Το παιχνίδι μετρά αντίστροφα

<Μάζεψε τα και φύγε!> Με διέταξε και εγώ μάζεψα τα πιάτα αφήνοντας τον μόνο με τον Μάνο.

<Λοιπόν τα πράγματα αρχίζουν να δυσκολεύουν και δεν θα κρατήσουν για πολύ!> Άκουσα την φωνή του Μάνου καθώς ανέβαινα τις σκάλες.

<Μην ανησυχείς όλα τα έχω σκεφτεί. Ακόμα και το ποια θα είναι η επόμενη μας κίνηση, αν όλα στραβώσουν.>

Ποια ήταν αυτά που άρχισαν να δυσκολεύουν άραγε?

<Ο πατέρας μου αρχίζει να τα υποψιάζεται όλα. Δεν θα κρατήσει για πολύ!> 

<Μην ανησυχείς όλα τα έχω κανονισμένα σου λέω>

<Ποια δηλαδή έχεις κανονισμένα? Το να συμμαχήσεις με τους εχθρούς?> Και άκουσα κάτι γυάλινο να σπάει.

<Εσύ που...>

<Που το ξέρω? Νομίζεις ότι παραμένω το χαϊβάνι που ήμουν τότε?>

<Ποτέ δεν ήσουν χαϊβάνι και το ξες πολύ καλά! Απλός δεν ήσουν κατάλληλα έτοιμος για όλο αυτό που σου ετοίμαζε  ο πατέρας σου> Οι φωνές τους είχαν δυναμώσει υπερβολικά και ακουγόντουσαν σε όλο το σπίτι.

<Είχαμε συμφωνήσει να βγάλουμε τον πατέρα μου από την θέση που είναι και να γίνει δική σου, αλλά όχι να τον στείλουμε στον άλλο κόσμο>

<Δεν θα γινόταν κάτι τέτοιο και το ξες?> 

<Νομίζεις Μιχάλη! Ο Κρίστοφερ θέλει τον πατέρα μου νεκρό εδώ και χρόνια και τώρα που του δίνεται η ευκαιρία νομίζεις πως δεν θα το κάνει?> Είπε ο Μάνος με ειρωνικό ύφος.

< Ξέρεις ότι δεν θα επιτρέψω να γίνει κάτι τέτοιο. Έτσι κι αλλιώς δεν είναι μόνο δικό σου πατέρας, αλλά και δικός μου.>

<Ναι μόνο που εσύ είσαι μπάσταρδος!>

<Πρόσεχε τι λες!>

<Να προσέχω τι λέω? Δικός μου πατέρας είναι όχι δικός σου. Επειδή η μάνα σου γαμήθηκε μαζί του δεν σημαίνει πως σε δεχτήκαμε στην οικογένεια σαν κανονικό του γιο>

<Μάνο πρόσεχε τι λες!> Γρύλισε ο Μιχάλης και μπορούσα να φανταστώ ότι τα χέρια του θα είχαν γίνει γροθιές και η φλέβα στον λαιμό του θα πεταγόταν.

<Μόνο επειδή η μάνα μου σε λυπήθηκε μπήκες στην οικογένεια, αλλιώς θα πέθαινες στον δρόμο!> Αυτό ήταν και το ποτήρι ξεχύλισε.

<Τι είπες ρε! Πάρ'τα πίσω όλα!> Και άκουσα ένα δυνατό χτύπημα στον τοίχο και μια κραυγή του Μάνου.

Αμέσως έτρεξα κάτω και είδα τον Μιχάλη να κρατάει τον Μάνο από τον γιακά και να τον έχει κολλημένο στον τοίχο.

<Μιχάλη τι κάνεις!> Ούρλιαξα πέφτοντας πάνω του, προσπαθώντας να τους χωρίσω.

Τα χέρια του Μιχάλη είχαν μεταφερθεί  στον λαιμό του Μάνου και είχε αρχίσει να τον σφίγγει δυνατά.

<Μιχάλη ας τον! Θα τον σκοτώσεις!> Ούρλιαξα και το χέρι του από τον λαιμό έφυγε και χτύπησε το μάγουλο μου, ρίχνοντας με κάτω. Άφησε τον Μάνο να πέσει κάτω και γύρισε στο μέρος μου, μαζεύοντας τα μανίκια της μπλούζας του.

<Πάνε πάνω γρήγορα!> Και εγώ έτρεξα γρήγορα πάνω. 

Έκλεισα την πόρτα πίσω μου. Το μάγουλο μου ακόμα έτσουζε.

<Όχι Ζωή δεν θα κλάψεις!Σε παρακαλώ γαμώτο!> Και η πόρτα μπροστά μου άνοιξε απότομα.

<Σου είπα να μείνεις πάνω!> Και με το άκουσμα τις φωνής τους τα δάκρυα άρχισαν να τρέχουν.

<Μιχάλη εγώ....> 

<Σςςςςς.....> Και έβαλε το δάχτυλο του στα χείλι μου και με το άλλο χέρι χάιδευε τον λαιμό μου. <Άνοιξε το στόμα σου!> Διέταξε και εγώ άρχισα να κλαίω περισσότερο, γιατί ήξερα τι θα προηγηθεί.

Μου έβαλε το λεγόμενο φίμωτρο και με πήρε στον ώμο του, πηγαίνοντας με στο δωμάτιο.

Με   έβαλε να ξαπλώσω πάνω στον ίππο. Τα ρούχα μου έγιναν ένα με το πάτωμα και με έβαλε να ακουμπήσω την κοιλιά μου πάνω  στην μαλακή επιφάνεια του ίππου και να σκύψω. Το χέρι του πέρασε ένα κολάρο από τον λαιμό μου και το έσφιξε δυνατά, δυσκολέυοντας με να πάρω κανονική ανάσα. Άνοιξε τα πόδια μου και άκουσα τον ήχο που κάναν τα ρούχα του, καθώς έπεφταν. Πνιχτοί λυγμοί ακούγονταν μέσα στο δωμάτιο μέχρι που τράβηξε το λουρί και εκείνο με την σειρά του το κολάρο, κόβοντας μου την ανάσα.

Το σώμα του κόλλησε πάνω μου και το άλλο του χέρι  μετακινήθηκε από την κοιλιά μου πιο κάτω, στο σημείο όπου έχανα την γη κάτω από τα πόδια μου.

<Γιατί κατέβηκες κάτω Ζωή?> Έκανε παύση περιμένοντας να απαντήσω, αλλά δεν μπορούσα. <Λέγε!> Μου φώναξε και τράβηξε το λουρί, κόβοντας μου τελείως την ανάσα. Τα χέρια μου αυτόματα πήγαν στο κολάρο, προσπαθώντας να το ξεσφύξουν, όμως μου τα κατέβασε κάτω.

<Ξέχασα δεν μπορείς να μιλήσεις!> Είπε και γέλασε ελαφρός, δαγκώνοντας το αφτί μου. Το κολάρο, σταμάτησε να με σφίγγει και άρχισα να παίρνω κανονικά ανάσες.

Το χέρι του ξανά κατέβηκε εκεί κάτω και άρχισε να παίζει μαζί μου. 

<Με παράκουσες ξανά μικρή.> Και έβαλε ένα δάχτυλο μέσα μου και άρχισε να το κουνάει.

<Γιατί?> Μου ψιθύρισε και έβαλε και δεύτερο δάχτυλο.

Όσο και να ήθελα να αντισταθώ δεν μπορούσα. Ήμουν ηλίθια το ήξερα, αλλά όταν κάποιος σε ερεθίζει τόσο πολύ με ότι και να κάνει πάνω σου, χάνεις την λογική σου.

Με γύρισε από την άλλη μεριά. Με σήκωσε και με έβαλε να κάτσω πάνω στον ίππο. Έβαλε τα πόδια μου πάνω στους ώμους του και μπήκε με φόρα μέσα μου. Τα μουγκρητά μου ακούγοντας, καθώς προσπαθούσα από την μία προσπαθούσα να μην φωνάζω, και από την άλλη δεν μπορούσα να κρατηθώ. 

Έμπαινε με φόρα μέσα μου. Η ανάσες του ήταν κοφτές, σε αντίθεση με τις δικές μου, που ήταν πολύ γρήγορες .

<Σου αρέσει μωρό μου?> Είπε και εγώ τον κοίταξα στα μάτια και του κούνησα θετικά το κεφάλι.

Αμέσως η έκφραση του προσώπου του άλλαξε και από εκεί που ταξίδευε και αυτός στον κόσμο της ηδονής και της ευχαρίστησης, άλλαξε σε θυμό και αγριάδα. Βγήκε από μέσα μου και με πήρε από το μαλλί ρίχνοντας με πάνω στο κρεβάτι. Πήγα να γυρίσω ανάσκελα, αλλά η φωνή του με σταμάτησε λέγοντας μου να κάτσω έτσι όπως είμαι. Πήρε ένα μαξιλάρι και το έβαλε στην κοιλιά μου, έτσι ώστε να είναι σηκωμένος ο κώλος μου, για πιο εύκολη πρόσβαση.

Μία ακόμα φορά είχε μπει από πίσω και δεν ήθελα ούτε να το σκέφτομαι. Είχε έρθει από πίσω μου, όταν άρχισα να προσπαθώ να του μιλήσω. Ούρλιαζα και άρχισα να χτυπιέμαι, αλλά εκείνος με ακινητοποίησε μέσα σε λίγα δεύτερα. Ήταν ανώφελο το να  χτυπιόμουν και άρχισα να ηρεμώ. Δεν ξέρω, αλλά για κάποιον λόγο είχε καθυστερήσει αρκετά. Οι ανάσες του ήταν πολύ δυνατές και ακούγονταν σε όλο το δωμάτιο. Τα χέρια του έπιασαν την μέση μου, και ένιωσα τον ανδρισμό του να προσπαθεί να μπει μέσα μου. Πήρα μια βαθιά ανάσα έτοιμη να υποδεχτώ τον πόνο, αλλά αντί για αυτό άκουσα τον Μιχάλη να αρχίζει να βρίζει και να ουρλιάζει, μέχρι που βγήκε έξω από το δωμάτιο χτυπώντας την πόρτα δυνατά.

Ήθελα να πιστέψω το ότι με είχε αφήσει μόνη και το πως μπορούσα να λυθώ εύκολα, αλλά φοβόμουν μήπως επιστρέψει και νευριάσει. Τον περίμενα μισή ώρα, αλλά δεν είχε κάνει την εμφάνιση του. Έτσι και εγώ άρχισα να αφαιρώ, όλα όσα μου είχε βάλει. Πήρα τα ρούχα μου και πήγα στο δωμάτιο μου για ένα μπάνιο.

Μετά από το μπάνιο δεν τόλμησα να βγω από το δωμάτιο, μέχρι το απόγευμα. Δεν είχα κατέβει κάτω για να φάω κάτι, πλέον το φαΐ για εμένα  δεν υπήρχε. έτρωγα ελάχιστα ίσα ίσα για να παραμείνω στα κιλά που ήμουν. Είχα κατέβει για να τον ψάξω. Τόση ησυχία μου φάνηκε πολύ παράξενη.

Το θέμα ήταν ότι δεν είχα κατέβει μόνη. Είχα πάρει και την παρέα ενός αντικειμένου, που σίγουρα θα του έφερνε ευχαρίστηση. Είχε μαλώσει με τον καλύτερο του φίλο, που μάλλον είναι ετεροθαλής αδερφός του και όλα του πήγαιναν σκατά. Έτσι και εγώ έπρεπε με κάποιον τρόπο να τον ευχαριστήσω και να τον κάνω καλύτερα.

Χτύπησα την  πόρτα του γραφείου του και μπήκα μέσα χωρίς να  ρωτήσω. Η εικόνα που είδα δεν μου άρεσε καθόλου. Πάνω στο γραφείο του υπήρχε μία άσπρη σκόνη, όπου την είχε μαζέψει στην άκρη. Όταν μπήκα μέσα, κατευθείαν με κοίταξε όμως δεν αντέδρασε. Τα μάτια του ήταν κόκκινα και προφανώς ήταν μαστουρωμένος.

<Μιχάλη?> Ακούστηκε η φωνή μου δειλά.

<Φύγε Ζωή!> Είπε ήρεμα, κάνοντας ένα χαρτί σε σχήμα κυλίνδρου και έσκυψε από πάνω του.

<Τι κάνεις?> Είπα και εγώ ήρεμα και άρχισα να τον πλησιάζω, μέχρι που έφτασα δίπλα του.

<Σου είπα να φύγεις!> Και με κάρφωσε με τα μάτια του, όμως για πρώτη φορά δεν φοβήθηκα.

<Μπορώ να δοκιμάσω?> Αυτό ήταν ξεκάθαρα κάτι που δεν περίμενε να ακούσει από το στόμα μου.

Μου έδωσε το χαρτί και έκανε ένα βήμα πίσω αφήνοντας μου χώρο.

<Απλός ρούφα το με την μύτη> Είπε και έσκυψε ακριβώς από πάνω μου, οδηγώντας το χαρτί στην αρχή της σκόνης.

Ένιωσα τον κάθε κόκκο. Ένιωθα το σώμα του που ήταν κολλημένο πάνω στο δικό μου, καθώς το χέρι του κρατούσε το δικό μου. Όταν τελείωσα παράτησα το χαρτί πάνω στο γραφείο και γύρισα προς την μεριά του παίρνοντας μια βαθιά ανάσα. Έπεσα στα γόνατα και χαμήλωσα το κεφάλι μου. Έβγαλα το αντικείμενο που είχα κρύψει κάτω από την μπλούζα μου. Κράτησα και με τα δύο μου χέρια το μαστίγιο και τα σήκωσα προσφέροντας του το.

Κρατούσα ένα πολύ μεγάλο βάρος πάνω μου και αυτό δεν ήταν το υλικό βάρος του μαστιγίου, αλλά το ψυχικό. Εκείνη την στιγμή είχα διαλέξει από μόνη μου την καταστροφή μου. Και δεν εννοώ σωματική καταστροφή, αλλά ψυχική. Γιατί έκανα το λάθος και του δόθηκα. Έκανα το λάθος να τον ερωτευτώ.

Μέχρι που το βάρος αυτό έφυγε από τα χέρια μου, όταν το πήρε στα δικά του. Ήμουν έτοιμη για αυτό που θα ερχόταν, αλλά όχι για αυτό που ήρθε. Το μαστίγιο έπεσε στο πάτωμα και όταν σήκωσα το κεφάλι μου να τον κοιτάξω μου έκανε νόημα να σηκωθώ. Σηκώθηκα και ένιωθα την ανάσα του να πέφτει στο πρόσωπο μου.  

<Δεν θέλω τέτοια ικανοποίηση μικρή!> Μου χάιδεψε  τον λαιμό και έπειτα τα χείλι του φίλησαν γλυκά τα δικά μου.

<Μιχάλη!> Η κοκαΐνη είχε αρχίσει να με επηρεάζει, αλλά όχι τόσο πολύ από όλα αυτά που μου έκανε ο Μιχάλης.

<Ο χρόνος αρχίζει να μετρά αντίστροφα μικρή και για τους δυο μας. Οι όροι του παιχνιδιού άλλαξαν από μόνη τους> Και με έσπρωξε πάνω στο θρανίο, ορμώντας σαν αγρίμι πάνω μου.



    





Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top