Χιονοπόλεμος!

<Ααααα......> και χτυπούσε και τα χέρια της στον τοίχο! <Τι μου κάνεις!?> Να δεις τι θα σε κάνω εγώ μετά!

Είχε πάει 6 και αυτοί ακόμα να σταματήσουν. Δύο ώρες τι κάναν! Όλο το βράδυ δεν είχα κλείσει μάτι. Από την μία σκεφτόμουν όλα όσα μου είχε πει ο Μάνος και από την άλλη άκουγα τους αναστεναγμούς τους!

Ο πατέρας μου δεν γίνεται να ήταν μπλεγμένος. Ήταν σωστός οικογενειάρχης, δουλευταράς. Αλλά στο τέλος εκείνη η φράση που είπε! < Όλα τα παιχνίδια κάποια στιγμή θα σπάσουν>. Και μα φυσικά εγώ ήμουν αυτό το παιχνίδι και όλοι τους με κορόιδευαν. Σιγά μην πιστέψω ότι είπε ο Μάνος για τον πατέρα μου.

Σηκώθηκα και πήγα στην κουζίνα να τους ετοιμάσω πρωινό. Μια καρδιά που είναι να βγει ας βγει! Με την ρόμπα και τα γούνινα τα παντοφλάκια που μου είχε πάρει άρχιζα να ετοιμάζω αυγόφετες.

<Πως είσαι έτσι καημενούλα μου! Θα πω να σου κάνει καμιά αύξηση να πας να πάρεις κανένα ρουχαλάκι της προκοπής> Και εμφανίστηκε αυτή φορώντας μόνο το πουκάμισο του και πήγε στο νεροχύτη να πιει νερό.

<Δεν χρειάζεται! Μια χαρά είμαι!> Ήταν ωραία κοπέλα, αλλά από ότι φαινόταν δεν είχε καθόλου τρόπους!

<Αντιμιλάς κιόλας μωρή δουλάρα?!> Γύρισε και μου είπε ξινίζοντας την φάτσα της.

<Ότι θέλω θα κάνω στο σπίτι μου!> Δεν της τα είπαν καλά μου φαίνεται.

<Σπίτι σου?> Ακούστηκε η φωνή του από πίσω μου!

<Μωρό μου δεν μπορείς να φανταστείς τι αισχρότητες που μου έλεγε!> Και έτρεξε στην αγκαλιά του βγάζοντας ψεύτικα δάκρυα. Ωχ τι με περιμένει!

<Τι σου είπε δηλαδή?>

<Είπε πως είμαι μια χαζογκόμενα που πάει και πηδιέται με όποιον βρει!> Και άρχισε να κλαίει χειρότερα στον ώμο του.

<Μιχάλη εγώ....> Πήγα να του μιλήσω όμως σήκωσε το χέρι του να μην πω τίποτα.

<Και δεν καταλαβαίνω ρε μωρό μου γιατί στεναχωρίεσαι? Αφού την αλήθεια σου είπε η κοπέλα!> Και έμεινε σύξυλη να τον κοιτά.

Μπράβο Μιχαλάκη και δεν στο χα!

<Είσαι ένας...> Και πήγε να τον χαστουκίσει, όμως έπιασε τον καρπό της σφίγγοντας τον δυνατά.

<Τι πήγες να πεις?> Και σκλήρυνε το πρόσωπο του. <Πάνε μάζευτα και φύγε γρήγορα από το σπίτι μου!> Της φώναξε και εκείνη άρχισε να κλαίει κανονικά πλέον και να τρέχει προς τις σκάλες.

<Οοοο... την έκαψα!> Και γύρισα την αυγόφετα από την άλλη μεριά.

<Αυγόφετες έχουμε?> Με ρώτησε και ήρθε από πίσω μου. Όχι Μιχαλάκη όλο το βράδυ ήσουν με την άλλη.

<Ναι!>

<Τέλεια> Και έβαλε το κεφάλι του ανάμεσα στον ώμο και τον λαιμό μου.

<Μιχάλη!> Πήγα να κουνηθώ, όμως έβαλε τα χέρια του πάνω στα δικά μου και τα έσπρωξε, για να ακουμπήσω τον πάγκο.

<Ήθελες να πεις κάτι?> Με ρώτησε και φίλησε τον λαιμό μου.

<Είσαι ένα γαμημένο κάθαρμα!> Ακούστηκε η φωνή της ξανθιάς και από πίσω την το κλείσιμο της πόρτας.

<Μην ανησυχείς και αυτή θα έχει την τιμωρία της.> Και συνέχισε να κάνει ότι έκανε.

<Τι εννοείς?>

<Σήμερα είναι που θα δει τα ραδίκια ανάποδα από υπερβολική δόση> Είχε τον έλεγχο για το ποιος θα ζει και ποιος όχι. Και το είπε τόσο αναίσθητα λες και ήταν κάτι απλό. <Που είχαμε μείνει εμείς μικρή?> Και πλέον άρχισε να δαγκώνει τον λαιμό μου.

<Στο τι θα σας έλεγα> Αχ τι έκανε!

<Ωραία για συνέχισε. Τι ήθελες να πεις?> Και με το ένα του χέρι έπιασε τον λαιμό μου και τον έσφιξε.

<Ήθελα να πω συγνώμη για εχθές που ήμουν τέτοια ώρα ξύπνια!> Είπα με μία μικρή δυσκολία.

<Δεκτή η συγνώμη σου!> Και με το άλλο του χέρι έβγαλε την αυγόφετα από το τηγάνι και έβαλε μια άλλη να ψηθεί. <Μήπως έχεις να πεις κάτι άλλο?> Και με γύρισε απότομα, έτσι ώστε τα βλέμματα μας να συναντιούνται.

<Μήπως μπορείτε να με αφήσετε να μαγειρέψω?> Είπα δειλά.

<Όχι μικρή!> Και με σήκωσε βάζοντας με στο τραπέζι. <Μπορεί να δέχτηκα την συγνώμη σου, όμως αυτό δεν σημαίνει πως δεν θα σε τιμωρήσω!>

<Μα πρέπει να ετοιμάσω το πρωινό σας!> Είπα καθώς πήγα να σηκωθώ, όμως με ξανά ξάπλωσε.

<Αν ετοιμάσεις κι άλλες αυγόφετες θα διαρκέσει περισσότερο η τιμωρία σου!> Μου είπε και πήγε και πήρε το μέλι από το συρτάρι του και την αυγόφετα.

Τα άφησε από δίπλα μου και άνοιξε την ρόμπα μου.

<Τι κακιά συνήθεια να φοράς πάντα πολλά ρούχα!> Και άρχισε να με ξεντύνει μέχρι που με άφησε γυμνή.

Πήρε ένα μικρό κουταλάκι και το βούτηξε μέσα στο μέλι.

<Μου κρατάς λίγο την αυγόφετα?> Και έκανα να την πάρω με το χέρι να την κρατήσω. < Όχι έτσι!> Και την πήρε στο στόμα του και την έβαλε στο δικό μου. <Έτσι!>

Πήρε το κουτάλι που ήταν πλέον γεμάτο με μέλι. Το γύρισε έτσι ώστε να μην πέσει μέλι στο τραπέζι και το σήκωσε πάνω ακριβώς από την κοιλιά μου.

Πήγα να μιλήσω, όμως είχα την αυγόφετα στο στόμα και αυτό που ήθελα να πω δεν ακούστηκε καν σαν λέξη.

<Κάτσε ήσυχα!> Και το μέλι άρχισε να στάζει ακριβώς πάνω από τον αφαλό μου.

Έβαλε το κουτάλι πάλι στο δοχείο με το μέλι και έσκυψε και άρχισε να γλύφει το μέλι από τα σημεία που είχαν στάξει πάνω μου και μετά έκοψε με το στόμα του ένα κομμάτι από την αυγόφετα που κρατούσα και άρχισε να γεύεται το πρωινό του.

Το ίδιο έκανε μέχρι να τελειώσει την αυγόφετα.

<Κολλάω ολόκληρη!> Παραπονέθηκα και τον είδα που γύρισε αμέσως καρφώνοντας με με αυτά τα σκούρα μπλε μάτια.

<Είπε κάτι μικρή?>

<Όχι τίποτα> και έβγαλα από το τηγάνι την αυγόφετα που είχε βάλει και πλέον ληταν κάρβουνο.

<Πάντως αν χρειαστείς βοήθεια, εγώ είμαι πρόθυμος να ξες!> Μου τόνισε και έφυγε για το γραφείο του.

<Αυτό μου έλειπε> Είπα, αλλά ευτυχώς δεν με άκουσε.

.

.

..

Αφού βγήκα από το μπάνιο ντύθηκα πήγα στην βιβλιοθήκη.

<Εδώ είσαι?> Είδα τον Μιχάλη να κάθεται στο γραφείο και όπως πάντα είχε ανοιχτό το πορτατίφ.

<Ναι, ήθελα να βρω κάτι πληροφορίες>

Πήρα το βιβλίο που είχα αφήσει στην μέση την προηγούμενη φορά και κάθισα στον καναπέ μπροστά από το αναμένω τζάκι.

<Δεν ξέρω αν το είδες, αλλά έξω χιόνισε!> Μου είπε με λίγο ενθουσιασμό.

<Και γιατί τόσος ενθουσιασμός?> Γύρισα και τον κοίταξα και αμέσως έγινε ο παλιός Μιχάλης.

<Είπα μήπως θα ήθελες να βγεις έξω, για να μαζέψω τα σκυλιά>

<Καλά δεν τα λες και σκυλιά! Θυρία είναι αυτά! Αλλά ναι τώρα που το λες θα μου άρεσε να έβγαινα και λίγο έξω από το σπίτι>

<Ωραία, αν είναι σε λίγο που θα τελειώσω μπορούμε να πάμε. Απλός πάνε να φορέσεις κάτι ποιο ζεστό γιατί έχει πολύ κρύο.

<Μα κάτσε δεν...>

<Έχεις είναι μέσα στην ντουλάπα σου!> Με συμπλήρωσε και έτρεξα γρήγορα στο δωμάτιο μου να δω τι ρούχα μου είχε πάρει.

.

.

.

.

Άνοιξε την εξώπορτα και ένα λευκό τοπίο εμφανίστηκε μπροστά μου. Τώρα κατάλαβα τον ενθουσιασμό που το είπε πριν. Τα πεύκα είχαν φορέσει τα λευκά τους και όλα ήταν τόσο μαγικά!

<Δεν είναι τέλεια?> Με ρώτησε, καθώς έψαχνε τα σκυλιά .

<Είναι υπέροχα! Αποκλείεται να είμαστε στην Αθήνα.>

<Ναι αποκλείεται.> Είπε και γέλασε.

Τα σκυλιά έκαναν την εμφάνιση τους και άρχισαν να γαβγίζουν και να τρέχουν προς τον Μιχάλη, μέχρι που βρέθηκαν στο χιόνι να παίζουν και εκείνος να τα χαϊδεύει.

<Μιχάλη που είμαστε?>

<Πάντως πολύ μακρυά από την Ελλάδα και τέρμα βόρεια.> Είπε και συνέχισε να παίζει με τα σκυλιά. <Δεν θα πλησιάσεις να τα χαϊδέψεις?>

<Να μου λείπει!> Και κοίταξα τα μυτερά τους δόντια.

<Δεν είναι κακά, αντιθέτως πολύ φιλικά για σκυλιά σωματοφύλακες> Και με τράβηξε από το χέρι κοντά του.

<Και συγνώμη έπρεπε να πάρεις σκυλιά για σωματοφύλακες?>

<Πρώτον τα σκυλιά θα σου είναι πάντα πιστά και δεύτερον έχω και σωματοφύλακες που βρίσκονται έξω από την είσοδο της αυλής μου. Όποτε και να θες να το σκάσεις δεν θα μπορέσεις μικρή!> Είπε και μου χαμογέλασε πονηρά.

Το ότι τα σκυλιά με συμπάθησαν δεν είναι αρκετό. Αρχίσαμε να παίζουμε στο χιόνι. Μία κυνηγούσαν εμένα μία τον Μιχάλη. Βέβαια ο χιονοπόλεμος μεταξύ μας δεν άργησε να έρθει. Για πρώτη φορά μπορώ να πω πως είχα καλό σημάδι. Συνέχεια τον πετύχαινα στο πρόσωπο ενώ εκείνος σχεδόν καθόλου.

<Τώρα θα δεις εσύ!> Είπε και άρχισε να τρέχει καταπάνω μου.

<Βοήθεια!!!> Άρχισα να τρέχω και εγώ να του ξεφύγω και από πίσω ακολουθούσαν τα σκυλιά.

<Σ'έπιασα!> Και πέσαμε και οι δύο πάνω στο χιόνι, και τα σκυλιά άρχισαν να μας γλύφουν.

Το στήθος του ανεβοκατέβαινε γρήγορα, όχι ότι το δικό μου έκανε το αντιθέτως, αλλά βρήκα την ευκαιρία να τον κοροϊδέψω.

<Αχ τι κρίμα που εσείς οι μεγάλοι σταματάτε να έχετε την αντοχή που έχουμε εμείς οι πιο νέοι!> Και με το που το άκουσε, αμέσως το στήθος του σταμάτησε και ανέβηκε από πάνω μου, ρίχνοντας μου χιόνι συνέχεια στο πρόσωπο.

<Αλήθεια μικρή? Με λες και γέρο τώρα?!> Και συνέχισε αυτός μέχρι που μπόρεσα και τον έσπρωξα και ανέβηκα εγώ από πάνω του.

<Βεβαίως! Και μην προσπαθήσετε να με διαψεύσετε Κύριε Μιχαλάκη!> Και του χαμογέλασα, όπως και εκείνος.

Μόνο που αυτό το χαμόγελο δεν κράτησε για πολύ, αμέσως άλλαξε και έγινε ξανά άγριος χειρότερα από πριν και με έσπρωξε από πάνω του και τον είδα να πηγαίνει να μπει στο σπίτι.

<Έλα μέσα αρκετά καθίσαμε έξω!> Είπε με τον αυστηρό του τόνο και μπήκε μέσα.

Τι μύγα τον τσίμπησε?!


Hey!!!Χρόνια πολλά και καλή χρονιά!!! Εύχομαι στην νέα χρονιά να μπορέσουμε όλοι μας να πραγματοποιήσουμε όσα δεν μπορέσαμε στο 2017. Λοιπόν να σας ενημερώσω ότι ανέβασα και δεύτερο κεφάλαιο στην άλλη μου ιστορία, όπου ξεκαθαρίζει μερικά πραγματάκια σε σύγκριση με το πρώτο κεφάλαιο. Δείτε την ψηφίστε και σχολιάστε, αν θέλετε να την συνεχίσω, και αν δω ότι έχει ανταπόκριση θα ανεβάσω γρήγορα κεφάλαιο. Αυτά από εμένα, διασκεδάστε όσο περισσότερο μπορείτε αυτές τις λίγες ημέρες που μας εμειναν λίγο πριν τα σχολεία!
❤❤

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top