9. Πλάσματα του Σκότους

"Μόνο εάν απαρνηθείς τη τρέλα μπορείς να τη ξορκίσεις."

Νιώθω εναν οξύ πονο να διαπερνά δυνατά τη σπονδυλική μου στήλη. Σηκώνομαι απότομα και το μόνο που μπορώ να διαπιστώσω είναι η γνώριμη φιγούρα της μητέρας μου. Αμέσως στον νου μου έρχεται η τελευταία μας συζήτηση. Ελέγχω την ώρα απο το κινητό μου. Έχω άλλες δυο ώρες μπροστά μου μέχρι να συναντήσω τη παρέα μου και να περάσω για τελευταία φορά -ίσως- τα γενέθλια μου σαν φυσιολογική εικοσάχρονη.

Προσπαθώ να σταθώ στα πόδια μου αλλα η όραση μου γινεται θολη και χανω την ισορροπία μου. Τι συμβαίνει παλι; Βγαζω ενα επιφώνημα πόνου και αφήνω το σωμα μου να πέσει πίσω στο απαλό στρώμα. «Δεν πιστεύω να βγεις αργοτερα μαζι με τις φιλες σου», ρίχνω ενα επιθετικό βλέμμα προς το μέρος της μητέρας μου ακούγοντας τα ακριβής λογια.

«Φυσικα και θα βγω!», σχεδον φωναζω. «Δεν ξερω καν αν θα εχω ξανα αυτη τη φυσιολογική ζωη. Αν ηταν και ποτε!»

«Σου εξήγησα οτι κινδυνεύεις και 'συ επιμένεις στο να βγεις;!», καγχάζει. «Δεν θα σε παρεξηγήσει η παρεα σου. Μπορεις να το ακυρώσεις.»

«Η να τους πω την αληθεια.», η φωνη μου ειναι γεματη υπονοούμενα. Δεν ξέρω γιατί επιλέγω να τη πονεσω. Απο τοτε που αποκαλύφθηκε η αληθεια, νιώθω πιο σκοτεινή απο ποτε. Σαν να ξύπνησε εκείνη η σπιθα θάρρους που φοβομουν να αρπάξω και να καψω ολο μου το παρελθόν. Αλλα ειναι ειρωνικο πια διότι ούτε αυτο ηταν δικο μου τελικα.

«Εισαι επηρεασμένη...Χαλάρωσε. Εισαι πιο δυνατή απο αυτο.», προσπαθεί να βρει τις κατάλληλες για να απενεργοποιήσει τον διακόπτη των αρνητικών συναισθημάτων.

«Ειρωνικο που πιστεύεις τωρα σε εμενα, ε μαμα;» Τι μου συμβαινει; Γιατι πεταω καρφιά; Απολογούμαι νοερά.
«Και η φιλη σου να φανταστώ οτι γνώριζε. Η Ζωη... γιαυτο δεν ηταν φυσιολογική απεναντι μου. Γιαυτο ενιωθα συνεχεια οτι κατι παει πολυ λαθος.»

«Η Ζωη επέμενε να σου μιλήσω αλλα δίσταζα...Όλοι επέμεναν, εγω ημουν η δειλή.», σφίγγω τα δόντια μου στα λογια της και προσπαθω να ελέγξω την ακανόνιστη ανάσα μου.

«Τι ειμαι;» οι ερωτησεις ερχονται χωρις σειρα στο κεφάλι μου. Δεν υπαρχει κανενας ειρμός σκέψης.

«Δεν ξερω. Παντού βρισκω κομματια του εαυτου σου.», νομιζω ειναι η μονη φορα που μου δινει μια τόσο ειλικρινή απαντηση σε κάποιο ερώτημα μου.

«Ενταξει, θα ακουσω και τη πλευρα του μπαμπα και θα επιστρέψω. Θα ειμαι καλα.»,αρπάζω το δερμάτινο μου τζάκετ και εξαφανίζομαι απο μπροστά της χωρις δεύτερη σκεψη.

Αντιλαμβάνομαι οτι λειτουργώ κατω απο σύγχυση και σίγουρα οι συνέπειες της συμπεριφοράς μου θα ειναι οδυνηρές, αλλα οι δαιμονες μου αυτη τη στιγμή υπερισχύουν. Μαλλον δεν ειναι μονο η μαμα μου εκείνη που δε πιστεύει σε εμενα.
Η θλίψη και οργή προς τον εαυτό της καθώς με κοιτούσε, το βλέμμα της, θα αποτελούν ενα απο τα τραύματα που ειμαι φτιαγμένη. Συγγνωμη μαμα.
Θα σου αποδείξω οτι μπορεις να πιστεύεις σε εμενα.

Σφίγγω τα χέρια μου σε γροθιές και δαγκώνω τα χείλη μου. Κλείνω για λιγο τα ματια μου. Δεν υπαρχει κατι, ειναι στο μυαλο σου, σίγουρα ειναι κάποιο αδέσποτο, μη σταματας να περπατας. Εσυ δεν ηθελες πριν να βγεις εξω με τη παρεα σου; Τι εγινε τωρα;

Ίσως τελικα το να βγω σημερα με τη παρεα μου ηταν κακη ιδεα. Τόσο για εμενα την ιδια οσο και για εκείνους. Δεν θα ηθελα να βλάψουν τον εαυτους τους εξαιτιας μου. Ενα δάκρυ χαϊδεύει απαλά το μαγουλο μου.
Ο εαυτός μου βρίσκεται σε μια διαρκή μάχη ανάμεσα στο τι πρεπει να κανω και τι οχι. Το μονο παρόμοιο που εχω στο μυαλο μου σχετικα με τη περίπτωση μου ειναι οι σκηνές που διαδραματίζονται στις ταινίες. Σε καποιες απο αυτές υπάρχει καποιος που καθοδηγεί τον χαρακτήρα και τον εκπαιδεύει, προτού βρεθεί αντιμέτωπος με τα χειρότερα.Σε αλλες, η πρωταγωνίστρια ή ο πρωταγωνιστής, δεν γνωρίζει τη πραγματικότητα και οταν την ανακαλύπτει, κυριεύεται απο αρνητικα συναισθήματα. Σφίγγω τα δόντια μου οταν βρισκω σε ποια κατηγορια ανήκω. Ποσο ανώριμη ειμαι. Θα επρεπε να νιωθω ευγνώμων που ακομα και τωρα, μου δόθηκε η ευκαιρια να με σωσω. Ακομα και τελευταία στιγμή.

Κοιταω προς το μέρος του ηλίου. Προλαβαίνω πριν τη Δύση. Ίσως τελικά η τυχη να ειναι με το μέρος μου. Υπό αλλες συνθήκες, εαν η πολη βρισκόταν κατω απο την επιφάνεια του σκοτεινού ουρανού, να φοβομουν και να μην ημουν τόσο ατρόμητη. Κάποιοι λενε οτι η νύχτα, ενδυναμώνει τις Σκιές. Σκιές.... Ειμαι τόσο ανεύθυνη που ούτε καν καταλαβα περί τίνος προκειται και αντιδρώ ετσι.

Και αν δεν εμπιστευτώ τους γονεις μου τοτε ποιους; Ειναι οι μονοι που μπορω να εμπιστευτώ. Πριν ειναι αργά. Θα επρεπε να ειμαι ευγνωμων που τοσα χρόνια το είχαν υπό έλεγχο. Ούτε που θελω να φανταστώ ποσο δύσκολο θα ηταν.

Με μεγάλες δρασκελιές, προσπαθω να φτάσω στον προορισμό μου οσο πιο γρήγορα μπορω. «Σε παρακαλώ, ας μην ειναι πια αργά», επαναλαμβάνω δαγκώνοντας νευρικά το κατω χείλος μου.
Η πορτα ανοίγει και αγκαλιάζω σφιχτά τη μητέρα μου. «Συγγνωμη, συγγνωμη, συγγνωμη μαμα».
«Δεν εχουμε χρονο, πρε-πρεπει να ερθουν όλοι. Σε λιγο θα νυχτώσει και- και τελικα αποφασισα οτι δε θελω να βγω. Δεν θελω να πάθουν κακο εξαιτιας μου, θα βρουμε λυση.»
Με ενα νεύμα της νιωθω την ανακουφιση να αντικαθιστά τα παντα. Καθε είδος συναισθήματος.

Μετα απο αρκετη ωρα, έχοντας ερθει ο πατέρας μου με την αδελφή του–Λεώνη–, νιωθω τη καρδια μου να χτυπά σε υπερφυσικούς ρυθμούς. Όλοι εχουν καθίσει αναπαυτικά στις θέσεις τους και εγω παιζω με τις άκρες των δαχτύλων μου. Η θεία μου δινει τελος στο στρες οταν μπλέκει τα χέρια της με τα δικα μου.

Αυτη τη φορα, τον λογο τον παιρνει η θεια μου. «Ο πατέρας του παππούς σου, αξιοποιούσε τον περισσοτερο χρονο στα βουνα. Υπηρχαν ακομα και βραδια που κοιμόταν εκει. Ενα βράδυ, καθώς ειχε πεσει σε λήθαργο, άρχισε να ακούγεται ενας περίεργος θόρυβος, σαν να τρέχει κάποιος πολυ γρηγορα. Ανοιξε τα ματια του για να δει τι συμβαινει. Ησυχία. Τίποτα δεν υπήρχε. Μονο το αεράκι ακουγόταν που και που. Αποφάσισε να μη δώσει σημασία και να συνεχίσει τον υπνο του. Το σωμα του αρχισε να τραντάζεται δυνατα χωρις λογο.», κανει μια παύση και ριχνει ενα φευγαλέο βλέμμα προς τον πατερα μου. Συνεχίζει. «Θολές φιγούρες που έμοιαζαν με ανθρωπο χωρις χαρακτηριστικά προσώπου –ματια,μυτη,στομα, αυτια – άρχισαν μανιωδώς να τον χτυπούν με βία. Δεν μπορούσε να αντισταθεί. Ο εγκέφαλος του αδυνατούσε να δωσει κάποια εντολή. Ειχε μεινει με τα ματια ορθάνοιχτα και παρακαλούσε να σταματήσει. Αλλα δεν έμειναν μονο στα χτυπήματα.»

«Τι εννοεις;», ρωταω και η φωνη μου σπαει στο τελος.

«Τον αναποδογύρισαν και τον καθοδήγησαν μεσα σε εναν λακο. Μέχρι να ξημερώσει, τον χτυπούσαν μανιωδώς, λέγοντας κατάρες. Τον βρηκε ο φίλος του σε άθλια κατάσταση. Ούτε που θελω να φανταστώ πως ηταν...», αναφέρει την τελευταία πρόταση ψιθυριστα. «Τον εστειλαν σαράντα μερες σε μια εκκλησια για να θεραπευτεί.»

Τη διακόπτω. «Μα– μα θα μπορούσε να ηταν ανθρωποι. Είτε με κουκούλες είτε- είτε με μάσκες, δε ξέρω και'γω τι. Δεν-», γελαει.

«Αυτες οι Σκιές ονομάζονται δαιμόνια. Εχουν δεκαέξι ονομασίες και προέρχονται απο την χώρα μας. Πρωτοεμφανίστηκαν εδω. Θα τους εχεις ακουστά. Ονομάζονται καλικάντζαροι.»

Νιωθω το σωμα μου να τρεμει απο τα τρανταχτά γελια. Καλικάντζαροι; Σοβαρά τωρα; «Καλικάντζαροι;», ρωταω με το ενα μου φρύδι σηκωμένο, προσπαθώντας να διακόψω το νευρικό γέλιο.

«Ναι. Κάθε δαιμόνιο δυναμώνει στις γιορτές , για αυτο του έχουν τεθεί κάποια όρια. Αυτά συνήθως υπάρχουν απο 24 Δεκέμβρη έως 6 Γενάρη.», θυμαμαι απο μικρή τον εαυτό μου να χλευάζει τη φύση αυτών των πλασμάτων. Ημουν επιλεκτική. Μονο ο,τι με συνέφερε το έβαζα στον φανταστικό μου κοσμο... «Τα συγκεκριμένα πλάσματα του Σκότους, πριν επιστρέψουν στα έγκατα της γης, επισκέφθηκαν ξανα την οικογενεια μας για να δωσουν εξηγήσεις.»

«Εξηγήσεις;», σταζω ειρωνεια. «Πολυ γενναιόδωρα πλάσματα.»

«Τα πλάσματα αυτα, κόβουν συνεχεια δέντρα, προσπαθούν να κόψουν τον κορμό. Εχεις ακούσει πιστευω πολλες ιστορίες σχετικά μ'αυτο.», γνέφω και συνεχίζει. «Ομως, δεν γνώριζε κανεις οτι η συγκεκριμένη περιοχή ηταν απαγορευμένη. Θύμωσαν τόσο πολυ που βγήκαν εκτος ελέγχου και έσπασαν και τον δικο τους κανόνα: να μη πειράξουν τους ανθρώπους, παρα μονο να αλλοιώσουν σημαντικά αντικείμενα τους.», μένω άναυδη για μερικά δευτερόλεπτα. «Βλεπεις όμως, η τρομάρα που πήρε η οικογενεια μας ηταν μεγάλη και απολυτη. Δεν εκτίμησαν την εξήγηση και την απολογία τους και ηταν η αφορμή για να βλάπτουν ακομα και τους ανθρώπους.»

«Αρα εμεις ευθυνόμαστε...», νιωθω τις τυψεις να με περικυκλώνουν σαν φωτιά και εγω να μη μπορω να βρω αδιέξοδο.

«Οχι. Λιγο πριν επιστρέψουν στον Κατω Κοσμο, η οικογενεια Μπονουμ, επιδίωξε μια διαπραγμάτευση. Στην αρχη ηταν απόλυτοι και αρνητικοί, ομως αργοτερα δέχτηκαν. Υπήρξαν εδάφη που δεν επιτρεπόταν να αγγίξουν οι δικοι μας. Και ετσι εγινε. Απο τοτε ας πουμε... υπήρχε ειρηνη μεταξυ μας», ο πατερας μου καγχάζει στο άκουσμα της λέξης 'ειρηνησ'... «Βεβαια, για να μη ξεχαστεί η συμφωνία, αποτύπωναν σε κάθε αγορι που γεννιόνταν, ενα συγκεκριμένο σημάδι.», με τον δείκτη της αγγίζει το σημάδι που ηταν ζωγραφισμένο πανω στο πρόσωπο του μπαμπα μου. Θυμαμαι αυτο το σημάδι. Παντα το φιλουσα οταν με ειχε στην αγκαλια του και αγαπουσα την ιδιαιτερότητα του. «Για δες καλυτερα αυτη τη φορα, Αναστασία.», τα λόγια της έγιναν φαναράκι που φώτιζε τον σωστό δρόμο και τοτε μπόρεσα να το δω. Ηταν ενας χάρτης που αποτελούνταν απο δίχρωμες στρώσεις καφετί δέρματος.

«Α-αποκλείεται!», αναφωνώ σοκαρισμένη. «Ει-ειναι... Ειναι ενας χάρτης; Τι ειναι;!»

«Ακριβως. Αν τα ενώσεις ολα- και αν ποτε ξυρίσει το κεφάλι του-, θα μπορεις να τον δεις ολόκληρο...» απαντάει και παρατηρεί προσεκτικά το ποσο εντυπωσιασμένη ειμαι απο την ομορφια του.

«Α-α ειχα ακούσει οτι-», η φωνη μου τρεμει, «Οτι τα σημαδια που εχουμε εκ γενετής δείχνουν το πως πεθάναμε στη προηγούμενη μας ζωη. Εχει να κανει κατι μ'αυτο;»

«Δεν εχει εξακριβωθεί... Σίγουρα ομως αυτο το σημάδι εχει να κανει με μια προειδοποίηση, τι θα ακολουθήσει εαν παραβιάσουμε τη συνθήκη.», το βλέμμα μου εστιάζει στα δικα μου σημαδια. Επιλέγω να κρατήσω τη συγκεκριμένη ερώτηση για αργοτερα και περιμενω με ανυπομονησία τη συνεχεια της ιστορίας. Κατι μεσα μου, μου λεει οτι δεν εχει ολοκληρωθεί.

«Η γενιά των ανδρών της οικογένειας μας, ειναι Φυλακες της Σεληνης», στο μυαλο μου ερχεται η τελευταία συζητηση με τη μητέρα μου. Θυμαμαι πόση εντυπωση μου ειχε δημιουργήσει η ονομασία αυτη. Ρίχνω μια γρήγορη ματια προς το μέρος του πατερα μου. «Πριν αιώνες, δημιουργήθηκε η αγρια φυλή των φυλακων με ζωο ως προστάτη τον λύκο. Πίστευαν σε πνευματα, σε μια ανώτερη δύναμη που τους εξουσιάζει... Ισχυρίζονταν οτι στο δασος υπαρχει η ψυχη του ανθρώπου. Εκει βρισκει τον πραγματικό του εαυτό. Πίνοντας ροφήματα, καλώντας πνεύματα, μετατρέπονταν σε λύκους.»

«Οριστε;»

«Στην αρχη μη νομιζεις οτι υπηρχαν τα επιθυμητά αποτελέσματα. Άλλοι έβγαζαν μονο υπερβολικη τρίχα σε διαφορα σημεια του σώματος τους. Κάποιοι άλλοι δεν τα κατάφερναν και πέθαιναν. Άργησαν πολυ μεχρι να βρουν το κατάλληλο φίλτρο. Η μοναδική φυλή που κατάφερε να επιβιώσει και να αποκτήσει την ολοκληρωτική μορφή λύκου κατα τη μετάβαση, ηταν η δική μας», μένω με το στομα ανοιχτό και κοιταω εντονα προς το μέρος του.

«Ναι καλα!», σοκαρισμένη αναφωνώ.

«Μπονουμ. Το επίθετο σου σημαίνει καλος άνθρωπος στα Λατινικά. Άλλοι πίστευαν οτι προερχόμαστε απο μια δυνατή ιεραρχία μάγων και για αυτο τα καταφέραμε και κάποιοι άλλοι έβγαζαν ανούσιες φήμες. Δεν ίσχυε κατι τετοιο.», αρα προέρχομαι απο τη πιο πρωτη φυλή των λυκανθρώπων;

«Ονομάστηκαν Φυλακες της Σεληνης γιατι καθε φορα που υπήρχε πανσέληνος, ο πιο δυνατος λύκος πήγαινε στο πιο ψηλό βουνό και εκλαιγε απο το ποσο όμορφη ειναι. Καθρεφτίζονταν ολες οι πλευρες της ψυχής τους... Αλλά–», δινει τη σκυτάλη στον πατερα μου και εκείνος παιρνει μια βαθια ανάσα προτού ολοκληρώσει την ιστορια.
«Αλλά δεν ειμαστε μονο για αυτο φύλακες. Προτού γεννηθείς, χιλιάδες φυλές ετοιμαζόμασταν για τον ερχομό σου. Ορκιστήκαμε οτι θα προστατεύουμε τους υπόλοιπους –που δεν είχαν μεταμορφωθεί σε λύκους ή που δε γνώριζαν για αυτη τη πλευρα της πραγματικότητας– απο τις Σκιές. Αλλα πανω απ'ολα, το Κοριτσι των Σκιων. Γινεται μια διαμάχη βλεπεις, για το ποιος θα σε κερδίσει πρωτα», συνεχίζει σφίγγοντας τα δόντια του.

«Λες και ειμαι έπαθλο», μουρμουρίζω και στρέφω το βλέμμα μου προς τα χαρακτηριστικά τους. Αν λάβω υπόψιν τις ταινίες και τις μυθολογίες που εχω μελετήσει, τα σχιστά ματια τους και η αγρια ομορφια τους παντα μου έκαναν εντυπωση- παντα πίστευα οτι υπαρχει μια εξήγηση πισω απο αυτη τη θέα που αντίκριζα. Κατι πιο σκοτεινό. Μου εκανε εντυπωση  το έντονο τρίχωμα του, το σταρένιο χρωμα της επιδερμίδας του αλλα πανω απ'ολα το ποσο καλα καταλαβαινε τις ψυχες των ζώων - και συγκεκριμένα των σκυλιών και των λύκων. Δεν εδινα ομως ιδιαίτερη σημασια, η σκεψη μου πήγαινε αμεσως στο γεγονός οτι απο μικρος ειχε πείρα με την αγροτική ζωη, σε σημείο να γνωρίζει ακομα και τη μυρωδιά της άγριας φύσης.

«Αρα εγω ειμαι ασφαλής επειδη εχω εσενα ως Φύλακα; Γιαυτο τον λογο οι Σκιές οσες φορες με επισκέφτηκαν δεν μου έκαναν κακο;», ρωτάω,ψιθυρίζοντας τη τελευταία πρόταση.

«Εισαι ασφαλής επειδη τελευταία στιγμή έβαλες μυαλο και δεν εκανες του κεφαλιού σου.», πεταει ως σποντα την απερισκεψία μου και συνεχίζει. «Η φύση σου προορίζει τον δικο σου Φύλακα, κατι σαν.. κατι σαν αδελφή ψυχή. Αλλά μη πηγαίνει το μυαλο σου στο ταίρι. Η αδελφή ψυχή σου, δεν αναφέρεται παντα ερωτικα.», ξεκαθαρίζει απόλυτα.

«Εμένα όμως οι Σκιές γιατί με θέλουν;»

«Οι Σκιές είναι σαν όλα τα πλάσματα του σκότους, όπως οι μάγισσες, οι δαίμονες. Κυνηγούν και στοιχειώνουν παιδιά για να ρουφήξουν όλη την ενέργεια τους. Εσύ από την άλλη, εκτός από το γεγονός ότι το παιδί μέσα σου δεν ενηλικιώθηκε ποτέ, οπότε δεν έφυγε και ποτέ από μέσα σου, φαίνεσαι εξωτερικά για ένα ανήλικο κορίτσι. Ξέρεις τι σημαίνει αυτό; Ότι σε θέλουν ακόμα περισσότερο. Εκδίκηση, εκμετάλλευση, όλα μαζί δημιουργούν το χάος.», νιώθω το στομάχι μου να σφίγγεται στη σκέψη του τι θα μπορούσαν να μου κάνουν με τα κοφτερά τους νύχια.

«Οι αντρες της οικογένειας μας παίρνουν αυτόν τον ρόλο συνήθως. Να είναι Φύλακες. Εγώ— Εμείς απο την άλλη, καλλιεργούμε διάφορα χαρίσματα: γνωρίζοντας το μέλλον... Συνήθως λενε οτι προκειται για καλλιέργεια της υπαρξιακής μας νοημοσύνης... Τωρα τι να σου πω. Άλλοτε μας λενε χαρισματικές, άλλοτε ευλογημένες. Δεκτά και τα δυο», ανασηκώνει τους ώμους της ανήξερη η Λεώνη.

Η λέξη "Ευλογημένες" μου κεντρίζει το ενδιαφέρον. Που πιστεύουν; Μετά από όλα αυτά που έχουν αντικρίσει, πως γίνεται να πιστεύουν μονάχα στο καλό και στο κακό; «Περιμενε. Τι.», χανω τον ειρμό σκέψεων μου. «Ειναι τοσα πολλα. Εχω τόσες ερωτησεις.», μονολογω συγχυσμένα.

«Ναι, ξέρω ποια απορία σου δημιουργήθηκε μόλις. Ποια είναι η θρησκεία μου, έτσι δεν είναι; Πώς γίνεται ο Θεός να έπλασε κάτι τέτοιο, σωστά; Δεν θυμάσαι τον δράκο που σκότωσε ο Άγιος Γεώργιος; Δράκοι, λυκάνθρωποι, νεράιδες, πλάσματα του Σκότους, ποτέ δε τα αρνήθηκε, από τον ίδιο Θεό έχουμε πλαστεί όλοι μας, απλά οι επιλογές μερικές φορές είναι του Διαβόλου.», πεταρίζω τις βλεφαρίδες μου ξανά και ξανά μέχρι να συνειδητοποιήσω τι συμβαίνει. Τι; Πώς γίνεται αυτό; «Μην ανησυχεις, εχουμε χρονο», τα λογια της Λεωνής διακόπτονται απο τον δυνατο γδούπο της πόρτας. Κοιτάζονται και οι τρεις μεταξυ τους, με εμενα να μην εχω παρει το βλέμμα μου απο τη πορτα.

Μαλλον δεν εχουμε τον χρονο που νομιζαμε.

Σημείωση: Εσεις στη θεση της Πυροξανθης τι θα κανατε;Θα είχατε αυτη την αντιδραση; Θα φευγάτε; Ελπιζω να σας αρεσε το κεφαλαιο!
Σημείωση 2: Περιμένατε αυτη την εκδοχη των Σκιων; Μη μπερδεύεστε, οι σκιές ΔΕΝ ειναι μονο η συγκεκριμένη εκδοχη. Στη συνεχεια θα ξεκαθαρίσει το τοπίο απλα το παω σιγα σιγα!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top