Κεφάλαιο 37




Άδικα όμως ανησυχούσε γιατί οι καπετάνιοι ήδη ήταν καθοδόν για το παλάτι. Το μόνο που τους απασχολούσε ήταν πως θα έβρισκαν το θάρρος που χρειάζεται για να ξεστομίσουν τα κακά μαντάτα που είχαν για το βασιλιά.

Όταν τελικά βρέθηκαν μπροστά του τους ρώτησε με φοβερή αγωνία.

«Λοιπόν;» η ελπίδα στα μάτια του άρχισε να σβήνει όταν αυτοί δίσταζαν να του μιλήσουν. Και έσβησε εντελώς όταν με τρεμάμενη φωνή του αποκάλυψαν την αλήθεια

«Πραγματικά λυπόμαστε βαθιά που πρέπει να σε ενημερώσουμε για την αποτυχία της αποστολής μας. Θέλουμε να μας πιστέψετε ότι κάναμε ότι ήταν δυνατόν. Ψάξαμε παντού. Φτάσαμε μέχρι τη Χίο, αλλά τίποτα. Δυστυχώς» και έσκυψαν το κεφάλι.

Δεν είδαν τον Ούγο που άρχιζε να κοκκινίζει επικίνδυνα απο οργή έτσι αναπήδησαν τρομαγμένοι όταν αυτός βρόντηξε το χέρι του στο τραπέζι με όλη του τη δύναμη και τους φώναξεː

«Τελικά είστε ανίκανοι, αυτό είστε. Θέλω να μου τους βρείτε, ακούτε; Να μου τους βρείτε. Αλλιώς να μην ξαναγυρίσετε πίσω».

Γούρλωσαν τα μάτια και τον κοιτούσαν αποσβολωμένοι. Δεν περίμεναν τέτοια ακραία αντίδραση.

«Μπορείτε να φύγετε. Και όπως είπαμε» τους γύρισε απαξιωτικά την πλάτη.

Υποκλίθηκαν όπως επιβαλλόταν και έφυγαν σκεφτικοί. Δεν θα ξαναγύριζαν... Ούτε καν θα ξαναδοκίμαζαν να βρουν τους φευγάτους γιους του βασιλιά. Είχαν τελειώσει με αυτήν την υπόθεση. Μια για πάντα.

Και ο Ούγος όμως δεν έμεινε με χέρια σταυρωμένα.

Σιγά μη συνέχιζε να βασίζεται σε αυτούς τους άχρηστους. Κατά τη γνώμη του.

Κάλεσε δύο άλλους καπετάνιους που ήταν ξακουστοί για την ικανότητα και την δεινότητα να αντεπεξέρχονται στις δυσκολίες του επαγγέλματός τους.

Οι κύριοι αυτοί ήταν ο Ντενίς και ο Λούι Ντε Νόρες.

Έδωσε υπό τις διαταγές τους από μία γαλέρα όπως επίσης τους έδωσε και γράμμα που θα το παρέδιδαν στον Πάπα.

Στο γράμμα αυτό ο Ούγος τον ενημέρωνε για τη δυστυχία του και εκλιπαρούσε τη βοήθειά του.

Οι καπετάνιοι εκπλήρωσαν την αποστολή τους σε σύντομο σχετικά χρονικό διάστημα.

Μετά την παράδοση θα συνέχιζαν την έρευνα τους προς την ανατολή αφού στη δύση δεν τους βρήκαν. Θα χωρίζονταν για να καλύψουν περισσότερη έκταση. Αποφάσισαν απο κοινού ο ένας να πάει προς Συρία και ο άλλος προς Αίγυπτο.

Όταν ο Πάπας διάβασε το γράμμα στεναχωρέθηκε πολύ και αποφάσισε να βοηθήσει με τον δικό του τρόπο τον βασιλιά της Κύπρου.

Έτσι, και αυτός με τη σειρά του σύνταξε αφοριστικές επιστολές και τις έστειλε στους βασιλιάδες της Ευρώπης ενημερώνοντας τους για το φευγιό των παιδιών και ταυτόχρονα τους διέταξε να μην τους δεχθούν στα δικά τους κράτη. Έτσι, χωρίς να έχουν που να πάνε θα αναγκάζονταν να γυρίσουν πίσω.

Ο Ούγος εν τω μεταξύ είχε πάει Λευκωσία. Δεν πήγε στο παλάτι, ούτε στην Αλίκη. Γι'αυτήν ο Ούγος έλειπε στην Κερύνεια για δουλειά. Αλλά στις φυλακές. Ήθελε να δει τον ιππότη Ιωάννη Λομβάρδη.

Ο καημένος ήταν κλεισμένος από τότε σε ένα υγρό και ανήλιαγο κελί.

Όταν τον μετέφεραν στην Λευκωσία όπως ήταν τον πέταξαν μέσα στο κελί. Κανείς δεν ενδιαφέρθηκε για τα τραύματά του που έχριζαν ιατρικής φροντίδας. Ούτε καν μπήκαν στον κόπο να τον προμηθεύσουν με ότι χρειάζεται για να περιποιηθεί έστω μόνος του τον εαυτό του. Τίποτα από κανέναν.

Ήταν ακόμα καλυμμένος με τα αίματα του τα οποία τώρα πια είχαν ξεραθεί και οι πληγές είχαν μολυνθεί άσχημα.

Απλά καθόταν με ακουμπησμένη την πλάτη του στον υγρό τοίχο και είχε σκυφτό το κεφάλι. Είχε πάψει πια να ελπίζει...

Γύρω του σκόρπια ήταν τα κομμάτια ψωμί που του έδιναν. Έμειναν όλα ανέγγιχτα.

Παραιτήθηκε πλέον από τις προσπάθειες του να ζητά βοήθεια για τις πληγές του. Παραιτήθηκε από την προσπάθεια του να τους πείσει ότι είναι αθώος.

Παραιτήθηκε από την ίδιά του τη ζωή.

Τώρα πια ήλπιζε μόνο στο θάνατο, στη μόνη του σωτηρία.

Ήταν μεσημέρι όταν έφτασε ο Ούγος στις φυλακές, έμεινε στο προαύλιο και ζήτησε από τους φρουρούς να φέρουν ενώπιον του τον κρατούμενο.

Όταν έγινε και αυτό, ασυγκίνητος ο Ούγος στο θέαμα του εξαθλιωμένου ιππότη απαίτησε και πάλι να του ομολογήσει που βρίσκονται τα παιδιά.

Ο ιππότης όμως δεν έβγαζε μιλιά.

«Γιατί δεν μιλάς; Σου ορκίζομαι πως μετά την ομολογία σου θα αφεθείς ελεύθερος».

«Δεν μιλώ γιατί δεν έχω τίποτα να πω» του είπε με κόπο «ό,τι είχα να σου πω στο είπα από την πρώτη κιόλας ανάκριση. Δε με πίστεψες. Άλλη απάντηση δεν έχω».

Το  πρόσωπο του Ούγου παραμορφώθηκε από την οργή.

Κάλεσε έναν από τους φρουρούς κοντά του και του είπε κάτι χαμηλόφωνα.

Ο φρουρός αφού άκουσε ότι είχε να του πει πήρε μια βαθιά εισπνοή γιατί τόση ώρα είχε ξεχάσει να αναπνέει με όσα άκουγε. Κατάπιε με δυσκολία και αποχώρησε μουδιασμένα.

Μετέφερε την επιθυμία του βασιλιά και στους υπόλοιπους φρουρούς και σε λίγο επέστρεψαν σαν πένθιμη ακολουθία κουβαλώντας τρεις κορμούς δέντρων κατάλληλα επεξεργασμένους ώστε όταν ενώνονται να σχηματίζουν Πι κεφαλαίο.

«Δέστε τον επάνω» τους διέταξε.

Οι φρουροί τότε πήραν τον Ιωάννη και τον έδεσαν ανάποδα στους κορμούς. Πρώτα του έδεσαν τα πόδια, το ένα στο αριστερό κορμό  και το άλλο στο δεξιό έτσι ώστε τα πόδια του να παραμένουν ανοικτά. Και μετά αντίστοιχα του έδεσαν και τα χέρια δεξιά και αριστερά στους κορμούς. Τώρα ο Ιωάννης τα έβλεπε όλα ανάποδα. Αλλά δεν τον ένοιαζε. Έτσι κι αλλιώς ποια η διαφορά;

Ο Ούγος πήγε και στάθηκε μπροστά του

«Ακόμα επιμένεις στο ψέμα σου;»

«Δε σου είπα ψέματα» του απάντησε με μεγάλο κόπο ο Ιωάννης. Στη στάση που ήταν δυσκολευόταν να αναπνεύσει πόσο μάλλον να μιλήσει.

«Γδύστε τον» διέταξε

Όταν υλοποιήθηκε αυτή η διαταγή ούρλιαξε την επόμενη

«Φέρτε το πριόνι».

Έφεραν το πριόνι. Ήταν μακρύ και είχε και από τις δύο του μεριές χειρολαβές ώστε να χρησιμοποιείται από δύο άτομα.

«Κόψτε του το χέρι» διέταξε με σκληρή φωνή του.

Όταν οι φρουροί τοποθέτησαν το πριόνι στον καρπό του θύματος, άκουσαν άγρια τη φωνή του Ούγου στ' αυτιά τους.

«Απ'τον ώμο».

Σήκωσαν το πριόνι από τον καρπό, το μετατόπισαν στον ώμο και άρχισαν να κόβουν τη σάρκα του Ιωάννη. Αίματα πετάχτηκαν παντού. Τα σπαραξικάρδια ουρλιαχτά του χύθηκαν παντού. Όπως και το αίμα του που χυνόταν ποτάμι από το κορμί του. Έφτασαν στο κόκκαλο όταν ο Ιωάννης δε βάσταξε περισσότερο και λιποθύμισε. Όμως οι δύο φρουροί υπό το αυστηρό βλέμμα του Ούγου συνέχισαν το αποτρόπαιο έργο τους. 

Όταν συνήλθε, το χέρι του απουσίαζε και ο πόνος ήταν δριμύς. Πάντα εκεί.

«Θα μου πεις που είναι τα παιδιά μου; Έχεις ακόμα χρόνο να γλιτώσεις. Πες μου και θα σου φέρω τους καλύτερους γιατρούς να σε περιθάλψουν».

Μέσα από τα βογκητά του ο Ιωάννης του είπε και πάλι την ίδια απάντηση. Την ίδια απάντηση που ο Ούγος αρνιόταν να δεχθεί.

«Με τον ίδιο τρόπο κόψτε του τώρα και το πόδι» κραύγασε.

Το πριόνι μεταφέρθηκε στα σκέλια του Ιωάννη. Και όταν άρχισε το φρικαλέο έργο του οι ουρανομήκης κραυγές του έσκισαν τον αέρα και κομμάτιασαν τον ουρανό. Τρομαγμένα τα πουλιά εγκατέλειψαν τα δέντρα τους και πέταξαν μακριά. Σμήνη ολόκληρα κατέκλυσαν τον ουρανό και για λίγο έκρυψαν τον ήλιο.

Σκοτείνιασε για λίγο η Λευκωσία. Σαν φαινόμενο εκλείψεως.

Πάγωσε το αίμα στις καρδιές των ανθρώπων. Ορθάνοικτα έμειναν τα μάτια από τον τρόμο. Ανατρίχιασαν από τη φρίκη που έφτασε στα αυτιά τους.

Έκλεισαν πόρτες και παράθυρα να μην ακούσουν άλλο. Και ούτε θέλησαν να μάθουν τί συνέβη.

Όταν μετά από ώρα τελείωσαν με το φρικαλέο έργο τους· πάνω στους πασσάλους είχε μείνει μόνο μισός άνθρωπος. Και τώρα πια ετοιμοθάνατος.

Φυλλοροούσε η ζωή απο μέσα του.

Δεν είχε πια τη δύναμη και το σθένος να ουρλιάζει. Παρά μόνο παρακαλούσε το Θεό να τον πάρει κοντά του. Να τελειώνει πια με τους ανθρώπους και τις φρικτές τους αδικίες και τις ακόμα πιο φρικτές τους πράξεις.

Κάποιος από τους φρουρούς πλησίασε τον Ούγο και τον ρώτησε

«Και τώρα;»

Ο Ούγος προσπερνώντας την ερώτηση άρχισε να μονολογεί

«Πάντως, οφείλω να ομολογήσω ότι θαύμασα την αφοσίωση που έδειξε. Όντως απεδείκτηκε ότι ήταν λαμπρός ιππότης».

«Δεν αντιλέγω ότι ήταν σπουδαίος ιππότης, η ζωή του είναι γεμάτη από ανδραγαθήματα. Όμως δε σκεφτήκατε το ενδεχόμενο ότι όντως μπορεί να σας έλεγε την αλήθεια; Όντως να μην γνώριζε;» κοφτερή σαν σπαθιά ήταν η ερώτηση που όμως δεν άγγιξε τον Ούγο που αντιμετώπιζε με πλήρη αναλγησία την όλη κατάσταση.

Ο Ούγος το προσπέρασε κι αυτό και απλά πρόσθεσε στα προηγούμενα που είχε πει

«Τώρα πια είμαι σίγουρος ότι δεν πρόκειται να μάθω το οτιδήποτε απ'αυτόν. Μου είναι πλεόν άχρηστος. Πάρτε τον στην πλατεία της Πιλλορής και κρεμάστε τον να τελειώνουμε πια με αυτόν».

Ήταν η τελευταία του διαταγή. Μετά αποχώρησε από τις φυλακές και κατόπιν και από τη Λευκωσία. Γυρνούσε στην Αμμόχωστο.

Ο Ιωάννης μεταφέρθηκε στην πλατεία και εκεί στην κρεμάλα βρήκε επιτέλους τη παντοτινή γαλήνη που διακαώς επιθυμούσε.

Ελευθερώθηκε επιτέλους η ψυχή από το καταπονημένο του σώμα.

Έπαψε να αισθάνεται τον πόνο. Είχε απολυτρωθεί!

Το θέαμα του Ιωάννη προκάλεσε φρίκη και αποτροπιασμό. Αναγνώρισαν με δυσκολία ομολογουμένως τον φημισμένο ιππότη και πραγματικά στεναχωρέθηκαν γι'αυτόν. Όμως εύλογα τους γεννήθηκαν και κάποιες απορίες.

Πώς και γιατί να βρέθηκε στην θέση του κρεμασμένου; Και μάλιστα σε αυτή την τραγικά ντροπιαστική κατάσταση; Τί μπορεί να έχει κάνει ένας τέτοιος σπουδαίος άνθρωπος ώστε να υποστεί αυτά τα φρικαλέα βασανιστήρια; Μήπως τελικά είχαν κάνει λάθος γι'αυτόν; Τα ερωτήματα πολλά και όλα αναπάντητα.

Μόνο μια γυναίκα δε σκεφτόταν με αυτό το τρόπο. Δεν την ένοιαζε να μάθει. Κανένας άνθρωπος δεν αξίζει τέτοια συμπεριφορά ότι και να έκανε. Με δάκρυα στα μάτια έβγαλε την μαύρη μαντίλα που φορούσε στο κεφάλι και μ'αυτήν κάλυψε τη γύμνια του.

Το μόνο ένδυμα που τον ακολούθησε και στον τάφο του λίγο αργότερα.

Τάφος λιτός, μικρός και αμελητέος που όμως αυτή η ίδια γυναίκα με αφοσίωση και αγάπη τον μεταμόρφωσε σε ολάνθιστο κήπο. Ένα μικρό επίγειο παράδεισο.

«Θέλω να αισθάνεσαι πως όλα αυτά στα προσφέρει η μητέρα σου και όχι εγώ» του ψιθύριζε κάθε φορά που βρισκόταν κοντά του και σπάραζε στο κλάμα γι'αυτόν, αλλά και για την κακόμοιρη μάνα που κάπου αλλού θα περίμενε όλο λαχτάρα το παιδί της να γυρίσει.

Πόσος καιρός θα περνούσε άραγε μέχρι να το μάθει; Πόσος πόνος την περίμενε αλήθεια;

Το καράβι του καπετάν Τζιοβάνι έσκιζε τη θάλασσα για να περάσει. Ήταν περήφανο και κατά τα λεγόμενα του καπετάνιου, ευλογημένο.

Καράβι τρικάταρτο, με πάντα τον ούριο άνεμο με το μέρος του.

Με κάποιο ανεξήγητο τρόπο, όπου και αν αποφάσιζε να ταξιδέψει ο καπετάνιος πάντα υπήρχε ούριος άνεμος γι'αυτόν.

Ακόμα και αν άλλαζε απότομα ρότα του καραβιού και πάλι αυτός θα τον ακολουθούσε. Το είχε δοκιμάσει και το διαπίστωσε. Στην αρχή είχε φοβηθεί αλλά τώρα που το είχε συνηθίσει πλήρως το απολάμβανε κιόλας και το αποκαλούσε ευλογημένο.

Ένιωθε τόσο τυχερός και ευγνώμων, και γι'αυτό προσπαθούσε να είναι καλός άνθρωπος, δίκαιος και τίμιος με όλους, και σχεδόν τα κατάφερνε. Υπήρξαν όμως και φορές που χρειάστηκε να μην είναι και τόσο καλός. Έτσι είναι. Η δουλειά του είναι σκληρή, και σκληρός χρειάστηκε να γίνει κάποιες φορές.

Τα παιδιά ήταν όπως πάντα στο κατάστρωμα και αγνάντευαν μπροστά τους την πλατιά θάλασσα. Μόνο αυτή υπήρχε έτσι κι αλλιώς. Τίποτα άλλο δεν υπήρχε στον ορίζοντα.

Η γνωριμία τους με τον καπετάνιο προχώρησε ένα βήμα παραπέρα. Έκαναν περισσότερη παρέα. Μιλούσαν και γελούσαν. Ειδικά τον απολάμβαναν ιδιαίτερα όταν τους εξιστορούσε περιπέτειες από τα αμέτρητα ταξίδια τόσων χρόνων που είχε μαζέψει ως εμπειρίες ζωής. Τίποτα δεν λησμόνησε. Τίποτε... από τότε που δεκατριών χρονών αγοράκι μπάρκαρε σαν μούτσος, μέχρι το σήμερα που είχε το δικό του ολόδικό του καράβι.

Τα παιδιά ένιωθαν τυχερά που τους έτυχε ένας τόσο καλός καπετάνιος. Μακάριζαν την τύχη τους που τους έστειλε στο δρόμο τους τον μικρό Γιάκομο.

Όλα πήγαιναν μια χαρά μέχρι που διασταυρώθηκε ο δρόμος τους με μια γαλέρα.

Ο καπετάνιος της γαλέρας κάτω απο τα παλιόρουχα αναγνώρισε του γιους του βασιλιά και αμέσως επιβεβαίωσε ειρηνικές προθέσεις και ζήτησε ακρόαση από το καπετάν Τζιοβάνι.

Ανέβηκε περήφανα στο καράβι και σαν ευγενής που ήταν αμέσως συστήθηκεː

«Είμαι ο καπετάν Ντενίς. Τα παιδιά που έχετε μαζί σας τα γνωρίζω. Ο πατέρας τους με έστειλε να τα βρω».

«Ποιός είναι ο πατέρας τους;» ρώτησε με περιέργεια ο καπετάν Τζιοβάνι

«Ο πατέρας τους είναι ο ....» και εκεί που ετοιμαζόταν να αποκαλύψει την πληροφορία που τόσο επιμελώς είχαν αποκρύψει, είδε τα παιδιά να του κάνουν νοήματα πίσω από την πλάτη του καπετάνιου τους.

Ο καπετάν Ντενίς κατάλαβε..

«Ο πατέρας τους λοιπόν είναι ένας ευγενής, πολύ πλούσιος άντρας και κατοικεί στην Κύπρο εδώ και αρκετά χρόνια. Και μου ανέθεσε να βρω τα παιδιά του που το έσκασαν από το νησί..»

«Δεν το σκάσαμε» διαμαρτυρήθηκαν έντονα «Θα γυρίζαμε. Γι αυτό είμαστε στο καράβι. Αν και πρώτα θα πηγαίναμε από Αίγυπτο και μετά Κύπρο. Πάντως θα επιστρέφαμε. Τώρα καταλαβαίνουμε ότι ήταν απερισκεψία να μην ενημερώσουμε τον πατέρα μας για το ταξίδι μας. Αλλά ήταν εντελώς απρόοπτο».

«Τέλος πάντων, τώρα όλα καλά. Θα έρθετε μαζί μου στη γαλέρα και θα πάμε απευθείας Κύπρο. Και γρήγορα γιατί ο πατέρας σας ανησυχεί πολύ».

«Μα ναι φυσικά και θα έρθουμε μαζί σας. Να μας επιτρέψεις μόνο να αποχαιρετήσουμε τον καπετάνιο».

«Σύμφωνοι. Κανένα πρόβλημα. Θα σας περιμένω στη γαλέρα».

Τα δυο παιδιά πλησίασαν το καπετάνιο που ήδη τα μάτια του άρχισαν να υγραίνονται

«Λοιπόν καπετάνιο. Αυτό ήταν. Εδώ οι δρόμοι μας χωρίζουν. Σ' ευχαριστούμε για όλα, και να ξέρεις πως θα μας λείψεις πολύ. Και εσύ, και οι υπέροχες ιστορίες σου. Μας επιτρέπεις να σε αγκαλιάσουμε;»

«Και το ρωτάτε; Μα φυσικά» και άνοιξε την πελώρια αγκαλιά του και χώθηκαν και οι δύο μέσα, άφησε τα δάκρυα να κυλήσουν από τα μάτια του.

Χώρισαν, φιλήθηκαν και αποχωρίστηκαν με μεγάλο κόπο.

Του Πέτρου τότε του κατέβηκε μια ιδέα.

«Περιμένετε μια στιγμή» είπε.

Πήγε στη γαλέρα, κάτι είπε με τον καπετάνιο Ντενίς και γύρισε πάλι στο καράβι.

Πλησίασε τον Τζιοβάνι και του έχωσε στη χούφτα ένα παραγεμισμένο βαλάντιο.

«Αυτό στο δίνουμε γιατί είσαι ένας καλός άνθρωπος μέσα σε τόσους και τόσους σκάρτους. Ο Θεός να σε έχει καλά».

«Μα δε χρειάζεται. Αλήθεια. Τουλάχιστον να σας δώσω πίσω τα ρούχα σας. Έτσι κι αλλιώς θα σας τα επέστρεφα στο τέλος του ταξιδιού. Σας το κρατούσα για έκπληξη. Σαν αποχαιρετηστήριο δώρο».

«Να τα κρατήσεις τα ρούχα. Ευκαιρία να μην τα πουλήσεις κιόλας αλλά να τα φοράς και να μας θυμάσαι. Είναι επιλογή μας να σε ανταμείψουμε καλά. Θες να μας στεναχωρέσεις τώρα που χωρίζουμε;»

«Φυσικά και όχι. Εντάξει. Θα τα κρατήσω. Και όσο για τα χρήματα θα τα μοιραστώ με το πλήρωμα μου. Σας ευχαριστώ».

«Εμείς ευχαριστούμε για το υπέροχο ταξίδι. Ο Θεός μαζί σου».

Ξαναγκαλιάστηκαν και έφυγαν. Μπήκαν στη γαλέρα και οι δρόμοι τους χώρισαν για πάντα.

Σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού δεν μίλησαν σχεδόν καθόλου. Ζούσαν στις πρόσφατες όμορφες αναμνήσεις τους.

Σε σύντομο χρονικό διάστημα έδεναν στο λιμάνι της Αμμοχώστου και ευθύς μετά προορισμός τους ήταν το παλάτι και ο πατέρας τους που τους περίμενε εκεί.

Όταν στάθηκαν μπροστά στον πατέρα τους τα έχασαν με την εικόνα που αντίκρυσαν.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top