Το τηλεφωνο σου

Περίμενα υπομονετικά μέσα στο άσπρο δωμάτιο να εμφανιστεί η Στέφανη με τον υποτιθέμενο "ήρωα". Σιγά τι έκανε! Έπιασε εμένα που σίγουρα θα έπεσα μπροστά του. Τι το δύσκολο?

<Όχι!> Ακούστηκε η τσιριχτή φωνή της Στέφανη. <Πλάκα κάνεις? Δεν ενοχλείς καθόλου! Αντιθέτως η  Ζωή μου είπε ότι θέλει να σε γνωρίσει?> Γιατί λες ψέματα ρε τσούπρα? Εσύ με έπρηξες να τον φέρεις εδώ μέσα.

<Είσαι σίγουρη?> Άκουσα την βαριά φωνή του. Μπα σε καλό σου τι φωνή ήταν αυτή?

Αμέσως φάνηκε η Στέφανη και από πίσω της ένας άνδρας που την περνούσε δύο κεφάλια.

<Ζωή να σου γνωρίσω τον Στίβεν Άλον!> Είπε με ενθουσιασμό και έκανε στην άκρη για να κάνουμε χειραψία.

<Χάρηκα πολύ για την γνωριμία κύριε...> Δεν πρόλαβα να πω το όνομα του και με διέκοψε.

<Σε παρακαλώ!> Είπε κάνοντας μου παρατήρηση. Τι είναι τούτος εδώ? <Δεν χρειάζεται πληθυντικός Ζωή> Είπε το όνομα μου και μετά με κοίταξε με τα γαλανά του μάτια.

<Όπως θέλε...> Κόλλησα και αμέσως το διόρθωσα. <Όπως θέλεις> Και του χαμογέλασα.

Δεν σταματούσε να με κοιτάει και εγώ ένιωθα αρκετά άβολα. Ανακάθισα καλύτερα πάνω στο άσπρο κρεβάτι και τότε μια Στέφανη πετάχτηκε όρθια, από την καρέκλα που καθόταν.

<Πάω να μιλήσω με τον γιατρό, να σου φέρει τα χαρτιά να υπογράψεις για να φύγουμε από το νοσοκομείο>  Να σαι καλά Στέφανη τώρα που θα μας άφηνες μόνους θα ένιωθα υπέροχα!

<Ναι πάνε γιατί θα χάσουμε και το πρώτο μάθημα> Της είπα και εκείνη άρχισε να γελάει. <Τι είπα?> Την ρώτησα παραξενεμένη και εκείνη άρχισε να σοβαρεύει.

<Είναι μεσημέρι Ζωή. Δυστυχώς θα κάνουμε κακή αρχή με τον νέο καθηγητή, καθώς χάσαμε το πρώτο μάθημα!> Και έφυγε γελώντας.

Γελούσε γιατί εγώ ήμουν πάντα τύπος και υπογραμμός. Ποτέ δεν έχανα κάποιο μάθημα εκτός κι αν δεν μπορούσα να σηκωθώ από το κρεβάτι. Πάντα ήμουν διαβασμένη και προετοιμασμένη για το οτιδήποτε όσο αφορούσε το μάθημα. Και για όλα αυτά έφταιγαν οι πολυαγαπημένοι μου γονείς που πάντα με πίεζαν να είμαι η καλύτερη όλων.

<Γκουχ..> Άκουσα τον Στίβεν να βήχει ψεύτικα. Τι ήθελε και αυτός τώρα! Είχα που είχα τα προβλήματα μου είχα και εκείνον.

<Θες λίγο νεράκι?> Τον ρώτησα και πήρα το νερό από το κομοδίνο μου δίνοντας του το.

<Όχι δεν χρειάζεται> Έκανε μια παύση και μάζεψε τα πόδια του. <Είμαι μια χαρά>

Κάθισα και τον παρατήρησα και αμέσως κατάλαβα ότι ήταν άτομο γραφείου. Καταρχήν ήταν κατάξανθος. Μάλλον δεν θα ήταν από εδώ. Ίσως να ήταν από την Γερμανία ή από την Νορβηγία ποιος ξέρει? Είχε καταγάλανα μάτια, που δεν μπορούσαν να συγκριθούν με κανενός. Τα καφέ γυαλιά μυωπίας του διακοσμούσαν την μεσαίου μεγέθους μύτη του. Είχε λιγοστά μούσια που τον έκαναν αρκετά σοβαρό. Μάλλον θα έφταιγε και αυτό το ύφος που είχε. Άλλες φορές φαινόταν γλυκός και πρόσχαρος, αλλά άλλες σοβαρός και πολύ επαγγελματίας.

Φορούσε ένα γκρι κουστούμι και από μέσα ένα γαλανό πουκάμισο. Είχε την σκουρόχρωμη μπλε γραβάτα με έναν ωραίο κόμπο γύρο από τον λαιμό του. Λογικά κάποια κοπέλα θα τον έκανε τόσο ωραία, γιατί όταν έβλεπα τους φίλους μου με γραβάτα, πάντα έτρεχα να την διορθώσω. Πάνω στο σακάκι του, στην αριστερή πλευρά υπήρχε μια γαλάζια καρφίτσα και στην τσέπη στο στήθος του είχε βάλει στην ίδια απόχρωση και ένα μεταξωτό μαντίλι χωρίς ζάρες. 

Ήταν ένας άντρας στην τρίχα. Δεν υπήρχε τίποτα αρνητικό πάνω του και αυτό για κάποιο λόγο τον έκανε ελκυστικό. Κρατούσε στην αγκαλιά του το καφέ σακίδιο του και καθόταν σταυροπόδι. Ένας κύριος. Ένας κύριος γραφείου καθόταν μπροστά μου. Τι υπέροχο.

<Να φανταστώ σου άρεσαν τα γυαλιά?> Με ρώτησε και εγώ σταμάτησα να κοιτάω τα μάτια του.

<Ναι είναι υπέροχα!> Με έπιασε απροετοίμαστη. <Ray-ban?> Tον ρώτησα και εκείνος μου ένευσε αρνητικά χαμογελώντας. Οοοο... είχε λευκό χαμόγελο.

<Όχι είναι Armani> Τον άκουσα να λέει καθώς έψαχνα το κινητό μου.

<Όοο... Τέλεια! Πολύ ακριβά να φανταστώ!> Είπα συνεχίζοντας να ψάχνω.

<Ε εντάξει μια χαρά την βρήκα εγώ την τιμή> Αχ σε παρακαλώ μην πουλάς μόστρα μπροστά μου! <Το κινητό σου ψάχνεις?> Με ρώτησε και ξαφνιάστηκα με την ερώτηση του.

<Ναι από που το κατάλαβες?> Τον ρώτησα και τον κοίταξα ξανά, ψάχνοντας κάποια πληροφορία στο πρόσωπο του.

<Το πρώτο πράγμα που θα έκανα θα ήταν αυτό> Μου απάντησε και έκλεισε το μάτι.

<Ααα... εθισμένος στην  τεχνολογία δηλαδή?> Του είπα και συνέχισα να ψάχνω.

<Είναι μέσα στην αναθεματισμένη την τσάντα σου!> Σηκώθηκε και πήρε από το άλλο κομοδίνο απέναντι μου την τσάντα και την έφερε στο κρεβάτι.

<Και εσύ που το ξέρεις ότι ήταν εκεί?> Μου βγήκε αυθόρμητα και πολύ αγενέστατα. <Συγνώμη για την συμπεριφορά μου απλός...> Ντράπηκα για τον τρόπου που του μίλησα και προσπάθησα να απολογηθώ αμέσως.

<Μην ανησυχείς. Επίσης ξέρω που είναι το κινητό σου, γιατί εγώ το έβαλα εκεί> Και έκανε μια παύση και με κοίταξε. <Όταν λιποθύμησες και σε έπιασα το είχε στα χέρια σου και σου έπεσε> Μου εξήγησε και ανακουφίστηκα.

<Δεν πρόλαβα να σε ευχαριστήσω για...> Αλλά πάλι με διέκοψε.

<Δεν χρειάζεται. Ο καθένας θα το έκανε> Είπε και βολεύτηκε καλύτερα στην καρέκλα.

<Ζωή!> Φώναξε η Στέφανη και μπήκε φουριόζα στο δωμάτιο. <Έφερα την νοσοκόμα να υπογράψεις> Είπε και αναπήδησε χαρούμενη.

<Λοιπόν χάρηκα πολύ που σας γνώρισα κορίτσια> Είπε ο Στίβεν και σηκώθηκε δίνοντας το χέρι του πρώτα σε εμένα και στην συνέχεια στην Στέφανη. <Ήρθε η ώρα να φύγω>

Και εγώ που χαιρόμουν που θα έμενα επιτέλους μόνη με την Στέφανη απογοητεύτηκα μόλις άνοιξε το στόμα της.

<Που πας? Δεν θα είσαι με τα καλά σου! Ήρθες εδώ μαζί μας και θα φύγεις παίρνοντας ένα ταξί? Όχι θα σε πάμε εμείς> Είπε αποφασιστικά και εγώ ήθελα να χτυπήσω το κεφάλι μου στον τοίχο.

<Όχι να μην σας βάζω σε κόπο τώρα> Είπε και η Στέφανη γύρισε και με κοίταξε αυστηρά κάνοντας μου νόημα να τον πείσω.

<Σε παρακαλώ Στίβεν άσε με να κάνω  μια καλή πράξη για έναν καινούριο φίλο, έτσι όπως έκανες και εσύ σήμερα για εμένα> Του είπα γλυκά και στο τέλος του χαμογέλασα.

Είχα εξελιχθεί τόσο που πλέον κανείς δεν μπορούσε να μου αντισταθεί κανείς. Από μέσα μου χαμογέλασα πονηρά, καθώς τον έβλεπα να υποχωρεί. Άραγε και εκείνος έτσι με έβλεπε? Πριν τέσσερα χρόνια με έβλεπε σαν παιχνιδάκι του και γελούσε από μέσα του?

<Εφόσον το ζήτησες εσύ, λέω να μην σου χαλάσω χατήρι> Είπε και ανταπέδωσε σε ένα γλυκό χαμόγελο.

Η νοσοκόμα μου αφαίρεσε διάφορα καλώδια που μετρούσαν τους παλμούς μου και όταν ντύθηκα βγήκα έξω από το δωμάτιο να συναντήσω την Στέφανη και τον νέο μας φίλο Στίβεν.

Στον διάδρομο είδα την Στέφανη να μιλάει με τον γιατρό, αλλά τον Στίβεν δεν τον είδα πουθενά. Αχ επιτέλους. Θα κατάλαβε ότι ήταν βάρος και θα έφυγε.

<Αααα...> Τρόμαξα όταν ένα χέρι με τράβηξε και μου άλλαξε κατεύθυνση.

<Άσε τους λίγο να μιλήσουν. Κάνε και κάτι καλό για την φίλη σου> Είπε χαμηλόφωνα για να μην τραβήξει την προσοχή τους. Ούρλιαξα άνθρωπε μου και ούτε γύρισαν! Επειδή θα ακούσουν την φωνή σου θα γυρίσουν?

<Καλά λες. Πρέπει να προχωρήσει και αυτή> Είπα και αναστέναξα.

Την Στέφανη την είχε απατήσει ο δικός της με μία συμφοιτήτρια μας. Είχαν σχέση ενάμιση χρόνο και δεν της ήταν και πολύ εύκολο να το χωνέψει.

<Λοιπόν μπορείς να μου κάνεις μία χάρη?> Ψιθύρισε στο αφτί μου και εγώ κόλλησα ακόμα περισσότερο στον τοίχο του νοσοκομείου.

<Τι θέλεις?> Τον ρώτησα όσο πιο γλυκά μπορούσα, καθώς ένιωσα να περνάει τα όρια του χώρου μου.

<Το τηλέφωνο σου> Ψιθύρισε και ρίγησα ολόκληρη. 

Θεέ μου η βαριά του η φωνή, το ντύσιμο του, έκαναν πολύ ελκυστικό τον άντρα που στεκόταν τόσο κοντά μου.  

<Και γιατί να το κάνω αυτό?> Τον ρώτησα τσαχπίνικα. Όχι Ζωή δεν θα έχανες το παιχνίδι. Ευτυχώς κάποιος σε είχε διδάξει αρκετά καλά. Και η σκέψη αυτή έκανε την καρδιά μου να σφιχτεί.

<Γιατί θέλω να γνωρίσω καλύτερα την μυστήρια κοπέλα που έχω ακριβώς μπροστά μου> Μίλησε με αρκετή σιγουριά για το τι ήθελε.

<Αφού θες να την γνωρίσεις καλύτερα, γιατί όχι?> Του απάντησα και επιτέλους τον είδα να κάνει δύο βήματα πιο μακριά μου. Τώρα θα μπορούσα να ανασαίνω ελεύθερα και να μην εισπνέω το αντρικό άρωμα του. <Φέρε μου το κινητό σου> Του ζήτησα και εκείνος το έβγαλε αμέσως.

Πληκτρολόγησα γρήγορα τον αριθμό μου και του το έδωσα.

<Το επίθετο μου είναι....> Πήγα να του πω για να με αποθηκεύσει με το όνομα μου, όμως αυτός με διέκοψε.

<Δεν το χρειάζομαι> Έκανε μία παύση και άρχισε να πληκτρολογεί στο τηλέφωνο του. <Θα σε αποθηκεύσω "μικρή"> Και μόλις ξεστόμισε αυτή την λέξη ένιωσα την γη να χάνεται κάτω από τα πόδια μου.

Πόσα χρόνια είχα να ακούσω αυτήν την λέξη από κάποιον? Δεν είχα επιτρέψει σε κανέναν άλλο να με αποκαλέσει "μικρή". Μόνο ο Μάνος μερικές φορές με φώναζε έτσι, αλλά όταν το έκανε του μούτρωνα και το σκεφτόταν καλά αν θα το ξανά έκανε.  

<Λοιπόν πάμε?> Ακούστηκε η Στέφανη από δίπλα μας και με έβγαλε από τον λήθαργο μου.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top