Δ' Μέρος - Κεφάλαιο (89)
Προτού να φύγουμε με τον Ηλία προσφέρεται να ψάξει για το πανωφόρι μου που ξέχασα αφύλακτο στο τραπέζι μας. Περιμένω κοντά στην υποδοχή χαζεύοντας τις εντυπωσιακές μαύρες γόβες της κοπέλας απέναντι μου με τα κατσαρά, καστανά μαλλιά όταν ο Σάκης με πλευρίζει από τα δεξιά.
«Ώστε αυτός ήταν ο φίλος που δεν ήθελες να αφήσεις να περιμένει;», δύσπιστα με ρωτάει επομένως εικάζω πως μας είδε με τον Ηλία. «Του Λουκρέζη ο ρουφιάνος», προσθέτει σε δραματικό τόνο καμπυλώνοντας σαρδόνια τις άκρες του στόματος του.
«Γνωριστήκαμε στην Αθήνα, το διάστημα που έκανα προπονήσεις στον γιο του Θέμη», λέω μόλο που δεν έχω κανέναν λόγο να εξηγούμαι σε αυτόν τον άνδρα.
«Α έτσι;», συνοφρυώνεται. «Παράξενο. Δεν περίμενα ποτέ ότι θα τον έβλεπα να συντροφεύει μία τόσο όμορφη δεσποινίδα», δεν μου αρέσει η υποτίμηση στα λόγια του.
«Και γιατί αυτό;»
«Επειδή γνωρίζω τον τύπο του. Κι εσύ σίγουρα δεν ανήκεις στις προτιμήσεις του», ετοιμάζομαι να του ζητήσω να αιτιολογήσει την στάση του όταν ο Ηλίας καταφτάνει βιαστικός να περάσει το παλτό πάνω στους τεντωμένους μου ώμους.
«Σάκη», κοφτά τον χαιρετίζει περισσεύοντας τις τυπικότητες καθώς όπως κι εγώ δεν δείχνει να ευφραίνεται από την παρουσία του.
«Το ορφανό κουτάβι. Πόσος καιρός πάει που έχουμε να τα πούμε οι δυο μας;», στο άκουσμα της λέξης ορφανό πανικοβάλλομαι.
«Όχι αρκετός», αποκρίνεται κι ύστερα σπεύδει να διαγράψει την ανησυχία μου. «Δεν το εννοεί στα αλήθεια», σπεύδει να με καθησυχάσει.
«Φυσικά κι όχι. Είναι μόνο που οι γονείς του τον έχουνε αποκληρώσει», ο Σάκης γελαστός επιμένει ανακατευόμενος στα προσωπικά του. «Ακόμη να καταφέρει ο Θέμης να σε υιοθετήσει;»
«Πάντα χαίρομαι να σου μιλάω Σάκη», με ένα πικρόχολο χαμόγελο του λέει. «Δεν ξεχνάς ποτέ να μου θυμίζεις το παρελθόν μου»
«Κάποιος πρέπει αν είναι να κρατηθείς ταπεινός», γνέφει φανερά ενοχλημένος οπότε του κάνω νόημα να φύγουμε το συντομότερο.
«Ηλία μου δεν θα αντέξω με τον πονοκέφαλο πολύ ακόμη», γουργουρίζω στο μέρος του περνώντας επιτήδεια το μπράτσο μου μέσα από το δικό του.
Προς στιγμήν παραξενεύεται αλλά σύντομα αναγνωρίζει το παιχνίδι μου.
«Φυσικά! Ναι, εμείς να την κάνουμε σιγά σιγά», με πιάνει κι εκείνος από τη μέση πράγμα που δεν διαφεύγει της προσοχής του Σάκη. Δυσφορία απλώνεται στο πρόσωπο του.
«Τα ξαναλέμε σύντομα Ρεβέκκα», απογοητευμένα λέει στο μέρος μου κι ενεργοποιώντας την αυθάδικη πτυχή του εαυτού μου αποφασίζω να ανταποδώσω την αγένεια με την οποία χειρίστηκε τον φίλο μου.
«Δεν το νομίζω», από την κατάπληκτη έκφραση που υιοθετεί καταλαβαίνω ότι δεν το περίμενε. «Καλό σου βράδυ», τον αποχαιρετίζω κι ο Ηλίας βγάζει έναν ήχο πνιχτό σαν γέλιο.
Ο Θέμης ένα δίκιο το είχε. Σε έναν άνδρα σαν τον Σάκη καλό είναι να ξεκαθαρίζεις τις προθέσεις σου εξαρχής. Δεν ήθελα να τρέφει ελπίδες. Κι επίσης ήθελα να τον εκδικηθώ που χωρίς κανέναν ενδοιασμό αποπειράθηκε να ταπεινώσει τον Ηλία.
«Αυτό το βλέμμα στο πρόσωπο του... ανεκτίμητο. Θα πλήρωνα για να το ξαναδώ», μου ανοίγει την πόρτα του συνοδηγού.
«Αληθεύει αυτό που είπε; Για τους γονείς σου;», καθυστερεί να βάλει μπρος το αυτοκίνητο μα εν τέλει κατανεύει.
«Μην ανησυχείς. Το έχω ξεπεράσει», πάει να με καθησυχάσει αλλά το βλέπω ότι τον πονάει. Θέλω να τον ρωτήσω κι άλλα για τα υπονοούμενα του Σάκη μα καταλήγω πως δεν υπάρχει λόγος να δίνω βαρύτητα στα λόγια ενός ελεεινού καθάρματος σαν του λόγου του.
Πάραυτα αισθάνομαι μεγάλη επιθυμία να τον κράξω. Δεν έχω ροπή προς το κουτσομπολιό ωστόσο τούτος το αξίζει ένα γερό θάψιμο.
Ξεφορτώνομαι τις μπότες απλώνοντας τα πόδια μου να ξεμουδιάσουν στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου ενόσω κουτσομπολεύουμε. Δυστυχώς αφαιρούμαι κάμποσο στην διάρκεια της διαδρομής.
Μάλιστα δεν λέω να πάρω το βλέμμα από τους πλαϊνούς καθρέφτες πιστεύοντας ότι η αντανάκλαση των φώτων κάθε αυτοκινήτου που διαφαίνεται στα μετόπισθεν ανήκει στον Θέμη.
Και κάθε φορά απογοητεύομαι.
Οφείλω να το πάρω απόφαση, δεν πρόκειται να έρθει. Σαράντα πέντε λεπτά αργότερα που έχουμε επιστρέψει στην βίλα νομίζω πως το έχω εμπεδώσει. Ο κινητήρας του αυτοκινήτου σβήνει και το μέταλλο καθίζει στηριγμένο πάνω στα ελαστικά με τις κόκκινες δαγκάνες φρένων.
Ο Ηλίας αναστενάζει τραβώντας την προσοχή μου. Έχει διαβάσει προφανώς το θλιμμένο μου μουτράκι.
«Αυτός είναι ο δικός του κόσμος Ρεβέκκα. Ο πραγματικός κόσμος όπου δεν είναι απλώς ο Θέμης, κάποιος τυχαίος άνδρας που συναντιέσαι στα κρυφά μαζί του», τα λόγια του φέρνουν σε κάτι αντίστοιχο που μου είπε ο τελευταίος προηγουμένως. «Είναι ο Θέμης Λουκρέζης»
«Το ξέρω», ξερά αποκρίνομαι ανοίγοντας την πόρτα αλλά η αλήθεια είναι πως καμιά φορά ξεχνάω την ισχύ του ονόματος του.
Καθώς όμως έχω υπεραναλύσει σε εξαντλητικό βαθμό την φύση της σχέσης μου μαζί του που δεν αντέχω άλλο σκάψιμο. Αρκετά έχω ανακαλύψει ως τώρα.
Βγαίνω έξω βαδίζοντας ξυπόλυτη ως το σπίτι. Η νύχτα έχει πέσει μαύρη βυθίζοντας την πλάση στο σκοτάδι κι όμως είναι γαλήνια εδώ έξω. Αν δεν μαινόταν τέτοια θύελλα στο εσωτερικό μου αυτό θα μπορούσε να αποδειχθεί ένα πολύ χαλαρωτικό βράδυ.
Καληνυχτίζω τον Ηλία ο οποίος σκοπεύει να διανυκτερεύσει σε ένα από τα δωμάτια των ξενώνων για απόψε. Με ευχαριστεί ξανά για την υπεράσπιση και δεν λησμονώ να πράξω το ίδιο για τους διαφωτιστικούς διαλόγους που μου χαρίζει.
Δεν βλέπω την ώρα να ξεβαφτώ και να ξεφορτωθώ αυτά τα ρούχα. Το μπλουζάκι σκαλώνει στο σκουλαρίκι όπως το τραβάω και πιέζω μίας τις οδοντοστοιχίες μου μεταξύ τους για να μην πατήσω καμιά δυνατή τσιρίδα.
Γλιστρώ στις πιτζάμες μου με ευκολία. Το ύφασμα σαν χιτώνιο πέφτει πάνω στο απογυμνωμένο μου κορμί και χώνομαι κάτω από τα σκεπάσματα.
Παρόλη την κούραση που με έχει καταβάλει δεν καταφέρνω να αποκοιμηθώ. Πρώτον γιατί ήπια ένα ποτήρι νερό προτού ξαπλώσω οπότε αναγκαστικά σηκώνομαι για τουαλέτα και δεύτερον γιατί όλα έχουν βαλθεί να με ενοχλήσουν απόψε.
Το πάπλωμα που μπλέκεται ανάμεσα στα πόδια μου. Το μαξιλάρι που με ενοχλεί στον σβέρκο. Νύχτα που βρήκε να με πιάσουν οι ιδιοτροπίες.
Να που όμως ξαφνικά δεν με ενοχλεί καθόλου που ο ύπνος δεν με πήρε ακόμη. Κάποιο αυτοκίνητο έχει καταφτάσει στην είσοδο. Αποκλείεται να είναι του κύριου Περικλή γιατί αυτό υπήρχε σταθμευμένο όταν φτάσαμε επομένως τούτο ανήκει πιθανότατα είτε στην Κική είτε στον...
Δεν μπαίνω καν στον κόπο να κοιτάξω από το παράθυρο κι απλώς ξαμολιέμαι στο καθιστικό. Προληπτικά πετάω ένα κουβερλί πάνω μου μην ξεπαγιάσω κι από εκεί τρέχω στο χωλ της εισόδου να ανοίξω την πόρτα γραπώνοντας άγαρμπα τα κλειδιά από την θήκη τους.
Και τότε τον βλέπω να στέκεται εκεί απέναντι μου. Συγχυσμένος κι ελαφρώς αναστατωμένος στο πλάι της μερσεντές του με το πρόσωπο θαμμένο στην παλάμη του. Το βήμα μου πέφτει βαρύ στο πρώτο σκαλοπάτι προδίδοντας την παρουσία μου.
Σαν με αντικρίζει στέκει μια στιγμή ακίνητος, λες κι ο χρόνος έχει σταματήσει. Μετά όμως μου σκάει ένα χαμόγελο του τύπου με κατάφερες πάλι μικρή γλωσσού και πλησιάζω άφοβα κοντά του.
«Ευχαριστημένη;», με ρωτάει καθώς δεν καταφέρνω να κρύψω την χαρά μου.
«Πολύ», γλυκύτατη αποκρίνομαι πιστεύοντας ότι δείχνω αθεράπευτα χαριτωμένη τυλιγμένη σαν σπρινγκ ρολ. «Λυπάμαι που σου έκανα χαλάστρα»
«Όχι δεν λυπάσαι. Καθόλου», συμπληρώνει παρακινώντας με να χαμογελάσω ξανά. Δεν φέρνω αντίρρηση εννοείται και δεν μπορώ παρά να σκεφτώ ότι η αποψινή του κίνηση είναι μια ξεκάθαρη ένδειξη...
Ένδειξη τίνος πράγματος αναρωτιέμαι; Αυτό είναι δύσκολο να απαντηθεί, μα δεν έχει ιδιαίτερη σημασία απόψε. Θα ασχοληθώ αύριο με αυτό ή μάλλον ορθότερα σήμερα... ή αργότερα. Το μεσημέρι ας πούμε;
Δεν ξέρω κατά πόσο είναι σώφρων να ορμήσω να τον φιλήσω, να σκαρφαλώσω πάνω του δηλαδή ώστε να κατευθυνθούμε φιλιόμενοι παθιασμένα μέχρι την κρεβατοκάμαρα, ενώ κάπου στην πορεία θα χαθούν τα ρούχα μας, αλλά από το φιλικό κράτημα του χεριού του στο δικό μου μάλλον έχει άλλες βλέψεις.
Ας πάω με τα νερά του προς το παρόν κι ύστερα βλέπουμε για το κρεβάτι.
Μιλώντας για νερά, επιλέγει να καθίσουμε κοντά στην πισίνα πάνω στις ξαπλώστρες.
«Σίγουρα δεν θέλεις να μπούμε μέσα;»
«Αργότερα. Θέλω να μείνω έξω για λίγο ακόμη», μιας και δεν θα χωρέσουμε αγκαλίτσα μαζί σε καμία από δαύτες φέρνει δύο να τοποθετήσει κολλητά μεταξύ τους. «Μπορεί να περάσουνε μέρες μέχρι να έχουμε ξανά μια τόσο ήσυχη νύχτα», δεν ξέρω αν αυτό παραπέμπει σε υπονοούμενο πάντως εκείνος πρώτος ξαπλώνει ανάσκελα φέρνοντας τα χέρια πίσω από το κεφάλι.
Κάνω το ίδιο αλλά σε πλαγιαστή θέση ώστε να χαζεύω ανεμπόδιστη το όμορφο πρόσωπο του.
«Δεν την έλεγες και ήσυχη», χαμηλόφωνα αποκρίνομαι εισπράττοντας ένα πλαγιαστό βλέμμα. «Τι σε έκανε να αλλάξεις γνώμη;», τον ρωτάω εισχωρώντας στα βαθιά απευθείας και σε απάντηση αναστενάζει.
«Δεν μου άρεσε που έφυγες έτσι»
«Πώς δηλαδή;»
«Ηττημένη», οκ τώρα προσβάλλομαι.
«Δεν θα έλεγα και ηττημένη. Μόνος σου παραδέχτηκες ότι δεν μπορείς να με κερδίσεις σε μια συζήτηση», περήφανη ανακαλώ την πρόσφατη παραδοχή του και το σώμα του τραντάζεται από ένα προσποιητό γέλιο.
«Μπορώ εύκολα να το πάρω πίσω»
«Κι εγώ θα χαρώ να σε αποδείξω λάθος. Ξανά», μπορεί αυτή να θεωρηθεί νίκη; Αν είναι θα κρατήσω σκορ για να είμαστε και οι δύο ενήμεροι.
«Προσπάθησε να μην το απολαμβάνεις τόσο. Δεν είμαι συνηθισμένος να με παίζουν όπως η γάτα το ποντίκι»
«Αυτό είναι που έκανα;»
«Χμ», μουρμουρίζει σε κατάφαση. «Και το ξέρεις πολύ καλά», ίσως μπορώ να εκμεταλλευτώ λιγάκι προς υπέρ μου την παρούσα κατάσταση. «Και νομίζω στο έχω πει ότι δεν μου αρέσουν οι γάτες», το απαλό μου γέλιο εγείρει ερωτήματα.
Δύο στα δύο. Νομίζω βρήκαμε το πνευματικό μου ζώο.
«Τι;», με κοιτάζει με απορία.
«Τίποτα. Έτσι με αποκαλεί κι εκείνος»
«Ποιος;»
«Ο Τέο. Με αποκαλεί γατούλα», λέω προσδίδοντας την απαραίτητη ειρωνική χροιά στην λέξη μην αντιληφθεί πως η σκέψη του μου προκαλεί νοσταλγία. Πιστεύω πως δεν θυμάται καν το όνομα του αλλά προφανώς έχω σφάλλει ξανά κρίνοντας από το απότομο σφίξιμο στο σαγόνι του.
«Πας γυρεύοντας για καβγά πάλι;»
«Όχι», ήτανε τελείως συνειρμική η σκέψη. «Όχι, όχι δεν το ανέφερα για αυτό. Είναι απλά μια σύμπτωση», ρουθουνίζει πάλι εκνευρισμένα. «Σε παρακαλώ», αγγίζω το μπράτσο του ψάχνοντας να τον κατευνάσω. «Δεν θέλω να τσακωθούμε. Ας συζητήσουμε κάτι διαφορετικό»
Σμίγει τα βλέφαρα εκπνέοντας αργά και δυνατά σαν να μετριάζει τον θυμό του.
«Τι θα έλεγες να παραμείνουμε σιωπηλοί;», αντιπροτείνει όμως αν συμφωνήσω σε αυτό δεν πρόκειται να αποκομίσω το παραμικρό από το αποψινό.
«Μπα», ξεκινώ να χαϊδεύω αργά τον δικέφαλο του. «Θέλεις να μου πεις τι είναι αυτό που σε βασανίζει εδώ και μέρες;»
«Όχι», αρνείται κατηγορηματικά και ξεφυσάω με αγανάκτηση. «Διάλεξε κάτι άλλο»
«Πες μου κάτι για σένα τότε»
«Δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτα σημαντικό», αδιάφορα πετάει με το βλέμμα στραμμένο πάνω στον έναστρο ουρανό. Δεν μου αρέσει που πάλι προσπαθεί να με αποφύγει. Υποτίθεται πως γύρισε για χάρη μου.
Να είναι η αναφορά στον Τέο που τον εξώθησε να στραβομουτσουνιάσει;
«Νόμιζα ότι ήθελες να μιλήσουμε», αλλάζω πλευρό γκρινιάζοντας. Κουλουριάζομαι σε σχήμα στεφανιού, όταν ο πήχης του αγκαλιάζει τη μέση μου. Τα ενοχλητικά ζιζάνια στο στομάχι μου στήνουνε χορό ενώ νιώθω να ξαλαφραίνω στο κράτημα του.
«Για ποιο πράγμα θέλεις να μιλήσουμε;», χώνει το πρόσωπο του στις μπούκλες μου σαν σκύλος που τρίβει την μουσούδα του.
Εφόσον μου έχει ήδη αποκλείσει το ζήτημα της τωρινής ψυχολογικής του κατάπτωσης λέω να απασχοληθώ με κάτι ελαφρύτερο.
«Δεν ξέρω. Τον καιρό που ήσουνα μικρός ας πούμε»
«Δεν έχω και πολύ ευχάριστες αναμνήσεις από την παιδική μου ηλικία»
«Συγνώμη», σμίγω με δύναμη τα μάτια. «Θα το παλέψω με την ησυχία τότε», τα ακροδάχτυλα μου χαϊδεύουν τις κλειδώσεις της γροθιάς του. «Δεν θέλω να σε πιέσω», αναστενάζει ακόμη μία φορά σαν να μην πολύ συμφωνεί με αυτό που πρόκειται να ακολουθήσει.
«Όταν ήμουνα παιδί έτρεχα συνέχεια στα νοσοκομεία», ξεκινάει να λέει με μία ατέρμονη θλίψη να χρωματίζει την φωνή του και γυρίζω από την άλλη.
Τα γαλάζια μάτια του είναι γεμάτα πόνο.
«Είχα θέματα με τις αμυγδαλές», επεξηγεί. «Πρήζονταν», δείχνει το μέγεθος μιας μπάλας στο μέγεθος της χούφτας μου. «Και γέμιζαν με πύον. Ιδίως τον χειμώνα είχα ανυπόφορους πόνους. Δεν μπορούσα να φάω, μετά βίας ανέπνεα. Ήταν αληθινό μαρτύριο», ξεροκαταπίνει αναδρομώντας σε εκείνες τις φριχτές αναμνήσεις που εγώ τον εξανάγκασα να κάνει.
Αισθάνομαι απαίσια.
«Οι γιατροί έπρεπε να μου καθαρίζουν τον λαιμό ώστε να μην πνιγώ χρησιμοποιώντας μια σιδερένια λάμα. Και μετά με πότιζαν με φάρμακα αλλά όχι εκείνα τα γλυκά σε μορφή σιροπιού. Χάπια διαλυμένα σε νερό», στην τελευταία προσθήκη το πρόσωπο του παραμορφώνεται και τα μάτια μου ήδη δακρύζουν.
«Οι γονείς μου δεν είχανε λεφτά να λαδώσουν τους νοσοκόμους να με προσέχουν οπότε το μόνο που τους ενδιέφερε ήτανε να κατέβει το φάρμακο κάτω», σφίγγω τον αγκώνα του ανίκανη να αρθρώσω λέξη. «Οι καιροί ήτανε τόσο διαφορετικοί εκείνα τα χρόνια. Δεν αφήνανε την μητέρα μου να με δει. Κι εγώ είχα ριγμένο το ανοσοποιητικό οπότε έπρεπε να με κρατάνε απομονωμένο από τους υπόλοιπους», τυλίγει κι αυτός τα δάχτυλα του σφιχτότερα γύρω μου.
Διαισθάνομαι την ανάγκη του για περισσότερη επαφή. Την επαφή που στερήθηκε εκείνες τις βάναυσες μέρες.
«Περίμενα να κουραστώ αρκετά ώστε να κοιμηθώ αλλά ακόμα και στον ύπνο μου οι εφιάλτες με στοίχειωναν. Τις περισσότερες νύχτες ξυπνούσα ουρλιάζοντας, λουσμένος στον ιδρώτα χωρίς κανέναν κοντά να με παρηγορήσει», μια παγερή σουβλιά διαπερνάει το στήθος μου. «Ήμουν μόνος. Και το χειρότερο κομμάτι ήταν ότι κάθε φορά που άνοιγα τα μάτια για να ξεφύγω, εξακολουθούσε να βρίσκεται εκεί», τα μάγουλα μου βρέχονται.
Δεν μπορώ ούτε να το διανοηθώ πόσο τρομακτικό πρέπει να ήταν για ένα παιδί να βιώνει ένα τέτοιο σκηνικό τρόμου.
«Ο ζωντανός μου εφιάλτης», το ονομάζει. «Κι αυτό συνεχίστηκε για χρόνια»
«Ακόμη τους έχεις;», τον ρωτάω ανήσυχη και παίρνει μια μπούκλα μου στο χέρι να την τοποθετήσει πίσω από το αυτί μου.
«Κάποιες φορές. Η μητέρα μου φρόντισε να διώξει τους περισσότερους», δειλά χαμογελάει και τον κοιτάζω με απορία περιμένοντας υπομονετικά να συνεχίσει. «Έβαλε να μου φτιάξουν ένα βραχιόλι για προστασία. Φτιαγμένο από μαύρους λίθους που κάποια γριά πνευματίστρια της έδωσε», συνοφρυώνεται ψάχνοντας αποτυχημένα να θυμηθεί το όνομα τους.
«Πιστεύεις σε αυτά τα πράγματα;»
«Η μαμά μου πίστευε. Αυτό μόνο αρκούσε», μιλάει με τόση τρυφερότητα κάθε φορά που αναφέρεται σε εκείνη. Πρέπει να την αγαπούσε πολύ. «Οι εφιάλτες έπαψαν», θριαμβευτικά προσθέτει. «Βέβαια μπορεί να έφταιγε και το γεγονός ότι οι γονείς μου πληρώσανε πολλά λεφτά για να κάνω το χειρουργείο, αλλά και πάλι», δεν ήθελα να του πω ότι δεν πίστευα σε χαρτορίχτρες και μάντισσες.
Υποψιαζόμουνα βέβαια πως το ίδιο ίσχυε για εκείνον.
Η πεποίθηση τούτη ωστόσο έκανε χαρούμενη την μητέρα του, της έδινε κουράγιο δυναμώνοντας την ελπίδα μέσα της ότι ο γιος της δεν είχε εγκαταλειφθεί. Πως μια προέκταση του εαυτού της βοηθούσε τον κακόμοιρο τον γιο της μέσα από αυτές τις πέτρες.
Κι αφού αυτό χαροποιούσε εκείνη, χαροποιούσε και τον Θέμη.
«Ακόμη το έχεις;»
«Το έχασα μετά που πέθανε», ξάφνου το βλέμμα του σκοτεινιάζει. Κάτι στην στάση του ψυχραίνει κι ένα πέπλο θυμού σκεπάζει το πρόσωπο του. «Ο πατέρας μου δεν ήθελε να κρατήσει τίποτα δικό της», καταλάβαινα ότι τον μισούσε για αυτό.
Όπως επίσης καταλάβαινα πως η συζήτηση μας επρόκειτο να πάρει μια πολύ διαφορετική τροπή από αυτήν που προετοίμαζα.
«Το απεχθανόταν που αρρώσταινα τόσο συχνά. Με αποκαλούσε αδύναμο», βλέπω την οργή του να σιγοβράζει στην μορφή μιας γαλάζιας φλόγας. «Δεν πίστευε πως ήμουνα παιδί του. Έλεγε πάντα, ο δικός μου γιος ποτέ δεν θα έβγαινε τόσο ασθενικός»
«Έκανε λάθος», κατευθείαν του απαντώ δίχως ίχνος δισταγμού. «Δεν είσαι αδύναμος»
«Είμαι. Απλώς το κρύβω καλά», η γλώσσα μου ετοιμάζεται να τρέξει να προσβάλει χυδαία έναν άνδρα που έχει από καιρό πεθάνει. Μέχρι να με στιγματίσουν τα επόμενα λόγια του. «Αλλά δεν με νοιάζει να κρύβομαι κοντά σου», λέει κι ένα δάκρυ χύνεται από τα μάτια μου.
«Πώς θα μπορούσες;», το φυλακίζει με τον αντίχειρα του. «Σε έχω δει να τρέμεις στην κορυφή ενός παιδικού παιχνιδιού», γελάει στο άκουσμα της αναφοράς μου. Ένας χαριτωμένος περισπασμός την στιγμή που τον έχει ίσως περισσότερο ανάγκη.
Οι περισπασμοί όμως δεν κρατούν ποτέ για αρκετά μεγάλο διάστημα. Παίρνει το χέρι μου στο δικό του κρατώντας το σφιχτά σαν να φοβάται να το αφήσει.
«Ρεβέκκα. Ποτέ στην ζωή μου δεν έχω δεσμευτεί. Δεν είναι πως φοβάμαι να το κάνω. Απλώς δεν θέλω», πού τους βρίσκω όλους αυτούς τους άνδρες με τα προβλήματα δέσμευσης.
Τουλάχιστον ο ένας τους είναι πρόθυμος να τα ξεπεράσει. Κρίμα που δεν είναι κι αυτός που θέλω.
«Όταν δεσμεύεσαι υπάρχουν απαιτήσεις και δράμα. Πάντα τόσο πολύ δράμα και δεν έχω την ενέργεια να ασχολούμαι με αυτού του είδους τα προβλήματα», σκυθρωπιάζω απογοητευμένη.
Είναι τόσο κυνικός όσον αφορά τις ρομαντικές σχέσεις. Είναι σαν να προσπερνά όλα τα καλά κομμάτια εμμένοντας αποκλειστικά στα μειονεκτήματα του να αφοσιώνεσαι σε έναν και μόνο άνθρωπο.
«Δεν το έχεις καν δοκιμάσει», ή έτσι έχω καταλάβει τουλάχιστον.
«Δεν χρειάζεται. Έχω δει το έργο χιλιάδες φορές», παίρνω την επιβεβαίωση.
«Μα δεν είμαστε όλοι ίδιοι»
«Δεν αξίζει το ρίσκο», εννοεί πως εγώ δεν αξίζω το ρίσκο.
Δεν το αντέχω να κάθομαι και να τον βλέπω να μιλάει τόσο απόλυτα για κάτι που δεν έχει καν ιδέα.
«Τι είναι αυτό που σε μετέτρεψε σε τέτοιο πεσιμιστή;», αρπάζομαι και τον ρωτάω έχοντας σηκωθεί στους αγκώνες μου.
«Ρεβέκκα»
«Όχι. Μην μου αρχίζεις τα Ρεβέκκα επειδή είναι φριχτό», ούτε εμένα θεωρώ ιδιαίτερα συναισθηματικά μα αυτό καταντά γελοίο. «Αρνείσαι να ερωτευτείς»
«Ο έρωτας...», δαγκώνει με απροθυμία την λέξη. «Σε κάνει να φέρεσαι σαν ανόητος»
«Εμένα μου φαίνεται πως τα καταφέρνεις μια χαρά και χωρίς αυτόν», κατεβάζω σε ημικυκλική τροχιά τα πόδια από το στρώμα.
«Ας υποθέσουμε ότι ερωτεύομαι», ο Θέμης υψώνει ελαφρώς τον τόνο της φωνής του και μου λέει καθώς διασχίζω το πρώτο κομμάτι της απόστασης για το σπίτι. «Τι θα έκανα μετά; Θα χώριζα την σύζυγο μου, θα έχανα το παιδί μου και πολύ πιθανόν την μισή από την περιουσία μου. Στην καλύτερη!», φοράω κολάρο τα χέρια στο στήθος μου και σταματάω. «Αν ο πεθερός μου με λυπηθεί. Τι είναι αυτό που θα μου απέμενε Ρεβέκκα; Αναμνήσεις μιας αγάπης που στον χρόνο θα ξεθωριάσει;»
«Έχεις παρεξηγήσει τελείως τον όρο. Οι γονείς μου ήτανε ευτυχισμένοι. Ήταν του είδους του ζευγάρι που σε αηδιάζει με το πόσο τρυφεροί είναι ο ένας απέναντι στον άλλο», γυρίζω να του πω φανερά ενοχλημένη.
«Θα ήτανε η εξαίρεση στον κανόνα», γελάω στον μαυριδερό ουρανό με τις αστραφτερές λάμψεις.
«Όχι. Απλώς αγαπούσαν ο ένας τον άλλο. Κι αυτά που εσύ αποκαλείς προβλήματα, εγώ τα θεωρώ εμπόδια», μπορεί να είμαι μικρότερη και μπορεί να είμαι άπειρη αλλά τουλάχιστον καταλάβαινα τι χρειαζόταν για να λειτουργήσει ο δεσμός μεταξύ δύο ανθρώπων. «Και με καθένα που υπερβαίνεις, αυτή η αγάπη μεγαλώνει. Η μητέρα μου... δεν ήταν απλά η γυναίκα του πατέρα μου. Ήταν επίσης η καλύτερη φίλη του. Και ο πατέρας μου ήτανε ο δικός της», προσπαθώ να μην συγκινηθώ. «Εκείνο το βράδυ... δεν έχασε απλώς τον άνδρα της. Έχασε το γέλιο της, την μεγαλύτερη αγάπη της ζωής της», αγαπούσε κι εμένα εννοείται απλά εγώ συνιστούσα τον καρπό αυτής της αγάπης.
«Κι εσύ το έχεις ποτέ βιώσει; Αυτού του είδους αγάπης που λες;», ξεροκαταπίνω.
«Όχι. Αλλά θα ήθελα να προσπαθήσω. Είναι καλύτερα να έχεις αγαπήσει τουλάχιστον μία φορά στην ζωή σου από το να μην αγαπήσεις καθόλου»
«Δεν είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για σένα να αγαπήσεις Ρεβέκκα», λέει κι αυθόρμητα σχηματίζω ένα κοφτό ξεφύσημα.
«Πίστεψε με. Το ξέρω», μένει σιωπηλός για μερικά δευτερόλεπτα. Σφίγγει γροθιές κι ύστερα ανοιχτά με ρωτάει.
«Τι νομίζεις θα σκεφτόταν ο συγχωρεμένος ο πατέρας σου για μένα;»
«Θα σε μισούσε», απαντώ χωρίς περιστροφές.
«Θα τον αδικούσες; Ποιος θα ήθελε να δει την μοναχοκόρη του στο πλευρό κάποιου σαν εμένα;»
«Δεν θα με ένοιαζε τι θα σκεφτόταν. Γιατί δεν μπορώ για μία φορά να έχω τον πρώτο λόγο σε κάτι που θέλω;»
«Το λες αυτό τώρα αλλά ξεκάθαρα δεν έχεις ιδέα τι θα σήμαινε να βρίσκεσαι σε μια επίσημη σχέση μαζί μου. Ο τύπος θα σε ξέσκιζε. Θα σε κατηγορούσαν πως κατέστρεψες ένα σπίτι ρίχνοντας σε σένα το φταίξιμο. Θα σε στιγμάτιζαν για μία ζωή. Κι εγώ προσπαθώ να σε βοηθήσω να φτιάξεις την δική σου όχι να την καταστρέψεις», σκουπίζω την μύτη μου.
«Είσαι υπερβολικά καλός στο να καρφίζεσαι δικαιολογίες»
«Θα σε πλήγωνα. Επανειλλημένα. Η σχέση μας θα ήτανε καταδικασμένη από την αρχή»
«Τι σε κάνει τόσο σίγουρο;»
«Επειδή δεν μπορώ να σου υποσχεθώ ότι δεν θα απατήσω επειδή είναι κάτι που κάνω όλη μου τη ζωή. Χωρίς αυτό να συνεπάγεται ότι κάποια από αυτές έχει την παραμικρή σημασία για μένα»
«Κι εγώ;», δεν κρατιέμαι από το να ρωτήσω. «Σημαίνω κάτι για σένα;», με δάκρυα στα μάτια τον ρωτάω κι αργά με πλησιάζει.
«Φυσικά και σημαίνεις», αγανακτεί στεκόμενος εμπρός μου.
«Τότε γιατί σου είναι τόσο δύσκολο;», μου είναι αδύνατο να καταλάβω. «Γιατί δεν μπορώ να είμαι αρκετή για σένα;»
«Είσαι αρκετή. Αλλά ποτέ δεν θα μπορέσεις να είσαι δικιά μου. Γιατί λοιπόν να αλλάξω την ζωή μου αν εσύ ποτέ δεν πρόκειται να γίνεις κομμάτι της;»
«Μόνο επειδή εσύ δεν μου το επιτρέπεις»
«Είσαι μικρή», επικαλείται ξανά την ηλικία μου. «Περνάμε όμορφα τώρα αλλά σε έναν χρόνο, σε δύο; Σε πέντε χρόνια;», κουνάω το κεφάλι κάνοντας να απομακρυνθώ αλλά δεν μου το επιτρέπει.
Το ξέρω πως τα ερωτήματα που θέτει είναι παραπάνω από εύλογα αλλά για μια φορά θέλω για χάρη μου να αψηφήσει την λογική.
«Εσύ θα έχεις χαραμίσει την ζωή σου μαζί μου κι εγώ θα έχω καταστρέψει την δικιά μου»
«Είτε θα μπορούσαμε να φτιάξουμε μία μαζί», ανταπαντώ με τόση ευκολία που και η ίδια ξαφνιάζομαι. Σαν να το ξέρασε το υποσυνείδητο. Αυτές δηλαδή είναι οι βλέψεις μου; Είμαι στα αλήθεια τόσο ανόητη;
Από την έκπληκτη έκφραση του προσώπου του καταλαβαίνω πως κι ο ίδιος σοκαρίστηκε.
Πώς σώζεται αυτό τώρα;
«Συγνώμη», γυρίζω πλάτη ντροπιασμένη, τα δάχτυλα μου τρίβουνε με μένος τα μπράτσα μου. «Εννοούσα μακροπρόθεσμα», δεν αναγνωρίζω την φωνή μου και η καρδιά μου χτυπάει απίστευτα γρήγορα. «Αν προσπαθούσαμε...», ετοιμάζομαι να φλυαρήσω αισθανόμενη απίστευτα εκτεθειμένη όταν με τραβάει στην αγκαλιά του.
«Σσς», ψιθυρίζει στα μαλλιά μου επάνω. «Ξέρω πώς το εννοούσες»
«Δεν είναι πως σου ζητάω να με παντρευτείς», προσπαθώ αποτυχημένα να εξηγήσω. «Σου ζητάω μόνο να είσαι πιστός», τα χέρια μου σκίζουνε οριακά την μπλούζα του στο σημείο που καλύπτει το στέρνο του. «Σου ζητάω μόνο να προσπαθήσεις», λέω με ένα αναφιλητό και με σφίγγει στιγμιαία περισσότερο μέχρι που να μου κοπεί η αναπνοή.
Κρύβομαι στο στήθος του σαν ένα μικρό παιδάκι που δειλιάζει να αντικρίσει τον φόβο κατάματα.
Ξεφυσάει. Μου δίνει χρόνο να ηρεμήσω κι έπειτα ξαναμιλάει.
«Το σεξ... δεν σημαίνει για μένα αυτό που σημαίνει για σένα. Είναι σαν ένα παιχνίδι ευχαρίστησης», τα λόγια του ακούγονται τόσο κενά από συναίσθημα. «Τίποτε το σοβαρό», κι όμως μου είχε προσφάτως εξομολογηθεί πως το σεξ μαζί μου το ένιωθε σαν κάτι παραπάνω.
Τα χέρια που κρατούσε τυλιγμένα γύρω μου τώρα με τραβάνε ώστε να με υποχρεώσουν να τον κοιτάξω στα μάτια.
«Αλλά το να σε μπλέξω σε ένα από αυτά τα παιχνίδια με εκείνο το κορίτσι ήτανε τεράστιο λάθος»
«Μα δεν έκανες τίποτα», αποκρίνομαι. «Εγώ έμπλεξα τον εαυτό μου. Οικειοθελώς»
«Όχι», κατηγορηματικά μου απαντάει. «Το έκανες εξαιτίας μου. Κι αυτό είναι πολύ χειρότερο»
«Σταμάτα να κατηγορείς τον εαυτό σου», μορφάζει απογοητευμένος κουνώντας το κεφάλι.
«Άνοιξε τα μάτια σου Ρεβέκκα!», ανεβάζει την ένταση. «Σε χειραγώγησα. Το κάνω από την αρχή. Αλήθεια θέλεις να ερωτευτείς κάποιον σαν εμένα;», τι κι αν είναι πολύ αργά;
Κι άλλα σιωπηρά δάκρυα αναβλύζουν.
«Εσύ αξίζεις κάποιον που θα μπορείς να βγαίνεις μαζί του χωρίς φόβο. Κάποιον που θα σε αγαπάει άνευ όρων και η μόνη του έγνοια θα είναι να σε κάνει ευτυχισμένη»
«Θέμη», αφουγκράζομαι τα επιχειρήματα του κι ενώ το ξέρω πως έχει δίκιο δεν χρειάζομαι την υπενθύμιση.
«Κι εγώ δεν μπορώ να σου το προσφέρω αυτό. Μου είναι αδύνατο», μηχανικά κατανεύω.
«Καταλαβαίνω», ρουφάω ξανά την μύτη μου σκουπίζοντας την για τελευταία φορά και τότε το ρωτάω το αναμενόμενο. «Πού μας αφήνει αυτό;»
«Δεν ξέρω», σηκώνει τους ώμους δείχνοντας το ίδιο μπερδεμένος με μένα. «Όταν φτάνει εκεί συνήθως το λήγω»
«Και γιατί δεν το κάνεις τώρα;», να μας γλιτώσεις και τους δύο από τον κόπο. Σίγουρα θα πληγωθώ μα... με τον καιρό θα το ξεπεράσω.
«Επειδή δεν θέλω», πόσο να με συγχύσει δηλαδή; «Ακόμη κι αν ξέρω ότι πρέπει. Επομένως εξαρτάται από σένα», ρίχνει σε μένα το μπαλάκι περιμένοντας να σκοράρω στο τέρμα. «Αν θέλεις να συνεχίσουμε να βλεπόμαστε, θα πρέπει να αποδεχτείς τον δικό μου τρόπο ζωής», θέτει τα λόγια του σαν κάποιου είδους προειδοποίηση. «Και τους κανόνες μου», υπαινικτικά προσθέτει. «Όσο κι αν το απεχθάνεσαι. Αν δεν μπορείς...», δεν χρειάζεται να ολοκληρώσει.
Το καταλαβαίνω, το τέλος θα είναι οριστικό σε αντίθεση με την σχέση μας που θα συνεχίσει να συνίσταται από περιστασιακό σεξ και πολλούς, αναρίθμητους πονοκέφαλους σαν αυτόν που με έχει πιάσει τώρα στα αλήθεια.
«Όχι απόψε», πιάνω τους κροτάφους μου. «Δεν νομίζω ότι μπορώ να αποφασίσω»
«Θέλεις να επιστρέψουμε;»
«Όχι», τυλίγω τα χέρια μου γύρω από το στομάχι. «Όχι ακόμη», γιατί αυτό σημαίνει ότι ο καθένας μας θα τραβήξει τον δρόμο του για το δωμάτιο του.
«Εντάξει», γνέφει θετικά και βοηθώντας με να ξαπλώσω πάλι στα αναπαυτικά καθίσματα με τα μαλακά στρώματα φεύγει μια στιγμή να μου φέρει παυσίπονο παρακεταμόλης κι ένα ζεστότερο πάπλωμα να σκεπαστώ.
Το περνάω γύρω κι από τους δυο μας έτσι όπως έχω κουρνιάσει και πάλι ξανά μες στην ζεστή του αγκαλιά.
«Σε ευχαριστώ», νομίζω πως η φωνή μου ξεθωριάζει κάπως με κάθε λεπτό που περνά.
«Σκοπεύεις να κοιμηθείς εδώ;», ρωτάει αστειευόμενος έχοντας συμμαζέψει τα μαλλιά μου στην μία του χούφτα να τα ακουμπήσει στον ώμου μου.
«Όχι», γελάω κουρασμένα. «Απλώς θα περιμένω λίγο μέχρι να μου περάσει το κεφάλι», σκοτάδι καταλαμβάνει το οπτικό μου πεδίο κι αμέσως μετά εικόνες και σκηνικά που δεν βγάζουν κανένα απολύτως νόημα.
Το μόνο που καταφέρνω να αναγνωρίσω είναι η φωνή του Θέμη να μου μιλάει τρυφερά.
«Καληνύχτα», και η ιδέα ενός φιλιού στις καστανές μου μπούκλες απάνω. «Γλυκιά μου Ρεβέκκα»
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top