτό άλλωστε και θύμωσε τόσο όταν ο Ιωάννης του τόνισε αυτά που ο ίδιος έπρεπε να είχε υπολογίσει αλλά μέσα στον ενθουσιασμό του λησμόνησε να το κάνει.
Περισσότερο είχε θυμώσει με τον εαυτό του παρά με τον αδερφό του.
Απλώς ο Ιωάννης είχε την ατυχία να αναλάβει άθελά του το ρόλο του εξιλαστήριου θύματος λόγω του οξύθυμου χαρακτήρα του Πέτρου.
Ο Ιωάννης πικράνθηκε από την απότομη συμπεριφορά του Πέτρου. Αλλά τον συγχώρεσε όπως και τόσες άλλες φορές. Ήξερε τον οξύθυμο χαρακτήρα του Πέτρου.
Καταλάβαινε ότι ο Πέτρος μετά το μετάνιωνε, αλλά, δεν του ζητούσε συγγνώμη από εγωϊσμό. Πάντα ενδόμυχα τον συγχωρούσε.
Με μόνη εξαίρεση εκείνη τη μία φορα με θέμα την Αττάλεια. Ο Πέτρος του είχε φερθεί πιο σκληρά από ποτέ. Και μάλιστα μπροστά σε άλλους. Αυτό ήταν που τον πλήγωσε περισσότερο και κάκιωσε μαζί του. Μετά όμως από εκείνα που είχε κρυφακούσει τον συγχώρεσε και πάλι.
Ο Πέτρος αναγνώριζε την αξία του Ιωάννη. Τον είχε απόλυτη ανάγκη και τον χρειαζόταν όσο κανέναν άλλον. Καταλάβαινε πότε τον στεναχωρούσε. Αν και το μετάνιωνε μετά ήταν πολύ εγωϊστής για να ζητήσει συγγνώμη. Το έδειχνε όμως με τις πράξεις του και όλα έφτιαχναν έτσι, σαν από μόνα τους.
Λόγω αυτής της έλλειψης, της ανοικτής και ειλικρινής συζήτησης δεν το κατανοούν πλήρως αλλά είναι δύο αδέρφια που αγαπιούνται πραγματικά και δυνατά.
Αφού ο Ιωάννης αποχώρησε, ο Πέτρος απέμεινε μόνος του με τις σκέψεις του.
Έτσι βουτηγμένο στις σκέψεις του τον πέτυχε η Ελεονώρα όταν ήρθε στο τραπέζι για να πάρει το πρωινό της.
Ήταν τόσο απορροφημένος στις σκέψεις του που δεν την πήρε είδηση όταν μπήκε.
Μόνο όταν πήγε κοντά του και τον φίλησε τρυφερά στο μάγουλο επέστρεψε στην πραγματικότητα.
«Α, καλημέρα, καλή μου» και της ανταπώδωσε το φιλί.
«Σου συμβαίνει κάτι;»
«Γιατί το λες αυτό;»
«Όταν μπήκα ήσουν αφηρημένος. Και τώρα ακόμα που μου μιλάς και με κοιτάς δεν είσαι εδώ. Τί συμβαίνει Πέτρο; Συνέβη κάτι με το παιδί;» σηκώθηκε απότομα από τη θέση της ταραγμένη από τις ίδιες τις εικασίες της.
«Ηρέμησε καλή μου. Τίποτα δεν έπαθε το παιδί. Μια χαρά είναι. Ησύχασε» την κάθησε πάλι πίσω στη θέση της και της χάϊδεψε την πλάτη.
«Τότε τί συμβαίνει θα μου πεις;»
«Θα σου πω. Αποφάσισα να οργανώσω μια σταυροφορία για την απελευθέρωση της Ιερουσαλήμ».
«Τί πράγμα;» έμεινε εμβρόντητη η Ελεονώρα ούτε το πιρούνι που έπεσε με πάταγο στο πιάτο της δεν τη συνέφερε. «Μα γιατί; Πώς σου ήρθε έτσι ξαφνικά;»
«Το είδα στον ύπνο μου Ελεονώρα».
«Το ποιό είδες δηλαδή;» τον κοίταξε απορημένη.
«Είδα ότι ο Θεός με έκλεξε για να οδηγήσω τους Χριστιανούς πίσω στην Ιερουσαλήμ».
«Μα τί βλακείες είναι αυτές που λες Πέτρο; Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα. Μάλλον τα έπλασες με τη φαντασία σου».
«Καθόλου βλακείες δεν είναι, και καθόλου δεν τα έπλασα με το μυαλό μου» φώναξε ο Πέτρος χτυπώντας βίαια το χέρι του πάνω στο τραπέζι και αγριοκοιτάζωντάς την για την προσβολή που του πέταξε τόσο βίαια στα μούτρα.
«Την πήρα την απόφαση μου και είναι οριστική. Φεύγω σε μερικές μέρες».
Η Ελεονώρα έσφιξε τα χείλια της με πείσμα κοιτώντας τον να φεύγει από το δωμάτιο.
Όταν έφυγε και έμεινε μόνη άφησε τα δάκρυα της να κυλήσουν ελεύθερα.
Τόση ώρα της έκαιγαν τα μάτια.
Ακούμπησε το κεφάλι της στο τραπέζι και έκλαψε. Υπήρχαν στιγμές που η συμπεριφορά του Πέτρου της προκαλούσε τόσο πόνο.
Και αυτή, ήταν μια από αυτές τις στιγμές...
Οι επόμενες μέρες πέρασαν με πυρετώδεις προετοιμασίες. Ο Πέτρος ήταν γεμάτος ενθουσιασμό και ενέργεια. Το μόνο πράγμα που του χαλούσε τη διάθεση ήταν τα κατεβασμένα μούτρα της γυναίκα του και γι αυτό την απέφευγε συστηματικά.
Είχε αποφασίσει να κάνει μια εκστρατεία στα κράτη της Ευρώπης ώστε να προσεταιριστεί συμμάχους. Μακάρι να μπορούσε μόνος του αλλά είναι αδύνατον. Χρειάζονται τεράστιες στρατιωτικές δυνάμεις για να κατατροπωθούν οι Τούρκοι στους Αγίους Τόπους. Έτσι αναγκαστικά έπρεπε να ζητήσει βοήθεια.
Πάλι καλά που δεν είχε την ματαιοδοξία να τα κάνει όλα μόνος του.
Τουλάχιστον αναγνώριζε τη μειονεκτική του θέση.
Όμως, ένα τυχαίο γεγονός θα καθυστερούσε τα σχέδια του για λίγο εώς πολύ...
Μια μέρα λοιπόν ο Πιέρ ειδοποίησε τον βασιλιά πως μια νεαρή γυναίκα ζητούσε ακρόαση.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top