{29}

Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ
μεγάλα κ' υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.

Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.
Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη·

διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.
A όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω.

Aλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.
Aνεπαισθήτως μ' έκλεισαν από τον κόσμον έξω.

----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Η Σελήνη έσπρωξε προς τα πίσω μια κόκκινη τούφα που έπεφτε στο πρόσωπό της. Έσβησε το τσιγάρο της στο τασάκι που της είχε φέρει η Μελίνα και ξεφύσιξε.

"Είναι δύσκολο" είπε η γυναίκα, σπάζοντας τη σιωπή.

"Είναι ναι" απάντησε έπειτα από μερικά δευτερόλεπτα η κοκκινομάλλα.

"Δε θα ανησυχούν οι δικοί σου; Οι φίλοι σου;" ρώτησε η Μελίνα

"Ναι σωστά. Πρέπει να φύγω" απάντησε η κοπέλα και σηκώθηκε από την πολυθρόνα στην οποία καθόταν εδώ και ώρα.

"Μείνε με αυτά τα ρούχα." διέταξε η Μελίνα, όταν είδε την κοκκινομάλλα να ξεντύνεται.

"Ευχαριστώ Μελίνα. Για όλα. Αν δεν ήσασταν εσείς ακόμα στο δρόμο θα ήμουν" την ευχαρίστησε η κοπέλα με ευγνωμοσύνη.

"Μη το ξαναπείς αυτό γλυκιά μου. Εμείς κάναμε αυτό που θα έκανε ο καθένας" της απάντησε χαμογελώντας γλυκά.

"Θα σε πάω εγώ" πετάχτηκε ο Αντρέας

Η Σελήνη πήγε να αρνηθεί, αλλά το ζευγάρι δε της άφησε περιθώριο αντίρρησης.

"Θα ξαναέρθεις να μας δεις;" ρώτησε η μεσήλικη γυναίκα χαμογελώντας δειλά.

"Θα ξαναέρθω" απάντησε η κοκκινομάλλα.

"Να προσέχεις κορίτσι μου" είπε στο τέλος η γυναίκα και την άφησε να φύγει.

Μπήκε στο αυτοκίνητο που της έδειξε ο Αντρέας και έκλεισε την πόρτα. Εκείνος μπήκε στη θέση του οδηγού και έβαλε μπρος. Λίγο αργότερα είχαν φτάσει στο σπίτι της.

"Εδώ μένεις;" τη ρώτησε κοιτώντας γύρω του.

"Ναι εδώ" απάντησε η κοπέλα.

Μπροστά στο σπίτι του ζευγαριού, το δικό της ήταν σα καλύβα.

"Να προσέχεις κοπέλα μου" τη συμβούλεψε γλυκά ο άντρας και έβαλε μπρος, φεύγοντας από τη γειτονιά της.

Η Σελήνη αναστέναξε και προχώρησε προς την πολυκατοικία της. Ανέβηκε κουρασμένα στο διαμέρισμά της και μπήκε μέσα, εξαντλημένη.

"Θυμήθηκες ότι έχεις σπίτι;" άκουσε μια φωνή να της λέει από το σαλόνι.

Γύρισε το κεφάλι της και είδε τη μάνα της και τη Σοφία να κάθονται στον καναπέ κοιτώντας την επικριτικά.

"Όχι ρε γαμώτο. Πάντα ξεχνάω ότι αυτό το αφιλόξενο μέρος είναι σπίτι μου" απάντησε ειρωνικά η κοπέλα και έκανε να φύγει.

"Πού ήσουν όλο το βράδυ;" ρώτησε η μάνα της.

"Τι σε νοιάζει εσένα; Όπου γουστάρω ήμουν. Σε έπιασε ξαφνικά ο πόνος να γίνεις μάνα;" της απάντησε σκληρά η Σελήνη και έφυγε στο δωμάτιό της, κοπανώντας δυνατά την πόρτα πίσω της.

Ένιωθε όλο της το σώμα να πονάει. Ξεντύθηκε στα γρήγορα και έβαλε μια φόρμα και ένα φούτερ. Έπεσε στο κρεβάτι της και σκεπάστηκε μέχρι πάνω. Λίγο αργότερα την είχε πάρει ο ύπνος.

[...]

Ξύπνησε από έναν οξύ πόνο στο αριστερό πλευρό της. Σήκωσε προσεκτικά τη μπλούζα της και το θέαμα που αντίκρυσε την σόκαρε. Το άλλοτε λείο δέρμα της, πλέον ήταν παντού μελανιασμένο και με πληγές. Αναστέναξε και σηκώθηκε από το κρεβάτι. Θα έκαναν καιρό να φύγουν όλα αυτά τα σημάδια.

Έφτιαξε έναν καφέ στα γρήγορα και κάθισε στο τραπέζι της κουζίνας. Τοποθέτησε το κεφάλι ανάμεσα στις παλάμες της κουρασμένα. Ήταν εξαντλημένη τόσο ψυχικά όσο και σωματικά.

Έφερε το πακέτο που υπήρχε πάνω στο τραπέζι προς το μέρος της και το άνοιξε, παίρνοντας ένα τσιγάρο από μέσα. Το άναψε και πέταξε τον αναπτήρα στο τραπέζι. Έπιασε το κινητό της και το άνοιξε. Αμέσως το βλέμμα της έπεσε στην επαφή της Μελίνας. Σούφρωσε τα χείλια της και τελικά πάτησε πάνω στην επαφή. Λίγους χτύπους αργότερα η φωνή της γυναίκας ακούστηκε.

"Σελήνη; Εσύ είσαι;" ρώτησε αμέσως η γυναίκα

"Ναι. Γεια σου" απάντησε λίγο μουδιασμένα η κοπέλα.

"Γεια σου κορίτσι μου. Είσαι καλά; Πώς είναι οι πληγές σου;" τη ρώτησε με ενδιαφέρον.

"Καλύτερα" είπε ψέματα η κοπέλα.

"Χαίρομαι γλυκιά μου"

"Ήθελα να σε ευχαριστήσω για όσα έκανες για μένα. Δεν ήσουν υποχρεωμένη." της είπε η κοκκινομάλλα και η γυναίκα στην άλλη γραμμή χαμογέλασε πλατιά.

"Μη το ξαναπείς. Πότε θα πάμε για τις εξετάσεις;" τη ρώτησε η Μελίνα

"Από βδομάδα" απάντησε η κοπέλα

Αφού έκλεισαν το τηλέφωνο η κοκκινομάλλα σηκώθηκε, με προορισμό το δωμάτιό της. Μόλις μπήκε μέσα είδε την αδερφή της να κάθεται στο κρεβάτι της κοιτώντας την επικριτικά.

"Τι θες;" ρώτησε απότομα η κοπέλα

"Υποτίθεται ότι ενδιαφέρεσαι για την Αλίκη. Έτσι το δείχνεις εσύ το ενδιαφέρον;" ρώτησε ειρωνικά η Σοφία και η κοκκινομάλλα ρόλαρε τα μάτια της επιδεικτικά.

"Σοφία δε πας να γαμηθείς καλύτερα;" είπε κουρασμένα η Σελήνη και έκανε να φύγει

"Δεν είμαι σαν εσένα εγώ" απάντησε με κακία η κοπέλα

"Ευτυχώς, γιατί πόση τελειότητα να χωρέσει σε ένα σπίτι;" απάντησε ειρωνικά η Σελήνη και βγήκε από το δωμάτιό της.

Φόρεσε άτσαλα τα παπούτσια της και βγήκε από το διαμέρισμα, χτυπώντας δυνατά την πόρτα πίσω της. Κατέβηκε αργά τις σκάλες, αφού όποτε έκανε απότομες κινήσεις πονούσε. Λίγη ώρα αργότερα βρισκόταν στο γνωστό πάρκο της γειτονιάς της. Είδε την παρέα της και πλησίασε.

"Σελ γεια" αναφώνησε η Εύα και της έκανε χώρο να κάτσει

"Καλώς την" είπε ο Λουκ

"Τι λέει;" ρώτησε η Σελήνη, προσπαθώντας να κάτσει χωρίς να κάνει κάποιον μορφασμό από τον πόνο.

"Πού ήσουν χτες;" ρώτησε η Έλενα

Η παρέα είχε πάει στο μπαρ, αλλά τους είπαν ότι η φίλη τους είχε φύγει. Όσα τηλέφωνα και να την πήραν, η κοπέλα δεν απάντησε σε κανένα.

Τι να σου πω και σένα τώρα.

"Είχα έναν καβγά με τη μάνα μου και για αυτό δεν απαντούσα" ξεφούρνισε το πρώτο ψέμα που της ήρθε στο μυαλό.

Ο Μάριος την κοίταξε ανήσυχα, αλλά η κοκκινομάλλα δεν έδωσε σημασία. Ήξερε ότι το αγόρι είχε καταλάβει πως κάτι συνέβη. Παρ' όλα αυτά δεν είχε σκοπό να αποκαλύψει σε κανέναν τι είχε γίνει το προηγούμενο βράδυ.

Έβγαλε ένα τσιγάρο και το άναψε. Ο καπνός της έκανε καλό. Ένιωσε να χαλαρώνει όλο το σώμα της. Χαμογέλασε αχνά.

Άκουσε το κινητό της να χτυπάει και το έπιασε στα χέρια της. "Μελίνα". Η κοπέλα σήκωσε τα φρύδια της και ξεφύσιξε. Το έκλεισε και το έβαλε στην τσέπη του μπουφάν της.

"Γιατί δε το σηκώνεις;" τη ρώτησε ο Λουκ

"Δε με παρατάς Λουκ;" τον αποπήρε η κοκκινομάλλα και γύρισε το κεφάλι της από την άλλη.

"Ποιανού είναι αυτό το φούτερ;" τη ρώτησε η Μαριάννα ακουμπώντας την πλάτη της Σελήνης.

Πριν προλάβει να το ελέγξει, η κοπέλα έβγαλε έναν δυνατό αναστεναγμό. Όλοι την κοίταξαν περίεργα. Ο Λουκ την πλησίασε και σήκωσε απότομα το φούτερ της, αποκαλύπτοντας το κατακόκκινο σώμα της. Αμέσως όλοι σώπασαν, κοιτώντας έντρομοι το σώμα της φίλης τους.


Γειααα.

Πώς είστε;

Ξέρω ξέρω είμαι απαράδεκτη που δεν ανέβαζα τόσες μέρες, αλλά πραγματικά είχα ξεμείνει τελείως από ιδέες.

Πώς σας φάνηκε;

Φιλιάαα❤❤

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top