Κεφάλαιο 15




Η Αλίκη βρισκόταν στα διαμερίσματά της ξαπλωμένη στο ντιβάνι της και αναπολούσε την προηγούμενη ώρα που την είχε περάσει στην αγκαλιά του Ούγου. Ξαναζούσε τα φλογερά φιλιά τους και ανατρίχιαζε σύγκορμη από ανυπομονησία για την επόμενη φορά που θα βρίσκονταν. Μετά από τόσους μήνες χώρια δε χόρταιναν ο ένας τον άλλον. Η ονειροπόλησή της έλαβε τέλος από ένα απαλό κτύπημα στην πόρτα.

«Πέρασε Σοφία». Είχε μάθει πια να αναγνωρίζει το διακριτικό χτύπημα της Σοφίας.

Η Σοφία άνοιξε απαλά την πόρτα και υποκλίθηκε.

«Η κοπέλα είναι έτοιμη. Να τη φέρω μέσα;».

«Φυσικά καλή μου, εσάς περιμένω τόση ώρα».

Με ένα νεύμα της Σοφίας εμφανίστηκε μια πανέμορφη κοπέλα μπροστά στα μάτια της βασίλισσας. Προς στιγμήν τα έχασε από την τόση ομορφιά που αντίκρυσαν τη ματιά της. Κόκκινα φλογερά μαλλιά στόλιζαν το κεφάλι της και μεγάλα, λαμπερά καταπράσινα μάτια με πυκνές βλεφαρίδες την κοίταζαν ερωτηματικά, και τα ροδοκόκκινα ζουμερά χείλη της ήταν σφιγμένα ελαφρώς. Μάλλον από το άγχος και την αγωνία της. Μόνο το δέρμα της ήταν λίγο χλωμό και θαμπό από τις περασμένες κακουχίες, αλλά με καλό φαγητό θα έφτιαχνε.

«Είσαι πραγματικά έκτακτη» της είπε με συγκρατημένο θαυμασμό η βασίλισσα και συνέχισε απευθυνόμενη στη Σοφία « Σ' ευχαριστώ Σοφία. Έκανες πολύ καλή δουλειά. Δεν θα σε χρειαστώ άλλο, μπορείς να πηγαίνεις. Η Σαλώμη θα μείνει λίγο ακόμα μαζί μου. Όταν τελειώσουμε θα την στείλω κοντά σου».

Η Σοφία μουρμούρισε ένα βιαστικό "όπως επιθυμείτε" και έφυγε αθέατη και αθόρυβη όπως πάντα.

Η βασίλισσα στράφηκε στη Σαλώμη.

«Κατ' αρχάς, θα ήθελα να σε καλωσορίσω και επίσημα στο παλάτι.  Καταλαβαίνω ότι βρίσκεσαι σε ένα νέο περιβάλλον για σένα και εύχομαι σύντομα να μπορέσεις να προσαρμοστείς».

«Σ' ευχαριστώ μεγαλειότατη. Πιστεύω πως θα είμαι μια χαρά».

«Ωραία, και τώρα θα ήθελα να μιλήσουμε λίγο, ξέρεις... να γνωριστούμε λίγο καλύτερα».

«Μα ναι, φυσικά. Τί θέλεις να συζητήσουμε;».

«Κοίτα, το παρόν σου το ξέρω, είσαι εδώ, το μέλλον σου θα το μάθουμε μαζί, οπότε τι απομένει;».

«Το παρελθόν». Η φωνή της πνίγηκε σ' ένα λυγμό.

Η Αλίκη την κοίταξε με κατανόηση.

«Καταλαβαίνω ότι όλα είναι νωπά μέσα σου και σε πληγώνουν, αλλά πιστεύω ότι είναι καλύτερα να μου τα πεις όλα τώρα έτσι ώστε μετά θα έχεις όλο το χρόνο αν όχι να ξεχάσεις τουλάχιστον να απαλυνθεί ο πόνος, να γιατρευτεί η καρδιά».

«Μάλλον έχεις δίκιο. Αν είναι να μιλήσω, ας είναι τώρα και να τελειώνει αυτό το βασανιστήριο. Τί ακριβώς θέλεις να μάθεις;»

«Ό,τι μπορείς να θυμηθείς από τα περασμένα χρόνια της ζωής σου».

«Λοιπόν, καλώς ή κακώς είμαι Εβραία όπως και όλη η οικογένειά μου. Οι δικοί μου ήρθαν στην Κύπρο πολύ πριν γεννηθώ. Ζούσαμε στην Εβραϊκή συνοικία εδώ στη Λευκωσία. Είχαμε ένα πολύ ωραίο σπιτάκι. Μικρό αλλά πολύ όμορφο. Είχαμε περιβόλι και κήπο. Ακόμα θυμάμαι τί ωραία που μύριζαν την Άνοιξη που άνθιζαν» η Σαλώμη στην ανάμνηση αυτή έκλεισε τα ,μάτια της και πήρε βαθιά ανάσα λες και τα μύριζε ακριβώς εκείνη τη στιγμή. Όταν τα ξανάνοιξε φάνταζαν πιο φωτεινά, πιο λαμπερά από πριν.

«Οι γονείς μου μάζευαν τα φρούτα από το περιβόλι και τα πούλαγαν στην αγορά. Βοηθούσα και εγώ. Όπως επίσης είχαμε αυγά και γάλα. Είχαμε διάφορα ζώα. Με αυτά ζούσαμε. Ήταν αρκετά και ήμασταν ευτυχισμένοι. Μετά γεννήθηκε και ο μικρός μου αδερφός. Τί όμορφος και γλυκός που ήταν! Ο πατέρας μου τρελάθηκε από τη χαρά του, πάντα ήθελε ένα γιο για να του κληροδοτήσει το όνομα και τη δουλειά τής οικογένειας. Ονειρευόταν να ανοίξει δικό του μαγαζί. Ήρθε τόσο κοντά στο να πραγματοποιήσει το όνειρό του, έκανε τόσα σχέδια αλλά δεν πρόλαβε...και όλα χάθηκαν...»

Η Σαλώμη ένιωσε έναν κόμπο στο λαιμό και δάκρυα έκαψαν τα μάτια της αλλά τα συγκράτησε με κόπο.

Η βασίλισσα ένιωσε οίκτο για την χαμένη οικογένεια αλλά ειδικά για την κοπέλα που έμεινε πίσω ως η μόνη επιζώσα.                                                                     

«Σε νιώθω καλή μου. Πάρε μια ανάσα, ηρέμησε λίγο και συνέχισε όποτε νιώσεις εσύ έτοιμη. Θα περιμένω, έχω υπομονή».

Η κοπέλα έσκυψε το κεφάλι, πήρε μερικές βαθιές αναπνοές και σκούπισε βιαστικά τα μάτια της για να καθαρίσουν από τη θολότητα των δακρύων. Όταν ένιωσε έτοιμη σήκωσε ξανά το κεφάλι της και με καθαρό πλέον βλέμμα συνέχισε:

«Ζούσαμε ευτυχισμένοι και όλα κυλούσαν όμορφα μέχρι που έτσι αναπάντεχα μας κτύπησε η καταραμένη αρρώστια. Πέθαναν πολλοί άνθρωποι, άνθρωποι που γνώριζα από μικρό κοριτσάκι, που μιλάγαμε κάθε μέρα, παιδιά που παίζαμε μαζί στους δρόμους. Ήταν φρικτό. Πρώτη φορά τύχαινε τέτοιο κακό. Κλειδαμπαρωθήκαμε σπίτι και βγαίναμε μόνο όταν ήταν μέγιστη ανάγκη και λαμβάναμε όλες τις προφυλάξεις που συνιστούσαν οι γιατροί. Όλα πήγαιναν μια χαρά, δεν είχαμε αρρωστήσει ευτυχώς και αρχίσαμε να ελπίζουμε και να πιστεύουμε πως θα γλιτώναμε, αρχίσαμε και πάλι να κάνουμε σχέδια για το μέλλον. Αλλά, αλίμονο, ήταν γραφτό μας να χαθούμε με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Μια μέρα, άνθρωποι χύμηξαν στη συνοικία μας, άνθρωποι που δεν ήταν Εβραίοι και κρατούσαν στα χέρια τους τσουγκράνες, φτυάρια, μεγάλα κομμάτια ξύλου που κάποια είχαν δουλευτεί και είχαν σουβλερές μύτες. Από το σπίτι μας τους βλέπαμε που έμπαιναν με τη βία στα γειτονικά σπίτια και τραυμάτιζαν βαριά τους ανθρώπους μπήγοντάς τους τις τσουγκράνες και τα μυτερά ξύλα που κρατούσαν. Αιμόφυρτοι καθώς ήταν τους ήταν εύκολο να τους σύρουν κατά τα δέντρα όπου και τους κρέμαγαν χωρίς οίκτο. Μεγάλη φασαρία τρύπωνε από τα ερμητικά κλειστά παράθυρα μας. Πανικός μας κατέλαβε, ήμασταν σίγουροι ότι αργά ή γρήγορα θα ερχόταν και η δική μας σειρά, έπρεπε να φύγουμε, να δραπετεύσουμε, ο πανικός μάς θόλωσε τα λογικά και δεν μπορούσαμε να σκεφτούμε καθαρά. Μέχρι να μαζέψουμε στα πεταχτά κάποια αναγκαία πράγματα η πόρτα άνοιξε απότομα και όρμησαν μέσα αλαλάζοντας: «Βρωμοεβραίοι εσείς ευθύνεστε για το κακό που μας βρήκε, εσείς φαρμακώσατε τα πηγάδια μας με την αναθεματισμένη αρρώστια επίτηδες. Γιατί; Τί σας κάναμε; Σε τί σας φταίξαμε; Θα πεθάνετε και εσείς όπως και οι οικογένειες μας, οι συγγενείς μας, οι φίλοι μας. Εμείς θα σας σκοτώσουμε με τα ίδια μας τα χέρια βρωμοσκουλήκια, εμείς θα γίνουμε η Θεία δίκη και εκτέλεσή σας. Ο ίδιος ο Θεός συμφωνεί και μας το επιτρέπει, δε θα γραφτεί σαν αμαρτία. Ναι, θα πεθάνετε και διόλου δε λυπόμαστε γι' αυτό» είπαν κι άλλα που δε θυμάμαι. Δεν κατάλαβα γιατί τα λέγανε, εμείς δεν κάναμε τίποτα, άδικα μας κατηγόρησαν. Ήταν τρομερό. Είχαμε παραλύσει από το φόβο μας. Ξαφνικά ένιωσα ένα κάψιμο στα πλευρά, κάποιος με είχε κτυπήσει, μια γυναίκα. Ακόμα τη θυμάμαι. Ακόμα θυμάμαι με πόσο μίσος με κοίταξε. Οπισθοχώρησα, ξύπνησα από το λήθαργο και αστραπιαία χάθηκα από τα μάτια της, κρύφτηκα στη μυστική κρυψώνα που υπήρχε στο τοίχο και φύλαγε ο πατέρας μου πράγματα αξίας που κατά καιρούς έπεφταν στα χέρια του, πώς το κατάφερνε δεν το έμαθα ποτέ. Η γυναίκα με έψαξε για λίγο αλλά μετά από λίγο τα παράτησε, βλαστήμησε, απείλησε και γύρισε αλλού την προσοχή της, στους άτυχους γονείς μου και στο μικρό μου αδερφό. Μαζί με άλλους τους κτύπησαν και τους έσυραν έξω από το σπίτι. Άκουγα τις κραυγές τους που εκλιπαρούσαν να τους αφήσουν, ορκίζονταν ότι δεν είχαν κάνει τίποτα, ότι δεν είχαν ιδέα για φαρμακωμένα πηγάδια. Τίποτα δεν τους έκανε να αλλάξουν γνώμη και να τους αφήσουν. Έμεινα κρυμμένη μέχρι που σώπασαν εντελώς οι φωνές και το μόνο που άκουγα ήταν οι δυνατοί κτύποι της καρδιάς μου. Τότε σαν χείμαρρος ξεχύθηκαν από μέσα μου τα δάκρυα. Έκλαψα πολύ για να απαλύνω τον πόνο που ένιωθα στα σωθικά μου αλλά τίποτα, τέτοιο πόνο δεν είχα ξανανιώσει ποτέ άλλοτε. Αποκοιμήθηκα εκεί μέσα. Όταν ξύπνησα δεν ήξερα πόση ώρα είχε περάσει, δεν ήξερα αν ήταν μέρα ή νύχτα. Πως θα μπορούσα άλλωστε να ξέρω αφού ήμουνα κλεισμένη εκεί μέσα. Επικρατούσε απόλυτη σιγή, τρομακτική σιγή και επικίνδυνη. Βγήκα προσεκτικά από την κρυψώνα μου για να διαπιστώσω ότι ο ήλιος προχωρούσε προς τη δύση του. Παντού ερημιά. Κανείς δεν υπήρχε εκεί γύρω. Δεν ήξερα αν έφυγαν εντελώς ή αν βρίσκονταν σε άλλη γειτονιά και συνέχιζαν το μακελειό τους. Βγήκα από το σπίτι και προχώρησα αργά και προσεκτικά, έπρεπε να φύγω από εκεί το συντομότερο δυνατόν.     

Περπάτησα με προσοχή κάποια απόσταση και τότε τους είδα. Τους γονείς μου. Κρεμασμένους στο κλαδί του δέντρου μαζί με τους υπόλοιπους. Τα μάτια τους ήταν ορθάνοικτα, παγωμένα σε μάσκα τρόμου, η γλώσσα κρεμόταν έξω από το στόμα τους μπλαβιά και πρησμένη και στο μέρος της καρδιάς υπήρχε καρφωμένο ένα από τα μυτερά εκείνα ξύλα. Γύρισα το βλέμμα μου αλλού με φρίκη για να πέσει στο μικρό μου αδελφό που ήταν καρφωμένος σε δύο παλούκια που η μύτη τους εξείχε διαπερνώντας το σώμα του και ήταν κατακόκκινες από το  ξεραμένο αίμα του.

Δεν άντεχα να βλέπω άλλο έφυγα τρέχοντας, δεν κρυβόμουν πια όπως πριν, δεν με ένοιαζε πια, ας με έπιαναν, ας με σκότωναν και μένα, τόσο το καλύτερο, να πάψω να υποφέρω, να πάψω να βλέπω...» η Σαλώμη σταμάτησε, έκλεισε τα μάτια με τα χέρια της, πήρε βαθιές ανάσες, έγλειψε τα χείλη της που είχαν ξεραθεί και συνέχισε: « Έτρεχα, όλο έτρεχα για να βγω από τη συνοικία να πάω οπουδήποτε αλλού. Σαν από θαύμα γλίτωσα. Βγήκα χωρίς να με δει κανείς. Περιπλανιόμουν. Έφυγα και από τη Λευκωσία κρύφτηκα στο δάσος. Μακριά από όλα. Έτρωγα ότι έβρισκα, πολλές φορές έμεινα για μέρες εντελώς νηστική αλλά δεν με ένοιαζε. Δεν με ένοιαζε αν θα επιβίωνα ή όχι. Τί να έκανα μόνη μου; Χωρίς την οικογένεια μου; Τριγυρνούσα εδώ και εκεί. Άλλαζα συνέχεια τοποθεσίες. Πέρασε καιρός. Μέχρι που έφτασαν στα αυτιά μου εντελώς τυχαία ότι πάει τελείωσε το κακό έφυγε. Ξεκίνησα για να επιστρέψω στην πόλη χωρίς να ξέρω που να πάω γιατί σπίτι μου αποκλείεται να γυρνούσα. Περπατούσα μέχρι που βρεθήκατε εσείς στο δρόμο μου και μου δώσατε νέα πνοή στη ζωή μου. Σας ευχαριστώ. Σας ευχαριστώ μέσα από την καρδιά μου. Μακάρι να ξέρατε πόσο ευγνώμων είμαι».

Σταμάτησε να μιλάει. Δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια της.

Η Αλίκη ήταν συγκλονισμένη. Γρήγορα συνήλθε και την αγκάλιασε τρυφερά από τους ώμους.

«Αχ, καλή μου, τι πέρασες. Κλάψε. Βγάλε από μέσα σου όλο τον πόνο, θρήνησε για τους δικούς σου. Τους τόσο αδικοχαμένους».

Μαζί με τα δάκρυα της Σαλώμης έσμιγαν και τα δάκρυα της Αλίκης. Θρηνούσε και αυτή μαζί της σκεπτόμενη πόσα άλλα θα συνέβησαν όλους αυτούς τους μήνες αλλά να μην υπήρχαν πια οι μάρτυρες για να τα διηγηθούν.

Έμειναν εκεί αγκαλιασμένες για λίγο αλλά για τη Σαλώμη ήταν τόσο παρήγορο!

«Ξέρεις κάτι Σαλώμη;»

«Τί μεγαλειότατη;»

«Έχω μια ιδέα. Μπορείς να μου φωνάξεις σε παρακαλώ τη Σοφία;»

Ένευσε καταφατικά το κεφάλι και ξεστόμισε ένα απλό «Φυσικά. Πάω».

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top