I. Dies Irae
Ημέρες Οργής
✵
Λόθριεν, Σκωτία 1624
Οι μαινόμενες φλόγες έκαιγαν χρυσοπόρφυρες πάνω στους ξύλινους πυρσούς που φώλιαζαν μες στις σφιχτά κλεισμένες γροθιές των χωρικών. Το ισχνό αντιφέγγισμα της φωτιάς και το λαμπάδιασμα του ξύλου δημιουργούσαν μια αλλόκοτη, σχεδόν συμβολική μάχη ανάμεσα στο πορτοκαλοκόκκινο φως και το πηχτό σκοτάδι ολόγυρα.
Οι άυλες σκιές, που προκαλούσαν οι αεικίνητες πύρινες λάμψεις καθώς τρεμόπαιζαν, είχαν μια ικανότητα μεταμόρφωσης ετούτη τη νύχτα, διαστρέβλωσης. Πέφτοντας πάνω στα οικεία πρόσωπα των χωρικών, τα διέστρεφαν σε βαθμό αγνώριστο, τα έκαναν να φαντάζουν γεμάτα κοφτερές γωνίες, αποκρουστικά εξογκώματα και μαβιά βαθουλώματα. Μετέτρεπαν τα πρόσωπα των ανδρών και των γυναικών σε πρόσωπα τεράτων. Από την άλλη πάλι, ίσως να μην ευθύνονταν οι αναμμένες δάδες για αυτή την παραμόρφωση, για αυτή την διαστρέβλωση δίχως προηγούμενο. Ίσως να έφταιγαν οι ίδιοι, οι κληρονόμοι του τόπου τούτου. Απόψε, οι άνθρωποι του Λόθριεν είχαν... αλλάξει. Είτε είχαν φορέσει τα πιο απάνθρωπα προσωπεία τους, είτε είχαν αφαιρέσει τις μάσκες πίσω από τις οποίες κρύβονταν για τόσο καιρό και είχαν αποκαλύψει τους κτηνώδεις εαυτούς που φύλαγαν από κάτω. Δεν ήταν εύκολο ν' αποφανθεί κανείς ποιο από τα δύο ίσχυε και ποιο όχι.
Το σκοτεινό πλήθος σχεδόν δονούνταν μαζί με τις φλόγες που σάλευαν στα δαδιά του, παλλόταν από την οργή και το μένος, τον συγκαλυμμένο φόβο και την ανεξήγητη ανυπομονησία του, από μια πρωτοφανέρωτη αιμοσταγή διάθεση, μια αδημονία για θεία τιμωρία κι εκδίκηση. Για νέμεση. Στέκονταν ο ένας δίπλα στον άλλο, σχηματίζοντας έναν αδιάσπαστο κλοιό από σφιγμένα, κάθιδρα κορμιά, όπλα και πυρωμένους δαυλούς, κι όλοι τους είχαν το βλέμμα στραμμένο προς το εσωτερικό του κύκλου. Παρακολουθούσαν, παραμόνευαν κι ορκίζονταν νοερά στον εαυτό τους, στους άλλους, στον Ύψιστο ακόμη, να μην αφήσουν αυτό που είχαν περικυκλώσει, να τους ξεφύγει. Επ' ουδενί.
Μια αφύσικη ηρεμία είχε κυριεύσει την πλάση ολάκερη απόψε, μια στοιχειωτική σιγή βγαλμένη από εφιάλτη, που έμοιαζε να πνίγει κάθε συνηθισμένο ήχο, κάθε καθησυχαστικά γνώριμο θόρυβο του δάσους: το θρόισμα του αγέρα που περνούσε μέσα από τα κλαδιά και τις φυλλωσιές των δέντρων είχε κοπάσει ολωσδιόλου, το γάργαρο κελάρυσμα των ποταμών τριγύρω είχε σβήσει, το φτερούγισμα των πουλιών είχε χαθεί και το ελαφροπάτημα των ζώων που διέσχιζαν το δάσος δεν ακουγόταν πια. Μια ανατριχιαστική σιγαλιά είχε απλωθεί ολούθε, σπάζοντας μονάχα από τους μικρούς φιμωμένους ήχους των σπαραξικάρδιων λυγμών, των ψιθυριστών ικεσιών και των δακρύων που κυλούσαν στο κέντρο του κύκλου. Ό,τι κι αν ήταν αυτό που είχαν αιχμαλωτίσει σαν αγρίμι οι χωρικοί ανάμεσα τους, εκλιπαρούσε για έλεος. Ένα έλεος που δεν θα συναντούσε εκεί.
Πέραν αυτού, ο κόσμος έμοιαζε βουβός, παγωμένος κι ακίνητος. Ένας μακρινός απόηχος αυτού που είχε υπάρξει κάποτε. Η ατμόσφαιρα είχε τεταθεί, είχε ηλεκτριστεί, όπως ο ουρανός της νηνεμίας λίγο πριν τη διαδεχτεί η σφοδρότερη καταιγίδα. Κι αυτή δεν άργησε να έρθει.
Ξάφνου, κάτι νέο ράγισε τη σιγαλιά του σκοτεινού δάσους. Ο ήχος της χλόης και των χαμόκλαδων που συνθλίβονταν κάτω από σιδερένιες οπλές μαζί με τους καλπασμούς ενός αλόγου μέσα στη νύχτα. Το ζώο, ένα θεόρατο άτι, αγέρωχο και μυώδες γλίστρησε μες στη σκοτεινιά του τοπίου, με το γυαλιστερό, ερεβώδες τρίχωμά του να το καθιστά σχεδόν αόρατο. Έμοιαζε πιότερο με πνεύμα ή με στοιχειό, παρά με κάτι ζωντανό κι επίγειο. Έμοιαζε τρομερό σαν πραγμάτωση γραφών ιερών και προφητειών πανάρχαιων, σαν μυθικός φορέας της Αποκάλυψης. Αυτή την αίσθηση του απόκοσμου ενίσχυε κι ο καβαλάρης που μετέφερε στη ράχη του. Η κατάμαυρη σκιά ενός άνδρα ντυμένου σ' έναν βαθυπόρφυρο, σχεδόν μελανό μανδύα. Την ταυτότητά του κάλυπτε μια βαριά κουκούλα που έπεφτε ως χαμηλά κρύβοντάς το πρόσωπό του. Μολαταύτα, όλοι οι παρευρισκόμενοι γνώριζαν ποιος ήταν. Εκείνον προσμέναν.
Το άλογο πλησίασε γοργά το συνωστισμένο πλήθος με τις σκούρες οπλές του να βροντούν το έδαφος και την σταχτόξανθη χαίτη του να αστράφτει στο ωχρό σεληνόφως σαν γνεσμένο ασήμι. Με μια κίνηση στιβαρή κι απότομη ο άνδρας τράβηξε τα χαλινάρια προστάζοντας το ζώο να σταματήσει. Εκείνο του υποτάχτηκε μεμιάς.
«Καλοί άνθρωποι του Λόθριεν», τους προσφώνησε με μια φωνή επιβλητική και καθάρια και τόσο διαπεραστική που οι λέξεις της ταξίδεψαν στη νύχτα κι έφτασαν ως και τα αφτιά του τελευταίου χωρικού. «Ο Θεός στο Λευιτικόν σας υπαγορεύει το καθήκον σας, κι είναι ξεκάθαρο σαν το φως της αυγής. Το θέλημά Του είναι το εξής: Και ανήρ ή γυνή ος αν γενήται αυτών εγγαστρίμυθος ή επαοιδός, θανάτω θανατούσθωσαν αμφότεροι, λίθοις λιθοβολήσατε αυτούς ένοχοι είσιν*». Σηκώνοντας το γαντοφορεμένο του χέρι ο άνδρας έσπρωξε την κουκούλα του κι αποκάλυψε το πρόσωπό του, ένα βλοσυρό πρόσωπο με σκληρές γραμμές και αιχμηρές γωνίες. Το πρόσωπο ενός δήμιου. «Δώδεκα αμαρτωλές στέκονται ενώπιον σας απόψε», τους ανακοίνωσε. «Μιαίνοντας τα ιερά ετούτα χώματα που πατάτε, προκαλώντας την οργή των ουρανών».
Οι παρευρισκόμενοι κοίταξαν τον επίσκοπο Έλρικ Κάταναχ, τον άνδρα με τους γκριζαρισμένους κροτάφους και τον αιμάτινο μανδύα στους στιβαρούς, φαρδιούς του ώμους, που είχε επιλεγεί να τους κρατήσει στο μονοπάτι της σωτηρίας, όπως ο καλός ποιμένας τον χαμένα αμνό. Και στ' αλήθεια είχαν κινδυνεύσει να χαθούν χωρίς εκείνον, υπό την καθοδήγηση και την σοφία του, όμως, κατόρθωσαν τελικά να διακρίνουν το καλό απ' το κακό. Κι αυτό που είχαν αιχμαλωτίσει απόψε ανήκε αναμφισβήτητα στην δεύτερη κατηγορία. Δυσαρεστημένα σιγομουρμουρητά γέμισαν τον χώρο απ' τις φωνές των χωρικών. Στην αρχή επιφυλακτικά και έπειτα όλο και πιο δυνατά.
«Ο Κύριος και Θεός σας», είπε με σθένος ο επίσκοπος. «Σας καλεί να πράξετε τα δέοντα. Θ' ανταποκριθείτε στο πρόσταγμα Του;»
Με αυτό, οι φιμωμένοι ψίθυροι άρχισαν να μετατρέπονται σε εξαγριωμένες κραυγές κι οι κραυγές με την σειρά τους σε μια βοή μοχθηρού, αιμοσταγούς ενθουσιασμού. Φυσικά και θ' ανταποκρίνονταν, και με το παραπάνω. Σαν να ήταν ο μαέστρος της χορωδίας του Θανάτου, ο επίσκοπος άφησε τον δικαιολογημένο θυμό της μάζας να συσσωρευτεί, τον θόρυβο να ενταθεί, προτού συνεχίσει. Αυτή ήταν προφανώς η αντίδραση που προσδοκούσε και λαμβάνοντάς την, επιβεβαίωνε την επιρροή και την εξουσία του. Μια ανάσα ικανοποίησης έκανε το στήθος του να φουσκώνει. Όταν η οχλαγωγία κορυφώθηκε, ο επίσκοπος Κάταναχ κατέβηκε από την ράχη του αλόγου του και η καταλυτική του παρουσία έκανε το πλήθος των χωρικών να παραμερίσει μεμιάς, να υποχωρήσει και ν' ανοίξει στα δύο, όπως η Ερυθρά Θάλασσα, για να τον αφήσει να διαβεί. Ο άνδρας προχώρησε ανάμεσα στους πιστούς του με πυγμή, αφήνοντας τις βαριές, δερμάτινες μπότες του να θρυμματίσουν το γρασίδι και τα χαμόκλαδα. Τα βήματά του τον οδήγησαν ως το κέντρο του κύκλου των πιστών, εκεί όπου υπήρχε αυτό που έμοιαζε να είναι το σκοτεινότερο μέρος του δάσους της νύχτας.
Μια δρυς ρίζωνε εκεί για περίπου μισό αιώνα και τα ροζιασμένα κλαδιά της που συστρέφονταν μπλεγμένα προς πάσα κατεύθυνση σαν τα πελώρια πλοκάμια ενός Κράκεν, εμπόδιζαν το φεγγαρόφως να εισχωρήσει μέσα από τις διχαλωτές τους απολήξεις, τα φύλλα και τον ίσκιο τους. Ήταν ολωσδιόλου απόκοσμα και οι χοντρές αλυσίδες που κρέμονταν από τα ψηλά κλαδιά τρίζοντας στην σκοτεινή, καθάρια ατμόσφαιρα του δάσους μπορούσαν μονάχα να ενισχύσουν αυτή την εντύπωση. Οι κρίκοι των αλυσίδων καμωμένοι από σίδερο και διάστικτοι με χάλκινη σκουριά ήταν περασμένοι ο ένας μες στον άλλο, καταλήγοντας σε ζευγάρια από χειροπέδες. Υπήρχε μια ντουζίνα από τέτοια ζευγάρια, δέσμιες των οποίων ήταν δώδεκα μαυροντυμένες γυναίκες. Ο επίσκοπος Κάταναχ στράφηκε κι αντίκρισε τα πρόσωπα των γυναικών ένα ένα, ασυγκίνητος από τα δάκρυα και τ' αγκομαχητά τους, τις ικεσίες και το γοερό τους κλάμα.
«Η ανθρώπινη ψυχή είναι ευάλωτη, δεν χρειάζεται μεγάλο κίνητρο για να διαφθαρεί», ανακοίνωσε ο επίσκοπος, με την αυθεντία του κορυφαίου ιεράρχη του Λόθριεν, του εκπρόσωπου Του Ουράνιου Πατέρα εκεί. «Κι οι ψυχές τούτων 'δω είναι διεφθαρμένες ως τα μύχια, τόσο που δεν μπορούν να εξαγνιστούν ή να σωθούν, παρά μόνο να μολύνουν και τις ψυχές των άλλων, των ανυποψίαστων συγχωριανών τους που 'χουν ως τώρα παραμείνει άσπιλοι. Τις δικές σας ψυχές! Θα τις αφήσετε να σας τις πάρουν;»
Μια βοή αποδοκιμασίας κι άρνησης ξεσηκώθηκε από παντού με την μορφή ουρλιαχτών μίσους. Το πλήθος των πιστών δεν θα παρέδιδε την ψυχή του αμαχητί. Τουναντίον.
Ο πάτερ Κάταναχ άρχισε να βηματίζει ξανά ζώνοντας την αιωνόβια δρυ. Τα λόγια του αντηχούσαν στις συνειδήσεις των παρευρισκόμενων και τα βαριά, αργόσυρτα βήματά του λειτουργούσαν σαν βάναυση, μουσική υπόκρουση για τους ασυγκράτητους χτύπους των καρδιών τους. Των καρδιών των χωρικών και συνάμα των καρδιών των μαυροντυμένων γυναικών που ήταν δέσμιες, καταδικασμένες σε μια μοίρα που είχε ήδη γραφτεί. Και δεν μπορούσε να αλλάξει.
«Βέβηλες», αποφάνθηκε ο επίσκοπος δίχως σταματημό. «Βέβηλες από την φύση τους ετούτες οι γυναίκες, ασύδοτες και επικίνδυνες από την απαρχή του κόσμου, από την αυγή της δημιουργίας. Δεν είν' τίποτα άλλο παρά απόγονοι της Εύας, της πρώτης αμαρτωλής. Ιέρειες του κακού, γνώστριες των ανίερων τελετουργιών, μυημένες στις απόκρυφες τέχνες και στην λατρεία του Διαβόλου», είπε στους ακολούθους του. «Αδιαφορούν για τη δική τους σωτηρία, αποκηρύττουν την καθολική πίστη στον Χριστό και δίνουν όρκο πίστης στον Εωσφόρο! Βεβηλώνουν τον σταυρό, παραδίδονται σε μαγγανείες, ξόρκια και δολοπλοκίες, σε απεχθείς προλήψεις και κληρομαντείες, σε γητειές και σε δαίμονας», συνέχισε απαριθμώντας, θαρρείς, τις κατηγορίες εναντίον τους. «Με την δύναμη του Κακού προκαλούν την παρακμή της ανθρώπινης ψυχής, την σήψη της! Αφανίζουν τον σπόρο των γυναικών και την αντροσύνη των συζύγων τους, σφάζουν χριστιανόπουλα και ποτίζουν τα χώματα που πατούν με το αίμα τους! Αρρωσταίνουν τα κοπάδια και ρημάζουν τις σοδειές μας, μολύνουν τον τόπο μας και τον βυθίζουν αδιάκοπα σ' ένα σκοτάδι τόσο αβυσσαλέο που απειλεί να καταβροχθίσει κάθε φως».
Καθώς ο επίσκοπος Έλρικ Κάταναχ περνούσε δίπλα από την λάμψη ενός δαυλού, την είδε να τρεμοπαίζει ξάφνου μ' έναν αλλόκοτο τρόπο. Κοντοστάθηκε. Το λαμπάδιασμά του δαυλού σχεδόν χάθηκε, και θα μπορούσε κανείς ν' αποφανθεί πως τούτο δεν ήταν παρά μια ακόμα απόδειξη της σοφίας του άνδρα με την πορφυρή κάπα, της αλήθειας των λεγόμενων του.
«Χρέος μας», βροντοφώναξε τώρα. «Είναι να προστατεύσουμε το φως». Μ' αυτό ο επίσκοπος άπλωσε το γεροδεμένο του χέρι και πήρε τον μισοσβησμένο δαυλό απ' το χέρι του αγρότη που τον βάσταζε. «Το φως γύρω μας, μα πρωτίστως το φως μέσα μας».
Λες και οι λέξεις του ήταν αυτοδύναμες και θαυματουργές, έκαναν την φωτιά που 'χε σωθεί, να φουντώσει ξανά. Η προηγούμενη φωτεινότητα επανήλθε μεμιάς, λες και οι φλόγες είχαν αντιδράσει σε κάποιο αόρατο ερέθισμα που κανείς δεν μπορούσε να δει.
Η μικρή πορτοκαλιά φωτιά έκαιγε πλέον ζωηρά, δημιουργώντας με κάθε της κίνηση άυλες σκιές που πύκνωναν όλο και περισσότερο πάνω στο σκυθρωπό πρόσωπο του άνδρα. Έμοιαζαν να σκουραίνουν αυτές οι σκιές, και να σέρνονται πάνω στο δέρμα του σαν μαύρη πίσσα που όλο ρέει.
Ο επίσκοπος ύψωσε την γροθιά του στον αέρα πάνω από το κεφάλι του, για να δείξει, θαρρείς, σ' όλους τους το φως που έφερε μαζί του. Το πλήθος άρχισε να παραληρεί. Δαδιά και τσουγκράνες ανέμισαν στο σκοτάδι της νύχτας, από ανθρώπους που μιμούνταν πιστά την χειρονομία του, που ασπάζονταν τις απόψεις του. Βρυχηθμοί, κραυγές και ουρλιαχτά θρυμμάτισαν την πρότερη σιγαλιά του τόπου.
«Στο πυρ το εξώτερον!», φώναξε εχθρικά ένας από τους χορικούς του πλήθους.
«Το σκότος θα ηττηθεί!», υπερθεμάτισε ένας άλλος.
«Κάψ' τες! Κάψ' τες, πάτερ!», ακούστηκε η απεγνωσμένη στριγκλιά ενός τρίτου. «Κάψε τις μάγισσες!»
Κι όπως ήταν φυσικό, ο πάτερ Έλρικ Κάταναχ, που είχε αφιερώσει τον βίο του ολάκερο στην χριστιανοσύνη, Τον Θεό και τους ακόλουθους του, έσπευσε να κάνει αυτό που είχε κληθεί να κάνει. Αυτό που του ζητούσαν οι πιστοί.
Στράφηκε κι αντίκρισε τις δεσμώτριες του δάσους της νύχτας. Απόψε δεν θύμιζαν σε τίποτα τους διαβόητους εαυτούς τους. Δεν ήταν τρομερές οι γυναίκες ετούτες, δεν ήταν προκλητικές και αυθάδεις, ατίθασες και αδάμαστες, όπως συνήθιζαν. Ήταν μια ντουζίνα από σκελεθρωμένα κορμιά, λιπόσαρκα κι εξασθενημένα από την φυλάκιση, τον υποσιτισμό, τις ιερές εξετάσεις και τα βασανιστήρια. Ήταν αδύναμες, αυτό ήταν. Ανίσχυρες όσο ποτέ. Και το γνώριζαν κι οι ίδιες. Τούτη η επίγνωση ήταν προπάντων που τις έκανε να σπαράζουν, να θρηνούν και να ικετεύουν για ένα πιο σπλαχνικό τέλος, για λίγο έλεος.
Ο πάτερ Έλρικ Κάταναχ έψαξε στην καρδιά του και το συναίσθημα που βρήκε 'κει δεν ήταν εκείνο της ελεημοσύνης. Η θρησκεία του του υπαγόρευε, ασφαλώς, να είναι μεγαλόψυχος και συγχωρητικός, μα του θύμιζε επίσης πως με το κακό δεν πρέπει κανείς να συνδιαλέγεται, μήτε να είναι δεκτικός. Η επικινδυνότητα μιας τέτοιας στάσης ήταν υπερβολικά μεγάλη, το διακύβευμα πολύ βαρύ.
Ενώ ο πάτερ Έλρικ Κάταναχ κοιτούσε τις δώδεκα μαυροντυμένες δεσμώτριες, μια σκοτεινή θυμηδία πήρε μορφή στο σκληρό, άτεγκτο πρόσωπο του. Θα έδειχνε σε αυτούς τους ανθρώπους ποιο ήταν το σωστό και το φρόνιμο, ποια πράξη τους θα ευχαριστούσε Τον Κύριο. Και τον ίδιο.
Ο επίσκοπος άφησε τα τελευταία του βήματα να τον οδηγήσουν στο κέντρο του κύκλου από φωτιά και σκότος, εκεί όπου οι χοντρές, χορταριασμένες ρίζες του θεόρατου δέντρου ξεκινούσαν, εκεί όπου περιστρέφονταν και μπλέκονταν και χώνονταν στο μαύρο χώμα. Στην βάση του κορμού περίμεναν οι κατηγορούμενες με τα χλωμά τους πρόσωπα κλαμένα. Τα πληγιασμένα τους πέλματα ήταν κρυμμένα κάτω από τους λασπωμένους ποδόγυρους των μακριών, μαύρων τους κουρελιών. Τα χέρια τους που έτρεμαν, ήταν περασμένα μέσα στους σιδερένιους κρίκους των αλυσίδων και κρέμονταν πάνω απ' τα σκυμμένα τους κεφάλια. Το θέαμα ήταν ιδανικό, ιδανικό για να στείλει ένα μήνυμα σαφές και βροντερό σε όποιον τολμούσε να αντιτεθεί στους νόμους και τους κανόνες του Λόθριεν. Κι όμως, η εικόνα δεν ήταν απόλυτα σωστή. Υπήρχε ένα ψεγάδι πάνω της, μέσα της.
Ένα ψεγάδι που άκουγε στο όνομα Αλθαία Όμπεργκφελ.
Ο επίσκοπος Κάταναχ συνάντησε την γυναίκα με το βλέμμα του κι εκείνη του το ανταπέδωσε θαρρετά. Έστεκε ανάμεσα στις υπόλοιπες δεσμώτριες, μια εξ' αυτών, όμοια τους, μα και τόσο διαφορετική συνάμα. Τα μακριά, βαθυκόκκινα μαλλιά της ανέμιζαν γύρω από το πρόσωπο και το κορμί της σαν κάποιο πυρωμένα κράμα χαλκού, και τα σκουροπράσινα μάτια της λαμπύριζαν και σπίθιζαν άγρια. Τα όμορφα, αδρά χαρακτηριστικά της και οι λεπτεπίλεπτες γραμμές της φιγούρας της, την έκαναν ένα πλάσμα σπάνιας ομορφιάς, εξωτική κι αιθέρια, σαν νύμφη του δάσους ή σαν νεράιδα.
Όμως, δεν ήταν το κάλλος της ετούτο που την έκανε να ξεχωρίζει ανάμεσα στις άλλες.
Ήταν το γεγονός ότι η Αλθαία Όμπεργκφελ χαμογελούσε.
Ο επίσκοπος την πλησίασε, πεπεισμένος να εξιχνιάσει αυτήν την αταίριαστη έκφραση της. Του είχε κινήσει στ' αλήθεια το ενδιαφέρον το μειδίαμα στα ροδαλά της χείλη. Δεν είχε ξαναδεί ετοιμοθάνατο να κάνει κάτι τέτοιο. Λιποψυχούσαν ή ατσαλώνονταν, μα ποτέ, ποτέ τους δεν χαμογελούσαν.
Κι όμως, εκείνη το έκανε. Εδώ και τώρα. Μπροστά σε όλους. Σε κάθε του δρασκελιά, το μειδίαμα της γινόταν πιο φαρδύ, πιο πλατύ, μεγαλύτερο. Ο επίσκοπος συνειδητοποίησε ότι αυτό τον ερέθιζε και τον εξόργιζε μαζί. Αυτή η καταραμένη γυναίκα τον αψηφούσε! Περί αυτού επρόκειτο, μα φυσικά, μα φυσικά! Σκοπός της ήταν ν' αποδείξει πως ότι κι αν της έκανε δεν θα ήταν αρκετό, δεν θα την λύγιζε, δεν θα την έσπαγε. Δεν θα κατάφερνε να την εξουσιάσει, κι ας εξουσίαζε τους πάντες. Θα τον ξεπερνούσε σε ψυχικό σθένος, σε γενναιότητα, σε αγέρωχη αποφασιστικότητα, σε αλύγιστη πυγμή.
Κι ας ήταν το τελευταίο πράγμα που θα έκανε.
Ο επίσκοπος Έλρικ Κάταναχ στάθηκε εμπρός της συνοφρυωμένος, σκυθρωπός. Ήταν ο δήμιος της κι ήταν το θύμα του, μα εκείνη αρνούνταν πεισματικά να ενστερνιστεί αυτόν της τον ρόλο. Τον ρόλο που είχε επιλέξει η μοίρα για 'κείνην. Δεν συμπεριφερόταν σαν θύμα, δεν λύγιζε υπό το βάρος των αλυσίδων, δεν έτρεμε στην θέα της φωτιάς. Μονάχα στεκόταν εκεί εκπέμποντας ζόφο και μοχθηρία, στεκόταν και χαμογελούσε σιωπηρά, θαρρείς κι ο κόσμος ολάκερος δεν ήταν παρά ένα μυστικό χωρατό, που μόνο η ίδια είχε την οξύνοια να καταλάβει.
«Αλθαία Όμπεργκφελ», την προσφώνησε. Η φωνή του Έλρικ ένα σπάνιο κράμα απέχθειας και αναγνώρισης, όμοιο με τον σεβασμό που αποτίνει κανείς σ' έναν αντίπαλο που 'ναι άξιος, μα και μισητός μαζί. «Μάγισσα, εμβρυοκτόνε, σοδομίστρια. Με απόφαση μας κρίνεσαι ένοχη για τέλεση μαγείας, για νεκρομαντεία και για συνεργασία με τον αφέντη σου, τον Διάβολο. Κακουργηματικά εγκλήματα κι αξιόποινα, που ισοδυναμούν με προδοσία ενάντια στην εκκλησία, την κυβέρνηση και τον βασιλιά».
Η Αλθαία τον άκουσε και επιτέλους το υπεροπτικό της προσωπείο φάνηκε να κλονίζεται κάπως και να δέχεται τις πρώτες του ρωγμές. Το χαμόγελό της τρεμούλιασε όπως η φλόγα ενός κεριού, άναψε, σβήσε, άναψε, μέχρις ότου χάθηκε. Τα χείλη της έσμιξαν μεταξύ τους και πιέστηκαν σε μια λεπτή, ίσια γραμμή. Ένας μικρός σπασμός φάνηκε στο σαγόνι της. «Σιγά το νέο», είπε τελικά.
Ο επίσκοπος γρύλισε στην χλεύη της. «Επέλεξε προσεκτικά τα επόμενα λόγια σου, Αλθαία», της συνέστησε. «Διότι θα είναι τα τελευταία σου».
Η γυναίκα τον κατακεραύνωσε με ένα της βλέμμα. Κάτι άστραψε μέσα στα σμαραγδένια της μάτια. Ύστερα από λίγες στιγμές, όμως, φάνηκε να έρχεται στα συγκαλά της, να συνειδητοποιεί ότι οι φαρμακερές ματιές και οι προσβλητικές απαντήσεις, δεν θα έφερναν μια αλλιώτικη έκβαση. Κανείς δεν ξέφευγε από το πεπρωμένο του. Ούτε καν μια μάγισσα...
Η Αλθαία έγειρε το κεφάλι της καταπτοημένη, νικημένη πια. Το όμορφο πρόσωπό της κρύφτηκε στις σκιές και τις σκούρες τούφες των μαλλιών της που έπεσαν μπροστά. «Λυπάμαι», ψέλλισε μάλλον αδύναμα, σε μια πρωτοφανή ένδειξη μετάνοιας, παράδοσης. Ήττας.
Ο επίσκοπος ένευσε ικανοποιημένος. Είχε πάρει αυτό που ήθελε. «Θα έπρεπε», είπε.
Η Αλθαία συνέχισε. «Λυπάμαι που ήρθαν έτσι τα πράγματα. Λυπάμαι που οι αδερφές μου κι εγώ πρέπει να παραδοθούμε στις φλόγες, λυπάμαι που δεν προφτάσαμε να σας κάψουμε εμείς πρώτες. Εσείς είστε οι βάρβαροι! Είστε καταπατητές του κόσμου μας! Αιώνες πριν αφήσαμε τις πατρίδες των προγόνων μας και μετοικίσαμε στην χώρα αυτή που ήταν ξεχασμένη κι έρημη. Φέραμε μαζί μας τους αγαπημένους μας και όλα μας τα υπάρχοντα, τις γνώσεις, την γλώσσα, τις παραδόσεις και την θρησκεία μας. Και όλα ήταν καλά, προτού έρθετε εσείς εδώ. Προτού σπιλώσετε καθετί ιερό, αρχέγονο κι αληθινό».
«Τολμάς να μιλάς για ιεροσύνη;», βρυχήθηκε ο επίσκοπος. «Εσύ; Μια δούλη του Σατανά;»
«Του Σατανά...», κόμπασε η Αλθαία. «Για εσάς όλα έχουν να κάνουν με τον Σατανά, έτσι δεν είναι; Κάθε τι που αντιτίθεται στα κηρύγματα και τα δόγματα σας, είναι σατανικό. Κάθε τι που δεν το κατανοείτε, είναι σατανικό. Σατανικό, σατανικό, σατανικό!», ξέσπασε. «Κι όμως, ο Πατέρας των Θηρίων, ο μέγας Βάαλ, δεν είναι παρά ένα κομμάτι της θρησκείας μας. Θεά μας είναι η Βααλίς, η Ιστάρ, η Άστερωθ, η Ινάνα. Αποκάλεσε την όπως επιθυμείς, μα αναγνώρισε την πια!»
«Ποτέ!»
«Ως κι ο βασιλιάς Σολομώντας προσευχόταν στην Αστάρτη των Ασσυρίων και των Σουμέριων και των Βαβυλώνιων. Κι όμως, εσύ την αγνοείς. Πες μου, είσαι στ' αλήθεια τόσο κοντόφθαλμός;», τον έψεξε και αμέσως μετά, πρόσθεσε την μία λέξη που ήξερε ότι θα τον εξαγρίωνε πιότερο από κάθε άλλη: «Ανθρωπάκο».
«Αλθαία Όμπεργκφελ», θέριεψε ο άνδρας. «Αυτό είναι το τέλος σου. Ότι συνέβαινε τον καιρό του Θεού, είθε να γίνει και τώρα».
Η τελευταία του φράση ήταν το έναυσμα που περίμεναν οι χορικοί για να δράσουν.
Ένας από αυτούς έκανε ένα βήμα μπροστά, πλησίασε γοργά την Αλθαία και την περιέλουσε με μια ουσία πηχτή, μαύρη και εξαιρετικά εύφλεκτη. Πίσσα, από έναν κουβά. Δυο άλλοι έπιασαν την άκρη της αλυσίδας της κι άρχισαν να την τραβάνε, κάνοντας την Αλθαία να τεντωθεί κι έπειτα να τεντωθεί λίγο ακόμα, έως ότου τα πόδια της άφησαν το έδαφος κι άρχισαν να μετεωρίζονται. Μετεωριζόταν ολόκληρη, υψωνόταν στον αέρα, κρεμασμένη από τις χειροπέδες που έγδερναν τους καρπούς της και μπήγονταν στην σάρκα της.
«Θα καείς!», στρίγγλισέ κακιασμένα μια παχουλή χωριάτισσα. «Θα καείς! Θα καείς!», επανέλαβαν κάμποσες άλλες σαν ηχώ.
«Δεν μπορείτε να με κάψετε», διαφώνησε μαζί τους. «Quia pulvis et umbra sum». Διότι είμαι σκόνη και σκιά.
«Etiam», αναθάρρησε η μάγισσα που στεκόταν πιο κοντά της. «Pulvis et umbra sumus». Πράγματι. Είμαστε σκόνη και σκιά. Σύντομα άλλα δέκα στόματα επανέλαβαν την φράση τούτη, ευλαβικά, σαν σε προσευχή. Είμαστε σκόνη και σκιά, είμαστε σκόνη και σκιά...
«Etsi moriartur, non omnis moriar», συνέχισε η Αλθαία στα λατινικά, σε μια ύστατη προσπάθεια εμψύχωσής των αδερφών της. Έμοιαζε να πετυχαίνει. Ακόμα, όμως, κι αν πεθάνω, δεν θα πεθάνω ολόκληρη. Κάτι από εμένα θα παραμείνει ζωντανό. Συνέχισε λέγοντας: «Όσες από εμάς κι εάν κάψετε, πάντοτε θα υπάρχουν κι άλλες εκεί έξω! Δεν θα μας αφανίσετε ποτέ όλες! Ακόμη κι αν σας ξεφύγει μια, θα είναι αρκετό!»
Οι χωρικοί δεν άργησαν να λούσουν και τις υπόλοιπες μαυροντυμένες γυναίκες με πίσσα και να τις κρεμάσουν στα ψηλότερα κλαδιά της πελώριας βελανιδιάς.
Ότι κι αν λέμε, ότι κι αν κάνουμε, αυτό είναι πράγματι το τέλος, σκέφτηκε η Αλθαία γεμάτη δέος. Το τέλος μας... Η καταδίκη είναι εδώ, η καταδίκη των μαγισσών...
Και με την καταδίκη των ανθρώπων; Τι θα γινόταν με δαύτην;
Η Αλθαία αποφάσισε να πληρώσει τους ενόρκους της με το ίδιο νόμισμα. Με τις τελευταίες ικμάδες της δύναμης της, άρχισε να ψέλνει: «Σεμιραμίς οκτσί άιγιας οικνουτσχάν ενσίνλε γιεέρι αν έσε ενιάκ χου γιέ αουεζέρι...»
«Μιλάει την γλώσσα του!», γόγγυσε μια από τις γυναίκες του χωριού πισωπατώντας. «Την γλώσσα του Διαβόλου!»
Ο επίσκοπος Έλρικ Κάταναχ εισέπραξε την ίδια αντίδραση άφατου τρόμου κι από τους υπόλοιπους ακόλουθους του, που έπιασαν να πισωπατούν και να σταυροκοπιούνται. Χάρη στον ίδιο, η χριστιανοσύνη είχε νικήσει ετούτη την νύχτα και η νίκη της ήταν ξεκάθαρη, μα την στιγμή που οι αρχαίες γητειές αντήχησαν στο δάσος του Λόθριεν, οι χορικοί υποχώρησαν μεμιάς λες και βρίσκονταν στην μεριά των χαμένων.
Ο επίσκοπος δεν μπορούσε να το επιτρέψει αυτό. Δεν θα επέτρεπε στα λόγια μιας μάγισσας να υποσκιάσουν τα δικά του προστάγματα. Τα τρανά του κατορθώματα. Δίχως καμιά χρονοτριβή, δίχως κανέναν δισταγμό ο Έλρικ σήκωσε το χέρι του, ζύγωσε τον δαυλό στα κατάμαυρα σώματα που κρέμονταν στον αέρα και άφησε το φως και την φωτιά να αποκαταστήσουν την τάξη.
Οι δώδεκα δεσμώτριες του δάσους του Λόθριεν παραδόθηκαν στις χρυσαφένιες φλόγες σιγοτραγουδώντας μια προσευχή και μια κατάρα σε μια άγνωστη γλώσσα, σε μια λησμονημένη Θεά.
Η πυρά κόπασε νωρίς την επόμενη αυγή. Οι άνδρες του χωριού κατέβασαν τις απανθρακωμένες σωρούς από τα φωτιοκαμένα κλαδιά. Νεκρώσιμη ακολουθία δεν υπήρξε. Μονάχα τις έθαψαν σε κάτι ρηχούς τάφους σε μια απομονωμένη μεριά του δάσους, όπου οι αχτίδες του φωτός δεν τις άγγιζαν ποτέ, ούτε τις πιο ηλιόλουστες μέρες.
_______________________________________________________________________
*Κάθε άντρας ή γυναίκα που ασκούν νεκρομαντεία ή μαντεία, πρέπει εξάπαντος να θανατώνονται. Πρέπει να τους λιθοβολούν, και η ευθύνη για το θάνατό τους θα είναι δική τους.
✵
✵
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top