{11}

Οι λέξεις θα πρέπει να μην ξοδεύονται χωρίς νόημα.
Γιατί τότε οι λέξεις χάνουν την δύναμη τους.
Γίνονται απλά ήχοι που σπάζουν την σιωπή μιας όμορφης νύχτας. 
Αδιάφοροι ήχοι.
Όπως ο άνθρωπος που έχεις απέναντι σου τώρα και σε κοιτά.
Ένας άνθρωπος για σένα αδιάφορος.
Μετράς την ώρα για να φύγεις από δω.
Θες να κοιτάξεις το κινητό σου μήπως σου έχουν στείλει μήνυμα οι φίλοι σου.
Θέλεις να φύγεις από εδώ.
Πάντα ήθελες να φύγεις από εδώ.
Εδώ ερχόσουν μονάχα από ανάγκη.
Όταν ένιωθες πως δεν σε αγαπούν όσο νόμιζες.
Όταν γινόσουν εσύ αδιάφορη για κάποιον άλλον.
Ήξερες πως εδώ πάντα θα υπάρχει ένας άνθρωπος που σε αγαπά και σε λατρεύει δίχως όρια. Δίχως να ζητά ανταπόκριση.
Δίχως να ζητά τίποτα από εσένα παρά μονάχα την φωνή σου και εκείνες τις αγκαλιές που του έκανες από λύπηση.
Τον λυπόσουν.  

-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Η Σελήνη φόρεσε στα γρήγορα ένα διχτυωτό καλσόν, ένα μπλε φαρδύ τζιν με σκισίματα και ένα κοντό αμάνικο μαύρο μπλουζάκι, και τα παπούτσια της. Φόρεσε ένα έντονο κόκκινο κραγιόν, έβαλε τα τσιγάρα και τον αναπτήρα της στην τσέπη του τζιν της και βγήκε από το διαμέρισμα βιαστικά.

Κατέβηκα κάτω και βγήκε το αυτοκίνητο του Αχιλλέα στο ίδιο μέρος που το άφησε. Για κάποιο λόγο δε μπορούσε να σκεφτεί αυτό τον άντρα ως καθηγητή της.

Μπήκε μέσα και τον κοίταξε. Εκείνος την σκάναρε και χαμογέλασε αχνά.

"Είσαι πολύ όμορφη" της είπε πριν προλάβει να το ξανασκεφτεί και την ίδια στιγμή ευχήθηκε να του βούλωνε κάποιος το στόμα.

Η κοκκινομάλλα χαμογέλασε γοητευτικά και του έκλεισε το μάτι πονηρά. Ο Αχιλλέας αποπροσανατολισμένος, ξεκίνησε το αυτοκίνητο χωρίς να ξαναμιλήσει.

[...]

Η κοκκινομάλλα άνοιξε την πόρτα και βγήκε από το αυτοκίνητο. Την έκλεισε και στήριξε τα χέρια της στο παράθυρο. 

"Αντίο σας κύριε καθηγητά" του είπε πονηρά με το πιο γοητευτικό της χαμόγελο και ο Αχιλλέας ένιωσε την ανάσα του να κόβεται.

"Γ-γεια σου. Να προσέχεις" είπε και πάτησε το γκάζι, φεύγοντας όσο πιο γρήγορα μπορούσε.

Λίγη ώρα αργότερα βρισκόταν σπίτι του. Πάρκαρε το αυτοκίνητό του σε μια κενή θέση και ανέβηκε στο διαμέρισμά του. Μπαίνοντας μέσα, αντίκρυσε μια εκνευρισμένη Νατάσσα. Και η Νατάσσα δεν ήταν ποτέ εκνευρισμένη...

Ωχ, μονολόγησε ο Αχιλλέας και ξεφύσιξε.

"Αχιλλέα που ήσουν τόσες ώρες;" τον ρώτησε η μελαχρινή κοπέλα προσπαθώντας να κρατήσει την ψυχραιμία της.

"Κάτι έτυχε Νατάσσα. Συγγνώμη" προσπάθησε να απολογηθεί και να την ηρεμήσει, χωρίς επιτυχία.

"Κάτι έτυχε; Τι ακριβώς ήταν αυτό το κάτι που σε απασχόλησε για 6 ολόκληρες ώρες; Για να μη μιλήσω για το γεγονός ότι μυρίζεις τσιγάρο και γυναικείο άρωμα από χιλιόμετρα" τον ρώτησε ειρωνικά και σταύρωσε τα χέρια κάτω από το στήθος της.

"Κάτσε και θα σου πω" της είπε και κάθισαν στον καναπέ με την Νατάσσα να τον κοιτάει με μισό μάτι.

"Λέγε" τον πρόσταξε και ο Αχιλλέας ρόλαρε τα μάτια του.

"Υπήρχε πιθανότητα να ήταν έγκυος μια μαθήτριά μου. Δεν είχε κανέναν άλλο να την πάει για εξετάσεις, οπότε προσφέρθηκα να την πάω" προσπάθησε να δικαιολογηθεί.

"Η συγκεκριμένη εξέταση δεν κρατάει και τόσο" του είπε, δείχνοντας πως δεν είχε πειστεί.

"Ε μετά έπρεπε να πάει στη δουλειά και επειδή είχε αργήσει, την πήγα από το σπίτι της για να αλλάξει και μετά στη δουλειά της" απάντησε ένοχα

"Και ποια ήταν αυτή η μαθήτρια; Πιθανότητα εγκυμοσύνης, τσιγάρο, βραδινή δουλειά...Μόνο μια μου έρχεται στο μυαλό" παρατήρησε ειρωνικά η κοπέλα 

"Η Σελήνη ήταν. Τι πρόβλημα έχεις μαζί της;" ρώτησε κάπως εκνευρισμένα ο Αχιλλέας

"ΤΙ ΕΝΝΟΕΙΣ ΑΧΙΛΛΕΑ; Η ΤΥΠΙΣΣΑ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ 19ΧΡΟΝΗ ΤΣΟΥΛΑ" τσίριξε η Νατάσσα και ο Αχιλλέας ένιωσε να γίνεται κόκκινος από τα νεύρα του.

"ΜΗ ΤΗΝ ΞΑΝΑΠΕΙΣ ΕΤΣΙ" φώναξε εξίσου δυνατά και βγήκε από το σπίτι, χτυπώντας δυνατά την πόρτα πίσω του.

[...]

Την ίδια στιγμή, στην άλλη μεριά της πόλης, η κοκκινομάλλα έφτιαχνε ποτά. Οι υπόλοιποι που δούλευαν στο μπαρ ήταν καλά παιδιά και τους είχε συμπαθήσει από την πρώτη στιγμή. Η πιο συμπαθητική από όλους ήταν η Κατερίνα, μια 22χρονη κοπέλα που δούλευε ως σερβιτόρα.

"Πώς είναι η πρώτη μέρα;" άκουσε μια φωνή πίσω της και γύρισε, αντικρύζοντας τον Δημήτρη

"Γεια. Μια χαρά είναι" του είπε με ένα μικρό χαμόγελο και ο άντρας χαμογέλασε ικανοποιημένος

"Γνωρίστηκες με τα παιδιά;" τη ρώτησε ευγενικά και η κοπέλα έγνεψε θετικά

"Ναι τους γνώρισα όλους. Καλά παιδιά είναι" 

"Είναι ναι. Λοιπόν σε αφήνω να δουλέψεις. Στο διάλειμμα σου πέρνα από το γραφείο μου για να κανονίσουμε την πληρωμή σου" της είπε και η κοπέλα έγνεψε, γυρνώντας στη δουλειά της.

"Κοπελιά" άκουσε μια φωνή

"Ναι" απάντησε κάπως απότομα στον μεθυσμένο πελάτη που στεκόταν από την άλλη μεριά του μπαρ

"Ένα ουίσκι" παρήγγειλε και η Σελήνη κούνησε το κεφάλι της.

Έβαλε το ποτό, του το έδωσε και έκανε να φύγει, αλλά ό τύπος μάλλον είχε άλλα σχέδια. Την κράτησε από το χέρι και την κοίταξε χαμογελώντας 

"Πώς σε λένε όμορφη;" τη ρώτησε και η κοκκινομάλλα τον αγριοκοίταξε

"Μαρία" απάντησε το πρώτο όνομα που της είχε έρθει στο μυαλό.

"Έχεις πολύ ωραία μάτια Μαρία" είπε ο τύπος κοιτώντας έντονα το στήθος της

Πριν προλάβει να τον βρίσει, ένα χέρι τον τράβηξε πίσω απότομα. Μπροστά της εμφανίστηκε ο Αχιλλέας. Η κοπέλα τον κοίταξε περίεργα, αλλά του έκανε νόημα να κάτσει στο μπαρ.

"Πώς και από δω;" ρώτησε κάπως ειρωνικά, βάζοντας του ένα ποτό

"Μάλωσα με την κοπέλα μου" της απάντησε ο γοητευτικός άντρας απέναντί της και η κοκκινομάλλα ρόλαρε τα μάτια της

"Γιατί; Κάπνισες μέσα στο σπίτι;" τον ρώτησε γελώντας και ο Αχιλλέας γέλασε ειρωνικά

"Για σένα μαλώσαμε" της απάντησε και η κοπέλα σήκωσε τα φρύδια της

"Μα τι τιμή" απάντησε ειρωνικά

Ο Αχιλλέας ήπιε μονορούφι το ποτό του και ακούμπησε το ποτήρι στον πάγκο. Έτριψε το μέτωπό του με το χέρι του και αναστέναξε.

"Μη κάνεις έτσι. Σιγά την γκόμενα. Κάνε μια γύρα εδώ μέσα και θα βρεις αμέτρητες" του είπε η Σελήνη και του έδειξε προς τη μεριά που χόρευαν.

"Δε θέλω" είπε μουτρωμένα με μια έκφραση που έκανε την κοπέλα να γελάσει.

"Ε τότε κάτσε εδώ να κλαίγεσαι" του είπε και του έβαλε άλλο ένα ποτό

"Θες να με μεθύσεις κοπελιά;" τη ρώτησε γελώντας ο Αχιλλέας και η κοπέλα ρόλαρε τα μάτια της.

"Όχι ρε γαμώτο το κατάλαβες" του απάντησε ειρωνικά και πλησίασε μια κοπέλα που ήθελε να παραγγείλει.

[...]

Η ώρα ήταν  1 και η κοκκινομάλλα βρισκόταν στο γραφείο του Δημήτρη Οικονόμου για να κανονίσουν τον μισθό της.

"Λοιπόν, ο μισθός σου θα είναι 640 ευρώ τον μήνα, σύμφωνα με τη νομοθεσία" της είπε και η κοπέλα έγνεψε.

"Ωραία" απάντησε και σηκώθηκε να φύγει, όμως η φωνή του την σταμάτησε

"Περίμενε Σελήνη" 

Η κοκκινομάλλα γύρισε και τον κοίταξε με τα έντονα μάτια της. Ο 28χρονος Δημήτρης Οικονόμου, από την πρώτη στιγμή που την είδε, μαγεύτηκε. Η 19χρονη υπάλληλος του έμοιαζε με άγγελο.

"Αν θες μπορείς να φύγεις τώρα και να πάμε για ένα ποτό" της πρότεινε χαμογελώντας ευγενικά και η κοπέλα συνοφρυώθηκε.

"Όχι δεν πειράζει. Θα κάτσω εδώ" του απάντησε κάπως απότομα και βγήκε γρήγορα από το γραφείο του, χωρίς να του δώσει σημασία.

Σιγά μη κάθομαι να ασχολούμαι με φλώρους, μονολόγησε η κοπέλα και ρόλαρε τα μάτια της. 

Γύρισε στο μπαρ και βρήκε τον Αχιλλέα στην ίδια θέση που τον άφησε. Πλησίασε και τον κοίταξε. Φαινόταν υπερβολικά μεθυσμένος.

"Ε" τον σκούντηξε απότομα

"Γειαααα" της είπε με ένα χαζό χαμόγελο και η κοπέλα ξεφύσιξε.

"Τι κάνεις ακόμα εδώ και μάλιστα σε αυτή την κατάσταση;" τον ρώτησε η κοκκινομάλλα κάπως εκνευρισμένη.

"Σε περίμενα" της είπε σαν παιδάκι και η κοκκινομάλλα ένιωσε το στομάχι της να σφίγγεται

"Την τύχη μου μέσα" μουρμούρισε και ξαναγύρισε προς το μέρος του.

"Περίμενε εδώ εντάξει; Έρχομαι" του είπε και ο Αχιλλέας έγνεψε θετικά γελώντας.

"Μάλιστα στρατηγέ" της είπε κοροϊδευτικά και η κοπέλα γέλασε

Με γρήγορα βήματα πλησίασε το γραφείο του Δημήτρη και χτύπησε την πόρτα. Μόλις άκουσε το χαρακτηριστικό 'ναι' άνοιξε την πόρτα, μπαίνοντας μέσα.

"Τι έγινε; Άλλαξες γνώμη;" τη ρώτησε σε μια προσπάθεια να ελαφρύνει το κλίμα

"Ένας φίλος μου μέθυσε και δε μπορεί να γυρίσει στο σπίτι του. Μπορώ να φύγω και να αναπληρώσω αύριο τις 3 ώρες που έμειναν;" τον ρώτησε προσπαθώντας να φανεί ευγενική.

"Ναι μπορείς" της είπε ο άντρας λυπημένα, καθώς οι ελπίδες του είχαν εξανεμιστεί για μια ακόμη φορά

Η κοπέλα έγνεψε και χωρίς να πει κάτι άλλο βγήκε από το γραφείο του. Πλησίασε τον Αχιλλέα, που ευτυχώς δεν είχε φύγει, και στάθηκε μπροστά του.

"Πάμε" του είπε και προσπάθησε να τον σηκώσει από την καρέκλα, πράγμα που όπως αποδείχθηκε, ήταν αδύνατο.

"Που θα πάμε;" τη ρώτησε γελώντας

"Βολτούλα" του είπε η κοκκινομάλλα ειρωνικά και ο Αχιλλέας σηκώθηκε.

Ήταν κάπως αστείο να βλέπεις ολόκληρο άντρα να γελάει και να μιλάει σα παιδάκι. Και τι άντρα...


Καλημέραα

Πώς είστε;

Πολύ Αχιλλέας-Σελήνη σε αυτό το κεφάλαιο.

Για πείτε πως σας φάνηκε;

Τα λέμε στο επόμενο.

Φιλάκιαα❤


Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top