Κεφάλαιο 22




Μπήκε στο δωμάτιό της ενώ αυτή κοιμόταν, μόνη της τώρα πια. Η Σοφία είχε επιστρέψει στο κρεβάτι της.

«Σαλώμη κοιμασαι;»

«Μμμμμ..»

«Σαλώμη ξύπνα» την σκούντηξε ελαφρά.                                                                    

«Μμμμμ...» και έκανε να αλλάξει πλευρό αλλά την εμπόδισε.

«Σαλώμη, ξύπνα σου λέω» και την σκούντηξε πιο έντονα, πιο επιτακτικά.

Η Σαλώμη πετάχτηκε τρομαγμένη και ο επισκέπτης της έκλεισε το στόμα σε περίπτωση που έβαζε τις φωνές.

«Εγώ είμαι» διέκρινε δύο ολόμαυρα μάτια να την κοιτάζουν έντονα στο αχνό ασημένιο φως του φεγγαριού.

«Πέτρο;; Τί κάνεις εδώ;»

«Θα ερχόμουνα μέρες πριν αλλά δεν γινόταν γιατί κοιμόταν μαζί σου η Σοφία».

«Πώς το ξέρεις; Με κατασκοπεύεις;» ένιωσε το αίμα να της ανεβαίνει στο κεφάλι.

«Όχι, καθόλου. Ερχόμουν σχεδόν κάθε βράδυ για να σε βρω και ευτυχώς την έβλεπα εγκάιρως  που ήταν εδώ μαζί σου και έφευγα χωρίς να με πάρει χαμπάρι».

«Γιατί ήθελες τόσο πολύ να με δεις;» τον ρώτησε πιο ήρεμα

«Ήθελα να μιλήσουμε».

«Για ποιο πράγμα θες να μιλήσουμε;» ρώτησε η κοπέλα αν και είχε καταλάβει τι περίπου ήθελε να της πει. 

«Μα για τί άλλο θα μπορούσα να ερχόμουνα στην κάμαρά σου τέτοια ώρα; Μα για αυτό που έγινε εκείνη τη μέρα με το βασιλιά Φρανγκίσκο. Να ξεκαθαρίσω κάποια πράγματα. Τον ήξερες από πριν; Το είχατε σχεδιασμένο όλο αυτό;»

«Έλα, Παναγία μου, μα τί είναι αυτά που λες; Μήπως τρελάθηκες; Από που και ως που να τον ξέρω από πριν;»

«Ναι, Σαλώμη, τρελάθηκα. Όλες αυτές οι μέρες που δεν μπορούσα να σου μιλήσω με έκαναν και έχασα το μυαλό μου. Είμαι τρελός για σένα και το ξέρεις καλά. Ορκίσου μου πως πρώτη φορά τον έβλεπες εκείνη την ημέρα. Πως δεν είχες ιδέα για όλα αυτά. Και πως δεν τον ξανασυνάντησες από τότε».

Η μαύρη απελπισία του Πέτρου έφερνε γέλια στην Σαλώμη που τον έβλεπε να σέρνεται στα πόδια της σαν σκυλάκι. Καθόλου δεν τη συγκινούσε παρά μόνο δεν έβλεπε την ώρα να τον ξεφορτωθεί και να μπορέσει επιτέλους να κοιμηθεί. Συγκράτησε με κόπο τα γέλια της και του απάντησε, που άλλωστε ήταν και η αλήθεια

«Στο ορκίζομαι πως πρώτη φορά τον είδα εκείνη την μέρα που τον πρωτοείδατε και εσείς, δεν είχα ιδέα τι επρόκειτο να επακολουθούσε, και οπωσδήποτε δεν τον ξαναείδα από τότε».

Το είδε στα μάτια της κοπέλας ότι του έλεγε την αλήθεια και τα μάτια του έλαμψαν από χαρά και ικανόποιηση.

Αναστέναξε με ανακούφιση.

«Σε ευχαριστώ καλή μου για την ανακούφιση και την χαρά που μου χάρισες, με κάνεις τον πιο ευτυχισμένο άνθρωπο» της κρατούσε τα χέρια και τα φιλούσε με αγαλίαση και πάθος. Όταν τέλειωσε την εξέφραση του πάθους του την κοίταξε με μάτια που άστραφταν καθρεφτίζοντας την απελπισμένη τρέλα ενός ερωτευμένου ανθρώπου γεμάτου από πάθος και άσβεστο πόθο.

Η Σαλώμη κάτω από το βλέμμα του αυτό ένιωσε ένα ρίγος να διαπερνά τη ραχοκοκκαλιά της και οι τρίχες στο σβέρκο της ορθώθηκαν τόσο πολύ που ένιωσε ένα δυσάρεστο κάψιμο.

Η φωνή του ήταν σκληρή σαν μέταλλο και παγωμένη, χωρίς συναίσθημα

«Να το ξέρεις Σαλώμη πως την μέρα που θα πας με κάποιον άλλον και για κακή σου τύχη το μάθω ή ακόμα αν για οποιοδήποτε λόγο φύγεις κρυφά από εδώ θα σε βρω                                                                             

και θα σε σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια. Στο ορκίζομαι, και μάρτυς μου ο Θεός πως θα το πράξω. Να και το στιλέτο που έχω έτοιμο για να το μπήξω στα στήθια σου μέχρι την λαβή του αν χρειαστεί».

Και λέγοντας αυτά, μπροστά στα έκπληκτα μάτια της κοπέλας έβαλε το χέρι του μέσα στην μπότα του και έβγαλε ένα εγχειρίδιο με λαβή περίτεχνα στολισμένη.

Δεν ήταν φτιαγμένο για φονικό ένα τόσο όμορφο αντικείμενο. Η Σαλώμη γούρλωσε τα μάτια και φόβος πλημμύρισε τα σωθικά της. Δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη. Δεν πίστευε στα μάτια της και δεν ήταν σίγουρη αν όντως ειπώθηκαν τα λόγια μου μόλις άκουσε. Μόνο κούνησε καταφατικά το κεφάλι της.

Ο Πέτρος πρόλαβε και είδε τον τρόμο στα μάτια της κοπέλας πριν αυτή κατεβάσει το κεφάλι και έφυγε απόλυτα ικανοποιημένος. Ο στόχος είχε επιτευχθεί με μεγάλη επιτυχία!!

Δεν ήταν επιθυμία του να την κρατά δέσμια κοντά του με το φόβο και την απειλή αλλά δεν το άντεχε να τη χάσει από τη ζωή του. Την ήθελε κοντά του έστω και έτσι!

Η Σαλώμη εκείνο το βράδυ δεν κοιμήθηκε...

Ένα από τα επόμενα βράδια, προς μεγάλη δυσαρέσκεια της κοπέλας την επισκέφθηκε  και ο Ιωάννης. Ήταν τόσο αναπάντεχο γι'αυτήν. Νόμιζε πως είχε ξεμπερδέψει με αυτόν. Δεν περίμενε πως θα την ξαναέψαχνε μετά από εκείνη τη νύχτα. Τα μάτια του ήταν κόκκινα και τα βήματά του ασταθή. Είχε πιει..

«Γεια σου, Σαλώμη».

Η κοπέλα δεν τον είχε πάρει χαμπάρι και στο άκουσμα της φωνής του πετάχτηκε σαν ελατήριο.

«Τί θες εσύ εδώ;» του μίλησε παγωμένα κοιτάζοντάς τον σταθερά στα μάτια.

«Ήρθα για σένα» έκανε ένα βήμα προς τη Σαλώμη και η Σαλώμη αντίστοιχα ένα βήμα προς τα πίσω.

«Δε σε θέλω εδώ. Θέλω να φύγεις τώρα!! Άκουσες; Τώρα» σύριζε και τα μάτια της έλαμπαν στο σκοτάδι.

«Άκουσα, αλλά δεν πρόκειται να φύγω πριν πάρω αυτό που θέλω» έκανε άλλο ένα βήμα μπροστά και η κοπέλα οπισθοχώρησε άλλο ένα.

«Και τί είναι αυτό που θες;» ήξερε, αλλά, ανέλπιστα ήλπιζε σε κάτι άλλο.

«Εσένα φυσικά, τί αλλο;»

«Και αυτά που είπες την τελευταία φορά που είσουν εδώ;» ύψωσε το πηγούνι και τον κοιτούσε σκληρά, περήφανα.

«Δεν τα ξέχασα, όμως το ξανασκέφτηκα και εντέλει αποφάσισα να ασχοληθώ λίγο ακόμα μαζί σου. Μόνο για απόψε» χαμογέλασε σαρδόνια.

«Δηλαδή;» φίδια την έζωσαν, κρύος ιδρώτας την περιέλουσε.

«Θα σε κάνω δική μου έστω και με το ζόρι».

«Όχι, δεν το εννοείς, δε θα τολμήσεις».

«Το εννοώ και το τολμώ ήδη» και έκανε άλλο ένα βήμα μπροστά.

«Έχεις πιει και δεν ξέρεις τί κάνεις».

«Ναι, έχω πιει αλλά όχι αρκετά ώστε να μην ξέρω τι κάνω».                                                                      

«Σε παρακαλώ μη μου το κάνεις αυτό» η φωνή της έσπασε, τέντωσε τα χέρια της μπροστά λες και έτσι θα τον αναχαίτιζε. Αλλά τον έβλεπε πως είχε μεταμορφωθεί σε χείμαρρο που θα την έπνιγε στα λασπόνερα του.

Γέλασε χαιρέκακα βγάζοντας έναν ανατριχιαστικό ήχο για γέλιο.

«Τί έγινε μικρή μου. Πού πήγε η προηγούμενη περηφάνια και η δήθεν σκληρότητά σου; Την κατάπιες;»

Καμιά απάντηση. Η Σαλώμη πάσχιζε να συγκρατήσει τα δάκρυα που έτσουζαν τα μάτια της. Δεν ήθελε να φανεί η αδυναμία της.

Ο Ιωάννης κάλυψε με μεγάλα βήματα την υπόλοιπη απόσταση που τους χώριζε και την κόλλησε στον πέτρινο κρύο τοίχο. Κρύα και η ψυχή της. Δεν θα τέλειωναν ποτέ τα βάσανά της;

«Φύγε. Σε παρακαλώ» τον κοίταζε παρακλητικά

Αντί για απάντηση ο Ιωάννης γέλασε περιπαιχτικά.

Δοκίμασε να αποδράσει αλλά την άρπαξε τόσο σφιχτά που πόνεσε. Σίγουρα αύριο θα είχε μόλωπες, ενθύμιο της φρικιαστικής βραδιάς.

Με το ένα χέρι της κρατούσε τα χέρια και με το άλλο σταθεροποίησε το πρόσωπο της. Της έκλεισε το στόμα με το δικό του και άρχισε να την φιλάει τόσο δυνατά και βίαια που της προξενούσε πόνο. Ένιωσε την αναπνοή της να κόβεται, δεν μπορούσε να ανασάνει, λίγο ακόμα και θα έσκαγε. Ένιωσε τον σκληρό ανδρισμό του στον μηρό της και κατάλαβε πως έπρεπε κάπως να αντιδράσει, έπρεπε με κάποιον τρόπο να γλιτώσει από τα χέρια και τις ορέξεις του και μάλλον είχε σκεφτεί έναν.. Προσποιήθηκε πως ανταποκρινόταν στο κάλεσμά του, ο Ιωάννης βόγκηξε από ευχαρίστηση, λανθασμένα νόμισε πως επιτέλους έπεσε το φρούριο, πως επιτέλους λύθηκαν οι αντιστάσεις. Χαλάρωσε τις λαβές. Με τρόπο η Σαλώμη τοποθέτησε το κορμί της στο σωστό σημείο και την κατάλληλη στιγμή του έριξε γονατιά στα αχαμνά με όλη της τη δύναμη.

Τον δίπλωσε στα δυο με τρομερούς πόνους.

«Άθλια σκύλα, με σακάτεψες». Με κόπο έβγαινε η φωνή του από τον πόνο.

Η Σαλώμη δεν περίμενε στιγμή, τον παράτησε εκεί να σφαδάζει από τους πόνους και αμέσως έτρεξε στην κάμαρα της Σοφίας με πρόφαση τους εφιάλτες που την βασάνιζαν συχνά πυκνά και εκείνη όπως πάντα της άνοιξε την αγκαλιά της. Χώθηκε μέσα και έκλαψε βουβά με απέραντη ανακούφιση. Τί θα έκανε χωρίς την αγαπημένη της Σοφία;

Η Σαλώμη δεν έμεινε ξανά άλλο βράδυ μόνη.

Μια μέρα που η Σαλώμη καθόταν όπως πάντα στο περβάζι του παραθύρου και ρέμβαζε ήρθε και τη βρήκε η Σοφία.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top