Κεφάλαιο 2
Στο παλάτι, αφού είχαν αποχωρήσει όλοι, αναγκαστικά και το βασιλικό ζεύγος θα πήγαινε για ύπνο. Έτσι κι αλλιώς ήταν τόσο εξουθενωμένοι. Ήταν ατελείωτη και κουραστική ημέρα. Η Αλίκη υποβάσταζε τον Ούγο που είχε πιει λίγο παραπάνω και παραπατούσε ζαλισμένος. Την βοηθούσε ο Μπωλιάν που δεν είχε πάει ακόμα να ξεκουραστεί. Έφτασαν με κόπο μέχρι την κάμαρα και τον ακούμπησαν μαλακά στο κρεβάτι. Η Αλίκη του έβγαλε τις μπότες. Σχεδόν αμέσως το ροχαλητό του γέμισε την κάμαρα. Η Αλίκη χαμογέλασε και του χάιδεψε τρυφερά τα μαύρα του μαλλιά. «Εντάξει Μπωλιάν σε ευχαριστώ, μπορείς να πας να ξεκουραστείς». «Ευχαριστώ βασίλισσα μου. Καληνύχτα» υποκλίθηκε με σεβασμό και έφυγε.
Το πρώτο πράγμα που έκανε όταν έμεινε μόνη της ήταν να ξαλαφρώσει επιτέλους από τα βαριά της κοσμήματα. Έβγαλε τα βαριά κρεμαστά σκουλαρίκια της, τα κολιέ με τους πολύτιμους λίθους και τέλος τα λεπτεπίλεπτα βραχιόλια που κάλυπταν τους καρπούς της. Ήταν όλα από ατόφιο χρυσάφι, λαμπερά σαν τον ήλιο. Κατόπιν τα φύλαξε στα ξύλινα κουτιά τους και τα κλείδωσε στο μεγάλο βαρύ μπαούλο χωρίς να παραλείψει να κρύψει και πάλι το μικρό κλειδί στην κρυψώνα που είχαν φτιάξει ειδικά γι'αυτό το κλειδί και την γνώριζαν μόνο αυτή και ο Ούγος. Το τεράστιο βάρος του το έκανε ασήκωτο ακόμη και για τον πιο δυνατό άντρα σ' ολόκληρο το βασίλειο. Ήταν αδύνατο ακόμα και να συρθεί στο ελάχιστο. Κανείς δεν γνώριζε το μυστικό, ούτε καν υποψιαζόταν πως το τεράστιο βάρος του οφειλόταν στις αμέτρητες πέτρες που του είχαν παραχώσει. Όταν πια δεν μπορούσαν να το σηκώσουν, ούτε καν να το σύρουν, τότε ήταν που αποφάσισαν ότι ήταν πια αρκετές. Τις σκέπασαν για να μην φαίνονται με διάφορα υφάσματα, ενδύματα και μικροαντικείμενα που δυσκόλευαν το ψάξιμο σε μεγαλύτερο βάθος για όποιον περίεργο τελικά κατάφερνε να παραβιάσει το μπαούλο, αν και ήταν σχεδόν αδύνατον για τη συγκεκριμένη κλειδαριά που ήταν ειδική κατασκευή με απαραβίαστο, πολύπλοκο μηχανισμό. Το μπαούλο άνοιγε μόνο με το δικό του κλειδί και δεύτερο δεν υπήρχε. Φυσικά υπήρχε ο φόβος πως αν χανόταν το κλειδί ούτε οι ίδιοι δεν θα μπορούσαν να ανοίξουν το μπαούλο. Το ήξεραν καλά αλλά αποφάσισαν να το ρισκάρουν προστατεύοντας το κλειδί σαν αληθινό θησαυρό. Που στην ουσία ήταν δηλαδή...
Έβγαλε το υπέροχο φόρεμά της με τη σκέψη ότι θα έπρεπε να το δώσει για πλύσιμο αφού είχε λερωθεί καθώς σερνόταν στους χωματόδρομους της πόλης καθ' οδόν για το ναό. Φόρεσε την πουκαμίσα της και ξάπλωσε στο μεγαλόπρεπο κρεβάτι δίπλα στον Ούγο. Πήρε μια βαθιά ανάσα πλημμυρισμένη από αγαλλίαση. Ένιωθε πραγματικά ευτυχισμένη. «Μόνο ένα παιδάκι μας λείπει και θα είναι πλήρης η ζωή μας και η ευτυχία μας. Πέντε χρόνια είμαστε παντρεμένοι και ακόμα να έρθει. Αλλά δεν χάνω τις ελπίδες μου. Θα γίνει και αυτό είμαι σίγουρη» σκέφτηκε και κοίταξε με λατρεία τον άνδρα της που κοιμόταν γαλήνια. «Υπήρξαμε τόσο μα τόσο τυχεροί» και ψιθυρίζοντας τα λόγια αυτά ανέσυρε από την μνήμη της την ημέρα που θα έβλεπε για πρώτη φορά τον Ούγο, στον ιερό ναό του Αγίου Νικολάου στην Αμμόχωστο. Εκεί θα πραγματοποιείτο ο γάμος τους υπό το βλέμμα του Θεού και ο Ούγος θα γινόταν ο νόμιμος σύζυγός της.
Αυτή ήταν δεκατεσσάρων χρόνων, ο Ούγος δεκαεννιά και θα παντρευόταν για δεύτερη φορά. Η πρώτη του γυναίκα η Μαρία ντ'Ιμπελέν που ανήκε στην ίδια οικογένεια με τη δική της, πέθανε στην γέννα και μαζί της πέθανε και το παιδί που θα έφερνε στον κόσμο. Δεν της άρεσε καθόλου που θα έπαιρνε τη θέση της, το θεωρούσε κακό οιωνό. Εκτός αυτού ποτέ δεν της άρεσε η ιδέα να παντρευτεί κάποιον παντελώς άγνωστο και ακόμα χειρότερα κάποιον που θα έβλεπε για πρώτη φορά την ημέρα του γάμου τους. Όταν ο πατέρας της της ανακοίνωσε ότι της βρήκε γαμπρό έχασε τη γη κάτω από τα πόδια της. Έκλαιγε όλη μέρα. Έκλαιγε σε όλο το θαλάσσιο ταξίδι της από την χώρα της την Ισπανία μέχρι την άφιξή της στο νησί που θα γινόταν η καινούρια της πατρίδα. Την μέρα του γάμου την έντυσαν την στόλισαν και την κανάκεψαν. Αυτή το μόνο που έκανε ήταν να φορέσει το ψεύτικο προσωπείο της χαράς. Αν και θλιμμένη, έλαμπε στο υπέροχο μπλε νυφικό της. Ήταν πραγματικά εκθαμβωτική. Συνοδευόμενη από τους γονείς της κατευθύνθηκε προς τον ιερό ναό. Η καρδιά της βροντοχτυπούσε στο στήθος της. Με το ζόρι συγκρατούσε τα δάκρυά της. Χαμογελούσε ενώ από μέσα της έκλαιγε, η καρδιά της ήταν πλημμυρισμένη δυστυχία.
Μόλις τον αντίκρυσε να την περιμένει στην είσοδο του ναού της κόπηκε η ανάσα. Ένιωσε τα γόνατά της να λυγίζουν και στηρίχτηκε πιο δυνατά στους γονείς της. Ο άντρας που την περίμενε ήταν εξαιρετικά όμορφος και αρρενωπός. Μελαχρινός, με μαύρα μαλλιά και μαύρα σπινθηροβόλα μάτια. Μάτια αετού που διέκριναν από μακριά τη λυγερή κορμοστασιά της κοπέλας που πλησίαζε με αβέβαια βήματα και τα εβένινα μακριά μαλλιά της που κυμάτιζαν στο απαλό αεράκι. Καθώς πλησίασε ακόμα πιο πολύ ξεχώρισε τα τριανταφυλλένια της χείλη της, ζουμερά και απαλά και τέλος η ματιά του συνάντησε τη δική της, ματιά καθηλωτική, σαγηνευτική. Εγκλωβίστηκαν η μια μέσα στην άλλη και δεν έλεγαν να ξεκολλήσουν. Αυτό ήταν! Ερωτεύτηκαν σφόδρα με την πρώτη ματιά. Τι ανέλπιστο δώρο και για τους δυο!
Πλησίασε με την καρδιά της να βροντοχτυπά αλλιώς, αυτή τη φόρα από σφοδρό έρωτα. Η ευτυχία αντικατέστησε την προηγούμενη δυστυχία. Πέταξε το ψεύτικο προσωπείο η Αλίκη, δεν το χρειαζόταν άλλο. Τώρα πια ήταν αληθινά ευτυχισμένη, έλαμψε από χαρά και το αφοπλιστικό χαμόγελο του Ούγου επιβεβαίωνε ότι όλα αυτά δεν ήταν κατασκευάσματα του μπερδεμένου μυαλού της, αλλά ήταν όλα πραγματικότητα! Πριν από λίγο προχωρούσε προς την καταδίκη της και μια στιγμή μετά ο γάμος της απέκτησε γλυκιά προσμονή. Πόσο πιο ευτυχισμένη και τυχερή να νιώσει η Αλίκη; Το όνειρο της πραγματοποιήθηκε και δεν ήταν άλλο από το να παντρευτεί τον άντρα που θα ερωτευόταν ολοκληρωτικά και θα περνούσε μαζί του την υπόλοιπη ζωή της. Μεθυσμένοι από τον ίδιο τους τον έρωτα μπήκαν στο ναό και η μέρα αυτή έτσι ξαφνικά και απροσδόκητα απέκτησε ουσιαστική αξία. Αγαπημένη ανάμνηση ζωής. Με δέος στάθηκαν μπροστά στο Θεό για την παντοτινή τους ένωση. Σε όλη τη διάρκεια του μυστηρίου οι ματιές τους έσμιγαν στα κρυφά και έλιωναν από έρωτα. Το μυστήριο κάποια στιγμή τελείωσε και ήταν πια επίσημα σύζυγοι. Τι απέραντη ευτυχία βίωνε το ζεύγος. Ένιωθαν τόσο τυχεροί που βρήκαν ο ένας τον άλλον, αγαπήθηκαν και παντρεύτηκαν και όλα αυτά την ημέρα του γάμου τους. Πόσο συχνά μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο; Η Αλίκη πάντα ένιωθε ευγνώμων για την εύνοια της τύχης. Ένιωθε ευλογημένη και εκλεκτή που βίωσε τόσο σπάνια περίπτωση ευτυχισμένου τέλους. Αναπολώντας αυτές τις γλυκές αναμνήσεις, αποκοιμήθηκε βαθιά με το χαμόγελο χαραγμένο ακόμα στα χείλη της.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top