Κεφάλαιο 11
Πήγε και την βρήκε. Ήταν καταρρακωμένη και την λυπήθηκε, δεν ήθελε να την ταράξει αλλά έπρεπε να την ρωτήσει, ήταν σημαντικό.
Η Θεανώ του είπε ότι δεν είχε προσέξει κάτι διαφορετικό στην κυρά της, συμπεριφερόταν όπως πάντα και πως το μόνο διαφορετικό που έγινε ήταν η επίσκεψη της σε εκείνη τη γυναίκα που ήξερε από βότανα και γιατροσόφια.
«Η κυρά σου τι ήθελε από αυτήν τη γυναίκα;».
«Υπέφερε από τρομερούς πονοκεφάλους και πήγε να ζητήσει γιατρικό. Της έδωσε κάποιο φυτό. Αυτό μόνο».
«Λες να της έδωσε τίποτα άλλο;»
«Δεν βλέπω το λόγο για κάτι τέτοιο αλλά δεν ξέρω κιόλας. Δεν με άφησε να πάω μαζί της αλλά την περίμενα λίγο πιο κάτω. Εντωμεταξύ, είχαμε ανταλλάξει και τα ρούχα μας. Αν και δεν μου εξήγησε το λόγο, εντούτοις κατάλαβα ότι το έκανε γιατί προφανώς δεν ήθελε να αποκαλύψει την πραγματική της ταυτότητα». Τα μάτια του Θόδωρου έλαμψαν. «Μπορείς να μου πεις πού μπορώ να βρω αυτή τη γυναίκα που ανέφερες; Δεν πιστεύω ότι είναι σύμπτωση το ότι η κυρά σου πέθανε αμέσως μετά την επίσκεψη της σε αυτή τη γυναίκα. Πρέπει οπωσδήποτε να μιλήσω μαζί της. Πρέπει να βρω μια άκρη».
«Αχ, καημένε Θόδωρε καλά το είχα καταλάβει ότι έτρεφες συναισθήματα για την κυρά μου» είπε η Θεανώ με θλίψη. «Σε είδα δυο, τρεις φορές πώς την κοιτούσες». Τον χάιδεψε φιλικά στην πλάτη και υπό την επιρροή του φιλικού αυτού χαδιού το παραδέχτηκε. Ήταν συντετριμμένος και τον έβλεπε. «Θα σου εξηγήσω πού θα βρεις αυτήν τη γυναίκα. Είναι το λιγότερο που μπορώ να κάνω για σένα και την κυρά μου».
Την επομένη κιόλας ξεκίνησε για το σπίτι της γυναίκας. Η Θεανώ του εξήγησε πως να πάει μέχρι εκεί και του ετοίμασε κολατσιό το οποίο με το ζόρι το πήρε μαζί του αφού από τη μέρα που είχε χαθεί η Εχίβη δεν είχε φάει σχεδόν τίποτα. Ήταν ωραία και ζεστή μέρα. Όλα ήταν ανθισμένα. Οι κάμποι έμοιαζαν με υπέροχο πίνακα του πιο διάσημου ζωγράφου. Σε αντίθεση με την οργιώδη ομορφιά της φύσης, η ψυχή και η καρδιά του ήταν μαύρες από τον απέραντο πόνο. Το μόνο που τον κυρίευε ήταν η μαυρίλα στη δική του ψυχή και το κενό που είχε αφήσει η απουσία της Εχίβης στη ζωή του.
Προχώρησε αρκετά μέχρι που είδε την αιωνόβια ελιά για την οποία του είχε μιλήσει η Θεανώ. Τον είχε συμβουλέψει να την χρησιμοποιήσει σαν σημάδι.. Από εκεί έστριψε δεξιά και συνέχισε απτόητος το δρόμο του.
Είχε επιτέλους φτάσει. Μέσα από τις περιγραφές της Θεανώς αναγνώρισε το πέτρινο σπίτι με την καμινάδα, τον όμορφο ολάνθιστο κήπο και το λιθόστρωτο μονοπάτι που οδηγούσε στην πόρτα του σπιτιού. Η καρδιά του άρχισε να κτυπά άγρια στο στήθος του. Προχώρησε. Διέσχισε το λιθόστρωτο και βρέθηκε μπροστά στην πόρτα. Την κτύπησε με λαχτάρα και περίμενε. Καμία απάντηση. Ξανακτύπησε. Και πάλι καμία απάντηση. «Δεν είναι εδώ» πρόφερε με πικρή απογοήτευση. Η απογοήτευσή του ήταν τόσο ισχυρή που του έφερε δάκρυα στα μάτια. «Δεν φεύγω χωρίς απαντήσεις. Θα περιμένω όσο χρειαστεί. Κάπου θα πήγε και θα γυρίσει».
Μια εβδομάδα περίμενε έξω από το σπίτι αλλά τίποτα. Η εξάντλησή του ήταν φανερή σε όλο το ταλαιπωρημένο σώμα του. Τελικά αποδέχτηκε με βαριά καρδιά την ήττα του και αποφάσισε να γυρίσει πίσω. Και έτσι έκανε.
Με το κεφάλι του θολωμένο από σκέψεις και το κορμί του παραλυμένο από τον πόνο δεν σκέφτηκε να την ψάξει εκεί γύρω. Αν το έκανε θα πρόσεχε πως στο βάθος ενός γκρεμού ένα σώμα βρισκόταν καταπλακωμένο από ένα μεγάλο βράχο και αν πλησίαζε αρκετά θα έβλεπε πως το σώμα αυτό άνηκε σε γυναίκα που στο δεξί της χέρι υπήρχαν ακόμα τα βότανα που μάζευε. Αυτή θα μπορούσε να ήταν η γυναίκα που έψαχνε τόσο επίμονα...
Από τότε ζούσε χωρίς ουσιαστικά να ζει. Η ζωή του δεν είχε πλέον κανένα νόημα χωρίς την γυναίκα που αγαπούσε όσο τίποτα άλλο.
Κατάντησε σκιά του εαυτού του, τριγυρνούσε κάνοντας μηχανικά τις δουλειές του χωρίς να τρώει και κοιμόταν ελάχιστα, μέχρι που έπεσε βαριά άρρωστος από ασιτία και εξάντληση αλλά κυρίως από ραγισμένη καρδιά και παράφορο πόνο αγάπης. Έφυγε ένα μήνα αργότερα με το όνομά της στα χείλη του.
Κατά μίαν έννοια ο Θεόδωρος ήταν τυχερός που είχε φύγει τώρα και δεν είχε προλάβει να δει το νησί του να υποτάσσεται στο μαύρο θάνατο που θα έφτανε το 1348 στο λιμάνι της Αμμοχώστου, φορτωμένος σ' ένα εμπορικό καράβι από την Αίγυπτο.
Όλα άρχισαν το 1331 μ.Χ ανατολικά, στις στέπες της Μογγολίας, όπου κάτι τρομερό αφυπνιζόταν. Ένας αόρατος φορέας φρικτού και φρικαλέου θανάτου. Η αυτοκρατορία της Κίνας άρχισε να πλήττεται από επιδημία της τρομερής αρρώστειας. Πριν καλά καλά οι αντιληφθούν οι άνθρωποι τη σοβαρότητα της κατάστασης και πόσο εύκολα μεταδιδόμενη είναι, είχε ήδη πάρει το δρόμο της δια μέσου του δρόμου του μεταξιού, μολύνοντας ενδιάμεσες πόλεις της Κεντρικής Ασίας. Το 1338 μ.Χ έφτασε στην Κιργιζία, το 1345 μ.Χ στην πόλη Σαράι και αμέσως μετά στην Κριμαία και συγκεκριμένα στον οχυρωμένο εμπορικό σταθμό της Κάφα, που εδώ και χρόνια ήταν κατεχόμενη από τους Γενοβέζους και που οι Μογγόλοι την εποφθαλμιούσαν.
Οι Μογγόλοι θέλησαν να κατακτήσουν την Κάφα και να αποκτήσουν αυτοί όλα τα προνόμια της πλούσιας πόλης και του εύπορου λιμανιού της. Ξεκίνησαν για τον προορισμό τους διασχίζοντας την Ασία χωρίς να γνωρίζουν την απειλή που καραδοκούσε. Όταν έφτασαν είχαν ήδη προσβληθεί από την αρρώστια, αλλά, δεν το ήξεραν. Το 1346 μ.Χ επιτέθηκαν στην πόλη με όλη την αγριότητα που χαρακτήριζε τη φυλή τους. Βρήκαν σθεναρή αντίσταση από τους αντιμάχους τους εντός των τοιχών. Μάχονταν με λύσσα ώσπου η φαρμακερή αρρώστεια άρχισε να αποδεκατίζει το στρατό των Μογγόλων που απορημένοι και απογοητευμένοι παρακολουθούσαν τους συμμάχους τους να πεθαίνουν καθημερινά κατά δεκάδες.
Οι υπερασπιστές της πόλης παρακολουθούσαν την απρόσμενη εξέλιξη των γεγονότων και κυριεύονταν από ακράτητη χαρά για τον αναπάντεχο θρίαμβό τους. Οι Μογγόλοι εξολοθρευμένοι έβλεπαν ότι μάχονταν επί ματαίω να εκπορθήσουν την πόλη και αποφάσισαν να υποχωρήσουν. Πριν φύγουν όμως τόλμησαν ένα τελειωτικό χτύπημα στους αντιπάλους. Με τη βοήθεια καταπελτών έστειλαν πάνω από τα τείχη και μέσα στην πόλη πτώματα, ζεστά ακόμη και ξέχειλα από την μολυσματική αρρώστια. Οι Γενοβέζοι προσπάθησαν τρομοκρατημένοι να ξεφορτωθούν τα πτώματα πετώντας τα στη θάλασσα και οι ίδιοι θέλησαν να εγκαταλείψουν την πόλη δια θαλάσσης για να σωθούν. Μετά από μέρες έφτασαν στο λιμάνι της Μεσσήνης στη Σικελία με τα αμπάρια γεμάτα από νεκρούς και ετοιμοθάνατους πια ανθρώπους μεταδίδοντας έτσι την αρρώστια σε όλη στην Ιταλία. Από εκεί και έπειτα σάρωσε σαν τυφώνας την Ευρώπη, την Αγγλία, ακόμη και τη Σκανδιναβία.
Τρόμος και πανικός κατέλαβαν τους ανθρώπους όταν άρχισαν να διαδίδονται φήμες για τους αμέτρητους θανάτους που σημειώνονταν συνεχώς. Η πανούκλα κατέκλυζε τις χώρες μία προς μία με αστραπιαία ταχύτητα. Πριν οι πόλεις ενημερωθούν για την λαίλαπα που τους απειλούσε ώστε να λάβουν οποιαδήποτε μέτρα αναχαίτισης του κακού, η πανούκλα ήταν ήδη εκεί, μέσα στα σπίτια τους και στις οικογένειες τους. Η Κύπρος με το πολυσύχναστο λιμάνι της Αμμοχώστου δεν ήταν δυνατό να γλιτώσει της πανδημίας. Με πλήρη ακόμα άγνοια της τραγικής λαίλαπας που μάστιζε την Ευρώπη δέχονταν κανονικά τα καράβια στο λιμάνι για τις εμπορικές τους συναλλαγές με αποτέλεσμα η πανούκλα να πλήξει το νησί.
Οι έμποροι, στους κεντρικούς δρόμους της Αμμοχώστου, άπλωναν σε μακρόστενα ξύλινα τραπέζια άπλωναν και διαλαλούσαν τις πραμάτειες τους που ήταν εμποτισμένες με το θάνατο. Οι κυρίες ανυποψίαστες τις αγόραζαν και μαζί μ' αυτές και τον αόρατο φορέα θανάτου. Τον μετέφεραν σπίτι τους, στην οικογένειά τους και από κει και πέρα άρχιζε η αντίστροφη μέτρηση του τέλους. Ενώ συνέχιζαν κανονικά τη ζωή τους, μέσα στις επόμενες μέρες ή και ώρες ακόμα άρχιζαν να νιώθουν σωματικώς καταβεβλημένοι, άρχιζαν τους εμετούς, υπέφεραν από οξύ πονοκέφαλο και δεν αργούσαν να πέσουν στο κρεβάτι με υψηλό πυρετό και έντονα ρίγη. Οι πόνοι που ένιωθαν τους έκαναν να ουρλιάζουν και ο υψηλός πυρετός να παραληρούν. Νόμιζαν ότι είχαν ασθενήσει με κοινό κρυολόγημα, αλλά όταν εμφανίζονταν στο σώμα τους οιδήματα με την μορφή εξογκωμάτων στην περιοχή του λαιμού, στη μασχάλη και στο εσωτερικό των γλουτών σε μέγεθος πορτοκαλιού με χρώμα μελανί, σχεδόν μαύρο, τότε όλη η φρικαλέα αποκάλυψη βρισκόταν εκεί μπροστά στα έντρομα μάτια τους.
Άνθρωποι τρελαμένοι από το φόβο αποφάσιζαν να φύγουν από τα σπίτια και τις πόλεις τους. Εγκατέλειπαν τις οικογένειές τους και τους αρρώστους ψάχνοντας για τη σωτηρία κάπου μακριά. Άθελά τους μόλυναν τα γύρω χωριά και η πανούκλα εισχωρούσε στα ενδότερα του νησιού. Οι περισσότεροι πέθαναν από την αρρώστια εκεί, στην αυτοεξορία τους. Ήταν γραφτό και καθόλου διαπραγματεύσιμο. Αντίθετα, οι ευγενείς ήταν και οι τυχεροί. Αποκλεισμένοι στις εξοχικές τους κατοικίες δεν είχαν να φοβηθούν τίποτα. Ήταν μάλιστα τόσο αχάριστοι για τη τύχη τους που δυσανασχετούσαν και γκρίνιαζαν που δεν είχαν την πλήρη ελευθερία για να πάνε όπου θέλουν.
Παντού επικρατούσε μία κατάσταση πλήρους συγχύσεως και αταξίας. Η φρικτή δυσωδία του θανάτου βρισκόταν παντού. Στους δρόμους πάντα κοίτονταν νεκροί. Ένας καραγωγέας αδρά πληρωμένος για να κάνει αυτή τη δουλειά, περνούσε από τους δρόμους και μάζευε τα πτώματα. Και αφού γέμιζε το κάρο του, το άδειαζε σε ομαδικούς τάφους που είχαν ανοιχτεί για το σκοπό αυτό, μέχρι να πεθάνει κι αυτός και να πάρει κάποιος άλλος με την σειρά του τη μακάβρια δουλειά. Δέχονταν μόνο και μόνο για την σπουδαία αμοιβή που τους υπόσχονταν. Δέχονταν άνθρωποι φτωχοί, που είχαν άμεση ανάγκη τα χρήματα, τόσο που ρίσκαραν μέχρι την ίδιά τους τη ζωή. Οι εκκλησίες γέμιζαν καθημερινά ασφυκτικά από πιστούς που προσεύχονταν για άφεση αμαρτιών, αφού πίστευαν πως οι αμαρτίες τους είχαν προκαλέσει την οργή του Θεού, ο οποίος τους τιμωρούσε με τόσο οδυνηρό τρόπο. Πολλοί χάριζαν όλη τους την περιουσία στην εκκλησία, ό,τι είχαν και δεν είχαν, με την ενδόμυχη επιθυμία να εξευμενίσουν την οργή του Θεού. Η εκκλησία όλο και στοίβαζε πλούτη με τις δωρεές αυτές.
Ο συνωστισμός των ανθρώπων στις εκκλησίες δεν έπρεπε να γινόταν, γιατί έτσι η πανούκλα μεταδιδόταν άμεσα από τον έναν στον άλλον, με ένα άγγιγμα ή ακόμα και με τον αέρα που ανέπνεαν. Οι άρρωστοι πλήθαιναν. Οι νεκροί ακόμα περισσότερο.
Οι γιατροί, όσοι έμειναν δηλαδή για να βοηθήσουν, ήταν οι πιο αμφισβιτούμενες προσωπικότητες. Έφευγαν; Τους έλεγαν λιπόψυχους και λιποτάκτες. Έμεναν; Ήταν φιλάργυροι και παραδόπιστοι. Πάντως, οι γιατροί που απέμειναν, βοήθησαν λαμβάνοντας βέβαια αμοιβή και προστατευτικά μέτρα κατά τις αρρώστειας που κάποια πετύχαιναν και κάποια άλλα όχι. Έκαναν επισκέψεις στους αρρώστους και προσπαθούσαν να απαλύνουν τον πόνο τους με τοπικές μικροεπεμβάσεις. Άνοιγαν με νυστέρι τα τεράστια σκληρά αποστήματα που προκαλούσαν αφόρητο πόνο και τα καθάριζαν από το παχύρευστο πύον και το μολυσμένο αίμα προσφέροντάς τους έτσι πρόσκαιρη ανακούφιση. Τους έβαζαν κρύες κομπρέσες για τον πυρετό και τους χορηγούσαν λάβδανο ως παυσίπονο. Τα μάτια τους είχαν αντικρύσει όλη την φρικαλεότητα της καταραμένης αρρώστιας και το πιο αποκρουστικό που είχαν συναντήσει ήταν τα άκρα των ασθενών που γίνονταν μελανά όσο η πανούκλα έφτανε στο τελευταίο στάδιο πριν το θάνατο. Έδιναν και διάφορες συμβουλές που πίστευαν ότι μπορεί να βοηθούσαν όπως για παράδειγμα να κλειστούν στα σπίτια τους με καλά αμπαρωμένα τα παράθυρα και να βγαίνουν από αυτό μόνο αν ήταν απόλυτη ανάγκη. Και όταν έβγαιναν να σκεπάζουν οπωσδήποτε τη μύτη και το στόμα τους με πανί εμποτισμένο με κρασί. Στα τζάκια να μεριμνούν να ανάβει πάντα φωτιά γιατί πίστευαν ότι κατά κάποιο τρόπο καθαριζόταν και απολυμαινόταν ο αέρας. Όταν μαγείρευαν πρώτα να άφηναν το νερό να κοχλάσει και μετά να έβαζαν μέσα ό,τι ήθελαν να μαγειρέψουν.
Με τον καιρό οι εισηγήσεις αυτές άρχισαν να εμπλουτίζονται από τους απλούς ανθρώπους με διάφορες δικές τους αβάσιμες εμπνεύσεις όπως ας πούμε ότι το να κοιμούνται κατά τη διάρκεια της μέρας ήταν επικίνδυνο, ότι τα μόνα παράθυρα που μπορούσαν να ανοίξουν ήταν αυτά που κοιτούσαν προς βορράν, ότι οι όμορφες κοπέλες έπρεπε να προσέχουν διπλά γιατί η αρρώστια ελκυόταν από την ομορφιά τους και άλλα πολλά.
Παντού οι πληγείσες χώρες έψαχναν τα αίτια της συμφοράς που τους είχε βρει τόσο απρόσμενα. Και αφού δεν διέθεταν τα μέσα για έγκυρες και αξιόπιστες απαντήσεις, άτομα υψηλά ιστάμενα τις έβγαζαν από το κεφάλι τους και τις διέδιδαν στον απλό λαό που απαιτούσε απαντήσεις.
Με αυτό το τρόπο έπραξε και ένας ανώνυμος Φλαμανδός κληρικός. Με τη φαντασία του έπλασε μια δεισιδαιμονία για το τραγικό ξεκίνημα της πανδημίας και το διέδιδε χωρίς ενδοιασμούς για τα ψεύδη του. «Στην Ανατολή» έλεγε «σε μια επαρχία κοντά στην Ινδία, αποτρόπαια και ανήκουστη καταιγίδα εξ ουρανού κατέκλυσε την περιοχή για τρεις ημέρες. Την πρώτη μέρα έπεσε φρικαλέα βροχή από βατράχια, φίδια, σαύρες και σκορπιούς. Τη δεύτερη μέρα τρομερή βροντή έσκισε τον ουρανό και κομμάτια φωτιάς ανακαταμένα με τεράστιες χαλαζόπετρες έπεσαν στην γη εξολοθρεύοντας τα πάντα, από το μικρότερο μέχρι το μεγαλύτερο ζωντανό ον. Την τρίτη μέρα φωτιά έπεσε από τον ουρανό που έβγαζε καπνό και θειάφι και σκότωσε ό,τι είχε απομείνει ζωντανό πάνω στη γη». Ήταν ό,τι πιο παρατραβηγμένο ειπώθηκε ποτέ που όμως οι άνθρωποι το πίστεψαν γιατί το είχε πει κληρικός, άνθρωπος του Θεού.
Ο καθένας μετανοούσε για τις δικές του αμαρτίες γιατί πίστευε πως ίσως αυτές είχαν προξενήσει την οργή του Θεού. Μόνο που ήταν πια αργά. Η τιμωρία είχε έρθει σαν πέλεκυς από τον Θεό. Αυτό πίστευαν και βάσει αυτού ζούσαν και έπρατταν. Παντού υπήρχαν πανικοβλημένοι άνθρωποι που εγκατέλειπαν τα σπίτια τους και τις οικογένειές τους. Φόβος και υστερία επικρατούσαν παντού. Άλλοι πάλι αποφάσιζαν να ζήσουν έντονα μέχρι να επέλθει το μοιραίο. Έτσι μεθοκοπούσαν ολημερίς. Το μυαλό τους θόλωνε και προέβαιναν σε κακουργήματα. Η κοινωνική αποσύνθεση επικρατούσε παντού και με όλους τους ειδεχθείς τρόπους. Βίαζαν ανυπεράσπιστες γυναίκες και λεηλατούσαν τα εγκαταλελειμμένα σπίτια αρπάζοντας διάφορα τιμαλφή. Δεν ήξεραν όμως ότι μαζί με τα κλοπιμαία κουβαλούσαν και την αρρώστια. Ακόμα και ζώα πέθαιναν από την μολυσματική νόσο και τα κουφάρια τους, αφού δεν υπήρχε κανείς για να τα μαζέψει, μόλυναν τους κάμπους και ρύπαιναν τον αέρα.
Οπως στην Αμμόχωστο έτσι και στην Λευκωσία επικρατούσε πανικός και σύγχυση. Μεγάλος καβγάς είχε ξεσπάσει εδώ και ώρα στο παλάτι.
«Πώς τολμάς να μου ζητάς κάτιτέτοιο; Ούτε που να το σκέφτεσαι! Δεν φεύγω! Δεν σε αφήνω!» τσίριζε με πείσμα ηΑλίκη και τα χέρια της έτρεμαν ελαφρά από την ταραχή και τα νεύρα.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top