Κεφάλαιο 8°
Για ακόμα μια φορά άναψε τσιγάρο αλλά δε του είπε τίποτα. Η πινακίδα πως απέχουν μονάχα λίγα χιλιόμετρα από το Κάνσας της αναπτέρωσε το ηθικό. Το γεγονός πως είχε πλάι της το μεγαλύτερο αρχιμαφιόζο της Νέας Υόρκης δε τη πτόησε καθόλου ενώ παράλληλα προσπάθησε να ξεχάσει όσα έγιναν στο ξενοδοχείο. Δε θα ωφελούσε κανένα να προκαλέσει έναν ακόμα καυγά ανάμεσα τους καθώς στα μάτια της πλέον ο Σεθ Ναβάρο ήταν ένας άντρας που έπρεπε να κρατηθεί μακριά του. Καθόλη τη διάρκεια της διαδρομής σκεφτόταν συνεχώς όσα της είπε για τα υποτιθέμενα χρέη του πατέρα της προς εκείνον. Δεν είχε φυσικά λόγο να αμφιβάλει για τα λεγόμενα του μα από την άλλη σκεφτόταν πως ίσως όταν έμαθε τη ταυτότητα της θέλησε να επωφεληθεί της περιουσίας της. Για ποιο λόγο όμως ένας άντρας που έχει στη κατοχή του τα δεκαπλάσια χρήματα σε ρευστό να ζητήσει μόνο δυο εκατομμύρια; Αναστέναξε και χαμηλώνοντας το βλέμμα κοίταξε το σκισμένο της παντελόνι. Έπειτα κοίταξε το Σεθ που οδηγούσε χωρίς να της δίνει σημασία και μετά το σάκο της. Δίχως να του ζητήσει άδεια ή να τον ρωτήσει , πήδηξε στα πίσω καθίσματα και άνοιξε τη χειραποσκευή που είχε ετοιμάσει πριν φύγει από τη Νέα Υόρκη. Έβγαλε ένα κολάν που είχε πάνω πάνω και άρχισε να ξεντύνεται. Του έριχνε συνεχώς κλεφτές ματιές μα ο Ναβάρο είχε κολλημένο το βλέμμα στο δρόμο κάτι που την ανακούφισε. Άλλαξε στα γρήγορα και επέστρεψε ξανά στο κάθισμα της. Η ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα ανάμεσα τους δεν άφηνε περιθώριο για κουβέντα ώσπου γύρισε άξαφνα προς το μέρος της και τη κοίταξε.
«Σε μισή ώρα φτάνουμε» της δήλωσε και έπειτα αποτράβηξε το βλέμμα του από πάνω της «Θα κλείσω δωμάτιο σε κάποιο ξενοδοχείο. Κατά τη διάρκεια της παραμονής μας και μέχρι να τελειώσεις με την αποδοχή της υιοθεσίας της ανιψιάς σου θα μένεις μαζί μου. Άπαξ και τελειώσουμε επιστρέφουμε πίσω, με ξεχρεώνεις και συνεχίζεις τη ζωή σου. Αν θέλεις κρατάς τη δουλειά σου αν όχι γεύεσαι το υπόλοιπο χρήμα και φεύγεις. Τόσο απλά»
Η Νάταλι δε του απάντησε αμέσως. Σκέφτηκε εκείνο το «τόσο απλά» που της είπε αρκετές φορές… Ο Σεθ ήταν τόσο σίγουρος πως θα έπεφτε στην ανάγκη του λίγες ώρες πριν μα πάλι άλλαξε.. Ήταν εντελώς αψυχολόγητος άνθρωπος και βαρέθηκε να προσπαθεί να βρει μια δίοδο επικοινωνίας ανάμεσα τους. Από την άλλη την έβαλε σε περεταίρω σκέψεις. Τι θα έκανε με τη περιουσία; Θα τα πουλούσε όλα ή ο πατέρας της είχε χρήματα στην άκρη; Κι αν είχε η ίδια θα συνέχιζε να εργάζεται;
«Δε μπορώ άλλο..» ψέλλισε πιάνοντας το κεφάλι της μα μόλις αντιλήφθηκε πως εξέφρασε φωναχτά τη σκέψη της αναστέναξε «Με συγχωρείς , δεν ήταν απάντηση στα λεγόμενα σου» έσπευσε να του εξηγήσει αλλά εκείνος παρέμεινε σιωπηλός. Ο δρόμος άρχισε να αλλάζει γύρω τους ώσπου η πινακίδα από το Κίνσλει έκανε την εμφάνισή της. Στην εικόνα της και μόνο την έπιασε ταχυπαλμία. Τα χρόνια ήταν πολλά για να ανταπεξέλθει και όσα προηγήθηκαν κατά τη διαδρομή δε τη βοήθησαν καθόλου να οικειοποιηθεί την ιδέα της επιστροφής. Τόσες αναμνήσεις… Τόσος πόνος κρυμμένος σε μια βεβιασμένη φυγή…Σαν σκιές πέρασαν μπροστά από τα μάτια της εικόνες που πάσχιζε να ξεχάσει. Το πατέρα της να την απειλεί, τη μάνα της να μένει αμέτοχη και την αδερφή της απούσα. Αυτό ήταν το τίμημα που πλήρωσε επειδή τόλμησε να αγαπήσει έναν κοινό θνητό και όχι κάποιο πλούσιο άνθρωπο εκείνη την εποχή. Η φυγή και ο διωγμός της. Πέρασαν από ένα μεγάλο κιτρινισμένο λόγω της εποχής λιβάδι και σαν γλυκόπικρη ανάμνηση , η εικόνα της να τρέχει μαζί με το Κρίστιαν ξεπήδησε για να τη ταράξει ακόμα πιο πολύ.
«Κάνε λίγο στην άκρη σε παρακαλώ!!!» φώναξε σχεδόν μέσα στο αυτί του και εκείνος ξαφνιασμένος από την ένταση της φωνής της, έκοψε το τιμόνι δεξιά και πάρκαρε σε ένα άνοιγμα του δρόμου. Η Νάταλι βγήκε από το αμάξι σαν αστραπή. Έβαλε τα χέρια στο καπό , έσκυψε το κεφάλι και έκλεισε τα μάτια. Τα πνευμόνια γέμιζαν με δυσκολία αέρα και μην αντέχοντας την αίσθηση του πανικού , άρχισε να πιάνει άτσαλα το λαιμό της και να τον πιέζει.
«Σήκωσε ψηλά το κεφάλι Μπρούκς…» άκουσε ένα ψίθυρο ενώ αμέσως μετά ένιωσε δύο παλάμες να αγκαλιάζουν τα μάγουλα της. «Έτσι… Και τώρα πάρε βαθιά εισπνοή» υπάκουσε στις εντολές του μα χωρίς να το επιλέξει τα δάκρυα άρχισαν να τρέχουν σαν ποτάμια από τα μάτια της. Όλο το τσαγανό και ο τσαμπουκάς της εξανεμίστηκαν μέσα σε μια στιγμή και η δυνατή γυναίκα που του έδειξε ότι ήταν μεταμορφώθηκε σε ένα λυπημένο κορίτσι… Τα δάκρυα έγιναν λυγμοί και οι λυγμοί αντικαταστάθηκαν με κλάμα. Τα χέρια της βρέθηκαν πάνω στα δικά του σε μια προσπάθεια να τα απομακρύνει από το πρόσωπο της μα αντί αυτού, έμεινε να τα κρατάει σφιχτά. Δίχως να καταλάβει το πότε, τα δάχτυλα τους μπλέχτηκαν σαν να ήταν μία μάζα από οστά και δέρμα που ανήκει σε ένα άνθρωπο και όχι σε δυο. Η στιγμή ήταν αρκετά αμήχανη ενώ όταν κατάφερε να διώξει τη θολούρα από το βλέμμα και να εστιάσει σε εκείνον, είδε στο πρόσωπο του μια έκφραση τόσο περίεργη που δε της άρεσε.
«Μη…απλά μη με κοιτάζεις έτσι» του είπε με όση δύναμη της έμεινε και εκείνος τράβηξε τα χέρια του από τα μάγουλα της . Έκανε ένα βήμα πίσω, έβγαλε ένα τσιγάρο και ακούμπησε στο αυτοκίνητο
«Θες ένα;» της είπε ήρεμος . Εκείνη κοίταξε το τσιγάρο και κούνησε αρνητικά το κεφάλι «Εσύ χάνεις. Κοίτα να συνέλθεις γιατί αν σε δουν έτσι στο τμήμα δε βλέπω να παίρνεις τίποτα» με λίγες μόνο λέξεις κατάφερε να μετατρέψει τη λύπη της σε θυμό.
«Το χρήμα δεν είναι το παν !!» Η Νάταλι έσφιξε τις γροθιές της και πήγε μπροστά του «Δεν μπορώ να επιστρέψω εκεί πέρα δε το καταλαβαίνεις; Έφυγα για να γλιτώσω από αυτούς και τώρα τι;»
«Τώρα κοίτα να συνέλθεις! Δεν είσαι παιδί Μπρούκς ! Συμβιβάσου με τις επιλογές σου που να πάρει και πάμε να τελειώνουμε! Κοίτα πως είσαι!» ο Σεθ για πρώτη φορά της φώναξε με ένα διαφορετικό τρόπο. Πιο σοβαρό και άγριο. «Το παρελθόν δεν αλλάζει. Έχεις πέντε λεπτά να τα βρεις με τον εαυτό σου και να επιστρέψεις στο καταραμένο το αμάξι! Είμαι κουρασμένος, χρειάζομαι ύπνο και δεν έχω όρεξη για τις υστερίες σου!» συνέχισε και αφήνοντας τη μόνη, μπήκε στο αμάξι και έβαλε μπρος…
Σας φιλώ...
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top