Γ' Μέρος - Κεφάλαιο (75)

Ευτυχώς που με κρατάει από τη μέση γιατί αλλιώς με τέτοια φόρα που με σπρώχνει μέσα θα είχαμε πέσει αγκαλιασμένοι στα πατώματα. Τα χείλη του δεν λένε να ξεκολλήσουν από τα δικά μου και τα χέρια του πλανιούνται παντού στην πλάτη μου. Ψάχνουν απεγνωσμένα να βρουν το φερμουάρ που ξεκινάει από την αρχή της μέσης μου και κατεβαίνει ολόισια στον κόγγυκα.

Αυτό όμως σκαλώνει στις ραφές κι ο Θέμης αποτυγχάνει. Μανιασμένα προσπαθεί να το κατεβάσει κι ενώ τα μεταλλικά δόντια κροταλίζουν, γρήγορα διαδεχόμενα το ένα το άλλο η ροή ανακόπτεται.

Με γυρνάει απότομα μία στροφή να πάρει την κατάσταση στα χέρια του. Μαζί με το μεταλλικό γουργουρητό ακούγονται οι ανάσες μας λαχανιασμένες.

Μόλις ανοίγει το φόρεμα ο Θέμης με γραπώνει από την λεκάνη για να πιέσει τους γοφούς μου εναντίον του. Ύστερα παίρνει το χέρι μου στο δικό του για να το φτάσει στα χείλη του και να αφήσει ένα ευγενικό φιλί προτού έκφυλα το κατεβάσει για να το σφίξει πάνω στον ανδρισμό του.

«Είναι αυτό αρκετά σκληρό για σένα;», αισθησιακά με ρωτάει καθώς η καυτή του ανάσα προσπέφτει στο ευαίσθητο σημείο πίσω από το αυτί μου. Δεν έχω δύναμη να αρθρώσω λέξη.

Μόνος του κάνει να μου αφαιρέσει το φόρεμα και τα δάχτυλα μου μπλέκονται στα μαλλιά του, χαϊδεύουν το πρόσωπο του. Αισθάνομαι υπνωτισμένη κι όταν η μέση μου καμπυλώνει τουρλώνοντας εκούσια τους τους γλουτούς μου στο μέλος του που ασφυκτιεί ακόμα στο παντελόνι του με πιάνει από τον λαιμό.

«Για πόσο ακόμη θα με βασανίζεις;», με ρωτάει. Το φερμουάρ έχει ανοίξει όμως το φόρεμα εξακολουθεί να στέκει σαν εμπόδιο.

«Ίσως θέλω να δοκιμάσω τα όρια σου», πνιχτά καταφέρνω να πω μέσα από τα αγκομαχητά μου. Με τα δάχτυλα ξεκουμπώνει τον χρυσό κρίκο γύρω από τον λαιμό κι αρχίζει να τραβάει το φόρεμα από την μπροστινή του μεριά ξεγυμνώνοντας το στήθος μου.

Και οι δυο του παλάμες τυλίγονται γύρω του μαλάσσοντας το αργά αλλά κτητικά. Οι αντίχειρες του κλείνουν πάνω στις σκληρές μου ρώγες και μου ξεφεύγει ένα σιγανό βογγητό. Η πίεση ανάμεσα στα πόδια μου αυξάνεται.

«Ή μπορεί να ανησυχείς πως μετά θα μου ζητάς και δεν θα χορταίνεις», αυτάρεσκα μου πετάει.

Ο Θέμης αφήνει φιλιά στους ώμους και την αρχή της σπονδυλικής μου στήλης κι όταν διακόπτει για μια στιγμή το γλυκό του βασανιστήριο το κάνει για να ξεφορτωθεί το φόρεμα. Το μόνο ρούχο που απομένει είναι το μαύρο μου στρινγκ, εάν αυτό φυσικά μπορεί να θεωρηθεί τέτοιο.

Ω, και τα χρυσά μου σανδάλια με το τακούνι.

Και ενώ μπορεί η ερωτική του πρόταση να μου πυροδοτεί όλες τις λάθος αλχημικές αντιδράσεις στον νου, μια θλιμμένη σκέψη μου περνάει από το μυαλό.

«Ή ίσως να τρέμω στην ιδέα πως θα φύγεις μόλις τελειώσεις με αυτό», και ίσως αν δεν ήμουν τόσο επηρεασμένη από το ποτό να μην το ξεστόμιζα δυνατά αυτό. Κι όμως το έκανα.

Είμαι σίγουρη πως κι ο Θέμης το άκουσε επειδή τα φιλιά του σταματάνε ακαριαία.

«Συγνώμη», κουνάω το κεφάλι αμυδρά γελώντας. Γυρνώ να τον κοιτάξω δαγκώνοντας το κάτω χείλος και παριστάνω εντονότερα την μεθυσμένη για να αφήσω να ξεχαστεί αυτό που προειπώθηκε. «Εγώ... έχω πιει, δεν έχω ιδέα τι λέω», ακουμπώ το μέτωπο με τα δάχτυλα και υποκρίνομαι κάποιο χαζό, αφελές κοριτσάκι.

Το βλέμμα του έχει αλλάξει. Δεν με κοιτάζει σαν να με ποθεί αλλά περισσότερο σαν να με... λυπάται; Για ποιον λόγο να με λυπάται;

«Ρεβέκκα», συνειδητοποιώ πως στέκομαι γυμνή μπροστά του ενώ εκείνος εξακολουθεί να φοράει όλα του τα ρούχα. Πιάνομαι από την ζώνη του παντελονιού του να την ανοίξω. «Ρεβέκκα», με σταματάει.

«Ξέχνα ό,τι είπα. Εγώ... το ξέχασα κιόλας», προσπαθώ να χαμογελάσω με ειλικρίνεια. Χωρίς επιτυχία προφανώς.

«Ίσως είναι καλύτερα να πάμε για ύπνο»

«Τι;», τραντάζομαι. «Γιατί;», περνάει πίσω μου να καθίσει στην άκρη του κρεβατιού. Ξεσφίγγει την γραβάτα και μετράει τις αναπνοές του ώστε να μπορέσει να μιλήσει καθαρά.

«Είσαι μεθυσμένη. Ξανά», δεν μου αρέσει η επίπληξη στην φωνή του. «Και δεν σκέφτεσαι καθαρά»

«Οι σκέψεις μου είναι μια χαρά», τον διαβεβαιώνω πράγμα που τον ανησυχεί περισσότερο.

«Αυτό είναι ακόμη χειρότερο», παίρνει τα χέρια μου στα δικά του και με έλκει στο μέρος του. «Ρεβέκκα... στο υπόσχομαι ότι δεν πρόκειται να σε αφήσω μέχρι να σιγουρευτώ πως δεν με έχεις άλλο ανάγκη», το παραθέτει λες και πρόκειται για κάποια ρήτρα στο ανυπόγραφο συμβόλαιο μας.

Διάολε, έχει σοβαρέψει. Δεν ξέρω καν γιατί το πέταξα αυτό προηγουμένως. Πιθανότατα ήτανε το ποτό που μιλούσε κι όχι εγώ.

«Μπορούμε να το ξεχάσουμε;», τον παρακαλάω ανεβάζοντας τα χέρια στους ώμους και ύστερα γύρω από τον λαιμό του. «Δεν μπορούμε απλώς...», σκύβω να τον φιλήσω κι ανταποδίδει. «Να απολαύσουμε την βραδιά;», συνοφρυωμένη αντικρίζω την ανήσυχη έκφραση στο πρόσωπο του.

«Το εννοώ»

«Κι εγώ σε πιστεύω», γνωρίζω άλλωστε πόσο εξυμνεί την αρετή της ειλικρίνειας. «Τώρα... μπορείς να αποφασίσεις τι θέλεις λίγο γρηγορότερα επειδή έχω αρχίσει να κρυώνω;», μπορεί να φταίει και η αμηχανία. Πάντως σταυρώνω τα χέρια πάνω από το στήθος κι ο Θέμης μουρμουράει κάτι που παραπέμπει σε βρισιά.

«Διάολε», σηκώνεται να ξεπετάξει γρήγορα τα ρούχα από πάνω του και τα σωριάζει άτσαλα στο πάτωμα, πρώτα το πουκάμισο κι ύστερα το παντελόνι. Γέρνει στο μέρος μου να με φιλήσει και με κλείνει στην αγκαλιά του. Το σώμα του είναι ζεστό και μυρίζει σαν το δάσος ένα δροσερό πρωινό.

Αναπάντεχα το χέρι του τρυπώνει στο κενό ανάμεσα από τα σκέλια μου κι αρχίζει να τρίβει αργά την ευαίσθητη σάρκα. Δαγκώνω τον ώμο του νιώθοντας το εσώρουχο υγρό κάτω από τα τραχιά του δάχτυλα.

«Κοριτσάρα μου, εσύ έχεις γίνει μούσκεμα», κι έπειτα φροντίζει να το ξεφορτωθεί κι αυτό. Η γλώσσα του εισβάλει ξανά στο στόμα μου σαν να το πολιορκεί, κουνώντας την με συγκεκριμένο τώρα τρόπο κι όταν με αφήνει να ανασάνω στενάζω στο ταβάνι τεντώνοντας το κεφάλι και το κορμί μου ριγεί.

Κρατάει το πρόσωπο μου να το κοιτάξει μια στιγμή.

«Είσαι πανέμορφη», προφέρει με ύφος λυρικό. Σαν να απαγγέλει ποίηση προς τιμήν μου. Κι ο Θέμης δεν ψεύδεται ποτέ. Το στόμα του κλειδώνει πάλι στο δικό μου.

Με σηκώνει από το έδαφος τυλίγοντας τα πόδια μου γύρω από την μέση του και μας οδηγεί στο προσκέφαλο του κρεβατιού όπου με ξαπλώνει προσεκτικά. Ξεφορτώνομαι βιαστικά τα χρυσά μου σανδάλια ευγνώμων που δεν υπάρχει αρκετό φως να δει ο Θέμης τις πατούσες μου και παραμερίζω να καθίσει κι εκείνος.

«Έλα εδώ», μου λέει μισοξαπλωμένος με την πλάτη στηριγμένη στο κεφαλάρι. Υπακούω γλιστρώντας δίπλα του κι ύστερα περνώ το ένα μου πόδι πάνω από τα δύο δικά του για να τον καβαλήσω πεσμένη στα γόνατα.

Οι γοφοί μου πιέζονται πάνω στο εξογκωμένο του μήκος κι ο Θέμης ζουλάει τους γλουτούς μου.

«Χριστέ μου Ρεβέκκα», στενάζουμε και οι δύο ο ένας στο στόμα του άλλου ανάμεσα στα παθιασμένα φιλιά που ανταλλάσουμε. «Μπορώ να νιώσω πόσο υγρή είσαι», παίρνει μια ανάσα. «Έτσι όπως τρίβεσαι πάνω στον πούτσο μου θα μπορούσα απλώς...», λέει με πάθος καθώς σπρώχνει τον εαυτό του με δύναμη εναντίον μου και στενάξω ξανά ανήμπορη.

«Ω Θέμη!», είναι σαν κάποιου είδους ερωτικού χορού. Σαν το τανγκό που χορεύουν τα ζευγάρια, ιδιωτικά μόνο όταν βρίσκονται στα κρεβάτια.

«Σε θέλω τόσο άσχημα... αλλά θα περιμένουμε», ρουθουνίζει. «Ήθελες να περιμένεις οπότε θα περιμένουμε», παίρνει το πρόσωπο μου στο χέρι του για να κοιταζόμαστε στα μάτια. «Όμως θέλω πολύ να σε γλείψω ξανά. Θέλω να σε γλείψω από τον λαιμό μέχρι τις πατούσες και να χύσω την όμορφη προσωπάρα σου», κρύβομαι στην παλάμη του.

«Όχι στο πρόσωπο», προσφέρω διστακτικά μορφάζοντας. Δεν καταφέρνω να μην χαμογελάσω ντροπιασμένη. Δεν μου έχουν προτείνει ποτέ ξανά κάτι τέτοιο και το πιθανότερο θα ήταν να χαστούκιζα τον ενδιαφερόμενο.

Ο Θέμης όμως απτόητος ανασηκώνει τον κορμό του για να χουφτώσει το στήθος μου.

«Πάνω σε αυτά τότε;», με ρωτάει αλλά έχω μείνει άφωνη. Μόνο μια κραυγή, αιφνίδια αλλά πνιχτή βγαίνει από μέσα μου. «Θα με αφήσεις;», τα μάτια του αστράφτουν. Η τεστοστερόνη του πρέπει να έχει χτυπήσει κόκκινο. Δεν θυμάμαι να τον έχω ξαναδεί τόσο ανυπόμονο.

Μοιάζει με μικρό παιδί που περιμένει από τη μαμά του να το αφήσει να τσακίσει τα σακουλάκια με τα ζαχαρωτά.

Παίρνει εναλλάξ το στήθος μου στο στόμα του ρουφώντας το με δύναμη και δεν μπορώ να συγκεντρωθώ σε τίποτε άλλο πέραν της ηδονικής αίσθησης που συνθέλεμα με καίει από μέσα προς τα έξω.

Κατανεύω χωρίς να έχω ιδέα πού πάω να μπλέξω.

«Θεέ μου Ρεβέκκα ναι!», με πιέζει ξανά πάνω στην στύση του κι εγώ κουνιέμαι δημιουργώντας ρυθμό. «Αυτό είναι μωρό μου. Συνέχισε να τρίβεις το γλυκό σου μουνάκι πάνω μου», αναγκάζομαι να τινάξω τα μαλλιά στην μία πλευρά για να μην με ενοχλούν. «Τρίψτο τώρα γιατί όταν έρθει η ώρα θα χύσεις στο πρόσωπο μου»

«Τι;», αδύναμα ψελλίζω κι ο Θέμης με χουφτώνει γερά, οριακά σαν να μου σφαλιαρίζει τον κώλο και μουγκρίζοντας γλιστράει χαμηλότερα από κάτω μου για να καταβροχθίσει γλυκά πάλι το στήθος μου.

Αυτήν τη φορά με μέθοδο, στρατηγικά πότε κινούμενος λυσσασμένα κάνοντας σφοδρή επίθεση πότε επαλείφοντας γλυκά σαν να περιποιείται τις πληγές μου. Στην δεύτερη περίπτωση τον φαντάζομαι να τρώει με παρόμοιο τρόπο παγωτό βανίλια.

Μπορώ να νιώσω τα κύτταρα μου να εκρήγνυνται και να σκάνε σαν πυροτεχνήματα σε φεστιβάλ. Κάθε ένα από αυτά το παθαίνει με όλο και μεγαλύτερη συχνότητα.

Στηρίζομαι στις παλάμες να κρατηθώ μιας και τα χέρια του Θέμη είναι απασχολημένα με το να μου χουφτώνουν τα οπίσθια. Η γλώσσα του πλατιάζει πάνω στις θηλές μου και το στόμα του τις ρουφάει μαζί με την υπόλοιπη, αφράτη καμπύλη που βυθίζεται στην ζεστή, υγρή του κοιλότητα.

Κάποια στιγμή ενώ καταβροχθίζει το δεξί μου στήθος, το απελευθερώνει και σκάει δυνατός εκείνος ο χαρακτηριστικός ήχος του ρουφηχτού φίλου. Δονούμαι ολόκληρη κυρτώνοντας την πλάτη μου και βογγάω.

«Τι μου κάνεις Ρεβέκκα;», θέλω να του πω ότι κάνω κι εγώ στον εαυτό μου την ίδια ακριβώς ερώτηση αλλά με την τρομάρα που έφαγε προηγουμένως δεν θέλω να ρισκάρω να χαλάσω την βραδιά μας για δεύτερη φορά απόψε.

Πάλι κουνιέται από κάτω μου. Το στόμα του δεν βρίσκεται πλέον κολλημένο στο στήθος μου και κάνει να ξαπλώσει τελείως. Ενθουσιασμένα με ένα ολοφώτιστο χαμόγελο μου δείχνει να πλησιάσω κουνώντας τα δάχτυλα.

«Έλα», μου λέει και σκαρφαλώνω κι άλλο ώστε να αγγίζονται τα πρόσωπα μας. «Ανέβα κι άλλο», χαχανίζω απαλά.

«Πώς;»

«Θέλω να καθίσεις στο πρόσωπο μου», ανοίγω τα μάτια διάπλατα.

«Τι; Δεν σοβαρολογείς»

«Πολύ», μου αφήνει ένα πεταχτό φιλί στα χείλη. «Τώρα σκαρφάλωσε», μου κλείνει το μάτι λέγοντας ενώ βαριανασαίνει.

«Δεν μπορώ να το κάνω», εδώ να το προφέρω φωναχτά δεν μπορώ.

Μάλλον για να με πείσει γλείφει δυο τα ακροδάχτυλα του για να τρίψει πάνω στην περιοχή μου απαλά.

«Το νιώθεις αυτό;», εννοεί την αργή κίνηση των επιδέξιων σαν κάποιου πιανίστα δαχτύλων του που ξέρουν ακριβώς πού να με πατήσουν για να κελαηδήσω.

«Ναι», δεν καταφέρνω να σχηματίσω την συλλαβή ολόκληρη. Η φωνή μου έχει σβήσει.

«Δεν είναι τίποτα σε σύγκριση με αυτό που θα σου κάνω», μου λέει αισθησιακά και τόσο υποσχόμενα που δεν μπορώ να μην υποκύψω. «Με καταλαβαίνεις;», κουνάω σπασμωδικά το κεφάλι. «Τώρα ανέβα», το ύφος του αγριεύει με έναν παραδόξως πολύ ερωτικό τρόπο.

Και νομίζω πως αυτό με... η σωστή λέξη πρέπει να είναι ανάβει. Έτσι υπακούω. Μπουσουλώ σαν το γατί πάνω του γουργουρίζοντας στο παραμικρό χάδι ή άγγιγμα και η μισή σηκώνομαι. Τα πόδια μου είναι ανοιχτά με τα γόνατα λυγισμένα εκατέρωθεν του προσώπου του και τα χείλη του εφάπτονται άγαρμπα στο κέντρο μου ωθώντας με να βογκήξω ηχηρά.

«Α!», ανατριχιάζω ολόκληρη.

Γέρνω προς τα εμπρός να βρω στήριγμα στον τοίχο πίσω από το κεφαλάρι του κρεβατιού ενόσω χαϊδεύω τις καστανόξανθες μπούκλες που μπερδεύω στα δάχτυλα μου όπως ακριβώς εκείνος μπερδεύει την γλώσσα του πάνω στην ερεθισμένη μου κλειτορίδα. Την φιλάει ρουφηχτά κι ύστερα ανοίγει το στόμα να καλύψει τον κόλπο μου ολόκληρο.

Η αίσθηση είναι απερίγραπτη. Είναι κάτι που δεν νομίζω ότι μπορεί να προσμετρηθεί με λόγια επειδή η εικόνας μας μαζί θυμίζει έργο καλλιτέχνη. Μπορώ να το νιώσω στο πετσί μου, το κάψιμο στις φλέβες λες και με έχουν έχουν πυρπολήσει.

Παλμικά κύματα σαν δονήσεις εκκινούν χαμηλά από τον κόλπο μου και σαν ρίζες του δέντρου διακλαδίζονται ανθίζοντας τα μπουμπούκια τους μέσα στο υπόλοιπο σώμα μου.

Και τότε κάτι παράξενο συμβαίνει γιατί αντί να στέκομαι απλά ακίνητη περιμένοντας για το τέλος να φτάσει αρχίζω να λικνίζομαι απαλά τρίβοντας την περιοχή μου επάνω στα πρησμένα του χείλη.

Κι αυτό τον τρελαίνει γιατί ο ρυθμός του, το κράτημα στα πόδια μου δυναμώνουν. Ζουλάει τα μπούτια πιέζοντας τους συνδέσμους των προσαγωγών μου να ανοίξουν πάνω του κι όταν αρχίζω να χοροπηδώ καθιστή στο πρόσωπο του κατεβάζει το ένα χέρι στο λευκό του σλιπ με το λογότυπο της Calvin Klein σε μεγάλα γράμματα εντυπωμένο.

«Αυτό είναι μωρό μου. Αυτό είναι. Γάμα το πρόσωπο μου», λέει και σαν να πέφτει ομίχλη η όραση μου θολώνει και τα μάτια μου γυρνάνε από την ανάποδη.

Με ρουφάει λυσσασμένα παίζοντας τον ανδρισμό του και μουγκρίζει με δύναμη. Τα χείλη του κινούνται ανεξέλεγκτα μαζί με την γλώσσα του δεξιά κι αριστερά εντείνοντας την επαφή. Ένα χάδι θαρρώ... όταν μένει πολύ στο ίδιο σημείο τείνει να συνηθίζεται και η χαλαρωτική του επίδραση παύει.

Ο Θέμης όμως γνωρίζει. Ξέρει τι πρέπει να κάνει και η γλώσσα του έρπεται από την κλειτορίδα μου στην είσοδο του κόλπου κι εκεί τινάζεται με γρήγορες, σπασμωδικές κινήσεις στο άνοιγμα του.

Η αίσθηση της γλώσσας του είναι μαγευτική. Αρχίζω να ταλαντεύομαι ανεξέλεγκτα σπρώχνοντας και τραβώντας πίσω τους γοφούς μου καθώς ο Θέμης ανεβοκατεβάζει γρήγορα το κεφάλι του να συμβαδίσει για πρώτη φορά πάνω στον φρενήρη ρυθμό με τον οποίο κινούμαι.

Νιώθω ότι μπορώ να μετρήσω τον χρόνο αντίστροφα. Η αίσθηση θυμίζει, σε κάποιον βαθμό, εκείνη την προσμονή που νιώθεις όταν ανεβαίνεις στο τρενάκι του λούνα παρκ. Κι ύστερα συμβαίνει αυτή η έκρηξη αδρεναλίνης που σε πλημμυρίζει όταν ξαφνικά το τρένο κατρακυλάει στις ράγες και θέλεις να ουρλιάξεις.

Να ουρλιάξεις με δύναμη από χαρά και λύτρωση που τίθεται ένα τέλος σε αυτό το βασανιστικό μαρτύριο.

Αυτή είναι η έκρηξη που με καταβάλει τώρα.

«Θέμη!», φωνάζω σε ένα λευκό ουρανό σαν να βυθίζομαι σε κάποιο όνειρο. Κι εκείνος το απολαμβάνει... κοιτάζει το πρόσωπο μου και με ακούει να κλαψουρίζω καθώς τα υγρά μου χύνονται στο στόμα του.

Τότε... και μόνο τότε αφού έχω τελειώσει ο Θέμης πάνω σε μια έκρηξη ορμής με πιέζει προς τα κάτω ξαπλώνοντας ανάσκελα συγκρατώντας την πλάτη μου που προσκρούει στο στρώμα. Σε κλάσματα δευτερολέπτου βρίσκεται στα πόδια μου ανάμεσα συνεχίζοντας να παίζει το πέος του που κρατάει σφιχτά.

Βγάζει κι εκείνος αγκομαχητά πόνου κι ευχαρίστησης. Τα υγρά μου ακόμη γυαλίζουν πάλι στα χείλη του κι ο Θέμης με κοιτάζει πεινασμένα.

«Κοίτα με μωρό μου», μου ζητάει όταν καρφώνομαι στο επιμηκυμένο μέλος του που πάλλεται μπροστά στα μάτια και πάνω από την κοιλιά μου. «Κοίτα με στα μάτια», νιώθω την σκηνή άκρως ερωτική και προφανώς το ίδιο ισχύει για τον Θέμη γιατί πολύ σύντομα τελειώνει με τέτοια ορμή που νομίζω ότι η φλέβα στον λαιμό του θα σκάσει.

Το λευκωπό υγρό πιτσιλάει το στήθος μου ακριβώς όπως ήθελε κι ο Θέμης καταρρέει πάνω μου στηρίζοντας όμως το βάρος στους αγκώνες του να μην με πλακώσει με το βάρος του.

Σφίγγομαι όμως από κάτω του νιώθοντας το μέλος του πολύ κοντά ανάμεσα στα πόδια μου και όταν τον οραματίζομαι να χάνεται μέσα μου κλείνω ερμητικά τα μάτια. Τα χείλη του κουμπώνουν στα δικά μου όταν το κάνω.

Φιλιόμαστε πάλι, τώρα όμως σε ένα πολύ αργότερο τέμπο από εκείνο το ανεξέλεγκτο που προβήκαμε εισερχόμενοι στο δωμάτιο.

Νιώθω λες και προσπαθεί να διεισδύσει μέσα μου κατά αυτόν τον τρόπο. Τα δάχτυλα του μπλέκονται στα μαλλιά μου και με κοιτάζει στα μάτια με απόγνωση. Σαν κάτι πολύτιμο που έχει με κόπο αποκτήσει και δεν θέλει με τίποτα να αφήσει να φύγει.

Θέλω να τον ρωτήσω τι σκέφτεται.

«Συγνώμη αν ήμουν πολύ...»

«Αχόρταγος;», γρήγορα τον διακόπτω με ένα απαλό χαχανητό.

«Σε πόνεσα;», ανήσυχος με ρωτάει και κουρνιάζω στο πλευρό του ακουμπώντας το κεφάλι πάνω στο μπράτσο του.

«Όχι. Ήταν υπέροχο, όπως κάθε άλλη φορά», χαϊδεύει τα μαλλιά μου και τα απομακρύνει ευγενικά από το πρόσωπο μου. Γέρνει στο πλάι.

«Όταν είπα ότι μου αρέσεις επειδή δεν προσποιείσαι... εννοούσα κι αυτό. Κάθε σύσπαση, κάθε τρέμουλο δικό σου... κάθε σου οργασμό», φιλάει τον λαιμό μου. «Εγώ σου το προκαλώ... και είναι αληθινό»

«Πώς θα μπορούσε να μην ήταν αληθινό;», τον ρωτώ κι ας μην έχει ιδιαίτερη σημασία. Απλώς βρίσκω την δήλωση του παράξενη.

«Υπάρχουν κοπέλες που... προσποιούνται», παραθέτει αφήνοντας με έκπληκτη.

«Όταν κάνεις αυτό;», πώς είναι δυνατόν; Ο Θέμης είναι από τους λίγους άνδρες που μετέρχεται κάθε δυνατό μέσο να ικανοποιήσει την σύντροφο του. Ποτέ δεν ζητάει κάτι σε αντάλλαγμα. Μάλιστα εγώ ήμουν χθες εκείνη που πήρε την πρωτοβουλία να τον αγγίξω. Δεν θα μου το ζητούσε αλλιώς.

«Όχι αυτό, συγκεκριμένα. Το έχω δοκιμάσει άλλες δυο τρεις φορές», βιαστικά το προσπερνάει αυτό. «Πρέπει να εμπιστεύεσαι τον άλλον», κάνει ένα νεύμα στο μέρος μου.

Χαμογελάω. Χαίρομαι που έχω κερδίσει την εμπιστοσύνη του. Κι ας κόντεψα να του προκαλέσω καρδιακή προσβολή τις προάλλες.

«Σε περίπτωση που αποφασίσει να σε πνίξει;», ρωτώ με χιουμοριστική διάθεση διαλύοντας την ρομαντική ατμόσφαιρα. Γελάει κι εκείνος. «Συγνώμη»

«Γιατί; Το σκέφτηκες;», ζωγραφίζω αφηρημένα πάνω στον μουσκεμένο από τον ιδρώτα θώρακα.

«Ίσως», λέω πειρακτικά. «Αλλά δεν μπορώ να φανταστώ καμία γυναίκα που να μην το απολαμβάνει», είπα να τονώσω την αυτοπεποίθηση του. Έστω για μία φορά.

Όχι πως το έχει ανάγκη.

«Υπάρχουν κι άλλοι με περισσότερη εμπειρία»

«Αλήθεια;», κάνω ότι σηκώνομαι ενδιαφερόμενη να ακούσω κι άλλα.

«Κάθισε κάτω τον κώλο σου», με σπρώχνει πάλι πίσω στο κρεβάτι και γέρνει απάνω μου καλύπτοντας με το επιβλητικό του σώμα.

«Ζηλεύετε κύριε Λουκρέζη;», με ύφος παιχνιδιάρικο τον ρωτάω πειράζοντας τα μαλλιά του. Σκύβει να με φιλήσει όταν κλίνει το κεφάλι προς τα δεξιά κάνοντας μια γκριμάτσα συνοφρυωμένος. «Πώς είναι ο ώμος σου;»

«Καλύτερα», μου λέει επαινετικά. «Πολύ καλύτερα», τα χείλη του λαξεύουν σε ένα πονηρό χαμόγελο. «Αν και θα ήθελα να κλείσω μία ακόμη συνεδρία. Απλώς για να σιγουρευτώ», τα χείλη μας βρίσκουν τον δρόμο τους και κορτάρονται στενά.

Αλλά η ώρα είναι περασμένη και ύστερα από μία τόσο γεμάτη μέρα που ολοκληρώθηκε με ένα ισόποσα έντονο ξέσπασμα η αλήθεια είναι πως δεν βλέπω την ώρα να κοιμηθώ.

«Ξέρω ότι δεν πρόκειται να κοιμηθείς εδώ, αλλά μπορείς τουλάχιστον να μείνεις μέχρι να αποκοιμηθώ εγώ;», διστακτικά τον ρωτάω και δείχνει να το σκέφτεται.

Γνέφει καταφατικά εν τέλει και μέχρι να πλυθώ και να ετοιμαστώ για ύπνο ο Θέμης έχει βολευτεί στην δεξιά πλευρά του κρεβατιού περιμένοντας να ξαπλώσω δίπλα του. Το κάνω μένοντας πάνω από τα σκεπάσματα και κοιτάζοντας τον αντικριστά.

«Έλεγες την αλήθεια όταν είπες πως κοιμάσαι χωρίς εσώρουχο», μου ψιθυρίζει βραχνά στο αυτί όταν περνάει το χέρι μέσα από λάστιχο του σορτς στο πλάι της λεκάνης κι ανάμεσα στα πόδια μου. Η πρόσβαση του είναι εύκολη το ίδιο και η αναστάτωση που μου προκαλεί. «Μπορεί να το σκεφτώ να σε βάζω για ύπνο συχνότερα», μου αρέσει αυτή η προοπτική.

«Σε ευχαριστώ για αυτό που έκανες», του λέω και το μυαλό του απευθείας παραπέμπει στο πονηρό.

Άνδρες...

«Που αγόρασες τα σκουλαρίκια στο μικρό κοριτσάκι», παίρνει μια ανάσα και ύστερα στρέφει το βλέμμα στο κενό. Αόριστα κοιτάζει βυθισμένος στις σκέψεις του.

«Πάντα ήθελα μια κόρη», σιγανά μουρμουρίζει στο σκοτάδι. «Να την κακομαθαίνω», ακούγεται πονεμένος. Καμιά φορά ξεχνάω πως ξεκίνησε η όλη ιστορία μας. Πόση απέχθεια έτρεφα για εκείνον και το φέρσιμο του.

Ήθελα να του πω ότι κακόμαθε τον γιο αλλά κρατήθηκα.

«Μάλλον δεν είναι γραφτό μου», είπε με πίκρα κι άφησε την πρόταση να αιωρείται. Ήξερα ότι αν έθιγα τα οικογενειακά του θα αρπαζόταν.

«Πώς το έκανες;», επιλέγω να τον ρωτήσω.

«Μπήκα μέσα να ζητήσω να τα αλλάξουν κρυφά από τους γονείς και πλήρωσα την διαφορά. Αγόρασα και τα δικά σου», τα οποία παρεπιπτόντως φορώ ακόμη.

«Σκόπευες να μου το πεις;», έβρισκα την κίνηση απείρως γλυκιά για αυτό πίστευα ότι θα την έκανε φανερά με σκοπό να το μάθω.

«Όχι. Θα νόμιζες ότι το έκανα για να σε συγκινήσω»

«Το κατάφερες αυτό ούτως ή άλλως», απάντησα νιώθοντας τα βλέφαρα μου βαριά. Νομίζω πως τον άκουσα να σιγολέει καληνύχτα πολύ κοντά στο πρόσωπο μου και να μου αφήνει ένα φιλί στο μέτωπο.

Δεν είχε όμως καμία σημασία γιατί το επόμενο πρωί όταν ξύπνησα δεν βρισκόταν εκεί. Εγώ από την άλλη βρισκόμουν καλυμμένη κάτω από τα σεντόνια μόλο που δεν θυμόμουν να είχα σκεπαστεί και με το κεφάλι βολεμένο στο μαξιλάρι. Ήμουν επίσης βέβαιη πως είχα αποκοιμηθεί με τα μαλλιά λυτά κι επειδή ήτανε μακριά είχανε την τάση να πασαλείφονται ενοχλητικά στο πρόσωπο μου και να μου μπαίνουν στο στόμα.

Μου τα είχε μαζέψει πρόχειρα με ένα λάστιχο.

Όταν ξύπνησα για τα καλά ήθελα να κλάψω, αλλά δεν είχα και λόγο ακριβώς να το κάνω. Η συμφωνία μας ήταν αυτή. Οι δυο μας θα περνούσαμε καλά και μετά θα συνεχίζαμε τις ζωές μας. Αλλά δεν περνούσαμε απλώς καλά, ένιωθα ότι περνούσαμε τέλεια.

Εγώ βίωνα πρωτόγνωρα πράγματα μαζί μου και ήθελα να πιστέψω ότι το ίδιο ίσχυε και για εκείνον. Όμως από τα χέρια του Θέμη είχανε περάσει τόσες που σιγά μην έφερνα την αλλαγή. Όλες αυτές οι πεποιθήσεις ήτανε πλασμένες στο μυαλό μου γιατί κατά βάθος ήμουνα πιο ρομαντική από όσο πίστευα.

Έπρεπε να αποστασιοποιηθώ από τα συναισθήματα μου και να πάω με τα νερά του. Την καρδιά όμως δεν την διατάζει κανείς και προτού το καταλάβεις έχει ήδη διαλέξει αυτόν που είναι ικανός να στην λαβώσει.

⊹₊┈ㆍ┈ㆍ┈ㆍ✿ㆍ┈ㆍ┈ㆍ┈₊⊹

Οι περισσότεροι υπάλληλοι χαίρονται εισπράττοντας τον μισθό τους. Εγώ όμως αισθάνομαι μονάχα ντροπή και ενοχές. Και φτηνή... πολύ φτηνή για το ακριβό ποσό που εισπράττω.

«Τι κάνεις;», με ρωτάει ο Θέμης όταν του επιστρέφω πίσω την διαφορά. Αυτήν τη φορά είπε να μου δώσει μετρητά στο χέρι.

«Αυτά φτάνουν ακριβώς για να ξεχρεώσω την τράπεζα», του λέω κρατώντας κάτι λιγότερο από τα μισά.

«Κράτησε τα υπόλοιπα για τον εαυτό σου τότε», ελαφρώς αρπάζεται και λέει.

«Όχι», του το φέρνω μαλακά. «Στο είπα από την αρχή δεν θα δεχθώ τίποτε παραπάνω. Αλλά θα τηρήσω την συμφωνία μας. Θα συνεχίσω να σε συνοδεύω μέχρι να με βαρεθείς», θέλει να διαφωνήσει, το βλέπω που έχει μερικώς αναστατωθεί μα οφείλει να το δεχθεί.

«Δεν είμαι σίγουρος ότι θα μπορέσω», λέει και το βλέμμα μου σκαλώνει στο δικό του. Ξεροκαταπίνω. Το καταλαβαίνει οπότε παραφράζει. «Έχεις τον τρόπο σου να με ψυχαγωγείς»

«Ναι», πιέζω ένα χαμόγελο χωρίς να είμαι βέβαιη για το αν πρέπει να σκύψω να τον φιλήσω ή όχι. Τελικά ανοίγω την πόρτα. «Αντίο... κύριε Λουκρέζη», λέω υποκλινόμενη χαριτωμένα βγαίνοντας προς τα έξω.

«Ωραία σκουλαρίκια», η Αμελί αναφωνεί ενθουσιασμένα καθώς τρώει τα δημητριακά της. Κοκαλώνω στην θέση μου σαν αγγίζω ανεπαίσθητα τα χρυσαφιά μπιχλιμπίδια που κρέμονται από το αυτί μου. «Είναι καινούρια; Δείχνουν ακριβά»

«Ανήκουν στην μαμά μου», σκαρφίζομαι το ευκολότερο ψέμα που μου έρχεται πρώτο. Ελπίζω να μην με προδώσει η αιφνίδια έκφραση στο πρόσωπο μου.

«Είναι πολύ όμορφα», λέει και ξανά και εξαφανίζομαι στο μπάνιο στη στιγμή. Βγάζω τα σκουλαρίκια και τα κρύβω στην τσάντα μαζί με τα μετρητά που έχουν γύρω τους περασμένη μια χάρτινη λωρίδα.

Η καρδιά μου χτυπάει δυνατά και τότε είναι που με μαλώνω. Έχω αρχίσει να γίνομαι απρόσεκτη.

(Τέλος Γ' Μέρους)

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top