Α' Μέρος - Κεφάλαιο (21)

Φτάνω φουρτουνιασμένη έξω από την είσοδο της πολυκατοικίας όπου με περιμένει το υποτιθέμενο δώρο μου. Ένα ποδήλατο σε μαύρο χρώμα με ενσωματωμένο ηλεκτρικό κινητήρα και ρόδες που αστράφτουν σαν δερμάτινα λουστρίνια.

Είναι αδιαμφισβήτητα όμορφο και αρκετά δελεαστικό για μια κοπέλα σαν και μένα να το δεχθεί, αλλά αυτήν την επιλογή την έχω ήδη αποκλείσει.

Ο Λάμπρος σύντομα κατεβαίνει να με συναντήσει.

«Εκείνος σου το αγόρασε έτσι δεν είναι;», δηλώνει και δεν καταφέρνει να κρύψει το κόμπλεξ κατωτερότητας που νιώθει.

«Δεν είναι αυτό που φαίνεται», κάνω να δικαιολογηθώ σάμπως έχω φταίξει σε κάτι.

«Γιατί να σου χαρίσει τότε κάτι τέτοιο;», απορεί αμφισβητώντας με.

«Δεν έχω ιδέα. Όπως και να έχει δεν σκοπεύω να το δεχτώ», καταλαβαίνω πως τα λόγια του είναι απόρροια της ζήλειας που νιώθει.

«Τι θα το κάνουμε τότε; Δεν μπορούμε να το αφήσουμε έτσι εδώ έξω. Θα στο σουφρώσουνε προτού προλάβεις να πεις κύμινο», δείχνει με νεύρο προς το ποδήλατο και εγώ ρίχνω μια γρήγορη ματιά τριγύρω. Παλαιωμένα κτίρια, οι δρόμοι να βρίθουν από λογής αλητόπαιδα. «Και στο σπίτι δεν υπάρχει περίπτωση να χωρέσει», προσθέτει και συλλογίζομαι πόσο μεγάλη πρόκληση θα είναι να το ανεβάσουμε πάνω αυτό το θηρίο.

«Θα περάσω από το ξενοδοχείο του τότε για να το αφήσω εκεί», καταλήγω και λέω. «Δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι άλλο»

«Ώστε έχει και ξενοδοχείο», φτύνει με ένα τραχύ μουρμουρητό. «Όσο πάει γίνεται όλο και καλύτερο», σαρκάζει. Σκέφτομαι πως δεν έχει νόημα να διαπληκτιστώ μαζί του εφόσον έχει βγάλει τα δικά του συμπεράσματα.

«Πες στην Καίτη ότι θα αργήσω για το δείπνο», λέω και αρπάζω το τιμόνι του ποδήλατου καθώς ανεβαίνω καβάλα απάνω του. Ξεχύνομαι στους δρόμους και πάλι με μόνο και τερματικό προορισμό το Ocean's Blue Paradice της Βουλιαγμένης. 

Η σέλα είναι αναπαυτική και το πετάλι ρολάρει με ευκολία. Παρόλο που δεν θέλω να το παραδεχτώ το ποδήλατο είναι πράγματι βολικό και σίγουρα θα απέβαινε πολύ εξυπηρετικό σε καθημερινή χρήση. Σχεδόν λυπάμαι που θα το επιστρέψω πίσω.

Σχεδόν.

Δεν αργώ να φτάσω έξω από το ξενοδοχείο. Ένα υπερμέγεθες, ασβεστωμένο κτίριο με τοίχους από τσιμεντόλιθο βαμμένους σε λευκό χρώμα. Το ορθογώνιο, υπερυψωμένο κουτί που στεγάζει τα δωμάτια των επισκεπτών στηρίζεται πάνω σε μια επίσης ορθογώνια αλάνα που περιλαμβάνει στο εσωτερικό της την υποδοχή και ένα πεντάστερο εστιατόριο που βλέπει στην θάλασσα.

Ύστερα από εκτενή συζήτηση, μπόλικη πειθώ και κάμποσα τηλεφωνήματα η επιμελημένη καστανομάλλα στη ρεσεψιόν με το κομψό, μπορντό ταγιέρ ζητάει από έναν εκ των βοηθών να με συνοδεύσουν στο δωμάτιο του Θέμη.

Ακολουθώ τον άνδρα στο ασανσέρ υπηρεσίας και οι δυο μας βγαίνουμε σε έναν απομονωμένο από τα υπόλοιπα δωμάτια χώρο που ανήκει σε ξεχωριστή πτέρυγα. Μοιάζει με ιδιόκτητο διαμέρισμα.

Σταματάει πίσω από μία πόρτα και την χτυπάει. Μου δείχνει να περάσω και εκεί έρχομαι αντιμέτωπη με ένα θέαμα για το οποίο δεν είμαι προετοιμασμένη.

Τούτο εδώ είναι γυμναστήριο, όχι όμως εκείνο που αναγράφεται στις παροχές του ξενοδοχείου. Ιδιωτικό γυμναστήριο και σε αυτό προφανώς προπονείται ο Θέμης, ο οποίος έχει μόλις ολοκληρώσει με κάτι άρσεις βαρών που σηκώνει σε ανάσκελη θέση ξάπλα σε έναν μαύρο, δερμάτινο πάγκο.

Ανασηκώνει τον κορμό του προσεκτικά ανασαίνοντας βαριά. Στάλες ιδρώτα πέφτουν από το πρόσωπό του κυλιόμενες πάνω στον γυμνό, αποκαλυπτικό του κορμό και το δέρμα έχει τεντώσει τόσο που μοιάζει με τσιγαρόχαρτο το οποίο καλύπτει τους φουσκωμένους μυς του θώρακα και της πλάκας που έχει για κοιλιά.

«Είναι εντάξει, μπορείς να φύγεις Σίμο», διατάζει τον άνδρα ο οποίος αποχωρώντας κλείνει την πόρτα πίσω μας.

Ο Θέμης μετακινείται να πάρει μια μπεζ πετσέτα και με αυτήν σκουπίζει το μουσκεμένο από τον ιδρώτα πρόσωπο και τον λαιμό του. «Να υποθέσω πως πέρασες να με ευχαριστήσεις προσωπικά για το δώρο σου;», περιπαικτικά με ρωτάει και αναθαρρεύω. Δεν θα αφήσω το θέαμα ενός όμορφου άνδρα να με αποσυντονίσει.

«Τι στο καλό σκεφτόσασταν;», σαλτάρω υψώνοντας μερικώς τη φωνή μου. «Νόμιζα ότι κατέστησα σαφής τη θέση μου τις προάλλες», απαντώ όρθια στεκόμενη μερικά εκατοστά πίσω από το επιστρωμένο με μαλακό, κόκκινο φελιζόλ δάπεδο. «Δεν με ενδιαφέρουν τα λεφτά σας»

«Με συγχωρείς Ρεβέκκα αλλά μου φαίνεται πως κάπου με έχεις χάσει», υπομειδιώ σε απάντηση ειρωνευόμενη τόσο τα λόγια όσο και τη στάση του.

«Ω μην μου παίζετε τον ανήξερο κύριε Λουκρέζη. Ξέρω πως ψάχνετε τρόπο να αγοράσετε την παραμονή μου εδώ στην Αθήνα», ορθώνει το ανάστημα και με κοιτάζει.

«Για να είμαι ειλικρινής δεν το σκέφτηκα καθόλου έτσι», παριστάνει τον βαθιά σκεπτόμενο. «Βοήθησε;», θράσος που έχει.

«Όχι!», στριγγλίζω. Η φωνή μου γίνεται μια τσιρίδα και ο Θέμης φυσικά διασκεδάζει με το παραλήρημά μου.

«Αν ανησυχείς για τα λεφτά Ρεβέκκα δεν είναι πως περιμένω να μου τα επιστρέψεις. Το δώρο στο έκανα καλοπροαίρετα. Το σκέφτηκα αμέσως μετά που είδα το ποδήλατό σου κατεστραμμένο έξω στο πεζοδρόμιο», στοιβάζει τα βάρη και τις μακριές ατσάλινες ράβδους στη θέση τους. Σε κάθε του κίνηση βλέπω τους μυς του να συστέλλονται γεμίζοντας την σφριγηλή του επιδερμίδα με ραβδώσεις που γυαλίζουν και αστράφτουν στο φως όπως οι αντανακλαστικοί σπινθήρες κάνουν πάνω στις μεταλλικές επιφάνειες.

«Κύριε Λουκρέζη να μου λείπουν οι πράξεις αγαθοεργίες σας», φτύνω με απαρέσκεια. «Οποιαδήποτε κίνηση που κάνετε ενέχει κάποιον σκοπό και θέλω να απέχω από αυτόν όσο το δυνατόν περισσότερο», γελάει προσποιητά καθώς βρίσκεται σκυμμένος, χαμηλωμένος με το ένα γόνατο ακουμπισμένο στο πάτωμα.

«Αλήθεια με έχεις τόσο ανίκανο για μια πράξη απλής ανιδιοτέλειας;»

«Μπορείτε να με κατηγορήσετε;», η ερώτηση μου είναι γεμάτη βαριά υπονοούμενα.

«Ξέρεις... οποιοσδήποτε άλλος θα δεχόταν την προσφορά ασυζητητί και θα ζητούσε μόνο για περισσότερα. Αυτό το ποδήλατο εκεί έξω, δεν είναι παρά μικρό δείγμα των όσων μπορώ να σου προσφέρω», προς το τέλος που στερεύει από ανάσες ξεκινάει και βηματίζει πλησιάζοντας με. Βλέπω τις φλέβες του να πάλλονται στον απόηχο της δύσκολης προπονητικής του άσκησης.

«Εξακολουθείτε να κάνετε το ίδιο λάθος κύριε Λουκρέζη. Θεωρείτε πως είμαι ίδια με τους υπόλοιπους που έχετε γνωρίσει», το πρόσωπό του παίρνει μια πρωτόγνωρη σε μένα σοβαρή έκφραση.

Μηδενίζει το διάστημα που μας χωρίζει και στέκεται μπροστά μου ακλόνητος. Το σώμα του ολάκερο εκπέμπει έναν εκρηκτικό δροσερό συνδυασμό αρωματικής κολόνιας και ιδρώτα που μου παίρνει τα μυαλά.

Ξαφνικά νιώθω... τόσο ευχάριστα άβολα. Τι στο καλό; Υφίσταται τέτοιο πράγμα; Και οι δικοί μου παλμοί έχουν ανεβεί. Τα μάγουλά μου με καίνε.

«Όχι, δεν είσαι», χαμηλόφωνα μουρμουρίζει. «Τείνω να το ξεχνάω συχνά»

Νάτος πάλι εκείνος ο επικίνδυνος ηλεκτρισμός. Αναρωτιέμαι αν το αντιλαμβάνεται και εκείνος.

«Σου άρεσε τουλάχιστον;», με ρωτάει και ξεφυσάω ηττημένα. Δεν το έχω με τα ψέματα.

«Ναι», παραδέχομαι και ύστερα με μαλώνω για την μαλθακότητά μου.

«Δεν βλέπω τότε ποιο είναι το πρόβλημα», χαλαρός αποκρίνεται.

«Δεν έχει ιδιαίτερη σημασία αν μου αρέσει ή όχι κύριε Λουκρέζη. Δεν γίνεται να το δεχθώ», το απογευματινό ροδαλός φως του ηλιοβασιλέματος που μέχρι πρότινος τρύπωνε από τα παράθυρα χάνεται στις σκιές. «Ένα τέτοιο δώρο είναι πολύ μεγάλο. Υπερβολικά...», ψάχνω τη σωστή λέξη. «Φανταχτερό! Πρέπει να το επιστρέψετε πίσω»

«Θα προτιμούσες κάτι μικρότερο τότε;»

«Δεν θα προτιμούσα τίποτα», γελάει στενάζοντας ταυτόχρονα.

«Διάολε είσαι πεισματάρα. Δεν έχει σημασία όμως από τη στιγμή που δεν μπορείς να το στείλεις πίσω»

«Και γιατί όχι;»

«Επειδή είναι δώρο. Και τα δώρα δεν επιστρέφονται»

«Αφήστε να επικοινωνήσω εγώ με την εταιρεία τότε. Είμαι σίγουρη πως αν τους εξηγήσω θα καταλάβουν και θα δείξουν κατανόηση»

«Δεν θα καταφέρεις τίποτε», λέει και κάνει μια μεγαλειώδης παύση. «Γιατί δεν πρόκειται να το επιτρέψω», αποκτά ενδιαφέρον όταν βάζει σε ισχύ την επιρροή του.

«Κύριε Λουκρέζη κατανοώ πως είστε μανιακός με τον έλεγχο και ότι ίσως έχετε συνηθίσει πολλά πράγματα να γίνονται με τον δικό σας τρόπο αλλά...», τον κοιτάζω με παράκληση. «Πρέπει να καταλάβετε πως όταν κάνετε τέτοιες κινήσεις με φέρνετε σε πολύ δύσκολη θέση», τραβάει την πετσέτα ανάμεσα στα χέρια του τώρα και καθαρίζει τους καρπούς του συνεχίζοντας ακάθεκτος να γελάει με εκείνο το ψυχρό, αυτάρεσκο υφάκι του.

«Και πώς ακριβώς το καταφέρνω αυτό;», ενδιαφέρεται να μάθει.

«Δεν είναι προφανές; Όποιος με γνωρίζει, μάθει πως ξαφνικά ένας από τους πελάτες μου... και όχι ένας οποιοσδήποτε πελάτης μου αγοράζει ακριβά πράγματα πιθανότατα θα σκεφτεί πως...»

«Πώς τι;», με διακόπτει βιαστικός με ένα αφοπλιστικό χαμόγελο. Καταλαβαίνει πολύ καλά πού οδεύει η συζήτησή μας.

«Πως οι χάρες που σου κάνω έρχονται με ένα τίμημα;», η λαχανιασμένη του φωνή γαργαλάει τα αυτιά μου και πάνω στην συναισθηματική μου παράνοια δαγκώνω με δύναμη τη γλώσσα μου.

«Πιθανότατα», χαμηλόφωνα μουρμουρίζω γεμάτη δέος και αβεβαιότητα. Νιώθω τα χέρια μου να τρέμουν. «Υπάρχει μια φήμη που σας περιτριγυρίζει. Και σίγουρα δεν θέλω να πέσω θύμα της», ρουθουνίζει με απαξίωση. Όχι για μένα αλλά για εκείνους που έχει συνηθίσει να κατακρίνουν τις πράξεις του.

Βέβαια εδώ που τα λέμε, ποιος μπορούσε να ήταν σίγουρος για την αγνότητα των προθέσεών του;

«Καταλαβαίνω», απαντάει εν τέλει. «Τι θα έλεγες τότε να το συζητήσουμε μαζί δειπνώντας; Εφόσον μπήκες σε τόσο κόπο να έρθεις μέχρι εδώ μη φύγεις χωρίς τίποτα»

«Είναι αργά κύριε Λουκρέζη», δεν σκοπεύει να παραιτηθεί.

«Είναι μόνο ένα δείπνο. Τίποτε το πολύ φανταχτερό, το υπόσχομαι», μου κλείνει το μάτι παιχνιδιάρικα.

Έχω άλλη επιλογή; Κατανεύω και τα χείλη του κατεργάρικα σχηματίζουν με τη συνοδεία ενός χαμόγελου την λέξη τέλεια.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top