Γ' Μέρος - Κεφάλαιο (73)
Αυτό δεν σήμαινε ότι δεν θα τον έκανα να μετανιώσει για την επιλογή του. Ξοδέψαμε μία μέρα ολόκληρη παίζοντας τένις στα γήπεδα ενός τοπικού συλλόγου και κάνοντας γυμναστική στον αθλητικό χώρο ενός πολυτελούς ξενοδοχείου στα παράκτια της Χαλκιδικής για ακόμη μία φορά.
Θεωρούσε ότι με βόλευε καθώς μονάχα εκείνος χρειαζόταν να ταξιδέψει Θεσσαλονίκη και από το σπίτι της Αμελί ήτανε κάπου μία ώρα διαδρομή για να φτάσουμε με το αυτοκίνητο.
Κοπίαζε πολύ να βγάλει τις ασκήσεις και με εξέπληττε το γεγονός ότι ήτανε πολύ υπάκουος μαθητής. Σίγουρα πολύ πιο υπάκουος από τον γιο του.
«Πώς τα πηγαίνει ο Κυριάκος;», ξεκλέβω λίγο χρόνο να τον ρωτήσω σαν καθόμαστε να πιούμε νερό μεταξύ των games. Το πρωί χτυπούσαμε μπάλες από ορισμένες γωνίες, με βολεδάκια και προσεγμένα χτυπήματα ενώ προς το μεσημέρι κλειστήκαμε μιάμιση ώρα στο κλιματιζόμενο γυμναστήριο να κάνουμε ασκήσεις ενδυνάμωσης και τώρα το απόγευμα παίζαμε κανονικό ματς τένις.
Μετανιώνω που ρώτησα βλέποντας την ζαρωμένη έκφραση στο πρόσωπο του.
«Όχι καλά. Είναι... απογοητευμένος», τον κοιτάζω με απορία. «Ο προπονητής που τον ανέλαβε είχε ήδη έναν δικό του παίκτη να προωθήσει οπότε σκασίλα του για τον μικρό. Κι αφού φύγαμε από εκεί δοκιμάσαμε με έναν παλιό φιναλίστ που ήρθε από Ουγγαρία να τον δει...», ακούγεται απογοητευμένος. «Δεν συνεργάστηκε. Αλλά ποιος να τον κατηγορήσει;», γέλασε με μεμψιμοιρία. «Ξέρω ότι είναι εύκολο να ρίχνεις το φταίξιμο στους προπονητές αλλά κι ο Κυριάκος... είναι δύσκολο παιδί»
Δεν μπορούσα να μην νιώσω άσχημα. Προτού αναχωρήσω για Θεσσαλονίκη πίστεψα ότι είχαμε σημειώσει πρόοδο με τον Κυριάκο. Αλλά δεν είναι πως πέτυχα καμιά ολική μεταρρύθμιση στο λογισμικό του. Ο χαρακτήρας του παιδιού χρειαζότανε δουλειά. Και δεν υπάρχουν πολλοί, αρκετά πρόθυμοι να ασχοληθούν με τις παραξενιές ενός κακομαθημένου πλουσιόπαιδου.
Μόνο που ο Κυριάκος ήτανε πολλά περισσότερα από αυτό.
«Και έχει φτάσει σε μια ηλικία που το καταλαβαίνει πως όλοι τον απορρίπτουν. Ξέρει ότι φταίει όχι όμως και πώς να το διορθώσει», κουνάει συγκεχυμένα το κεφάλι. «Τέλος πάντων», κατάλαβα ότι δεν ήθελε να μιλήσει άλλο για αυτό. Το νεύμα του ήτανε κοφτό σαν να όριζε μια διαχωριστική γραμμή.
Από τον τόνο του συλλογίστηκα ότι μπορεί να με θεωρούσε υπεύθυνη. Στην τελική με είχανε διαλέξει αμφότεροι ο Θέμης κι ο γιος του. Αισθανόμουν ενοχές, σάμπως τους είχα εγκαταλείψει.
Όμως ο Θέμης δεν ανέφερε τίποτα άλλο περί αυτού κι απλά το προσπέρασε. Η διάθεση του όμως εξακολουθούσε να είναι ρημαγμένη.
Κάποια στιγμή όπως παίζαμε ένιωσα εκείνο το οικείο κάψιμο στο δεξί πέλμα του ποδιού να με πεθαίνει. Τα παπούτσια μου είναι άθλια. Θεωρητικά με την συχνότητα που έπαιζα το καλοκαίρι έπρεπε να αγόραζα καινούριο ζευγάρι κάθε μήνα. Πού να τις αντέξω εγώ τέτοιες πολυτέλειες όμως.
Σε κάθε χτύπημα σφίγγω τα σαγόνια και σε κάθε μου βήμα δεινοπαθώ. Η σόλα από κάτω έχει τριφτεί και η υποτυπώδης προστασία που παρέχει η κάλτσα απλούστατα δεν επαρκεί.
Στο τέλος ενός πόντου που χάνω εξαιτίας της θολούρας μου λυγίζω τα γόνατα και προσπαθώ να μετριάσω τον πόνο με βαθιές, αργές εισπνοές.
«Είσαι εντάξει;», ο Θέμης με ρωτάει αλλά δεν τολμώ να του δείξω πως υπάρχει θέμα. Θα φαγωθεί να το φτιάξει. Λίγο ακόμη μένει και μετά θα το περιποιηθώ στο δωμάτιο. Είναι σαν τα τακούνια που φοράνε οι γυναίκες. Ξέροντας πόσο όμορφες δείχνουν φορώντας τα δεν υπάρχει περίπτωση να αποκαλύψουν και πόσο επίπονο τους είναι.
Αντέχω λοιπόν μολονότι ξέρω ότι δεν θα μπορέσω να την βγάλω έτσι για πολύ ακόμη. Πρέπει να μου αγοράσω οπωσδήποτε ένα καινούριο ζευγάρι παπούτσια. Κι ας είναι απλοϊκά στην όψη και την προστασία δεν με πειράζει.
Πρέπει μόνο να ξεφορτωθώ αυτά εδώ τα δολοφονικά μαραφέτια.
Τα πόδια μου είναι σε άθλια κατάσταση και η κρέμα για τους μύκητες που χρησιμοποιώ δεν νομίζω πως βοηθάει άλλο. Οι φτέρνες μου σκληρές επίσης, θα μπορούσα άνετα να τις χρησιμοποιήσω σε τεχνικές αυτοάμυνας. Το χειρότερο από όλα όμως είναι οι κάλοι. Ανάθεμα!
Όσο και να τους τρίβεις αν δεν έχεις τα σωστά παπούτσια να προφυλάσσουν τα πόδια σου ιδίως όταν κάνεις εντατικές προπονήσεις δεν θα δεις ποτέ άσπρη μέρα. Ή μήπως κάνω λάθος;
Νομίζω δεν είναι καινούριος κάλλος αλλά αυτό που αρχίζει να σχηματίζεται στην κορυφή του πέλματος σε εκείνο το χοντρό, ενισχυμένο σημείο κάτω από το μεγαλύτερο δάχτυλο της πατούσας μοιάζει με φουσκάλα.
Τώρα τέλεια... μόνο αυτό έλειπε.
Μπαλώνω την ζημιά όσο μπορώ γιατί με τον Θέμη σχεδιάζουμε να βγούμε το βράδυ. Δεν έχω ιδέα πού ακόμη και ούτε πρόλαβα να τον ρωτήσω όμως υποθέτω πως μου τηλεφωνεί τώρα για να με ενημερώσει.
«Μπορείς να έρθεις λίγο από εδώ να με βοηθήσεις με κάτι;», με ρωτάει ακουσμένος κι εκείνος να πονά.
«Κά-τι;», επαναλαμβάνω αναμένοντας μια διευκρίνιση.
«Απλώς έλα από εδώ», αρκείται να μου απαντήσει και όταν μπαίνω στο δωμάτιο ευτυχώς που τον πετυχαίνω ντυμένο με μια κοντομάνικη κι ένα χαλαρό παντελόνι φόρμας.
Το πουκάμισο του βρίσκεται ανοιχτά απλωμένο στο κρεβάτι.
«Χρειάζεσαι βοήθεια να ντυθείς;», σηκώνοντας το φρύδι τον ρωτάω.
«Όχι εγώ...», τον βλέπω να βασανίζεται κινώντας κάπως μηχανικά το δεξί του χέρι. Σαν τις πλαστικές κούκλες που παίζαμε τα κορίτσια μικρές. «Ναι», παραδέχεται ντροπιασμένος. «Δεν μπορώ να κουνήσω τον ώμο μου», κάτι είχα μυριστεί όταν παίζαμε μα υπέθεσα πως στραβοκοιμήθηκε, να πιάστηκε ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων.
Ο Θέμης φαινόταν να έκανε συχνά γυμναστική έτσι δεν περίμενα να εμφάνιζε θέμα με τις ασκήσεις που του έβαζα.
«Τραβήχτηκες στη γυμναστική;», νιώθοντας άσχημα σπεύδω κοντά του γρήγορα.
«Όχι μαζί σου», κάνει με ένα καθησυχαστικό χαμόγελο να αποτάξει την ευθύνη από πάνω μου. «Δοκίμασα να σηκώσω παραπάνω κιλά στην μπάρα την Τετάρτη. Μάλλον δεν ήτανε πολύ καλή ιδέα», όντως δεν ήτανε. Και χωρίς επίβλεψη όπως μαθαίνω κιόλας.
«Άσε με να το δω», τραβάει την κοντομάνικη από την λαιμόκοψη να μου δείξει την τραυματισμένη περιοχή. Δεν βλέπω κάτι στα φανερά που να έχει χρωματιστεί με παράξενο μωβ ή κίτρινο χρώμα οπότε μπορώ να υποθέσω πως πρόκειται για κάποιο παροδικό τράβηγμα. Φτηνά την γλίτωσε. «Δεν μου φαίνεται σοβαρό. Μπορούμε να πάμε στο κέντρο υγείας να στο τσεκάρουν όμως αν θες»
«Όχι. Βοήθησε με μόνο να αλλάξω», κατανεύω. Αλλά θα χρειαστεί να κάτσει γιατί μου ρίχνει ενάμισι κεφάλι. Παίρνει θέση στην άκρη του κρεβατιού κι εγώ χώνομαι στα πόδια του ανάμεσα. Καθώς σηκώνω αργά με προσεκτικές κινήσεις το ρούχο τα ακροδάχτυλα μου ζωγραφίζουν αφηρημένα πάνω στο γυμνό, σκληρό του δέρμα.
Απελευθερώνω πρώτο το χέρι με τον αλώβητο ώμο κι όταν ο Θέμης μουγκρίζει συγκρατημένα ακινητοποιούμαι τρομαγμένη. Μου νεύει να συνεχίσω οπότε σηκώνω το μπλουζάκι από την λαιμόκοψη για να το σύρω πάνω από τον πληγωμένο ώμο και κάτω στο δεξί χέρι για να του την αφαιρέσω τελείως.
Παίρνω το πουκάμισο από δίπλα να του το φορέσω όμως καρφώνομαι στον γραμμωμένο του κορμό κι όταν φευγαλέα σκέφτομαι πως θα χρειαστεί βοήθεια και με το παντελόνι του επίσης, σφίγγομαι.
Ήτανε απόμακρος όλη μέρα, φαινόταν χαμένος στα δικά του και δεν ήθελα να τον ζαλίσω με φιλιά και αγκαλιές. Περίμενα να κάνει εκείνος την πρώτη κίνηση.
«Μπορούμε να ακυρώσουμε το αποψινό», του λέω καθώς περνάω το μανίκι του πουκάμισου προσεκτικά στο μπράτσο με τον πονεμένο ώμο. «Μπορούμε να καθίσουμε και να βάλουμε καμιά ταινία να δούμε», αντιπροτείνω μα μου κουνάει αρνητικά το κεφάλι.
«Όχι», ξεκινά να το κουμπώνει μα και η κίνηση αυτή ακόμα τον ενοχλεί. Ελάχιστα αλλά και πάλι δεν μου είναι τίποτα να το κουμπώσω για χάρη του. «Θα βαρεθείς και θα σε πάρει ο ύπνος. Και μετά δεν θα μπορέσω να σε κουβαλήσω στο κρεβάτι σου», νάτη κι αυτή η εμμονή με τα διπλά δωμάτια. Δεν ήξερα τι να σκεφτώ για αυτό.
Χώρια που δεν μου άρεσε η σοβαρότητα με την οποία στόλιζε τώρα την φωνή του. Με έκανε να νιώθω σαν υπάλληλος που υπάκουε σε εντολές.
«Θες βοήθεια και με το παντελόνι;», μου δείχνει πως όχι.
«Πήρα παυσίπονο πριν από κάνα μισάωρο. Νομίζω πως έχει αρχίσει να δρα. Σε ευχαριστώ», κατανεύω χωρίς να έχω ιδέα τον λόγο που αισθάνομαι απογοητευμένη.
⊹₊┈ㆍ┈ㆍ┈ㆍ✿ㆍ┈ㆍ┈ㆍ┈₊⊹
Ένιωθα ενοχές που σπατάλησα τόσο χρόνο «σοβαδίζοντας» την μούρη μου. Κάποτε αποκαλούσα τα κορίτσια που ασχολούνταν υπερβολικά με την εξωτερική τους εμφάνιση ρηχά και τώρα δεν απείχα πολύ από εκείνα.
Αλλά ήθελα να είμαι όμορφη για τον Θέμη. Ήθελα να προσπαθήσω. Να τον προκαλέσω λίγο και να βγει από το καβούκι του όπως έκανε συνήθως.
Το φόρεμα το αγόρασα από ένα αγαπημένο κατάστημα ρούχων της Αμελί για ατακτούλες, έτσι αποκαλούσε τον εαυτό της και πίστευα ότι θα πετύχει τον στόχο του.
Έκλεινε στον λαιμό ψηλά και άφηνε ένα μεγάλο στρογγυλό άνοιγμα πάνω από το στήθος. Ήταν έξωμο και τα μανίκια τυλίγονταν σαν γάντια χωρίς δάχτυλα γύρω από την παλάμη μου. Γύρευα κάτι ακραίο, κάτι στο οποίο δύσκολα ο Θέμης θα αντιστεκόταν και σήκωσα ψηλά πάνω από το γόνατο διαφανείς καλτσοδέτες. Το φόρεμα μου έφτανε στα μπούτια.
Με περίμενε στην υποδοχή. Εγώ είχα αργήσει προφανώς γιατί δεν ήμουνα συνηθισμένη στο να επιμελούμαι τόσο πολύ την φάτσα και το ντύσιμο μου.
Περίμενα μια αποκάλυψη, ένα χαμόγελο, μισό έστω. Κάποια κίνηση, αδημονούσα για κάτι, οτιδήποτε.
«Δείχνεις ωραία», αρκέστηκε να πει συγκαταβατικά κάπως και ένιωσα να θέλω να τα σκίσω όλα από πάνω μου.
Ο Θέμης που πρακτικά με παρακαλούσε να κοιμηθώ μαζί του με έφτυνε κανονικότατα. Είχα προσπαθήσει στα αλήθεια να δείξω όμορφη για εκείνον και τούτος δεν έδινε σημασία.
Το κερασάκι στην τούρτα θα ήτανε να τον τσακώσω να κοιτάζει άλλη μάλιστα. Όχι πως είχα δικαίωμα να ζηλέψω όμως... μετά την Ρόδο ήθελα να πιστεύω πως κάτι είχε αλλάξει.
Πως οι δυο μας ήρθαμε πιο κοντά. Όχι μόνο σωματικά αλλά και πνευματικά. Δεν κοιμόμασταν μαζί πρακτικά αλλά μοιραζόμασταν έντονες στιγμές μέσα και έξω από το κρεβάτι. Ένιωθα μια σύνδεση μαζί του... ή μήπως ήτανε όλα στην φαντασία μου;
«Θέλεις να πιούμε κρασί;», πάντα έπινε στα ραντεβού μας.
«Όχι», παρέδωσε πίσω τον κατάλογο αδιάφορα. Ο σερβιτόρος με γλυκοκοίταξε κι αυτό μου επιβεβαίωνε τουλάχιστον το γεγονός ότι έδειχνα όμορφη αλλά ο Θέμης συνέχεια γυρόφερνε αλλού το κεφάλι.
Μία το κινητό, μία ο κατάλογος.
«Έι», κράτησα το χέρι του μιας και καθόμασταν αντικριστά. Εκείνος έριξε μια ματιά στο σημείο που αγγιζόμασταν και μετά τράβηξε το δικό του. «Γιατί τόσο κακόκεφος;»
«Χωρίς λόγο. Απλώς σκέφτομαι», μίλησε αδιάφορα.
«Είναι κάτι σοβαρό;»
«Όχι», έβαλε νερό στο ποτήρι του. Πρώτη φορά δεν σέρβιρε και το δικό μου. «Μην ανησυχείς», δεν ήταν πως περίμενα να το κάνει αλλά έκοβε απότομα μια συνήθεια που θεωρούσα αυτονόητη από πλευράς του.
Κι αυτό με έκανε να το πάρω προσωπικά. Ό,τι και να είχε αφορούσε σίγουρα εμένα.
«Πώς είναι ο ώμος σου;»
«Τι;», ούτε που με άκουγε.
«Ο ώμος σου; Συνεχίζει να πονάει;»
«Λίγο», δεν με κοίταξε όταν απάντησε. Συνέχιζε να ασχολείται με το κινητό του. Ίσως πάλι να ήτανε πολύ απορροφημένος στην δουλειά.
«Αν θέλεις, μπορούμε να πάρουμε το φαγητό πακέτο και να επιστρέψουμε στο ξενοδοχείο», έκανε μια γκριμάτσα του τύπου δεν με απασχολεί διόλου τι λες εσύ.
«Ό,τι θέλεις», αποκρίθηκε. Είχα αρχίσει να νιώθω τόσο ανεπιθύμητη που δεν άντεχα να καθίσω άλλο δευτερόλεπτο κοντά του.
«Μάλιστα», έτριξα τα δόντια και το επόμενο δευτερόλεπτο είχα σηκωθεί από το τραπέζι.
«Πού πηγαίνεις;»
«Στο μπάνιο», κοφτά απάντησα κι εγώ.
Έκλεισα την πόρτα πίσω μου και αντίκρισα το είδωλο μου στον καθρέφτη. Προσπαθούσα μανιασμένα να ψάξω να βρω τι είχα κάνει λάθος. Έφταιγε που πλήρωσα την τράπεζα; Πολύ πιθανό...
Μήπως σταμάτησα να του αρέσω και βρέθηκε κάποια άλλη με γλυκύτερο ταμπεραμέντο από το δικό μου στον διάβα του και τώρα φαντασιωνόταν εκείνη;
Όπως και να είχε με κατέτρωγε. Ο Θέμης ήτανε μυστήριος και το ήξερα. Αλλά στις θέσεις και τις προθέσεις του απέναντι μου ήτανε πάντα ξεκάθαρος. Ακόμη κι όταν δεν με πλήρωνε να βρίσκομαι μαζί του το καταλάβαινα πως με ήθελε.
Πλέον δεν το πίστευα και τόσο. Δεν θα έκλαιγα φυσικά.
Όχι... είχα και μια αξιοπρέπεια. Δεν θα ανεχόμουν όμως να με μεταχειρίζεται σαν παιδάκι. Αν δεν με ήθελε άλλο ας μου το έλεγε στα ίσα.
Σηκώνω ψηλά το κεφάλι και μου δίνω μια νοερά στο πρόσωπο να ξυπνήσω. Δεν άφησα ποτέ μου κανένα αρσενικό να με κάνει του χεριού του. Όσο και να πονούσα για τον Θέμη ούτε σε αυτόν θα το επέτρεπα.
⊹₊┈ㆍ┈ㆍ┈ㆍ✿ㆍ┈ㆍ┈ㆍ┈₊⊹
Μόλις τον βλέπω καθιστό στην καρέκλα, απορροφημένο ακόμη στην οθόνη του κινητού του το λαμπρό μου σχέδιο εκτινάσσεται από το παράθυρο.
Αντί να τα βάλω με τον Θέμη ξεσπάω στο μπαράκι απέναντι από το εστιατόριο που καθίσαμε να φάμε. Ρουστίκ με επενδύσεις από ξύλο ως εκεί που φτάνει το μάτι και γεμάτο από άνδρες που πίνουν μπίρα και παρακολουθούν αγώνα ποδοσφαίρου αυτό το μέρος είναι σίγουρα το τελευταίο που θα έπρεπε να χωθεί ένα αφελές κοριτσάκι σαν εμένα.
Ή έτσι φαίνομαι τουλάχιστον.
Μισή ώρα αργότερα αντί να μεμψιμοιρώ για το πόσο χάλια περνάω τις μέρες μου πετάγομαι παρέα με καμιά εικοσαριά άνδρες όρθια να ζητωκραυγάσω για το γκολ του ΠΑΟΚ στα δίχτυα της αντίπαλης ομάδας.
Δεν ήμουν ποτέ φαν του ποδοσφαίρου όμως πάνω στο κουβεντολόι με τον Στέλιο και τον Μανώλη, δύο μεσήλικες της εργατικής τάξης που λυπήθηκαν να με βλέπουν να πίνω την μιζέρια μου σε μικρό ποτήρι με συμβούλευσαν να αντικαταστήσω το ουίσκι με μπίρα και να απολαύσω μαζί τους τον αγώνα. Πίστευαν ακράδαντα ότι θα με βοηθούσε να ξεσπάσω και είχαν απόλυτο δίκιο.
Ο Στέλιος ανέφερε πως του θύμιζα την μικρότερη αδερφή του και η σοφότερη συμβουλή του σε εκείνη ήταν να μην δέχεται σκατά από κανέναν. Το επανέλαβε και σε μένα.
Γελάω κρατώντας ένα μισοάδειο μπουκάλι μπίρας στο χέρι όταν ο Θέμης φουριόζος μπουκάρει στο μαγαζί. Δεν τον προσέχω μέχρι που η γοητευτική του παρουσία κρύβει την τηλεόραση.
«Κάνε στην άκρη! Χάνουμε το παιχνίδι», του φωνάζω. Εντάξει, έχω μεθύσει λιγουλάκι αλλά όχι τόσο ώστε να σέρνομαι στα πατώματα. Απλώς έχω πολύ μειωμένο έλεγχο στις λέξεις που βγαίνουν από το στόμα μου.
Πρώτα μου αρπάζει το μπουκάλι από τα χέρια και παραπονιέμαι.
«Έι!», φωνάζω.
«Τι διάολο Ρεβέκκα;», στη συνέχεια αρπάζεται και φωνάζει κι εκείνος. Ειλικρινά δεν έχω ιδέα ποιο είναι το πρόβλημα του.
«Έι, φίλος! Ή πάρε μια καρέκλα να καθίσεις ή σήκω και φύγε», ένας εύσωμος κύριος με παχιά γένια του φωνάζει από πίσω.
«Είπες ότι θα πας στο μπάνιο. Πού στο καλό εξαφανίστηκες;», με ύφος μπλαζέ παρουσιάζω τον εαυτό μου με την απομίμηση μιας υπόκλισης.
Ο Θέμης από την άλλη παρόλο που δείχνει έτοιμος να σκάσει σαν μπουρλότο διακρίνω την ανακούφιση στο βλέμμα του.
«Σε ενοχλεί αυτός Μπέκι;», ο Στέλιος απορεί κοιτάζοντας τον καχύποπτα. Κάνω ότι το σκέφτομαι.
«Δεν ξέρω ακόμα. Με ενοχλείς;», αδιαφορεί. Περιμένει να δικαιολογηθώ. «Γαμώτο... Κοίταξε. Οι γυναικείες ήτανε κατειλημμένες. Ελπίζω το φιλέτο να μην κρύωσε», ξερά του πετάω και πνίγει μια ανάσα.
«Σήκω πάνω», με διατάζει πάλι και στροβιλίζω τα μάτια στο ταβάνι. «Φεύγουμε. Τώρα!»
«Όχι!», υψώνω τον τόνο της φωνής μου. «Θέλω να μείνω. Έκανα μάλιστα μερικούς, καινούριους φίλους»
«Δεν είναι φίλοι σου», δασκαλευτικά μου λέει. Θα προτιμούσα να είχε κρατήσει την σκέψη για τον εαυτό του.
«Κύριος...», ο Στέλιος σηκώνεται από το σκαμπό του κι αυτό τρίζει ενοχλητικά πάνω στο ξύλινο δάπεδο. «Κάνε ένα βήμα πίσω», μπαίνει προστατευτικά ανάμεσα μας. «Η δεσποινίδα είπε ότι θέλει να μείνει», ο Θέμης παίρνει μια ανάσα και κατεβάζει στο βλέμμα του στο δικό μου.
«Είναι εντάξει Μανώλη», τον αποτρέπω από το να σκάσει μπουκέτο στη μούρη του Θέμη. Δεν συγχωρούν κακομεταχειρίσεις οι ντόπιοι στις γυναίκες κι όταν κάποιος ξένος παρεκτρέπεται συσσωρεύονται σύσσωμοι να τον βάλουν στην θέση του για να δώσουν το παράδειγμα.
«Ρεβέκκα», λέει ξανά και νεύω αποχαιρετιστήρια στο μέρος του.
«Καλή επιστροφή», καταλαβαίνω πως ζυγίζει το ενδεχόμενο να παραμερίσει βίαια τον Στέλιο από μπροστά του.
«Ρεβέκκα! Κόψε το μελόδραμα κι έλα να επιστρέψουμε», καγχάζω. Ακούς εκεί που θα με πει και μελοδραματική.
«Δεν πηγαίνω πουθενά μαζί σου. Φύγε και γύρνα μόνος σου. Θα πάρω ταξί να επιστρέψω μόλις τελειώσει το παιχνίδι»
«Έχεις μεθύσει», μου λέει αυστηρός. «Δεν μπορώ να σε αφήσω εδώ»
«Σταμάτα να φέρεσαι λες και είσαι ο πατέρας μου. Στο είπα ήδη, δεν πηγαίνω πουθενά»
«Τότε σταμάτα να φέρεσαι σαν παιδί», στοχευμένα αντιγυρίζει. Το ξέρω πως φέρομαι ανώριμα αλλά ο μοναδικός που έχει ενοχληθεί προς το παρόν με την συμπεριφορά μου είναι ο Θέμης.
«Φίλε! Κάνε μας την χάρη», φωνάζει ένας δεύτερος από πίσω κι ο Θέμης με κοιτάζει ίσια στα μάτια όταν μου λέει:
«Δεν θα φύγω μέχρι να σηκωθείς», θέλει να προκαλέσει την τύχη του λοιπόν παραδίδοντας την ρίψη της ζαριάς σε μένα. Μπορεί να αδιαφορώ για τα τεντωμένα του νεύρα όχι όμως και για την διαφύλαξη της σωματικής του ακεραιότητας.
Αν φάει ξύλο εδώ μέσα, απόψε θα διανυκτερεύσουμε στα επείγοντα του νοσοκομείου.
«Είσαι μεγάλος μαλάκας!», του φτύνω τις λέξεις κατάμουτρα μόλις εγκαταλείπω την θέση μου.
«Μπέκι!», ο Στέλιος από μακριά με φωνάζει την ώρα που σπρώχνω την πόρτα με το ξύλινο κάσωμα. «Όπως σου είπα», ξέρω τι εννοούσε με το νεύμα του.
Μην δέχεσαι σκατά από κανέναν.
Ξεκινώ να βαδίζω τόσο γρήγορα που ο Θέμης αναγκάζεται να τρέξει να με προφτάσει.
«Γιατί με πήρες μακριά;», του φωνάζω. «Τουλάχιστον εκεί διασκέδαζα», με πιάνει από το μπράτσο για να με σταματήσει.
«Έχεις την παραμικρή ιδέα πόσο με τρόμαξες; Έτρεξα ολόκληρο το γαμημένο τετράγωνο για να σε βρω», ήμουν έτοιμη να τον χλευάσω που προσποιούνταν ότι τον ενδιέφερε τόσο η ασφάλεια μου. Μετά όμως είδα την ανησυχία στο βλέμμα του και συγκράτησα την γλώσσα μου. «Τι διάολο έκανες εκεί πέρα μαζί τους;», σταυρώνω τα χέρια στο στήθος σουφρώνοντας εκνευρισμένα τα χείλη.
«Χρειαζόμουν ένα ποτό», κρεμάει τα χέρια στο πλάι. Σμίγει τα βλέφαρα με τόση δύναμη που νομίζω ότι θα εκτροχιαστούν προς τα πίσω οι βολβοί των ματιών του και ύστερα περπατάει προσπερνώντας με. «Ξέρεις, αν είχες διαφορετικά σχέδια για το Σαββατοκύριακο μπορούσες κάλλιστα να με ενημερώσεις. Δεν χρειαζόταν να μπεις σε τόσο κόπο για να με κάνεις να νιώσω σκατά», του φωνάζω κι ανακόπτει το βήμα του απότομα. Το αυτοκίνητο βρίσκεται στα είκοσι μέτρα από μας παρκαρισμένο στο πεζοδρόμιο δίπλα.
Έχει φουσκοθαλασσιά απόψε. Τα κύματα ήρεμα σέρνονται πάνω στην ακτή όπως το απαλό χάδι μιας μητέρας στο παιδί της.
«Τι είναι αυτό;», γυρνάει και με ρωτάει. «Τι έκανα πάλι για να μου θυμώσεις τόσο;»
«Με δουλεύεις τώρα έτσι; Δεν με κοιτάς καν στα μάτια!», δεν με κοιτούσε καλύτερα. Τουλάχιστον όχι προτού κάνει την εμφάνιση του στο μπαρ. «Δεν με κοιτάς ούτε...», τα λόγια μου μπουρδουκλώνονται σε έναν αχταρμά ασυναρτησίων. «Κι εγώ προσπαθώ!», φορτίζομαι. «Ντύθηκα για εσένα. Στολίστηκα. Εγώ... ποτέ μου δεν το έχω ξανακάνει αυτό. Να ντυθώ, να βαφτώ...», φτάνω στα όρια μου. «Να γελοιοποιηθώ έτσι για κάποιον!», πιάνω με νεύρο τα μαλλιά στην κορυφή του κεφαλιού μου. «Περίμενα μια κίνηση... κάτι»
«Δεν σου πέρασε από το μυαλό πως μπορεί να είμαι κουρασμένος;», γελάω ξανά.
«Κόψε τις βλακείες Θέμη!»
«Είχα μια δύσκολη βδομάδα», μπορεί να είχε πράγματι, αλλά αυτόν ακριβώς τον σκοπό είχανε οι συναντήσεις μας. Να τον βοηθήσω να ξεχνιέται.
«Τότε γιατί ήρθες;», οριακά τσιρίζω. Αναπνέω τόσο έντονα και το φόρεμα είναι τόσο σφιχτό που θέλω να το πετάξω από πάνω μου. «Μπορούσες να πεις όχι. Χάρη θα μου έκανες στην τελική. Θα καθόμουν ήσυχα ένα Σαββατοκύριακο επιτέλους χωρίς να σε έχω στο κεφάλι μου συνέχεια», κουνάει με νόημα το κεφάλι. Θέλω να πάρω πίσω το τελευταίο κομμάτι. «Δεν το εννοούσα έτσι»
«Έτσι ακριβώς το εννοούσες», συνεχίζει να περπατάει ικανοποιημένος πλέον. Λες και έβγαλε από μέσα μου αυτό που έψαχνε ώρες να ακούσει. Απεχθάνομαι τόσο αυτά τα άθλια παιχνίδια μυαλού που παίζει μαζί μου.
«Περίμενε. Θέμη», τον σταματάω ακριβώς προτού χωθεί στην θέση του οδηγού.
«Δεν χρειάζεται να το παραφράζεις τώρα. Τουλάχιστον τώρα δεν υπάρχει λόγος να υποκρίνεσαι»
«Να υποκρίνομαι;», δεν τον αφήνω να καθίσει και απότομα κλείνει την πόρτα πίσω του. «Τι εννοείς; Τι εννοείς με αυτό;», τον ρωτώ με περισσότερο ζήλο την δεύτερη φορά.
«Ξέρεις πολύ καλά. Κόψε το θέατρο», εκείνος κρατάει τους τόνους ήρεμους σε πλήρη αντίθεση με μένα.
«Όχι δεν ξέρω. Για αυτό κοίταξε να εξηγήσεις»
«Έχεις ιδέα γιατί από όλες τις κοπέλες που έχω γνωρίσει είσαι η μόνη από την οποία ανέχομαι τόσα;», αρχίζει κι αυτός να αρπάζεται.
«Εσύ ανέχεσαι;», περνάω ξεκάθαρα στην επίθεση. Πλησιάζουμε πολύ κοντά ο ένας στον άλλο λες και πρόκειται για μάχη σώμα με σώμα.
«Ναι... με έχεις δείρει, ταπεινώσει μπροστά σε κόσμο. Με έβαλες σε εκείνο το αναθεματισμένο τρενάκι του θανάτου και κόντεψαν να μου κόψουν τον κώλο ένα μάτσο χωριάτες», μένω σιωπηλή.
Αν τα βάλεις και τα ζυγίσεις... δεν είμαι και το καλύτερο κορίτσι. Αλλά καθένα από αυτά τα άξιζε.
«Οπότε ναι. Θα έλεγα πως ανέχομαι πολλά. Αλλά ξέρεις γιατί το κάνω;», πάλι δεν βγάζω άχνα. «Επειδή σε ό,τι κάνεις είσαι ο εαυτός σου. Είσαι τρελή... και μερικώς διπολική», καλά σε αυτό δεν διαφωνούσα. «Οξύθυμη, αλλά είσαι εσύ Ρεβέκκα!», πλησίασε φέρνοντας το χέρι στα μαλλιά μου αγγίζοντας ανεπαίσθητα το δέρμα στον αυχένα μου. «Και μου αρέσεις...», η παραδοχή του είναι δύσκολη. Ο τόνος του μαγκωμένος. «Ακριβώς όπως είσαι. Δεν χρειάζεται να προσποιείσαι», ώστε αυτό ήταν λοιπόν.
Για αυτό είχε θυμώσει μαζί μου. Θεωρούσε ότι φερόμουν τόσο γλυκανάλατα επειδή προσπαθούσα να μπω στο πετσί του ρόλου. Της φιλοχρήματης γκόμενας που ανοίγει τα πόδια όποτε της το ζητήσουν.
«Το ξέρω...», σφίγγει τα χείλη. «Το ξέρω ότι προσπάθησες τόσο σκληρά σήμερα επειδή είναι μέρος της συμφωνίας. Αλλά κάποιο κομμάτι μου... εύχεται να μην ήταν μόνο αυτό», νιώθω να συγκινούμαι αλλά ξαφνικά αναθαρρεύω.
Πάλι δουλεύει το ίδιο τροπάρι. Ήθελε να νιώσω ξεχωριστή όμως συλλογιζόμενη την συμπεριφορά του απόψε δυσκολευόμουν πολύ να το χάψω.
«Είσαι όλο μαλακίες», η φωνή μου τρέμει όταν μιλάω.
«Τι;», το πρόσωπο του σφίχτηκε.
«Είσαι όλο μαλακίες! Σε ξέρω αρκετά πλέον. Όταν σου αρέσει κάτι δεν το αφήνεις... το διεκδικείς. Κι απόψε δεν γύρισες να με κοιτάξεις ούτε μια φορά», από τα ματόκλαδα μου κρέμονται σταγόνες. «Μπορεί να θέλω να σε βοηθήσω με το τουρνουά ως ανταπόδοση που με βοήθησες με το σπίτι. Κι ας είναι ασύγκριτα τα δύο μεταξύ τους. Αλλά στολίστηκα... επειδή ήθελα να σου πέσει το σαγόνι. Επειδή ήθελα να συρθείς σε μένα παρακαλώντας για να έρθω στο κρεβάτι σου. Αυτό που ήθελα ήταν να...», δεν θα κατάφερνα ποτέ να ολοκληρώσω την πρόταση μου.
Οι λέξεις, οι σκέψεις όλα κάνανε φτερά μαζί με την καρδιά μου που φτερούγιζε σαν το κολιμπρί φυλακισμένη στο στήθος μου όταν ο Θέμης έσκυψε να με φιλήσει με τόση δύναμη που μου κόπηκε η ανάσα. Με τόση ανάγκη που έσπειρε φωτιά στα σωθικά μου. Και σύντομα ένιωσα να αναβλύζει από μέσα μου η ίδια ανάγκη. Ο ίδιος πόθος και η επιθυμία.
Δεν έχω ιδέα τι είναι αυτό που αισθάνομαι μα καταβάλλω κόπο να ανταποδώσω στα ίσα το φιλί του μετά την σύντομη λιποθυμία που μου προκάλεσε το ξάφνιασμα της κίνησης του.
Αδημονούσα για αυτό το φιλί όλη μέρα. Και τώρα που το είχα δεν ήθελα να σταματήσει με τίποτα. Τυλίγω τα χέρια γύρω από τον αυχένα του αγκαλιάζοντας και τραβώντας τον περισσότερο κοντά μου, αν υπήρχε δηλαδή χώρος να συμβεί αυτό και αφήνω μαγεμένη την γλώσσα του να περιπλεχθεί με την δική μου. Αφήνω τα χείλη του να ρουφήξουν κάθε ίντσα των δικών μου στο υπέροχο στόμα του και να τα λατρέψουν.
Δεν το είχα συνειδητοποιήσει πως δάκρυζα μέχρι που η γεύση του φιλιού μας εμποτίζεται με την γεύση των δακρύων. Χρειάζεται να πάρω μια ανάσα κι όταν στιγμιαία αποχωριζόμαστε τον κοιτάζω στα μάτια για να του πω...
«Και εμένα μου αρέσεις»
«Το ξέρεις ότι δεν μπορείς να μου πεις ψέματα», οι άκρες των δαχτύλων μου χαϊδεύουν κατά μήκος το όμορφο πρόσωπο του.
«Το ξέρω», κι έτσι συνεχίσαμε να φιλιόμαστε. Παράφορα, κυριευμένοι από πόθο. Σταμάτησα μόνο όταν βόγκηξε πονεμένα καθώς με τύλιγε στην αγκαλιά του. Θα μπορούσα να συνεχίσω να τον φιλάω όλη νύχτα.
«Σε πονάει ο ώμος;», οι παλάμες του γλιστράνε χαμηλά στην καμπύλη των γοφών μου και τους χουφτώνουν με δύναμη.
«Όχι αρκετά», τους πιέζουν πάνω στην μεγαλειώδη του στύση και ο στεναγμός μου πνίγεται παράλληλα με το χείλος μου που σφηνώνει ανάμεσα στα δόντια του.
«Θα σου το έδινα», δεν χρειάζεται να διευκρινίσω σε τι αναφέρομαι. «Αλλά μετά τα σκατά που με έβαλες να περάσω απόψε ούτε να το διανοηθείς», προσπαθώ να δείξω αυστηρή για να αντικρούσω την επήρεια αυτού του σατανικά, γοητευτικού χαμόγελου.
«Είσαι σίγουρη για αυτό;», τα χείλη του γλυκά επαλείφουν τον λαιμό μου.
«Πολύ», συγκρατιέμαι. Παίρνει το πηγούνι μου στο χέρι και μου κλέβει ένα τελευταίο φιλί.
«Εντάξει τότε. Ας επιστρέψουμε στο ξενοδοχείο», κατανεύω. Μετακινούμαι στην πλευρά του συνοδηγού να μου ανοίξω την πόρτα. «Ρεβέκκα;», με φωνάζει. «Απόψε... δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια από πάνω σου. Όπως και κάθε άλλο βράδυ», με κοίταξε μελαγχολικά. «Είναι να απορείς πως κατάφερα να σε χάσω»
«Καλή προσπάθεια», ανταποκρίνομαι με χιούμορ στην κολακεία του μόνο για να δαγκώσω συνεπαρμένα τα νύχια μου σαν ερωτοχτυπημένη έφηβη μόλις χώνομαι στο εσωτερικό του αυτοκινήτου.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top