Κεφάλαιο 18
Το επόμενο βράδυ ο Πέτρος επέστρεψε ευδιάθετος γιατί πίστευε πως το δώρο που σκόπευε να της χαρίσει θα του επέφερε την περιπόθητη συγχώρεση.
«Αυτό είναι για σένα».
«Δώρο για μένα; Τί είναι;» ρώτησε με ενθουσιασμό.
«Άνοιξε το» την παρότρυνε ο Πέτρος.
Η Σαλώμη πήρε το κουτί, ένα όμορφο ξύλινο κουτί που το στόλιζαν περίτεχνα σκαλίσματα. Το άνοιξε με λαχτάρα και τα μάτια της θάμπωσαν από τη λάμψη του κοσμήματος.
«Ωωωω, τί όμορφο, τί λαμπερό, περιδέραιο είναι;» πρώτη φορά έβλεπε κάτι τόσο όμορφο και μάλλον απίστευτα πολύτιμο, «με αυτό θα ζει άνετα ολόκληρη οικογένεια τουλάχιστον για δύο χρόνια αν όχι παραπάνω» σκέφτηκε η Σαλώμη «και είναι όλο δικό μου» συνέχισε ευχαριστημένη.
«Ναι, είναι περιδέραιο από ρουμπίνια και σμαράγδια. Είναι όντως όμορφο όμως τίποτα δε ξεπερνά τη δική σου ομορφιά. Διάλεξα το πιο όμορφο και όμως τώρα που σας βλέπω εδώ μαζί εσύ είσαι χίλιες φορές ομορφότερη. Έλα να στο φορέσω».
Τον πλησίασε και του γύρισε την πλάτη της και ανασήκωσε τα μαλλιά της, η ευωδία τους ζάλισε τον Πέτρο, της πέρασε το περιδέραιο στο λαιμό της χωρίς να χάσει την ευκαιρία να τον χαιδέψει απαλά. Σκίρτησαν τα σωθικά του.
«Γύρνα να σε δω» της είπε τρυφερά και εκείνη υπάκουσε.
«Είναι υπέροχο πάνω σου. Εσύ το ομορφαίνεις και όχι αυτό εσένα».
Την κοίταξε με προσμονή.
«Λοιπόν; Θα με συγχωρέσεις;»
Η Σαλώμη χαμογέλασε.
«Νομίζω πως ναι».
Ο Πέτρος εξέπνευσε τον αέρα που κρατούσε στα πνευμόνια του με ανακούφιση. Πριν προλάβει να καταλάβει η Σαλώμη τί γίνεται τη σήκωσε στην αγκαλιά του και προσπάθησε μάταια να της κλέψει ένα πολυπόθητο φιλί.
«Όχι, όχι. Το δώρο αυτό είναι για τη συγχώρεση. Για φιλί θα πρέπει να μου φέρεις κάτι άλλο εξίσου όμορφο. Τώρα πήγαινε. Νυστάζω και θέλω να κοιμηθώ. Πριν φύγεις βοήθησε με να το βγάλω σε παρακαλώ».
Με τρεμάμενα χέρια το ξεκούμπωσε και της το έδωσε.
«Ξέρεις; Μόλις θυμήθηκα ότι δεν σε ευχαρίστησα για το εκπληκτικό σου δώρο. Σε ευχαριστώ λοιπόν» και τον φίλησε στο μάγουλο πολύ κοντά στα χείλη.
Ο Πέτρος έφυγε τρεκλίζοντας από απογοήτευση και πόθο. Δάκρυα ανεκπλήρωτου έρωτα του θάμπωναν τα μάτια. Τα σωθικά του τσουρουφλίζονταν από ερωτική επιθυμία. Νόμιζε πως θα τρελαινόταν και σε μια στιγμιαία παρόρμηση καβάλησε το άλογό του και σαν μανιακός το οδηγούσε προς την Αμμόχωστο. Εκεί θα έβρισκε τις πόρνες που χρειαζόταν για να του σβήσουν προσωρινά το πόθο του κορμιού του.
Πίσω στο δωμάτιό της η Σαλώμη φύλαξε με περίσσεια προσοχή και αγάπη το περιδέραιο το καταχώνιασε να μην το βρει κανείς που δεν έπρεπε και ετοιμαζόταν να ξαπλώσει όταν ξαφνικά εμφανίστηκε ο Ιωάννης.
«Γεια σου, Σαλώμη».
Η κοπέλα τινάχτηκε στο άκουσμα της γνωστής φωνής.
«Ιωάννη; Τί κάνεις εδώ; Αύριο δε θα ερχόσουνα;»
«Και τί με αυτό; Απογοητεύτηκες που ήρθα νωρίτερα; Έχεις κάτι να κρύψεις;» την κοίταξε καχύποπτα και η Σαλώμη βιάστηκε να τον καθησυχάσει.
«Τίποτα από όλα αυτά, απλώς ξαφνιάστηκα αυτό είναι όλο» και από μέσα της ευχαριστούσε το Θεό που γλίτωσε από τρομερό καβγά, «δεν το είχα πάρει στα σοβαρά αλλά μετά το αποψινό μου φαίνεται πως μάλλον παίζω επικίνδυνα με τη φωτιά και στο τέλος μάλλον θα καώ. Δεν μπορεί να τη γλιτώνω πάντα. Αν γίνει οτιδήποτε θα με διώξουν από το παλάτι και αυτό είναι το τελευταίο που επιθυμώ. Θα πρέπει να διαλέξω έναν από τους δυο. Τον Πέτρο φυσικά που προσφέρει τέτοια δώρα και μάλλον θα συνεχίσει να τα προσφέρει» χιλιάδες σκέψεις περνούσαν από το μυαλό της με ταχύτητα φωτός. Οι σκέψεις της τρόμαξαν και την ίδια γιατί ποτέ άλλοτε δεν σκέφτηκε τόσο εγωιστικά και παραδόπιστα, και δικαιολογήθηκε στον εαυτό της ότι αφού έμεινε μόνη στο κόσμο και χωρίς τίποτα δικό της, δεν θα έπρεπε να μεριμνήσει για το μέλλον της; Να αποκτήσει κάτι που θα είναι ολόδικό της και πολύτιμο;
Και αφού της δόθηκε η πηγή γιατί να μην την εκμεταλλευτεί; Και αυτό ακριβώς αποφάσισε ότι θα έκανε...
«Κοίτα, Ιωάννη, δε λέω με κολακεύει το ενδιαφέρον σου και η προσοχή που μου δείχνεις αλλά μέχρι εδώ, δεν πρέπει να ξανάρθεις στο δωμάτιο μου».
Ο Ιωάννης έμεινε σαν κεραυνόπληκτος.
«Γιατί όχι;»
«Το είχα πάρει επιπόλαια στην αρχή αλλά από τότε το σκέφτηκα πολύ. Αν καταλάβουν το οτιδήποτε εσύ δε θα πάθεις τίποτα, αλλά, εμένα σίγουρα θα με διώξουν. Και που θα πάω τότε εγώ; Τί θα απογίνω;»
«Εγώ θα είμαι εδώ για σένα θα σε προστατέψω. Μην ανησυχείς όλα καλά θα πάνε».
«Όχι, όχι δεν γίνεται αυτό που λες δεν γίνεται να το ρισκάρω. Δε θα σε αφήσουν να με προστατέψεις. Δεν κάνω εγώ για σένα δεν το καταλαβαίνεις;»
«Τί θες να πεις;»
«Θέλω να πω ότι δεν κάνω για γυναίκα σου, θα πρέπει να παντρευτείς κάποια από βασιλική οικογένεια».
«Φυσικά και θα παντρευτώ κάποια από βασιλική οικογένεια,» κάγχασε «τί πίστευες δηλαδή; Ότι θα παντρευτώ εσένα;»
«Δηλαδή απλώς ήθελες να περάσεις το καιρό σου μαζί μου;» τα μάτια της πέταγαν σπίθες από θυμό και οργή γιατί πίστευε πραγματικά ότι ήθελαν να την παντρευτούν.
«Μη μου πεις πως δεν το έχεις ξανακάνει» την κοίταξε ειρωνικά.
«Φυσικά και όχι, για ποια με πέρασες; Αν θες πόρνη να πας έξω στους δρόμους να βρεις».
«Και εσένα αν θυμάμαι καλά από εκεί δεν σε μαζέψαμε;» έσταξαν φαρμάκι τα λόγια του. Φαρμάκωσαν τη Σαλώμη. Όρμησε πάνω του με λύσσα. Θέλησε να τον ξεσκίσει με τα νύχια της, αλλά, αυτός την άρπαξε βίαια από τους καρπούς για να την κρατήσει μακριά του.
«Άθλιε, τιποτένιε» ούρλιαζε «άσε με να σου βγάλω τα μάτια».
«Τί ανόητος που ήμουν να ασχοληθώ μαζί σου» της είπε περιφρονητικά, «σπατάλησα τόσο χρόνο μαζί σου ενώ το νησί είναι γεμάτο από όμορφες και ποθητές κοπέλες και μάλιστα πολύ πρόθυμες, όχι ψυχρές κολόνες σαν του λόγου σου».
Την έσπρωξε απότομα από κοντά του και η Σαλώμη έπεσε βίαια στο ντιβάνι της. Έτριψε τους πονεμένους της καρπούς. Ένιωσε πως από τον παράδεισο είχε πεταχτεί στα τάρταρα.
Έκλαψε εκείνο το βράδυ, έκλαψε πολύ. Έκλαψε για το πως μπορεί να την βλέπουν και οι υπόλοιποι άνθρωποι. Τί μπορεί να πιστεύουν άραγε γι' αυτήν; Έκλαψε για τη χαμένη περασμένη της ζωή και την τωρινή. Έκλαψε για τη χαμένη της περηφάνια και αξιοπρέπεια. Έκλαψε γιατί ήταν τόσο άδικος μαζί της...δεν ήξερε όμως ότι ο Ιωάννης έφυγε από το δωμάτιο της και κατέρρευσε στο δικό του. Ήπιε πολύ και έκλαψε για τα λόγια που της είπε μόνο και μόνο για να την εκδικηθεί που τον έδιωχνε έτσι αβασάνιστα. Ήθελε να αποχωρήσει ατσαλάκωτος. Μισούσε και αηδίαζε τον εαυτό του για τον βάναυσο τρόπο που της συμπεριφέρθηκε.
Ήξερε ότι την έχασε για πάντα και αυτό του προξενούσε αφόρητο πόνο και θλίψη. Δεν άντεχε στη σκέψη ότι θα τη βλέπει αλλά δεν θα μπορεί να την πλησιάσει, έτσι αποφάσισε να φύγει για κάποιο διάστημα από το παλάτι. Την επόμενη κιόλας μέρα καβάλα στο άλογό του έφευγε από το παλάτι.
Μετά από μερικές μέρες ο Πέτρος επέστρεψε στη Σαλώμη με καινούριο κόσμημα, ένα άλλο περιδέραιο το ίδιο όμορφο και πολύτιμο με το προηγούμενο.
«Αυτή τη φορά θα με αφήσεις να σε φιλήσω;» τα μάτια του κοιτούσαν με λαχτάρα τα γεμάτα ροδοκόκκινα χείλη της.
Η Σαλώμη καταλάβαινε πως δεν μπορούσε να λέει για πάντα όχι αν ήθελε να τον κρατάει κοντά της. Μετά τη συμπεριφορά του Ιωάννη εκείνο το βράδυ αηδίασε τους άντρες, και αποφάσισε πως το μόνο που θα έκανε ήταν να παίζει μαζί τους και να κερδίζει ότι μπορεί από αυτούς, ενώ αυτή να μην τους δίνει αυτό που ποθούν. Ήθελε να τους κρατάει πάντα διψασμένους γι' αυτήν.
«Εντάξει, μπορείς να με φιλήσεις».
Ο Πέτρος χαμογέλασε «Επιτέλους» σκέφτηκε, πρώτα την αγκάλιασε και μετά τη φίλησε στα χείλη, στην αρχή απαλά και στην συνέχεια έγινε πιο διαχυτικός, πιο επίμονος, πιο εκδηλωτικός. Η Σαλώμη πάσχιζε να πάρει ανάσα. Τα χέρια του άρχισαν να την χαϊδεύουν παντού και όταν της σήκωσε τη φόρεμα και πίστεψε πως επιτέλους έφτασε η ώρα που θα γευόταν το ουρί του παραδείσου, εκεί ακριβώς η Σαλώμη τον έσπρωξε μακριά της.
Τρομερή ψυχρολουσία για τον Πέτρο, μια νίκη για τη Σαλώμη. Αυτό ήθελε και το πετύχαινε. Τον κρατούσε δέσμιο του πόθου του, μονίμως παράφορα διψασμένο γι' αυτήν. Ενώ το ξύλινο κουτί της ολοένα και γέμιζε με τα πολύτιμα κοσμήματα που της έφερνε κάθε φορά με την ελπίδα να την κάνει δικιά του.
Και αυτός επέστρεφε ξανά και ξανά με καινούρια πολύτιμα δώρα και πάντα ανεφοδιασμένος με καινούριες ελπίδες πως θα του δινόταν αυτό που τόσο λαχταρούσε τόσο καιρό, και που όμως δεν θα το γευόταν ποτέ, αλλά τότε δεν το ήξερε και ήλπιζε....
Πέρασαν έτσι μερικοί μήνες. Μήνες τόσο ευεργετικοί για τους πληγέντες του νησιού. Απαλύνθηκαν οι πληγές της ψυχής αλλά σίγουρα ποτέ δεν θα ξεχνούσαν εντελώς τα δεινά που πέρασαν και ειδικά η Σαλώμη που εφιάλτες την βασάνιζαν. Σχεδόν κάθε βράδυ έρχονταν βίαια στον ύπνο της εκείνα τα φλογερά από το μίσος μάτια. Μάτια γυναίκας που την κυνηγάει να την τρυπήσει με ένα τεράστιο αιχμηρό ξύλο. Γύρω της παντού άνθρωποι κρεμασμένοι από τα δέντρα, το ίδιο κρεμασμένοι και οι γονείς της. Τους βλέπει αλλά δεν μπορεί να πάει κοντά τους γιατί την κυνηγάει εκείνη η γυναίκα και εκείνα τα μάτια που την τρυπάνε παντού. Σκοντάφτει, πέφτει, απλωμένα χέρια πλησιάζουν να την αρπάξουν....και ξυπνάει ουρλιάζοντας με δάκρυα στα μάτια. Όλο το υπόλοιπο βράδυ μένει άγρυπνη, μη τολμώντας να ξανακοιμηθεί.
Εκείνα τα μάτια θα τα αναγνώριζε παντού, θα τα αναγνώριζε και ανάμεσα σε χιλιάδες άλλα αν χρειαζόταν.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top