Κεφάλαιο 40ο
Δυο μέρες ηρεμίας ακολούθησαν για τα ζευγάρια μας. Δυο μέρες που τις είχαν όλοι ανάγκη μετά από τα δύσκολα γεγονότα και τις αποκαλύψεις που προηγήθηκαν.
Ο Παύλος και η Έλενα ανακάλυπταν ο ένας τον άλλο χωρίς μυστικά. Έμεναν μαζί και περνούσαν ατέλειωτες ώρες συζητώντας για τα πάντα. Στο κανάλι δεν είχαν εμφανιστεί μετά την συνέντευξη, που παρεμπιπτόντως είχε κάνει πολύ μεγάλη τηλεθέαση και ήδη είχαν αρχίσει οι ψίθυροι για μια πιθανή τους σχέση.
Στην ίδια κατάσταση βρίσκονταν και ο Λουκάς με τη Νόρα που προσπαθούσαν να μάθουν να ζουν ο ένας με τον άλλο.
Η Νόρα από φόβο να μην επαναλάβει τα λάθη του παρελθόντος, δοκίμαζε τις αλλαγές πάνω στον Λουκά. Εκείνος ήταν τόσο αποφασισμένος να πετύχει η συμβίωση τους που δεχόταν σχεδόν αδιαμαρτύρητα όλες τις απαιτήσεις της όσο δύσκολο και αν ήταν κάποιες φορές, αφού ποτέ του δεν είχε μείνει μαζί με κάποια γυναίκα. Αυτό που δεν μπορούσε να καταλάβει, αλλά δεν τολμούσε να ρωτήσει, ήταν πως μια γυναίκα που ήταν τόσα χρόνια σε σχέση, δεν μπορούσε να μαγειρέψει ούτε τα πιο βασικά.
Σε αυτές τις δυο μέρες ο Μάνος και η Έλλη έμαθαν το φύλο του μωρού τους. Με δάκρυα στα μάτια και οι δυο είδαν στην οθόνη το αγοράκι τους και άκουσαν τον γιατρό να τους διαβεβαιώνει πως ήταν υγιέστατο.
«Άκουσες Έλλη μου; Το αγοράκι μας...» ψέλλισε ο Μάνος και της φίλησε τρυφερά το χέρι που κρατούσε σφιχτά.
«Άκουσα καλέ μου...»
Ο Νικήτας με τη Δανάη είχαν γυρίσει στην αγαπημένη τους ρουτίνα. Μόνη διαφορά η δουλειά της Δανάης, που προχωρούσε με γοργούς ρυθμούς και αυτό τη γέμιζε ενέργεια και δύναμη. Ο Νικήτας πάντα δίπλα της να μοιράζεται την χαρά της, ενώ και εκείνος απολάμβανε την καταξίωση στη δουλειά του.
«Ρε Νόρα, δεν μπορώ να σε καταλάβω!» φώναξε απηυδισμένος ο Λουκάς εκείνο το απόγευμα.
«Τι έπαθες πάλι;» τον ρώτησε απορημένη εκείνη και κατέβηκε από την καρέκλα στην οποία είχε ανέβει για να καθαρίσει το φωτιστικό.
«Σου έχω πει πως δεν θέλω να κάνεις δουλειές για να μην κουράζεσαι και εσύ τι κάνεις; Καθαρίζεις τα φωτιστικά σκαρφαλωμένη στις καρέκλες. Να ζαλιστείς και να έχουμε άλλα...» την μάλωσε.
«Αφού είχε μια αράχνη. Να την αφήσω να κάνει ιστό; Αφού τα καταφέρνω.»
«Θα με αναγκάσεις να φέρω γυναίκα για να καθαρίζει με αυτά που κάνεις», την απείλησε.
«Μην τολμήσεις! Ρεζιλίκια πράγματα! Σιγά το ανάκτορο που θέλω και βοήθεια... Τώρα που θα γυρίσω στη δουλειά βέβαια, θα με βοηθάς λιγάκι και εσύ.» κατέληξε και έκατσε στον καναπέ.
«Τι θα κάνεις;» σχεδόν φώναξε.
«Την άλλη εβδομάδα σκέφτομαι να γυρίσω στη δουλειά και δεν καταλαβαίνω το ύφος σου.»
«Γιατί να γυρίσεις στη δουλειά στην κατάσταση σου; Μπορώ να μας παρέχω εγώ ότι χρειαζόμαστε.» απάντησε αφού πρώτα πήρε μια βαθιά ανάσα για να ηρεμήσει, όμως η Νόρα δεν έδωσε καμιά σημασία στην προσπάθεια του.
«Πρώτον, μου αρέσει η δουλειά μου και δεύτερον, ποιος σου είπε πως θέλω να με συντηρείς;» απάντησε με ύφος και σταύρωσε τα χέρια σε στάση άμυνας.
Ο ήχος του κουδουνιού διέκοψε την συζήτηση τους όμως ο Λουκάς δεν ήταν διατεθειμένος να την αφήσει και της το δήλωσε πηγαίνοντας προς την πόρτα.
«Εγώ τις αποφάσεις μου τις έχω πάρει.» του αντιγύρισε εκείνη και χαμογέλασε μόλις είδε τους επισκέπτες τους.
«Ήρθαμε σε ακατάλληλη στιγμή; Μέχρι έξω ακούγεστε.» τους ενημέρωσε ο Μάνος.
«Εσύ μας έλειπες.» μουρμούρισε ο Λουκάς όμως χαμογέλασε πλατιά στην Έλλη και την αγκάλιασε.
«Μην τον ακούς Μάνο. Έχει τα νεύρα του. Πώς και από εδώ;» είπε η Νόρα και φίλησε σταυρωτά την Έλλη που την είχε πλησιάσει. «Καλά νέα;» αναρωτήθηκε μόλις είδε τα χαρούμενα πρόσωπά τους.
«Τα καλύτερα! Αγόρι!» ανακοίνωσε όλο χαρά ο Μάνος και ο Λουκάς τον χτύπησε φιλικά στον ώμο.
«Μπράβο ρε φίλε! Με το καλό!»
Η Έλλη έδειξε στην Νόρα τον υπέρηχο όλο καμάρι.
«Η γιατρός είπε πως όλα είναι φυσιολογικά και πως είναι πολύ ψηλός για την ηλικία του.»
«Ηρέμισες λιγάκι τώρα;»
«Λιγάκι, αλλά έχουμε δρόμο μπροστά μας ακόμα.» απάντησε και κοιταχτήκαν με νόημα ενώ τα αγόρια τις κοίταξαν με απορία.
«Λουκά φέρε κάτι να πιούμε για να το γιορτάσουμε.» τον πρόλαβε η Νόρα πριν ρωτήσει κάτι και φέρει την Έλλη σε δύσκολη θέση.
Δυο μπύρες και δυο ποτήρια με χυμό τσούγκρισαν τελικά και ευχήθηκαν τα καλύτερα για την εγκυμονούσα και το μωρό.
«Να τους το πούμε τώρα;» ρώτησε χαμηλόφωνα η Νόρα τον Λουκά και εκείνος ξερόβηξε για να τους τραβήξει την προσοχή και σήκωσε και πάλι το μπουκάλι της μπύρας σε πρόποση.
«Όπως ξέρετε ήδη, με τη Νόρα αποφασίσαμε να παντρευτούμε, αλλά δεν έχουμε ορίσει ημερομηνία ακόμα. Όμως ... μετά από ώριμη σκέψη, καταλήξαμε από κοινού πως θέλουμε να μας παντρέψεις εσύ Μάνο.» κατέληξε κοιτώντας τον φίλο του.
«Και αυτό το αποφασίσατε μετά από ώριμη σκέψη;» γέλασε η Έλλη, αποφορτίζοντας την στιγμή με αυτό το σχόλιο.
«Εκτός και αν δεν θέλεις...» ψέλλισε η Νόρα αφού ο Μάνος δεν αντιδρούσε.
«Είστε σίγουροι;» τους ρώτησε συγκινημένος και εκείνοι έγνευσαν καταφατικά. «Με συγκινείτε τόσο πολύ...και βέβαια θέλω να σας παντρέψω.» συμφώνησε και χάθηκαν όλοι σε μια μεγάλη αγκαλιά.
Οι συζητήσεις και τα σχέδια για το μέλλον είχαν όλες μια αισιοδοξία που τους έκανε να γελάνε και για τα πιο απλά πράγματα. Μέχρι που η Νόρα αποφάσισε να επαναφέρει την συζήτηση στο θέμα που την απασχολούσε, ελπίζοντας στην υποστήριξη των φίλων τους για να αλλάξει την γνώμη του Λουκά.
«Είναι τόσο παράλογο που θέλω να γυρίσω στη δουλειά μου βρε παιδιά;»
«Πρόσεξε τι θα πεις!» είπε αυστηρά ο Λουκάς στην Έλλη που φάνηκε πρόθυμη να απαντήσει.
«Η αλήθεια είναι πως μετά από όσα πέρασες, καλά θα ήταν να έμενες σπίτι», ξεκίνησε να λέει και ένα χαμόγελο ικανοποίησης σχηματίστηκε στο στόμα του Λουκά, που όμως χάθηκε μόλις εκείνη συνέχισε. «Αλλά... δεν είναι πως κάνεις καμία βαριά χειρωνακτική εργασία και σημασία στην τελική έχει να αισθάνεσαι εσύ καλά» ολοκλήρωσε κοιτάζοντας την Νόρα που πανηγύριζε.
«Ρε Έλλη! Μάνο πες της τίποτα...»
«Τι να πω; Έχει δίκιο. Αν κάθεται στο σπίτι μόνη χωρίς λόγο, θα αγχώνεται με το παραμικρό και θα σου σπάει και τα νεύρα.»
«Είδες Λουκά μου; Όλοι λένε πως έχω δίκιο. Θα προσέχω πολύ και όλα θα πάνε καλά.» του είπε γλυκά και άπλωσε τα χέρια της για να τον αγκαλιάσει.
Κοιταχτήκαν στα ματιά και ο καβγάς σταμάτησε εκεί. Στην υπόσχεση πως προτεραιότητα είναι η ασφάλεια του μωρού.
----
Ο Παύλος και η Έλενα χαλάρωναν στην αυλή του σπιτιού του πρώτου. Ο χώρος άρεσε πάρα πολύ στην Έλενα και δεν παρέλειψε να του το πει όταν την ρώτησε.
Συζητούσαν για την δουλειά τους όταν χτύπησε το σταθερό τηλέφωνο και ο Παύλος σηκώθηκε για να το σηκώσει, με την Έλενα να τον ακολουθεί μετά από λίγο αφού εκείνος καθυστερούσε.
«Ποιος ήταν;» ρώτησε και τον αγκάλιασε από τη μέση μόλις τον είδε να τρίβει τους κροτάφους του.
«Από την αστυνομία ήταν. Μου ζήτησαν να περάσω οπότε μπορώ για να πάρω το σημείωμα που άφησε η Ζέτα και τη φωτογραφία του Αλέξη.» την ενημέρωσε.
«Πάμε τώρα;» τον ρώτησε εκείνη και του χαμογέλασε ενθαρρυντικά.
Αυτό χρειαζόταν ο Παύλος και ας μην το ήξερε. Αυτό το χαμόγελο και την αγκαλιά της για να βρει το κουράγιο να συνεχίσει και να κλείσει αυτό το κεφάλαιο της ζωής του.
Με την Έλενα να στέκεται διακριτικά δίπλα του, πήγε στην ασφάλεια και αφού πήρε στα χέρια του το γράμμα και τη φωτογραφία, ρώτησε τον αστυνόμο τι θα γινόταν με την δική του εμπλοκή. Εκείνος τον διαβεβαίωσε πως ο ρόλος που έπαιξε στη διαλεύκανση της υπόθεσης θα παρέμενε κρυφή, για να τον προστατέψουν.
«Πρέπει να δείξουμε αυτό το γράμμα και στα παιδιά.» είπε στην Έλενα.
Στο αυτοκίνητο μέσα το διάβασε εκείνος, αφού δεν είχε την υπομονή να περιμένει να γυρίσουν στο σπίτι.
«Γιατί να τους αναστατώσουμε;» ρώτησε εκείνη που είδε την χλομάδα στο πρόσωπο του.
«Αναφέρεται και στον Λουκά και νομίζω πως πρέπει να ξέρει.» απάντησε και έβαλε μπροστά το αυτοκίνητο χωρίς άλλη καθυστέρηση.
----
Η Νόρα βρέθηκε μονή της στο σπίτι για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό. Ο Λουκάς έπρεπε να πάει σε μια δουλειά που δεν μπορούσε να αναβάλει και έτσι βρήκε και αυτή λίγο χρόνο να ηρεμίσει και να σκεφτεί.
Καθόταν στον καναπέ και χάιδευε την κοιλίτσα της, κάνοντας μια ανασκόπηση των τελευταίων δυο μηνών.
Είχαν έρθει τα πάνω κάτω στη ζωή της σε αυτούς τους δυο μήνες. Πρώτα ο χωρισμός, μετά η σχέση με τον Λουκά, το ατύχημα και τέλος το μωρό.
Και αυτή φοβόταν. Ίσως και περισσότερο από τον Λουκά, αλλά είχε χάσει πολλά χρόνια από την ζωή της επειδή φοβόταν να παλέψει για κάτι καλύτερο και δεν είχε σκοπό να χάσει κι άλλα.
Η δουλειά της ήταν η μόνη σταθερή στη ζωή της και αυτός ήταν ο λόγος που δεν ήθελε να την αφήσει. Άλλωστε είχε δίκιο και ο Μάνος. Αν καθόταν στο σπίτι για τους επομένους επτά μήνες χωρίς να κάνει κάτι, θα τρελαινόταν.
Το σπίτι... Αυτό το σπίτι της είχε φέρει πολύ γούρι. Κοίταξε γύρω της με αγάπη τον χώρο που τόσο βιαστικά είχε διακοσμήσει και χαμογέλασε ικανοποιημένη. Δεν ήθελε να φύγει από αυτό, αλλά έπρεπε να παραδεχτεί πως ήταν μικρό και δεν είχε χώρο για το παιδικό δωμάτιο.
Τις σκέψεις της διέκοψε ο ήχος από το κουδούνι και πήγε να ανοίξει ενώ σκεφτόταν πως ο Λουκάς είχε κλειδιά και δεν περίμεναν κάποιον.
«Συγγνώμη που ήρθαμε χωρίς να τηλεφωνήσουμε, αλλά πρέπει να μιλήσω με τον Λουκά.» είπε ο Παύλος και εκείνη έκανε στην άκρη για να περάσουν μέσα και τους πληροφόρησε πως ο Λουκάς έλειπε.
«Δεν νομίζω να αργήσει πολύ ακόμα. Να κεράσω κάτι;»
«Έχεις ουίσκι;»
«Τόσο χάλια;»
«Έχω στα χέρια μου το γράμμα που άφησε η Ζέτα.»
Η Νόρα στράφηκε στην Έλενα η οποία απλά ανασήκωσε τους ώμους. Ότι και αν έγραφε η Ζέτα σε αυτό το γράμμα τον είχε κάνει ράκος.
«Μου επιτρέπεις να το διαβάσω;» ρώτησε δειλά η Νόρα μόλις του έδωσε το ποτήρι με το ποτό.
Ο Παύλος την κοίταξε στα μάτια και το ειλικρινές ενδιαφέρον που είδε μέσα τους, τον έκανε να της το δώσει.
« Δεν περίμενα ποτέ ότι θα έφτανα στο σημείο να σιχαθώ τον ίδιο μου τον εαυτό, αλλά έγινε... Δεν θέλω να κατηγορηθεί κανείς για τον θάνατο μου. Έχω πεθάνει εδώ και χρόνια, απλά δεν το είχα καταλάβει. Έπρεπε να χάσω και τον Λουκά από τη ζωή μου για να το συνειδητοποιήσω. Πριν φύγω, θέλω να πω κάποιες αλήθειες που με βαραίνουν.
Ο θάνατος του Αλέξη Αστερίου δεν ήταν τυχαίος. Ο Αλέξης δεν έπαιρνε ουσίες. Ήταν ο πιο καθαρός άνθρωπος που είχα γνωρίσει μέχρι τότε. Το λάθος του ήταν πως με αγαπούσε και με εμπιστευόταν. Εγώ του έδωσα τα χάπια εν αγνοία του, γιατί είχα βαρεθεί να βλέπω το επικριτικό του ύφος κάθε φορά που δεν ενέκρινε κάτι που έκανα. Ήθελα να δει πώς είναι να μην ελέγχεις τον εαυτό σου. Δεν είχα σκοπό να τον σκοτώσω. Απλά να με καταλάβει ήθελα. Ξέρω πως έχει κάποιον αδελφό εκεί έξω... νομίζω πως είναι στο εξωτερικό. Θέλω αυτό το γράμμα να φτάσει στα χέρια του για να μην έχει διαστρεβλωμένη εικόνα για τον αδελφό του.
Θα ήθελα ακόμα να ζητήσω συγγνώμη από τον Λουκά Μαυρίδη για την αναστάτωση που προκάλεσα στη ζωή του. Πίστευα πως μαζί του θα κατάφερνα να βγω από την σκοτείνια της ζωής μου και ίσως να το είχα καταφέρει αν δεν με κυνηγούσαν οι τύψεις. Τουλάχιστον τώρα έχω εγώ τον έλεγχο της ζωής μου και η απόφαση να φύγω είναι οριστική. Ελπίζω να βρω επιτέλους την γαληνή που δεν μπόρεσα να βρω σε αυτόν τον κόσμο.»
Η Νόρα είχε χάσει το χρώμα της και η Έλενα ανησύχησε και έπιασε σφιχτά τα χέρια της. Κοίταξε πρώτα τον Παύλο. Τώρα καταλάβαινε το ύφος του. Δεν υπήρχαν λόγια παρηγοριάς για αυτό και η Έλενα καθόταν σιωπηλά δίπλα του. Χαμογέλασε καθησυχαστικά στην κοπέλα και τράβηξε τα χέρια της.
«Αν μπορούσα να πιω, και εγώ ποτό θα ήθελα.» είπε με ένα λοξό χαμόγελο την στιγμή που ακουστήκαν τα κλειδιά του Λουκά στην πόρτα.
«Γυναίκα, ήρθε ο άντρας του σπιτιού!» φώναξε ο Λουκάς κλείνοντας την πόρτα πίσω του και τότε πρόσεξε τα συννεφιασμένα πρόσωπα στο σαλόνι του σπιτιού και σοβάρεψε απότομα.
«Έγινε κάτι;»
Ο Παύλος χωρίς να μιλήσει του έδωσε το γράμμα....
{{Μεγάλη καθυστέρηση και εδώ αγαπημένες μου, αλλά δυσκολεύομαι λιγάκι με τους χρόνους αυτή την περίοδο. Όμως επειδή είναι δύσκολη περίοδος για όλους και αυτή η ιστορία είχε κάτι ανάλαφρο, θα προσπαθήσω να την προχωρήσω όσο μπορώ. Άλλωστε δεν έχουν μείνει και πολλά κεφάλαια ακόμα.
Να προσέχετε τους εαυτούς σας και μη ξεχνάτε να χαμογελάτε!!!}}
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top