Νήματα κλωστές και κέντημα...

Όλοι ξεκινάνε με τη φράση : Κάποιοι λένε πως....
Λάθος... Σήμερα θα ξεκινήσουμε με τη φράση : Κάποιοι δεν λένε ...
Δεν λένε πολλά...
Δεν λένε ευχαριστώ...
Δεν λένε παρακαλώ ...
Δεν λενε συγγνώμη....
Δεν λένε μου λείπεις...
Δεν λένε φταίω...
Δεν λένε προσπαθώ...
Δεν λένε μετανιώνω...
Δεν λένε φοβάμαι...
Δεν λένε πονάω...
Δεν λένε Σαγαπαω...

Εύκολα δεν λες...και όσα λες, εύκολα δεν κάνεις πράξη. Και όσα φοβάσαι να πεις, εύκολα γίνονται εφιάλτες και ενοχές...

Γιατί λοιπόν να σιωπά κανείς όταν μπορεί να ουρλιάξει όσα αισθάνεται χωρίς φόβο ; Κανείς δεν έχασε από την ειλικρίνεια... Αντίθετα , πολλοί έχασαν από το ψέμα...

Κάθε άνθρωπος και μια κλωστή...
Κάθε κλωστή καλά ραμμένη...μπερδεμένη... Ενωμένη με τος κλωστές άλλων ανθρώπων.
Κάθε ψέμα είναι και σαν ψαλίδι... Ξεκινάει αργά να ψαλιδιζει τη κλωστή που τους ενώνει ώσπου εκείνη μην αντέχοντας άλλο κόβεται στα δύο...
Και οι άνθρωποι χάνονται ...
Απομακρύνονται...
Ξεχνάνε...


Δύο χρόνια αργότερα...
Μινεσότα...

"Με συγχωρείτε δεσποινίς απλώς ήθελα να σιγουρευτώ πως είστε καλά... Δεν ήθελα να σας..."

"Δεν πειράζει. Μια συνήθεια είναι..." Η Νάταλι έκοψε τη φόρα του μεσίτη και ανέβασε ξανά το λευκό ύφασμα που κάλυπτε το μισό της πρόσωπο . Ένα πρόσωπο αλλοιωμένο... Σαν ένας χάρτης που έδειχνε όσα πέρασε σε κάθε του σημείο...

"Λοιπόν σας αρέσει ; Ζητήσατε ένα σπίτι δίπλα στη λίμνη και κοντά στο δάσος ταυτόχρονα. είναι ξύλινο. Όχι τόσο παλιό και ο προηγούμενος ιδιοκτήτης το είχε ανακαινίσει λίγο πριν φύγει για το εξωτερικό. Θεωρώ πως είναι μεγαλη ευκαιρία. Το δίνει όσο όσο καθώς δε θα ξαναγυρίσει εδώ. Εξού και η χαμηλή τιμή του...Εδώ στα δεξιά μπορείτε να δειτε το..."

Ο μεσίτης μιλούσε ακατάπαυστα μα το βλέμμα της είχε ήδη αρχίσει να ταξιδεύει προς τα καταπράσινη νερά της λίμνης. Φάνταζε τόσο γαλήνια... Είχε αρκετό καιρό να βγει στη φύση και ακόμα πιο πολύ να βγει γενικά έξω στη κοινωνία.. είχαν περάσει κοντά στα δύο χρόνια που πάλευε με τους γιατρούς να επαναφέρει το πρόσωπο της. Από τα μάγουλα έως τον λαιμό της δεξιάς πλευράς της, το δέρμα είχε γεμίσει ζαρες και ήταν παραμορφωμένο. Ένα σημάδι μικρό είχε μείνει ακόμα στα χείλη της ενώ η αριστερή πλευρά είχε παραμείνει άθικτη. Για καλή της τύχη τα μαλλιά της είχαν φυτρώσει καθώς δεν είχαν καεί οι πόροι στις ρίζες ενώ τόσο το δεξί της χέρι όσο και το πόδι ήταν στην ίδια κατάσταση με το μισό της πρόσωπο. Ολόκληρη η δεξιά της πλευρά , είχε καταστραφεί ...

Για εκείνη όμως , το σώμα της δεν είχε πλέον καμία αξία. Αυτό ήταν που την κατέστρεψε... Με αυτό ξεκίνησε να χορεύει...με αυτό ένιωσε τον έρωτα. Τη προδοσία αλλά και τον εξευτελισμό. Πλέον για εκείνη τη σώμα της ήταν απλά ένα καλούπι για τη ψυχή έως ότου κλείσει τα βλέφαρα της. Κανένας δεν έμαθε πώς γλίτωσε από τη πυρκαγιά. Οι αστυνομικοί δήλωσαν πως βρήκε το σθένος να λυθεί και πάνω στη παραζαλη της από το καπνό δε το θυμόταν ενώ ο Σέρτζιο για πρώτη φορά στη ζωή του πίστεψέ στα θαύματα...

Εκείνος τη βρήκε. Ήταν ο πρώτος άνθρωπος που κατευθασε σε εκείνο το ερημοσπιτο . Όταν έμαθε τη τοποθεσία από τη κοκκινομάλλα, δεν έχασε χρόνο μα ήδη από τα μισά του δρόμου , έβλεπε τους καπνούς. Φτάνοντας αντίκρυσε ένα σπίτι τυλιγμένο στις φλόγες ... Σκεπτόμενος πως όλα είχαν τελειώσει , έπεσε στα γόνατα και άρχισε να κλαίει ώσπου αντίκρυσε το σώμα της ακουμπισμένο στο κόσμο ενός δέντρου. Μέχρι να πάει κοντά και πάνω στη ταραχή του , κατέφθασε τόσο η αστυνομία όσο και η πυροσβεστική.
Η Νάταλι ήταν λιποθυμη, σχεδόν νεκρή. Το σώμα της ήταν εξολοκλήρου καλυμμένο με ένα ύφασμα σαν σεντόνι και η ίδια σε άσχημη κατάσταση. Είχε όμως σφυγμο... Κι αυτό ήταν ότι ακριβώς χρειαζόταν ... Ήταν το θαύμα... Ήταν αυτό που κανένας δε μπόρεσε να εξηγήσει ούτε καν η ίδια όταν συνήλθε έπειτα από 2 ολόκληρους μήνες νοσηλείας.

Η Νάταλι έδωσε τη πρώτη της κατάθεση , τέσσερις μήνες μετά αφού κανένας δεν ήθελε να φέρει τον οργανισμό της σε ταραχή. Μπορεί να είχε συνέλθει μα η κατάσταση ήταν αρκετά λεπτή και ήθελε ιδιαίτερο χειρισμό. Όταν ήταν πλέον σε θέση , πληροφορήθηκε και επίσημα για όλα όσα είχαν γίνει. Για κάθε θάνατο...κάθε αιτία... Κάθε ένοχο...

"Δεσποινίς πάμε προς τα μέσα ;" Η φωνή του μεσίτη τράβηξε τη προσοχή της και κουνώντας απρόθυμα το κεφάλι τον ακολουθησε. Μια ξύλινη βεράντα έβγαλε στην προβλήτα ενώ στον εξωτερικό χώρο το σπίτι ήταν όμορφα διακοσμημένο με ένα μεγάλο τραπέζι και πολυθρόνες. Ξάφνου σταμάτησε. Κοίταξε το μεσίτη και έπειτα τη λίμνη.

"Θα το πάρω " του είπε σοβαρή.

"Εμ... Ωραία. Δεν θέλετε να..."

"Είπα θα το πάρω " τον διέκοψε και ανοίγοντας τη τσάντα της έβγαλε από ένα ένα πάρκο χαρτονομίσματα τόσα όσα ήταν και αξία του. Η Νάταλι αν και δεν ήθελε ποτέ να πάρει αυτά τα χρήματα , τα δέχθηκε. Δεν ήταν άλλωστε της οικογένειας της... Εκείνα τα δώρισε όλα σε φιλανθρωπικά ιδρύματα. Ούτε ήταν λεφτά της αστυνομίας... Ήταν χρήματα τα οποία της είχε δώσει ο Σέρτζιο. Χρήματα που με βάση τα λεγόμενα του, κρατούσε πάντοτε ο Σεθ φυλαγμένα για να εκείνη. Για όσα λάθη είχε κανει στο παρελθόν... Αν και καυγαδισαν αρκετά, στο τέλος εκείνος επικαλέστηκε τη μνήμη και την επιθυμία του Σεθ κι εκείνη δέχθηκε...

Πήρε μόνο τόσα όσα χρειαζόταν για να βρει ένα "καταφύγιο " και να αποσυρθεί. Δεν είχε πλέον κανέναν για να ζει και να ελπίζει...

6 μήνες πριν

"Έφυγες... Μοιάζει σαν αστείο... Μετά από όλα αυτά, ίσως είχες το λιγότερο φταίξιμο από όλα... Δεν σε κατηγορώ όμως... Ήσουν άνθρωπος. Και οι άνθρωποι κάνουν λάθη...από λάθη είναι φτιαγμένοι... Τώρα ξέρω όμως... Ίσως πάντοτε ήξερα...ίσως απλά φοβόμουν να το παραδεχτώ" άπλωσε το χέρι στο μνήμα του Σεθ και χωρίς να κρύβει τα χαρακτηριστικά της από κανένα , ξάπλωσε πάνω στη κρύα ταφόπλακα και έβαλε τα κλάματα... Ήταν έντονη μέρα... Επισκέφτηκε κάθε ένα τάφο ξεχωριστά και άφησε το δικό του τελευταίο... Ήταν τόσα πολλά τα γιατί... Μα απάντηση δεν υπήρχε και δεν θα υπήρχε και ποτέ...
Χωρίς το μαντήλι στο πρόσωπο της, χωρίς βλέμματα πάνω της, θρήνησε το θάνατο του με το δικό της τρόπο... Η Νάταλι έμεινε ολόκληρη τη μέρα και τη νύχτα ξαπλωμένη πάνω σε εκείνο το παγωμένο μάρμαρο , μιλώντας του... Έκανε παύσεις... Συνέχιζε... Ξεκινούσε...ώσπου αποκοιμήθηκε πλάι του... Εκείνο το ξημέρωμα τη βρήκε ο Σέρτζιο και τη ξύπνησε. Ήταν τότε που της έδωσε με το ζόρι κάποια χρήματα ...
Ήταν η τελευταία φορά που τον είδε... Έκτοτε αν και εκείνος την έπαιρνε συχνά τηλέφωνο, εκείνη επέλεγε να απαντάει ελάχιστα. Ίσα ίσα για να του λέει πως ήταν καλά...

Παρόν

"Καλορίζικο. Ελπίζω να ..." Έχοντας πλέον τα χαρτιά στα χέρια της η Νάταλι μπήκε στο σπίτι και έκλεισε τη πόρτα στο μεσίτη που δεν έλεγε να πάψει να μιλά. Την ενοχλούσαν οι φωνές... Την ενοχλούσε η φλυαρία... Το μόνο που ήθελε ήταν ηρεμία... Ήθελε ένα κενό. Ήθελε το τίποτα. Ήθελε απλά, να φτιάξει ένα μικρό κόσμο, γεμάτο με τις αναμνήσεις της...

Μόλις άκουσε το αυτοκίνητο του να φεύγει βγήκε έξω. Πήγε στο αμάξι της, άνοιξε το πορτ μπαγκαζ και έβγαλε από μέσα τη πρώτη κούτα. Δεν είχε πολλές... Τρεις ήταν όλες κι όλες... Μερικά ενθύμια που είχε μαζί της. Η τσάντα της όπως τη βρήκαν πεταμένη στο κλαμπ εκείνο το μοιραίο βράδυ καθώς και κάποια προσωπικά της αντικείμενα που είχε βάλει σε μια θυρίδα στη τράπεζα.

Είχε αρχίσει να νυχτώνει. Άν και έξω είχε βγάλει αρκετή ψύχρα , επέλεξε να φορέσει μια παραπάνω ζακέτα από το να ανάψει το τζάκι. Δεν ήθελε να βλέπει φωτιά... Προσπαθούσε με κάθε τρόπο να την αποφύγει.. άναψε τα φώτα και τακτοποίησε μια προς μια τις κορνίζες πάνω στο τζάκι. Ήταν εκείνη με τη Χεδερ στο κλαμπ... Ναι, την είχε κρατήσει. Είχε κρατήσει κάθε ανάμνηση που πρόλαβε να αποτυπώσει και που τη οδήγησε σε αυτή τη κατάσταση. Η Νάταλι δεν ήθελε να ξεχασει το παρελθόν. Ήθελε να το αντιμετωπίσει με μοναδικό σκοπό την εσωτερική της γαλήνη... Παραδίπλα έβαλε την αδερφή της, τον Κρίστιαν τους γονείς της, τον Λέξ. Όλους όσους πέρασαν και χάθηκαν. Όλους εκτός από έναν... Το Σεθ.

Το σπίτι ήταν επιπλωμένο πράγμα που της προσέφερε μια έξτρα ηρεμία. Δεν είχε άγχος να το γεμίσει με τίποτα παρά μόνο με φαγητό. Μόλις τελείωσε, έκλεισε καλά τη ζακέτα, άναψε τα εξωτερικά φώτα και βγήκε στη βεράντα... Ο αέρας ήταν ψυχρός μα της άρεσε. Κατά κάποιο τρόπο μετά από εκείνη τη μέρα εκτιμούσε περισσότερο οτιδήποτε ψυχρό...
Κάθισε έξω και αγνάντεψε τα απέναντι φώτα από τη πιο κοντινή πόλη. Έβαλε το διστακτικά το χέρι στη τσέπη της ζακέτας και έπειτα το έβγαλε... Πήρε μια βαθιά ανάσα και έφερε μπρος στα μάτια της, τη τελευταία φωτογραφία...

"Εσένα..."ξεκίνησε να λέει και το πρώτο δάκρυ κύλησε. "Εσένα θα σε έχω πάντοτε μαζί μου..." Σήκωσε τη φωτογραφία ως τα χείλη της, τη φίλησε  και σαν έκανε να σκουπίσει το δάκρυ που κύλησε, ένιωσε τις ουλές της και σταμάτησε...  Ήταν η παρακαταθήκη που της έμεινε μαζί με ένα μάτσο χάρτινες αναμνήσεις από τη ζωή της... Πάραυτα τη πονούσε βαθιά... Κάθε απώλεια . Κάθε ουλή. Κάθε γιατί...

Την νεκρική σιγή έσπασε ο ήχος κάποιων κλαδιών που ακούστηκαν κοντά στα δέντρα . Το σπίτι ήταν περιτριγυρισμένο από δαυτα. Μεγάλα μικρά, χοντρά λεπτά...παντού δέντρα. Δέντρα και ένα μονοπάτι... Σκούπισε βιαστικά το πρόσωπο της και σηκώθηκε αλαφιασμενη από τη καρέκλα της κοιτάζοντας προς το μέρος που ακούστηκε ο ήχος . Περίμενε λίγα δευτερόλεπτα κάνοντας απόλυτη ησυχία και έπειτα μπήκε στο σπίτι και κλείδωσε. Ζώα υπήρχαν αρκετά τριγύρω , την είχε ενημερώσει ο μεσίτης αλλά αυτό δεν την ενοχλούσε.

Έφτιαξε στα γρήγορα ένα ζεστό ρόφημα , έκλεισε τα φώτα του σαλονιού και κίνησε για τον επάνω όροφο. Το σπίτι δεν ήταν μεγάλο αλλά σου έδινε μια ζεστασιά. Ήταν ξύλινο και προσεγμένο. Η σκάλα ετριξε ελαφρά στα βήματα της , έφτασε πάνω και μπήκε στη κρεβατοκάμαρα. Ακούμπησε τη κούπα της στο κομοδίνο και ξεντυθηκε. Ακριβώς στο πλάι του δωματίου δίπλα από το κρεβάτι υπήρχε ένα στρογγυλό παράθυρο που έβλεπε όλη τη λίμνη. Σε κάθε της βήμα εκεί μέσα , ένιωθε όλο και πιο καλά με την επιλογή της.. έσβησε τα μεγαλα φώτα, ήπιε δύο γουλιες από το τσάι της , άναψε το πορτατίφ και ξάπλωσε.. πάντοτε ξάπλωνε από τη πλευρά που το πρόσωπο της ήταν καθαρό. Δεν άντεχε να αποκοιμηθεί αγγίζοντας τις ουλές της.

"Θα τα καταφέρω ;" Ψέλλισε αφήνοντας το βλέμμα της να περιπλανηθεί στο χώρο και χωρίς να δώσει απάντηση στον εαυτό της, σφράγισε τα βλέφαρα της και αποκοιμήθηκε...

Καπνός... Τόσο μεγάλος καπνός. Τόσο έντονος. Σκούρος. Πνιχτος.
"Βοήθεια !!!" Ουρλιαχτά...
Ένιωσε το πόδι της να φλέγεται και σπαραξε από το πόνο..  ύστερα το χέρι της... Σάρκα...οστά... Καμμένα όνειρα και καμμένη ζωή...

"Συγχώρεσε με..." Άκουσε τη φωνή του.. ένιωσε το σώμα της να αιωρείται. Έχανε τις αισθήσεις της...
"Μείνε μαζί μου... Σε ικετεύω "

"Σεθ...." Ψέλλισε μέσα στο πόνο της και στο αμέσως επόμενο δευτερόλεπτο βρέθηκε έξω από το φλεγόμενο σπίτι. Γύρισε προς το μέρος του... Στεκόταν χαμογελαστός στη πορτα. Την κοιτούσε...

"Θα είσαι ασφαλής... Έκανα ότι μπορούσα.. Σαγαπαω..." Της είπε και ανοίγοντας τη πόρτα , μπήκε μέσα στο ερημοσπιτο και χάθηκε στις φλόγες

"ΟΧΙ!!!!! ΟΧΙ !!! ΜΗ!!!!" Ούρλιαξε λαχανιασμενη και τινάχτηκε ολόκληρη στο κρεβάτι. "Γιατί... Γιατί με τυραννας... Γιατί ;" Είπε χαμηλόφωνα πιάνοντας το κεφάλι της και στη σκέψη πως αυτός ο εφιάλτης δεν θα έφευγε ποτέ από μέσα της εβαλε τα κλάματα ... Μήνες ολόκληρους τον έβλεπε... Να μπαίνει, να τη σκεπάζει με ένα σεντόνι ,να τη κρατάει στα χέρια και έπειτα να μπαίνει στη φωτιά και να χάνεται... Υπήρχαν νύχτες που δεν ήθελε καν να κλείσει τα μάτια. Νύχτες που φοβόταν να τον αντικρύσει ...που φοβόταν να τον δει να πεθαίνει ξανά και ξανά...

Αυτή ήταν όμως η ζωή. Και με αυτό έπρεπε να πορευτεί. Είχε βγει από το νοσοκομείο , ζούσε και έπρεπε να παλέψει...

***********

"Ως πότε θα ακούς τα ουρλιαχτά της;" Ένιωσε ένα χέρι στον ώμο του και γυρίζοντας απότομα αγριεψε.

"Τι δουλειά έχεις εσύ εδώ;" Ρώτησε σοβαρός

"Την ίδια ακριβώς δουλειά που έχεις κι εσύ εδώ. Εσύ προσέχεις εκείνη, και εγώ προσέχω εσένα... "

"Φύγε. Πλέον όλα θα πάρουν το δρόμο τους..." Απάντησε ψυχρά.

"Όλα; Εσύ τα βλέπεις όλα να παίρνουν το δρόμο τους ;" Ο Σέρτζιο βγήκε εκτός και αρπάζοντας τον, το έσπρωξε με δύναμη πάνω στο δέντρο "ΣΕ ΕΘΑΨΑ ΠΑΝΑΘΕΜΑ ΣΕ!!!" Του φώναξε χτυπώντας τον στο στήθος. "ΣΕ ΝΟΜΙΖΑ ΝΕΚΡΟ!!!" Συνέχισε εξαγριωμένος.

Ο Σεθ τον έπιασε από τα μπράτσα και τον ακινητοποίησε.

"Σταμάτα!!!" Φώναξε μα χαμήλωσε αμέσως το κεφάλι...ήξερε πως όλο αυτό, θα οδηγούσε μονάχα στη παράνοια ...
"Σταμάτα ..."συνέχισε απελπισμένος πλέον... "Δεν μπορώ... Πως θα την αντικρύσω ύστερα από όλα αυτά; Πόσα σημάδια να αφήσω ακόμα στη ψυχή της ανάθεμα με;;!!" Τελείωσε ανεβάζοντας το τόνο της φωνής του.

"Πόσα; Τολμάς και με ρωτάς; Έκλαψα πάνω στο τάφο σου ! Τη βρήκα να κοιμάται πάνω σε εκείνο το μνήμα !!! Και όλα αυτά για να μη θέσεις τη ζωή της σε παραπάνω κίνδυνο ;;; Σε είδα πεθαμένο στο νοσοκομείο ανάθεμα σε!!! Εμφανίστηκες εκείνο το πρωί και κόντεψα να πάθω συγκοπή !!! Και δε μπορείς ;;; ΔΕ ΜΠΟΡΕΊΣ;;;"

Ο Σέρτζιο έκανε μια παύση και αναστεναξε ... Όταν επέστρεψε ο Σεθ του εξήγησε όλα όσα είχαν γίνει. Έπρεπε να τον "βγάλουν από τη μέση " έτσι ώστε όταν τελείωναν όλα να του παρείχαν άσυλο. Με κάποιο τρόπο ο Λοριάν είχε αποδεχθεί πως η αγάπη του για τη Νάταλι ήταν τόσο τεράστια που ήταν σίγουρος πως ο Σεθ δεν ήθελε να της κάνει κακό. Εκτός αυτού , έχοντας τη κατάθεση της Κάσιντι , ήταν αρκετό. Ο Σεθ ήταν κατηγορούμενος στα μάτια του για το φόνο των γονιών της αλλά ο Λοριάν , δε το άφησε να περάσει. Εκτός από εκείνον, μόνο ο ιατροδικαστής ήξερε την αλήθεια και κανενας άλλος.
Βέβαια δεν ήταν όλα ψέματα... όντως ήταν βαριά τραυματισμένος. Μα ο Σέρτζιο ήταν αρκετά προβλέψιμος. Λίγο πριν φύγει εκείνη τη μέρα από το νοσοκομείο ο Λοριάν ζήτησε να ναρκωσουν εντελώς το Σεθ. Ο ιατροδικαστής τον κήρυξε νεκρό και όλα είχαν πάρει το δρόμο τους.
Ο Λοριάν είχε φροντίσει να βάλει ένα πομπό στο Σέρτζιο. Είχε καταλάβει ότι είχε βρει πληροφορίες. Με αυτό το τρόπο ίσως έφτανε πρώτος στην Νάταλι. Είχε απλώσει τα περιπολικά κατά μήκος ολόκληρης της πολιτείας και περίμενε ενώ μέσα στο αμάξι υπήρχε μόνο εκείνος και ο Σεθ. Μια ημέρα ήταν αρκετή για να βρει εν μέρη τη δυναμη του.
Μόλις άκουσαν τη τοποθεσία ο Σεθ , ο οποίος δεν είχε καν αναρρώσει από το τραύμα , μπήκε στο αμάξι, έβαλε μπρος και έφυγε σαν τρελός... Νόμιζε πως έφτασε αργά , αλλά κατάφερε το ακατόρθωτο...

"Δεν μπορώ !!!!" Απάντησε για τελευταία φορά και βγάζοντας από τη τσέπη το φακό του , τον ύψωσε στο πρόσωπο του. "Έχεις ιδέα τι θα πάθει αν με δει ;" Είπε φωτίζοντας κάθε ουλή που είχε δημιουργηθεί πάνω του στη προσπάθεια του να τη σώσει εκείνη τη καταραμένη μέρα...

"Σεθ... Για το Θεό..." Ο Σέρτζιο αναστεναξε βαθιά... Δεν άντεχε άλλο. "Απλά βρες το κουράγιο και..."

Μια τσιριδα ακούστηκε δυνατά και αυτή τη φορά δεν ήταν το ουρλιαχτό της Νάταλι από το δωμάτιο. Ήταν πιο κοντινή... Πιο άμεση...πιο ζωντανή...

"Δεν...Δε...δε γίνεται...δεν..." Η Νάταλι μετά βίας στεκόταν λίγα μέτρα μακριά . Οι φωνές τους ήταν αρκετά δυνατές για να την ωθήσουν έξω μα κανένας από τους δύο δε περίμενε αυτή τη κατάληξη.

"Νάταλι ηρέμησε..." Ο Σέρτζιο άπλωσε τα χέρια του προς το μέρος της μα εκείνη ήταν ήδη σε κατάσταση σοκ. Το βλέμμα της παρέμενε κολλημένο στο Σεθ ενώ εκείνος με τη σειρά του, είχε γυρίσει ελαφρά το πρόσωπο του για να κρύψει το τέρας που νόμιζε πως είχε γίνει... "Ηρέμησε ...μπορώ να σου εξηγήσω ..." Ξανά είπε ο Σέρτζιο πιο απαλά και ξεκίνησε να περπατά προς το μέρος της.

"Σεθ;" Ψέλλισε δακρυσμένη αδυνατώντας να πιστέψει στα ίδια της τα μάτια.

"Ανάθεμα σε!!! " Ο Σέρτζιο  άδραξε την αμηχανία της στιγμής , άρπαξε το Σεθ από το τζακετ και τον πέταξε κυριολεκτικά προς το μέρος της φέρνοντας τους αντιμέτωπους. "Ωραία . Και τώρα εγώ να πηγαίνω ! " Φώναξε σοβαρός μα πριν φύγει πήγε κοντά στη Νάταλι. Μπήκε ανάμεσα σε εκείνη και το Σεθ , και τη κοίταξε... "Μη φοβάσαι... Άφησε τον... Έπρεπε..." Της ψιθύρισε και αφήνοντας ένα φιλί στο μέτωπο της, έριξε ένα άγριο βλέμμα στο Σεθ , και έφυγε προς το δάσος...

Δεν υπήρχαν όμως λόγια...
Δεν υπήρχε όμως ούτε σιωπή...
Οι χτύποι από τις καρδιές τους ήταν τόσο ηχηροι που αν κάποιος στεκόταν δίπλα τους θα τους άκουγε...

"Νατ...εγώ..." Ο Σεθ πήρε το λόγο κάνοντας ένα βήμα προς το μέρος της μα μόλις το πρόσωπο του ήρθε στο φως σταμάτησε. Εκείνη πάγωσε... Ξεχώριζε άψογα τα δύο του μάτια μα εκτός από αυτά, ελάχιστα χαρακτηριστικά είχαν παραμείνει αναλλοίωτα... Δεν ήταν το σεντόνι που την κάλυψε εκείνη τη μέρα... Ήταν το ίδιο του το κορμί... Όλη του η ύπαρξη. Μια ζωντανή ασπίδα...
Ο Σεθ την έβγαλε από τις φλόγες και έπειτα τη τύλιξε με ένα ύφασμα που υπήρχε στο περιπολικό και εξαφανίστηκε ματωμένος και γεμάτος πληγές.

Η Νάταλι δεν άργησε να συνδυάσει το παζλ χωρίς παραπάνω λέξεις . Ήξερε για το τι ήταν ικανός σαν άνθρωπος και ακόμα κι αν το σοκ ήταν μεγάλο, η χαρά που ένιωσε στα σωθικά της το επισκιάζε.. 

Με μάτια δακρυσμένα, χωρίς να ζητήσει ούτε μια εξήγηση, έκλεισε τις αποστάσεις και στάθηκε μπροστά του...ήταν εκείνος...ζωντανός. το όνειρο της πλέον έβγαλε νόημα γιατί πολύ απλά δεν ήταν όνειρο. Ήταν η σκληρή πραγματικότητα που το μυαλο της κρατούσε σαν ψευδαίσθηση.
Ένα γλυκόπικρο χαμόγελο έσπασε στα χείλη της καθώς σήκωνε το χέρι της και βάζοντας το επάνω στο μάγουλο του , του ψιθύρισε με τρεμάμενη φωνη :

"Κανένας παράδεισος δεν είναι τέλειος..." αποκρίθηκε με δυσκολία ψάχνοντας το χέρι του το οποίο κράτησε και το εναπόθεσε πάνω στο δικό της μάγουλο..."Και καμιά τελειότητα δε φέρνει το παράδεισο..." Συνέχισε και μην αντέχοντας άλλο, ξέσπασε σε κλαματα και χώθηκε στην αγκαλιά του...

Δεν χρειαζόταν να ειπωθεί τίποτα παραπάνω...
Το μόνο που είχαν ανάγκη αυτοί οι δύο άνθρωποι , ήταν αγάπη...
Δεν έχει σχέση αν ο άλλος έχει ελαττώματα...
Αν έχει ουλές η πληγές...
Αν έχει στραβά δόντια , κοντά πόδια λεπτό κορμί η παχουλό... Δεν έχει σχέση αν δεν μοιάζει με όλα αυτά τα λανθασμένα πρότυπα της σημερινής "εγκληματικής" κοινωνίας , ούτε έχει σχέση αν έχει κάνει λάθη στη ζωή του.

Κάθε ένας από εμάς έχει μια κλωστή...
Αυτή η κλωστή, μας δένει με τους γύρω μας...
Αυτή είναι το πεπρωμένο μας...
Με αυτή αρχίζουμε και με αυτή τελειώνουμε...
Μη δίνετε βάση σε μια ψεύτικη τελειότητα...δώστε βάση, στα αληθινά συναισθήματα... Το κορμί φθείρεται, γερνάει...χαλάει...
Η ψυχή μας όμως ποτέ...εκείνη μαθαίνει. Μεγαλώνει. Ωριμάζει. Κρίνει και κρίνεται...

Σας ευχαριστώ μέσα από τη καρδιά μου για την υπομονή που κάνατε όλους αυτούς τους μήνες...
Ειλικρινά μου ήταν τρομερά δύσκολο να ανταπεξέλθω.
Εύχομαι ολόψυχα το τέλος αυτού του βιβλίου, να με βρει με την αρχή ενός άλλου σύντομα...

Να είστε όλοι καλά...
Και μη ξεχνάτε...

Τίποτα δεν ειναι τέλειο και τίποτα δεν είναι αυτό που φαίνεται τις περισσότερες φορές...
Ότι αξίζει, φανερώνεται...

Να έχετε ένα όμορφο ξημέρωμα ❣️

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top