Φοβάμαι

Το αμάξι του Μάνου έτρεχε σε τρελές ταχύτητες και προσπερνούσε τους πάντες. Κανείς από τους δύο μας δεν μιλούσε. Δεν ήθελα να του αποσπάσω την προσοχή και από την προσήλωση του στον δρόμο ούτε και εκείνος φαινόταν να ήθελε. Τι ρόλο έπαιζαν όλα αυτά? Για ποιον λόγο τρέχαμε μέσα στα άγρια χαράματα? Ποιοι ήταν αυτοί που πυροβόλησαν? Και πως το ήξερε?

Στον παράλληλο δρόμο από δίπλα μας πέρασαν σφαίρα τρία αμάξια και δεν μου ήταν δύσκολο να αναγνωρίσω ποιο ήταν αυτό που ήταν πρώτο. 

Ο Μάνος έβγαλε δεξί φλας και έστριψε σε μία έξοδο, που μας γυρνούσε πίσω.

<Μάνο?> Δεν μου απάντησε, αλλά ακούστηκε ένα μουγκρητό που το θεώρησα απάντηση. <Που πας?> 

<Μην αγχώνεσαι μικρή θα μας βρει> Είπε και ξανά πάτησε το γκάζι.

Μας πήρε 20 λεπτά να φτάσουμε και δεν είχα καταλάβει ακόμα τον λόγο που βρισκόμασταν έξω από ένα δάσος. Δεν βγαίναμε από το αμάξι. Το είχε παρκάρει πίσω από κάτι δέντρα και κοιτούσε αν ερχόταν κάποιο άλλο αμάξι. Το ίδιο έκανα και εγώ, καθώς περίμενα από κάπου να εμφανιστεί ο Μιχάλης. Η ώρα περνούσε και καταλάβαινα πως αυτό δεν ήταν καλό. Ο Μάνος είχε αρχίσει να αναπνέει γρήγορα και να ξεφυσάει αθόρυβα. Χτυπούσε τα δάχτυλα του στο τιμόνι ή το έσφιγγε δυνατά. Όλες του οι κινήσεις δήλωναν ότι κάτι δεν πήγαινε με βάση το σχέδιο τους, κάτι είχε πάει στραβά.

Η πόρτα άνοιξε απότομα και εγώ έβαλα τσιρίδα και ο Μάνος έβγαλε γρήγορα το όπλο και στόχευσε αυτόν που άνοιξε την πόρτα. 

<Σου έχω πει να κλειδώνεις τις πόρτες!> Τον μάλωσε ο Μιχάλης και ο Μάνος κατέβασε το όπλο ξεφυσώντας.

Ήρθε και άνοιξε την πόρτα και με τράβηξε έξω. 

<Βγάλε τα τακούνια!> Είπε γρήγορα και άφησε ένα ζευγάρι αθλητικά στο χώμα.

<Μιχάλη τι συμβαίνει?> Τον ρώτησα, καθώς φορούσα τα αθλητικά που έφερε.

<Ζωή σε παρακαλώ όχι ερωτήσεις τώρα!> Δεν ήταν αυστηρός ο τρόπος του, αλλά ακούστηκε σαν αγανάκτηση εκείνη την στιγμή, κάτι που δεν περίμενε να ρωτήσω. <Απλός θέλω να μου κάνεις μια χάρη> Και έσκυψε στο ύψος μου για να με κοιτάει στα μάτια. <Θυμάσαι την ημέρα που είχαμε πάει στο σπιτάκι στο δάσος?> Με ρώτησες και εγώ του κούνησα θετικά το κεφάλι. <Ωραία. Λίγο πριν φτάσουμε στο σπίτι μου είχαμε παίξει ένα παιχνίδι. Αυτό το παιχνίδι θέλω να παίξουμε και τώρα> Έκανε μια παύση για να πάρει μια ανάσα. <Θέλω να τρέξεις μέσα στο δάσος και αυτήν την φορά να μην κάνεις ούτε ένα λάθος. Δεν θέλω να ακουστεί το παραμικρό. Θα ακούσεις πυροβολισμούς, φωνές, αλλά δεν θέλω κάνεις καθόλου θόρυβο>

<Εσύ που θα είσαι?> Τον ρώτησα και σηκώθηκα όρθια.

<Θα είμαι δίπλα σου. Βέβαια όχι ακριβώς δίπλα σου, αλλά θα είμαι αρκετά κοντά> Του κούνησα θετικά το κεφάλι, όμως δεν φάνηκε να πείστηκε. <Ζωή σε παρακαλώ υποσχέσου μου ότι αν σε τρομάξει κάτι δεν θα βάλεις τις φωνές και δεν θα κάνεις κάποιο θόρυβο>

<Το υπόσχομαι Μιχάλη> Είπα απλά και τον είδα να τραβά το όπλο που είχε κρυμμένο πίσω στο παντελόνι του.

<Τι είναι αυτό?> Έκανα την ηλίθια ερώτηση μου.

<Νεροπίστολο, μην το βλέπεις έτσι> Και έβγαλε τον γεμιστήρα και άρχισε να προσθέτει σφαίρες.

<Να ρωτήσω που θα το χρειαστούμε?> Και με κοίταξε όσο κρατούσε τα χέρια του απασχολημένα.

<Όχι καλύτερα να μην ρωτήσεις> Είπε και έβαλε ξανά τον γεμιστήρα στην θέση του. <Τώρα θα χρειαστεί να τρέξεις> Συμπλήρωσε και με τράβηξε από το χέρι μέσα στο δάσος.

Το λιγοστό φως του φεγγαριού με το ζόρι μπορούσε να περάσει από τα φύλλα των δένδρων. Επικρατούσε το σκοτάδι και μία ησυχία που σε τρόμαζε. Έτρεχε και με παρέσερνε από πίσω του. Προσπαθούσα να τον ακολουθώ και να κάνω ησυχία, μέχρι που εκείνος σταμάτησε και με κόλλησε πάνω σε ένα δέντρο. Το σώμα του έπεσε όλο πάνω μου προσπαθώντας να με καλύψει και μου έκανε νόημα να κάνω ησυχία.

Είχε ακούσει πυροβολισμούς και κοιτούσε αριστερά και δεξιά για να μπορέσει να καταλάβει από που ακούγονταν. Δεν είμασταν πολύ μακριά από εκεί που είχαμε αφήσει τον Μάνο με το αμάξι και από τον τρόπο που κοιτούσε τον δρόμο που είχαμε κάνει ήταν φανερό ότι οι πιστολιές ακούγονταν από εκεί.

 Το χέρι του που τόση ώρα κρατούσε το δικό μου με έσφιγγε και δεν το καταλάβαινε. Παρόλα αυτά δεν μιλούσα, αλλά έκανα υπομονή πολεμώντας τον πόνο που μου δημιουργούσε.

<Ζωή πρέπει να φύγεις. Θα προχωράς αθόρυβα και όταν θα ακούς κάποιον ήχο θα σταματάς και θα κρύβεσαι> Όλα όσα μου έλεγε τα έλεγε με τέτοια ταχύτητα που με δυσκολία τα καταλάβαινα.< Σε περίπτωση που νιώσεις κάποια παρουσία δίπλα σου προσπάθησε να αντιδράσει ψύχραιμα. Μην επιτεθείς, μην μιλήσεις, μην τσιρίξεις και προς θεού μην ουρλιάξεις αν δεις κανένα ζώο ή ζωύφιο να περπατά δίπλα σου> Έκανε μια μικρή παύση για να πάρει αέρα. <Έγινα κατανοητός?> Με ρώτησε.

Εγώ του κούνησα το κεφάλι μου και ένιωσα το σφίξιμο στον καρπό μου να υποχωρεί. Από εκεί που με κοιτούσε γύρισε το κεφάλι του σε όλες τις κατευθύνσεις και έλεγξε αν το πεδίο ήταν ελεύθερο.

<Μιχάλη πότε θα τελειώσει όλο αυτό?> Τον ρώτησα, όταν με τράβηξε για να φύγω και να συνεχίσω μόνη μου.

Δεν ξέρω αν αυτό που είπα ήταν επειδή ήθελα να σταματήσει να με αφήνει μόνη να παλεύω μόνη μου ή πότε θα τελείωνε αυτό του είδους παιχνίδι. Πάντως μέσα μου κυριαρχούσαν τα συναισθήματα που πάντα συχαινόμουν.

<Σύντομα μικρή μου!> Είπε όσο πιο γλυκά μπορούσε και μου χαμογέλασε.

<Μιχάλη φοβάμαι!> Παραπονέθηκα,  ενώ εκείνος προσπαθούσε να με διώξει. <Δεν θέλω να μείνω μόνη> Κλαψούρισα σαν μικρό παιδί που φοβόταν το σκοτάδι.

<Δεν είσαι μόνη Ζωή. Θα είμαι δίπλα σου συνέχεια> Είπε και έβαλε μια τούφα από τα μαλλιά μου πίσω από το αφτί μου. <Πρέπει να φύγεις τώρα!> Πρόσθεσε και με φίλησε στο μέτωπο και μετά με έσπρωξε,

<Να προσέχεις!> Του ψιθύρισα για να με ακούσει.

<Και εσύ!> Πρόσθεσε και του γύρισα την πλάτη και άρχισα να τρέχω.

Δεν ήξερα που πήγαινα. Για το μόνο που ήμουν σίγουρη ήταν ότι ήμουν μόνη μέσα σε ένα σκοτεινό δάσος και δίπλα μου τριγυρνούσαν διάφοροι δολοφόνοι. Έκανα όσο πιο ησυχία μπορούσα, μέχρι που ακούστηκαν πυροβολισμοί πολύ κοντά μου και πήδηξα από τον φόβο μου. Γρήγορα κρύφτηκα πίσω από ένα δέντρο και κόλλησα πάνω του. Γιατί να μην ήταν η αγκαλιά του Μιχάλη αυτήν την στιγμή και να ήταν ο κορμός ενός δέντρου. Εκεί θα ένιωθα ασφάλεια και όχι όπως τώρα. 

Εκτός από πυροβολισμούς άρχισαν να ακούγονται και κραυγές πόνου. Κάποιος θα πονούσε και αυτός προσευχόμουν να μην ήταν ο Μιχάλης. Οι σφαίρες πετύχαιναν τα δέντρα και ακουγόταν ένας διαφορετικός ήχος. Το μέταλλο συγκρούονταν με το ξύλο και έκανε θρύψαλα ένα μέρος του. Οι πυροβολισμοί σταμάτησαν και αφού πήρα μια ανάσα για να ηρεμήσω συνέχισα να τρέχω.

Κοιτούσα κάτω για να μην πατήσω κάποιο κλαδί και στην συνέχεια παρατηρούσα γύρω μου για καμιά ανεπιθύμητη παρουσία. Από δεξιά μου ακούστηκε ένας θόρυβος και κρύφτηκα πάλι πίσω από ένα δέντρο. Κοίταξα προσεκτικά  εκεί που ακούστηκε ένας θόρυβος και βγήκε ένας οπλισμένος άνδρας μέσα από τον θάμνο. Εγώ κόλλησα ακόμα περισσότερο πάνω στο δέντρο και προσευχήθηκα να μην με είχε δει. Άκουγα τα βήματα του να με πλησιάζουν και ένιωθα την καρδιά μου να φτερουγίζει από την ταραχή και τον φόβο της. Είδα το παπούτσι του και συνέχισα να σηκώνω το βλέμμα μου προς τα πάνω, μέχρι που συνειδητοποίησα ότι με είχε βρει. Έπεσα στο χώμα και τον κοιτούσα σαν χαμένη. Εκείνος το μόνο που έκανε ήταν να μου χαμογελάσει και να πει <Σε βρήκα μικρή>. Ύψωσε το όπλο του και με σημάδευε στο κεφάλι. Έκλεισα για λίγο τα μάτια μου, όμως γρήγορα τα άνοιξα για να αντιμετωπίσω τον εχθρό μου, μόνο με το βλέμμα μου. 

Είδα το δάχτυλο του να πιέζει την σκανδάλη και πήρα μια βαθιά ανάσα. Λίγο πριν η σφαίρα τρυπήσει το κεφάλι μου, πέρασε από δίπλα μου ξυστά. Έκλεισα τα μάτια μου, γιατί νόμιζα ότι με είχε πετύχει, όμως τα ουρλιαχτά του άντρα και ένας περίεργος ήχος με ξύπνησαν. 

Ο άνδρας ήταν κάτω και από πάνω του ήταν μια αρκούδα, που προσπαθούσε να τον σκοτώσει. Πήγε να μου ξεφύγει ένα ουρλιαχτό από το θηρίο που βρισκόταν δίπλα μου και έσκιζε την σάρκα ενός ανθρώπου. Σηκώθηκα χαμηλόφωνα για να μην με καταλάβει και άρχισα να απομακρύνομαι. Όταν είχα φτάσει αρκετά μακριά για να μπορώ να τρέξω ξεκίνησα να κλαίω αθόρυβα και να περπατάω όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Τα ουρλιαχτά του άνδρα ακούγονταν ακόμα και εγώ έκλαιγα ακόμα περισσότερο.

Ένα χέρι με τράβηξε και με κόλλησε σε κάποιο δέντρο και όταν είδα τον Μάνο έβαλα ακόμα περισσότερο τα κλάματα. Ήταν δάκρυα ταραχής, φόβου, τρόμου και χαράς που επιτέλους βρήκα κάποιον δικό μου. 

Ο Μάνος προσπάθησε να με ηρεμήσει και σκούπισε τα δάκρυα από τα μάτια μου. 

<Ζωή πρέπει να ηρεμήσεις και να συνεχίσεις> Μου έλεγε συνέχεια και ακούστηκαν πυροβολισμού. <Πρέπει να φύγεις!> Είπε και με ταρακούνησε.

Του κούνησα θετικά το κεφάλι μου, καθώς δεν μπορούσε  να βγει λέξη από το στόμα μου και έφυγα από δίπλα του.

Δεν κοιτούσα πίσω μου, αλλά προσπαθούσα να συνέλθω από το σοκ.  Άκουσα βήματα πάλι δίπλα μου και κρύφτηκα πίσω από ένα δέντρο. Ακολουθούσα τις οδηγίες του Μιχάλη, αλλά με είχαν πιάσει. Είπε πει ότι θα είναι δίπλα μου, όμως δεν ήταν και παραλίγο να φυτευόταν μια σφαίρα στο κεφάλι μου. Περίμενα μερικά λεπτά και ένα ανθρώπινο σώμα εμφανίστηκε δίπλα μου. Ακόμα δεν με είχε δει και μόλις πήγε να γυρίσει το κεφάλι του στο μέρος μου έπεσε κάτω νεκρός, αφήνοντας ένα ρυάκι με αίμα να τρέχει από την θανάσιμη πληγή που του είχε προκαλέσει αυτό το μικρό μέταλλο που έτρεχε σε μεγάλες ταχύτητες.

Έλεγξα το μέρος γύρω μου άρχισα πάλι να τρέχω. Είδα μπροστά μου πολλά φώτα και έναν δρόμο και άρχισα να προχωράω προς τα εκεί. Δεν ξέρω αν έκανα καλά, όμως θα μπορούσα να φέρω κάποια βοήθεια ή να έβρισκα το αμάξι του Μάνου και να κρυβόμουν μέσα. Δεν ήξερα αν όλα αυτά που σκεφτόμουν ήταν βλακείες ή όχι, πάντως ο πανικός μου με είχε κάνει να χάσω κάθε λογική.

Καθώς πλησίαζα ένα ελάφι πετάχτηκε από δίπλα μου και άρχισε να τρέχει από την αντίθετη μεριά. Αφού ξεπέρασα και ανακουφίστηκα από την απότομη εισβολή του ελαφιού στο οπτικό μου πεδίο συνέχισα προς τα φώτα.

Κρύφτηκα πίσω από ένα δέντρο και κοίταξα να δω αν ήταν κανείς εκεί. Ήταν το αμάξι του Μάνου μόνο, το οποίο είχε σπασμένα παράθυρα και σφαίρες είχαν εισχωρήσει στις πόρτες, αφήνοντας του βαθουλώματα.  Κάθισα κάτω ακουμπώντας το κεφάλι μου σε μια από τις πόρτες και αγκάλιασα τα πόδια μου. 

<Σε παρακαλώ Μιχάλη κάνε να τελειώσει γρήγορα!> Ψιθύρισα ακούμπησα το κεφάλι μου στα γόνατα μου.

Ακούστηκαν τα μικρά πετραδάκια της άσφαλτου και σήκωσα αμέσως το κεφάλι μου. Έσκυψα και είδα κάτω από το αμάξι τα πόδια κάποιου να είναι ακριβώς απέναντι μου. Το μόνο που μας χώριζε ήταν το αμάξι και εγώ δεν είχα τίποτα να αμυνθώ.  

Άρχισε να κινητέ και εγώ οπισθοχωρούσα αθόρυβα συνεχίζοντας να βλέπω προς ποια κατεύθυνση πήγαινε. Κάναμε ένα ολόκληρο κύκλο από το αμάξι και εγώ πλέον βρισκόμουν πίσω από το αμάξι στην μεριά του δάσους, ενώ εκείνος στον δρόμου. 

Ένιωσα κάποιον από πίσω μου και μόλις γύρισα, έπεσα στο χώμα από το δυνατό χτύπημα που δέχτηκα. 

<Εδώ είναι!> Φώναξε και με τράβηξε από τα μαλλιά. 

Εγώ προσπάθησα να τον βαρέσω, αλλά με βάρεσε στην κοιλιά και ξαπλώθηκα ξανά κάτω. Ένιωσα μια μεταλλική γεύση  και σκούπισα με το χέρι μου τα χείλη μου. Τα δάχτυλα μου βάφτηκαν με κόκκινο αίμα, καθώς είχαν ανοίξει από την δυνατή μπουνιά που έφαγα.

Με κλώτσησε και με πήγε στον δρόμο. Εμφανίστηκαν γρήγορα άλλοι τρεις άνδρες και με περικύκλωσαν. Τα χέρια μου δεν είχαν δύναμη για να με σηκώσουν, όμως δύο από αυτούς με σήκωσαν. Κρατώντας με από τα χέρια και έχοντας με κάτω με τα γόνατα ήμουν εύκολη λεία για αυτούς, όχι ότι πιο πριν δεν ήμουν, αλλά πλέον ήμουν εντελώς αβοήθητη. 

Ένας από τους άλλους δύο με κλώτσησε με δύναμη και το σώμα μου πήγε να φύγει από το κράτημα των άλλων. Το βογκητό πόνου δεν άργησε να ακουστεί και αμέσως μετά ο άνδρας βρέθηκε κάτω νεκρός. 

Οι άνδρες που με κρατούσαν με άφησαν να πέσω κάτω και τράβηξαν γρήγορα τα όπλα τους. Άρχισαν να πυροβολάνε στο σκοτάδι μέσα στο δάσος και εγώ προσπαθούσα να απομακρυνθώ. Άλλος ένας έπεσε κάτω νεκρός και πλέον είχαν μείνει δύο. 

Τα όπλα τους άδειασαν και κρύφτηκαν πίσω από το αμάξι για να τα ξαναγεμίσουν. Εγώ είχα απομακρυνθεί εντελώς από το αμάξι και είχα φτάσει στην άλλη άκρη. Μια χειροβομβίδα πετάχτηκε μέσα στο αμάξι και μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα έγινε θρύψαλα μαζί με τους δύο δολοφόνους. Κοίταξα προς το δάσος και είδα τον Μιχάλη να βγαίνει από το σκοτάδι. 

Το φως πολεμούσε με το σκοτάδι και νίκησε. Μπορούσα να δω τα σκληρά χαρακτηριστικά του. Άρχισε να με πλησιάζει με το βαρύ πάτημα του. Αν ήμουν η γη σίγουρα θα έτρεμα σε κάθε του πάτημα. Τόσο σίγουρος. Τόσο δυνατός. Και ήταν ο σατανικός άνδρας με το πονηρό χαμόγελο πάντα στα χείλη. Γιος του διαβόλου μέσα σε τόσους θνητούς. 

Έσκυψε και σκούπισε το αίμα από τα χείλη μου. Χάιδεψε το μελανιασμένο μου μάγουλο και εγώ έγειρα στο χάδι του.

<Τελείωσε μικρή> Είπε και με σήκωσε πάνω.

Η ζεστή αγκαλιά του έδιωξε όλους τους φόβους μου και τους αντικατέστησε με ασφάλεια. Τον κοίταξα και του χαμογέλασα αδύναμα. Το άρωμα του δεν ήταν πολύ δυνατό όπως κάθε φόρα. Ήταν λερωμένος με χώμα και με αίμα. Δεν ήταν πουθενά πληγωμένος ευτυχώς. 

Με κοιτούσε και τον κοιτούσα μαγεμένη. Κοιτούσα το μπλε χρώμα που φοβήθηκα ότι δεν θα ξανά έβλεπα  και η καρδιά μου άρχισε να φτερουγάει από κάτι ανεξήγητο, που μόνο αυτός μπορούσε να μου το προκαλέσει.

Τα χείλη του χάιδεψαν τα δικά μου και εκεί που πήγαν να ενωθούν τα σταμάτησε ο ήχος ενός πυροβολισμού. Τα χέρια του Μιχάλη με έσφιξαν δυνατά πάνω του και ένας μικρός αναστεναγμός βγήκε από τα χείλη του. Το μπλε χρώμα των ματιών του που με κοιτούσε τόση ώρα χάθηκε.

<Μιχάλη?> Τον ρώτησα ταραγμένη και τον ένιωσα να πέφτει. 

Τα χέρια του με άφησαν και εγώ προσπάθησα να τον κρατήσω κοντά μου και να μην πέσει με φόρα κάτω. 

<Μιχάλη?> Ξανά φώναξα, όμως απλός με κοιτούσε. Το πουκάμισο του άρχισε να κοκκινίζει και πανικοβλήθηκα. 

Τα χέρια μου πήγαν στο κόκκινο λεκέ, όμως το χέρι του τα απομάκρυνε και τα έπιασε σφίγγοντας τα.

<Είμαι εδώ Ζωή> Είπε αδύναμα και άφησα το πρώτο δάκρυ να κυλήσει από τα μάτια μου. 






Έχει μείνει ακόμα ένα κεφάλαιο και η ιστορία μας τελειώνει. Δεν έχω να πω κάτι είμαι έτοιμη να βομβαρδιστώ με τα σχόλια σας.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top